Όταν ο ελληνικός στρατός είχε πραγματοποιήσει απόβαση στην περιοχή της Σμύρνης, με την άδεια των Μεγάλων Δυνάμεων, αρχικά βάση της ανακωχής του Μούδρου του 1919 κι αργότερα βάση της συνθήκης των Σεβρών του 1920, κύριο μέλημα των ελληνικών κυβερνήσεων, υπήρξε η διατήρηση της τάξεως και η αποφυγή επεισοδίων μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της περιοχής, κάτι που θεωρούνταν πολύ πιθανό μετά από τόσους αιώνες καταπίεσης των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το να σημειώνονταν πράξεις αντεκδίκησης (δικαιολογημένες ίσως) από την πλευρά των Ελλήνων, αλλά και των άλλων μειονοτικών ομάδων, όπως των Αρμενίων, ή η όποια αντίδραση των Τούρκων που λογικά δε θα δεχόταν με τόση ευκολία την παρουσία ξένων δυνάμεων στην περιοχή, δεν ήταν προς όφελος της Ελλάδος, που ήθελε την σταθερότητα στην περιοχή, για αρκετούς λόγους, πολιτικούς, διπλωματικούς και στρατιωτικούς.
Προς αυτή την κατεύθυνση κλήθηκε να ενεργήσει και ο Ύπατος Αρμοστής Αριστείδης Στεργιάδης (υπουργός Ιωνίας), ο «αινιγματικός άνθρωπος», ένας πλούσιος Κρητικός από το Ηράκλειο της Κρήτης και προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, ο οποίος τον επέλεξε γι’ αυτή τη θέση.
Ο Στεργιάδης σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην γενέτειρά του. Ασχολήθηκε με την πολιτική και διετέλεσε πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου και συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Συνέταξε διάφορους νόμους για τις μεταρρυθμίσεις των κυβερνήσεων Βενιζέλου καθώς και τους όρους της Συνθήκης της Αθήνας. Ο Βενιζέλος τον έχρισε υπουργό το 1917 στην τότε κυβέρνησή του και αργότερα Γενικό Διοικητή Ηπείρου (1917-1919). Τότε ο Στεργιάδης άρχισε να δείχνει τα πρώτα δείγματα της εξαλλοσύνης του. Οι Ηπειρώτες τον ονόμασαν για τον σατραπισμό του «Αλή Πασά». Θεωρήθηκε, όμως, από την κυβέρνηση ότι πέτυχε το σκοπό του και την αποστολή του, γιατί κατόρθωσε να χτυπήσει αποτελεσματικά τη ληστεία … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Εδώ απεικονίζεται ο «συνωστισμός», που περιέγραψε η περιώνυμη Μαρία Ρεπούση στο αλησμόνητο βιβλίο της Έκτης Δημοτικού, στην προβλήτα του λιμανιού της Σμύρνης, το 1922, σε φωτογραφίες της εποχής:
Κι εδώ, ο «συνωστισμός» όπως μεταφέρθηκε στην οθόνη του τηλεοπτικού σταθμού ΑΛΦΑ (στιγμιότυπο και σύντομο απόσπασμα), μέσα από την τηλεοπτική σειρά «Ματωμένα χώματα», που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου: … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο Χρυσόστομος (Καλαφάτης) γεννήθηκε το 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας, στην Προποντίδα. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμωνίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια.
Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων.
Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας.
Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.
Πρώτα χρόνια
Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχει να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εξετίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».
Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν Ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.
Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε΄). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »