Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε
  • Ειδοποιήσεις

    Ενημερωθείτε άμεσα, για κάθε νέο άρθρο.
    Loading
  • Ροή σχολίων

Το Ξυπόλυτο Τάγμα – Μια αληθινή ιστορία της Κατοχής που έγινε ταινία

  29/01/2010 | Σχολιασμός

Το «Ξυπόλητο Τάγμα»«Αν είχες γυρίσει αυτή την ταινία προτού γυρίσω εγώ τον “Κλέφτη των ποδηλάτων” τότε σήμερα θα ήσουν εσύ ο Ντε Σίκα!».
Βιτόριο Ντε Σίκα (προς τον Γκρεγκ Τάλλας, όταν είδε το 1955 το «Ξυπόλητο Τάγμα» στο Φεστιβάλ του Εδιμβούργου)

Το «Ξυπόλητο Τάγμα» είναι η αληθινή ιστορία 160 παιδιών, που η δράση τους πήρε διαστάσεις μύθου όταν διώχτηκαν από τα ορφανοτροφεία της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί κατακτητές στα χρόνια της κατοχής του Bʼ Παγκοσμίου Πολέμου.

Οι Γερμανοί αδειάζουν τα δημόσια κτίρια και τα επιτάσσουν. Ανάμεσα σε αυτά τα κτίρια είναι και αρκετά ορφανοτροφεία. Τα ορφανά πετάγονται στο δρόμο. Μια ομάδα, απ’ αυτά τα ορφανά, για να επιβιώσουν, παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους. Οργανώνονται σαν μυστικός «στρατός», με ιεραρχία και πειθαρχία. Μόνα τους συγκροτούν ομάδες κρούσης και βοήθειας. Πηγή για την τροφοδοσία τους είναι τα γερμανικά καμιόνια που κουβαλάνε ψωμί και τρόφιμα και οι μαυραγορίτες. Τα κλεμμένα μοιράζονται στα ορφανά, αλλά και σε άλλους κατοίκους της Θεσσαλονίκης που είχαν ανάγκες.

Τα παιδιά του «Ξυπόλυτου Τάγματος» έμειναν στην ιστορία σαν «σαλταδόροι». Ο θρύλος λέει, πως πέρα από την αρωγή που παρείχαν στο κόσμο, κατάφερναν με την εξυπνάδα και το κουράγιο τους να βοηθούν την Αντίσταση, βρίσκοντας τρόπους να φυγαδεύουν στη Μέση Ανατολή Έλληνες, Αμερικάνους και Εγγλέζους αξιωματικούς, με σκοπό να ενωθούν με τους εκεί συμμαχικούς στρατούς.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄40, βρισκόταν στην Αμερική ο ηθοποιός του Κρατικού Θεάτρου Νίκος Κατσιώτης, ο οποίος συζητώντας με τον Γκρεγκ Τάλλας (Γρηγόρης Θαλασσινός) του διηγήθηκε πως την ημέρα που η Θεσσαλονίκη γιόρταζε την απελευθέρωσή της, τον Νοέμβριο του 1944, στο τέλος της διαδήλωσης ακολουθούσε ένα τσούρμο από κουρελήδες πιτσιρικάδες οι οποίοι κρατούσαν ένα πανό που έγραφε «Ξυπόλητο Τάγμα». Η διήγηση του Νίκου Κατσιώτη, συγκλόνισε τον Τάλλας κι αποφάσισε να κάνει το «Ξυπόλητο Τάγμα» ταινία. Το 1952, ο Γκρεγκ Τάλλας έρχεται στην Ελλάδα και με την περιορισμένη οικονομική υποστήριξη ενός άλλου Ελληνοαμερικανού, ξενοδόχου στο Λος Άντζελες, του Πέτρου Μπουντούρη, άρχισε να γυρίζει την ταινία « Το Ξυπόλητο Τάγμα». Ο Νίκος Κατσιώτης έγραψε το σενάριο, ενώ την μουσική έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης (η πρώτη του για κινηματογραφική ταινία), με εκτέλεση από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών (υπό την διεύθυνση τού ιδίου). Η θαυμάσια φωτογραφία ήταν του Μιχάλη Γαζιάδη.

Ο Γκρεγκ Τάλλας αποθαρρημένος από την υποτυπώδη κινηματογραφία της Ελλάδας της εποχής, σκέφτηκε αρχικά να γυρίσει την ταινία στη Νάπολη, πόλη που θεωρούσε πως είχε μια περίεργη ομοιότητα, το ίδιο άρωμα, με τη Θεσσαλονίκη. Αλλά πάλι κάτι τον έτρωγε.

Κι έτσι ήρθε στην Ελλάδα και γύρισε την ταινία στη Θεσσαλονίκη σε φυσικούς χώρους. Μόνο τη σκηνή της «μαύρης αγοράς» γύρισε για καθαρά πρακτικούς λόγους στην Αθήνα, στην περιοχή των Φυλακών Αβέρωφ, όπου και λειτουργούσε πραγματικά η μαύρη αγορά στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής.

Χρησιμοποίησε μόνο δύο επαγγελματίες ηθοποιούς, τον Νίκο Φέρμα και τη Μαρία Κωστή. Όλοι οι άλλοι που έπαιξαν στην ταινία ήσαν ερασιτέχνες. Τα 63 από τα 66 παιδιά που πήραν μέρος στα γυρίσματα, ο Γκρεγκ Τάλλας τα πήρε από αναμορφωτήρια της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Η μηχανή λήψης ήταν του 1924 και χρησιμοποιήθηκαν μόνο 6 προβολείς για τον φωτισμό. Το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της ταινίας -σε συνδυασμό με τις συνθήκες παραγωγής- ήταν μια μεγάλη έκπληξη στην Αμερική. Δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτή η ταινία γυρίστηκε με τόσο λίγα τεχνικά μέσα. Για παράδειγμα, ο φωνολήπτης της Κολούμπια ήταν αδύνατο να πιστέψει πως αυτή η ταινία γυρίστηκε βουβή και πως είχαν επιτευχθεί τόσο άψογοι συγχρονισμοί στο ντουμπλάρισμα της ηχητικής μπάντας στην Ελλάδα!

Το αρνητικό της ταινίας είχε χαθεί και χάρη στις προσπάθειες του διευθυντή της Ταινιοθήκης της Ελλάδας, Θόδωρου Αδαμόπουλου που εντόπισε δύο κόπιες προβολής σε καλή κατάσταση, δημιουργήθηκε, μετά από χρονοβόρες και πολυδάπανες διαδικασίες, ένα καινούργιο αρνητικό της ταινίας.

Το «Ξυπόλυτο Τάγμα» ήταν η πρώτη ελληνική ταινία που κατόρθωσε να βραβευτεί σε διεθνές φεστιβάλ. Πήρε το 1955 το πρώτο βραβείο («Χρυσή Δάφνη»), στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Εδιμβούργου.

 

Πηγές

Ελένη Ιωαννίδου – Η ηρωίδα μάνα του ’40 από την Κυπαρισσία, που αναβίωσε το «ή ταν ή επί τας»

  02/06/2009 | Σχολιασμός

Ελένη ΙωαννίδουΟμολογώ πως όταν διάβασα το ακόλουθο κείμενο που αγνοούσα, ανατρίχιασα. Ήρθαν στο μυαλό μου οι θρυλικές αρχαίες Σπαρτιάτισσες μάνες που όταν έφευγαν τα παιδιά τους για το πολεμικό μέτωπο, τους παρέδιδαν την ασπίδα με την ρητή εντολή «ή ταν ή επί τας», δηλαδή, ή μ’ αυτήν (εννοώντας να επιστρέψει κρατώντας την ως νικητής) ή πάνω σ’ αυτήν (δηλαδή τιμημένος νεκρός, πάνω στην ασπίδα του, πεσών στην εκτέλεση του καθήκοντος).

Επειδή όμως κυκλοφορούν και μερικοί «ελληνοφρενείς» αστικοί μύθοι, θέλησα να εξακριβώσω το αληθές του γεγονότος. Όπως διαπίστωσα, η συγγραφέας του κειμένου ήταν απολύτως υπαρκτό πρόσωπο, όπως επίσης και το κείμενό της. Η ελληνική πολιτεία μάλιστα την έχει τιμήσει ως σύμβολο της Ελληνίδας Μητέρας του έπους του 1940, ενώ στην Κυπαρισσία έχει αναγερθεί και άγαλμά της. Τον λόγο θα τον καταλάβετε, αφού διαβάσετε το τηλεγράφημα, που έστειλε η Ελένη Ιωαννίδου το 1941 στον τότε πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή, όταν σκοτώθηκε ένας απ’ τους εννιά της γιους στο πολεμικό μέτωπο…

 

Προς τον Πρόεδρον της Κυβερνήσεως κ. Αλ. Κορυζήν

 

Ο υιός μου Ευάγγελος Ιωάννου Ιωαννίδης απωλέσθη εις τας επιχειρήσεις της Κλεισούρας. Παρήγγειλα εις τους τέσσαρας ήδη υπηρετούντας Χρήστον, Κώσταν, Γεώργιον και Νίκον Ιωάννου Ιωαννίδην να εκδικηθώσιν τον θάνατον του αδελφού των.

 

Κρατώ εις εφεδρείαν άλλους τέσσαρας Πάνον, Αθανάσιον, Γρηγόριον και Μενέλαον Ιωάννου Ιωαννίδην, κλάσεων 1917 και νεωτέρων.

 

Παρακαλώ κληθώσιν ονομαστικώς και ούτοι εις πάσαν περίπτωσιν ανάγκης της πατρίδας ή τυχόν απωλείας ετέρου τέκνου μου προς εκδίκησιν εχθρού.

 

Γνωρίσατε βασιλέα μας ότι ύστατον επιφώνημά μου θέλει είναι: Ζήτω η Πατρίς!

 

 

Ελένη Ιωάννου Ιωαννίδου, Κυπαρισσία
2 Φεβρουαρίου 1941

Κωνσταντίνος Κουκίδης και Μανώλης Γλέζος – Τι συνέβη στην πραγματικότητα, με την ελληνική και την γερμανική σημαία, στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, τις πρώτες ημέρες της γερμανικής Κατοχής, το 1941;

  27/04/2009 | Σχολιασμός

Στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, στην Ελλάδα, το 1941, δύο γεγονότα που φέρονται να συνέβησαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, σκόρπισαν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας στους Έλληνες, ενώ έγιναν αντικείμενο διεθνούς θαυμασμού απ’ όσους μάχονταν τον Άξονα.

Το πρώτο γεγονός που αναφέρεται, είναι η πτώση από την Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, κάποιου ονόματι Κωνσταντίνου Κουκίδη (γράφεται και Κουκκίδης), ο οποίος εκτελώντας χρέη φρουρού της ελληνικής σημαίας, αρνήθηκε να την υποστείλει και να αναρτήσει στην θέση της την γερμανική με την σβάστικα. Ο Κώστας Κουκίδης φέρεται να τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και να πήδηξε από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, βρίσκοντας τραγικό θάνατο. Το δεύτερο γεγονός, αφορά την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 30 Μαΐου 1941, από τους Μανώλη Γλέζο και Απόστολο Σάντα.

Και οι δυο αυτές περιπτώσεις τόλμης, θάρρους και αυτοθυσίας, παρ’ ότι φαίνεται να έχουν ίχνη αληθείας, εν τούτοις, είναι αμφίβολο αν ανταποκρίνονται 100% στην πραγματικότητα, καθώς υπάρχουν (ή δεν υπάρχουν) στοιχεία που δημιουργούν πολλά ερωτηματικά.

Κωνσταντίνος Κουκίδης
Πτώση από την ΑκρόποληΣχετικά με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη, υπάρχουν 2-3 εκδοχές. Η πιο διαδεδομένη, είναι ότι ήταν εύζωνος, ο οποίος ήταν φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, την πρώτη ημέρα παρουσίας δηλαδή των Γερμανών στην Αθήνα. Όταν ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλείς τον λοχαγό Γιάκομπι (Peter Jacoby) και τον υπολοχαγό Έλσνιτς (Georg Elsnits), ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να αναρτήσουν την γερμανική σημαία, ζήτησαν από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική. Σ’ αυτό το σημείο, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του μ’ αυτή και πήδηξε από την Ακρόπολη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κουκίδης αρνήθηκε να την υποστείλει και το χρέος αυτό ανέλαβε ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, την δίπλωσε και την παρέδωσε στον Κουκίδη που στην συνέχεια πήδηξε μαζί μ’ αυτήν απ’ την Ακρόπολη.

Οι έρευνες που έχουν γίνει έκτοτε, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν κανέναν στρατιώτη ή εύζωνο στα στρατιωτικά αρχεία, με το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης, προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά. Ως απάντηση σ’ αυτή την αδυναμία έρχεται μια άλλη εκδοχή που λέει ότι ο Κουκίδης δεν ήταν στρατιώτης και δεν βρισκόταν μ’ αυτή την ιδιότητα στην Ακρόπολη (κάτι τέτοιο δεν προβλέπονταν ούτως ή άλλως όμως, καθώς είχε ήδη συναφθεί συνθήκη ανακωχής-παράδοσης με την Γερμανία). Ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, σύμφωνα με τον συγγραφέα Ιωάννη Γιαννόπουλο (βιβλίο «Μυστική Ακρόπολη»), «Είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες (σ.σ: 26 Απριλίου 1941), η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε -με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων- το τι θα έμελλε να γίνει».

Πάντως, αργότερα ο Γερμανός στρατηγός φον Στούμε έδωσε διαταγή και στις 3 το μεσημέρι της ίδιας μέρας, της πρώτης μέρας της Κατοχής, υψώθηκε στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο και η ελληνική σημαία, δίπλα από τη γερμανική. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι προαναφερθέντες Γερμανοί αξιωματικοί, Γιάκομπι και Έλσνιτς, αναγνωρίζοντας το ηρωικό της πράξεως του Κουκίδη, ζήτησαν άδεια και την έλαβαν από την γερμανική διοίκηση (Βέρμαχτ) να αναρτείται και η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη, όπως κι έγινε. Αυτή η εκδοχή όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί με το γεγονός (που εμμέσως πάντως, επιβεβαιώνει το συμβάν) ότι γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.

Κάποια άλλα στοιχεία που φαίνεται να συνηγορούν υπέρ τού ανωτέρω ηρωικού γεγονότος και των οποίων γίνεται επίκληση, είναι τα εξής:
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

27 Απριλίου 1941 – Οι πρώτες δραματικές ώρες της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα

  22/01/2009 | Σχολιασμός

27 Απριλίου 1941 - Οι Γερμανοί στην ΑκρόποληΤο πρωί της Κυριακής του Θωμά, 27 Απριλίου 1941, η Αθήνα ξυπνούσε τρομαγμένη. Όλη τη νύχτα την ανατάραζαν υπόκωφοι κρότοι από εκρήξεις αποθηκών πυρομαχικών, που –για να μην πέσουν στα χέρια των Γερμανών– καίγονταν στα προάστια της Αθήνας και του Πειραιά. Από νωρίς το πρωί, γερμανικά αεροπορικά σμήνη πετούσαν επιδεικτικά σε χαμηλό ύψος πάνω από την ελληνική πρωτεύουσα και τις γειτονικές περιοχές.

Κλεισμένοι στα σπίτια τους οι Αθηναίοι περίμεναν με αγωνία και ανησυχία την είσοδο των κατακτητών. Άσχημα συναισθήματα τους έπνιγαν και τους γέμιζαν συγκίνηση. Μέσα από τα σπίτια τους, με κλειστά τα παράθυρα, παρακολουθούσαν τις εξελίξεις, που μετέδιδε το ελεύθερο ακόμη ραδιόφωνο.

Οι εφημερίδες που τυπώθηκαν εκείνο το πρωί, αλλά δεν πρόλαβαν να διανεμηθούν, ανέφεραν ότι αποστρατεύθηκε ο αντιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ότι χορηγήθηκε αμνηστία σε όλα τα πολιτικά αδικήματα που είχαν διαπραχθεί μέχρι τότε στην Κρήτη και ότι ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός αναλάμβανε και το υπουργείο Στρατιωτικών, ενώ το υπουργείο Αγορανομίας ο υπουργος Εσωτερικών και Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνος Μανιαδάκης.

Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών κάθε πέντε λεπτά μετέδιδε διαταγή της μόνης κυβερνητικής αρχής που παρέμενε στην ελληνική πρωτεύουσα, του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αττικοβοιωτίας υποστράτηγου Χρ. Καβράκου. Λόγω επιτακτικής ανάγκης ζητούσε με τη διαταγή του ο στρατηγός να σταματήσει κάθε κίνηση στην Αθήνα, τον Πειραιά και τα προάστια, όλα τα καταστήματα να είναι κλειστά και οι κάτοικοι στα σπίτια τους, να σταματήσει η αντιαεροπορική άμυνα, οι στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις της περιοχής να παραμείνουν στις θέσεις τους και, πρόσθετε στη διαταγή, δεδομένου ότι η πόλις είναι ανοχύρωτος και ουδεμία θα προβληθή αντίστασις, αξιώ όπως μη ακουσθή ουδέ εις πυροβολισμός.

Κωνσταντίνος ΣταυρόπουλοςΕπιχειρώντας να δώσει κουράγιο στους θλιμμένους Αθηναίους, ο εκφωνητής του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών Κωνσταντίνος Σταυρόπουλος μετέδιδε με τη χαρακτηριστική ένρινη φωνή του τις τελευταίες ελεύθερες φράσεις που μπορούσαν να ακουσθούν:

Εδώ ελεύθεραι ακόμα Αθήναι…

Έλληνες! Οι Γερμανοί εισβολείς ευρίσκονται εις τα πρόθυρα των Αθηνών.

Αδέλφια! Κρατήστε καλά μέσα στην ψυχή σας το πνεύμα του μετώπου.

Ο εισβολεύς εισέρχεται με όλας τας προφυλάξεις εις την έρημον πόλιν με τα κατάκλειστα σπίτια.

Έλληνες! Ψηλά τις καρδιές!

Την ίδια ώρα που ακούγονταν τα λόγια αυτά, στις 8 το πρωί
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής