Ως Κρητικός κι εγώ, Ρεθυμνιώτης, θα σας αφηγηθώ μια ιστορία από και μετά τον πόλεμο, όπως την αφηγήθηκαν και σ’ εμένα -μόνο που δεν είναι μια ιστορία φρίκης. Για την ακρίβεια, είναι μια από τις πιο τρυφερές ιστορίες που έχω ακούσει…
Κατά τη δεκαετία του 1980, σ’ ένα μικρό χωριό της Κρήτης, ένας ηλικιωμένος Γερμανός πήγαινε κάθε βράδυ σε μια ταβέρνα, καθόταν μόνος του απόμερα, παράγγελνε ένα μπουκάλι ρετσίνα, ξεροσφύρι, και την έπινε αργά-αργά, ώσπου ν’ αδειάσει όλο το μπουκάλι. Αυτό το έκανε κάθε βράδυ, επί μήνες. Σε κανέναν δεν μιλούσε και κανένας δεν του μιλούσε.
Μια βραδιά, ένας νεαρός Κρητικός πήρε το θάρρος να καθήσει στο τραπέζι του Γερμανού και να πιάσει μαζί του κουβέντα με σπασμένα αγγλικά και παντομίμα -δισταχτικά στην αρχή, πιο ανοιχτά στη συνέχεια. Κάποια στιγμή ρώτησε τον Γερμανό γιατί κάθε βράδυ έκανε την ίδια τελετουργία με τη ρετσίνα … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Σύμφωνα με την Εβραία ιστορικό και συγγραφέα, Ρένα Μόλχο, ο ελληνικός Αντισημιτισμός και οι Έλληνες δωσίλογοι της Θεσσαλονίκης, ήταν η κύρια αιτία αφανισμού τού εβραϊκού στοιχείου της πόλης. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι:
«Όχι μόνο δεν υπήρξε καμία αντίδραση αλλά πολύ μεγάλη μερίδα του ελληνικού πληθυσμού συνεργάστηκε με τον κατακτητή. Έχουμε περιπτώσεις όπως στη Ζάκυνθο που δεν χάθηκε ούτε ένας Εβραίος επειδή και ο μητροπολίτης Ζακύνθου και ο πρόεδρος αρνήθηκαν να δώσουν τις καταστάσεις και να καταδώσουν Εβραίους. Το ίδιο και στην Χαλκίδα. Και έχουμε περιπτώσεις σαν τα Γιάννινα και τη Θεσσαλονίκη με ποσοστό απώλειας, 98% και 96% αντίστοιχα. Όλα αυτά με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι χριστιανοί κάτοικοι εκεί που ήθελαν διέσωσαν τους Εβραίους κι εκεί που δεν ήθελαν τους κατέδωσαν, ασχέτως αν δεν γνώριζαν ακριβώς τι τους περίμενε. Στη Θεσσαλονίκη οι χριστιανοί περίμεναν από πριν, από τον μεσοπόλεμο, από τη μεγάλη πυρκαγιά του ’17, πώς και πώς να φύγουν οι Εβραίοι. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη μετατράπηκε σε πρωτεύουσα προσφύγων. Αυτοί μεταξύ άλλων ζούσαν σε συναγωγές, πήγαιναν και σε εβραϊκά σχολεία που επιτάχθηκαν γι’ αυτόν τον σκοπό… Ο Λευτέρης Σταυριανός, που ήταν καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Κολούμπια, έγραψε ένα άρθρο για τους Εβραίους το ’48, όπου υποστηρίζει ότι 12.000 χριστιανοί στη Θεσσαλονίκη εκμεταλλεύθηκαν τις περιουσίες των Εβραίων, αμειβόμενοι για τη συνεργασία τους με τους Γερμανούς. Όταν υπάρχει ένα νούμερο 12.000 άνδρες, πολλαπλασιάζεται δημογραφικά επί 5, για να δείτε πόσα άτομα στην πόλη επωφελήθηκαν. Άρα, 60.000 χριστιανοί. Οι Εβραίοι ήταν 50.000, άρα μας μένουν και 100.000 χριστιανοί αθώοι… Τόσους κατοίκους είχε η Θεσσαλονίκη τότε. Το 1/3 των χριστιανών συνεργάστηκε… Οι Εβραίοι, αυτοί που επέζησαν, γνωρίζουν ποιοι συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς, ξέρουν πώς έγιναν οι περιουσίες εν μια νυκτί μέσα στην κατοχή… Στη Θεσσαλονίκη το νούμερο απώλειας των Εβραίων είναι 96%, που είναι 4 μονάδες υψηλότερο και από το Βερολίνο! Δηλαδή μέσα στη “φωλιά του λύκου” ήταν μικρότερο το ποσοστό απώλειας απ’ ότι εδώ… Πώς μεταφράζεται αυτό το πράγμα;… Η Θεσσαλονίκη δεν θα πρέπει να είναι υπερήφανη γι’ αυτό το κομμάτι της Ιστορίας της… Γι’ αυτό και δεν διδάσκεται τίποτε στη Θεσσαλονίκη περί Εβραίων. Ενώ πριν από τον πόλεμο υπήρχε μάθημα Εβραιολογίας. Τώρα γιατί δεν υπάρχει;… Υπάρχει Αντισημιτισμός στην Ελλάδα του 21ου αιώνα και είναι εντονότατος!».
Στο επισυναπτόμενο βίντεο όμως, έχουμε πολύ σκληρές αναφορές από την επίσης Εβραία και πανεπιστημιακό Οντέτ Βαρόν-Βασάρ που αποκαλύπτει για πρώτη φορά ότι υπεύθυνοι για την εξολόθρευση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης από τους Ναζί ήσαν και οι ίδιοι οι δωσίλογοι Εβραίοι, τα συνεργασθέντα με τους Γερμανούς εβραϊκά συμβούλια και ιδίως ο αρχιραβίνος της Θεσσαλονίκης, Κόρετς, που έδωσε τις λίστες με τους Εβραίους στους χιτλερικούς…
Ο Ραμπί Κόρετς μιλούσε άπταιστα Γερμανικά και η κοινότητα πίστεψε ότι είχε τις ικανότητες να διαπραγματευτεί με το καθεστώς των Ναζί. Ο Κόρετς παρασύρθηκε στις τακτικές του διαπραγμάτευσης. Σταθερά κατεύναζε τους Ναζί πιστεύοντας ότι αν υπάκουε στις εντολές τους, η Θεσσαλονίκη θα γλίτωνε. Τον Μάρτιο του 1943, στην πραγματικότητα ο Κόρετς συγκέντρωσε έναν αριθμό Εβραίων στη Θεσσαλονίκη και τους έστειλε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στην Πολωνία.
Ο θρυλούμενος ελληνικός Αντισημιτισμός δεν έπαιξε κανέναν ρόλο, λέει η Βασάρ, ενώ τονίζει πως ο τότε πρόεδρος της εβραϊκής κοινότητος τη Θεσσαλονίκης, Σαλτιέλ, ήταν συνεργάτης των Γερμανών, όπως και ο διαβόητος Εβραίος δωσίλογος Ρεκανάτ, που δικάστηκε ως φιλοχιτλερικός μετά τον πόλεμο.
Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος -όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν απ’ όταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.
Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες, απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Το άγημα αποδόσεως τιμών στον χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, για αυτό που θα σας πω παρακάτω…
Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους, ενώ εγώ από παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε, τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα. Και του είπε: «Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο;» κ.λπ.
Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά που έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τα δάκρυά του και με πολλή δύναμη των χεριών του (αυτά ήταν γερά) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του, στον νεαρό αξιωματικό δυνατά: «Πώς να σηκωθώ κύριε… Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο…» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού οπού φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος, όπως και εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί. Όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός…
Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ…
Ο αξιωματικός σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς», που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να ‘χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται. Γι’ αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940. Για το καλό της Πατρίδας μας.
Κατά την διάρκεια τής Γερμανικής Κατοχής στην Ελλάδα (1941-44), ένας πρώην αξιωματικός τού Πολεμικού Ναυτικού και μετέπειτα επιχειρηματίας, ο Άγγελος Παπαναστασίου, αποτύπωσε κάποιες εικόνες τής περιόδου εκείνης στην κινηματογραφική του μηχανή.
Ένα εγχείρημα, ιδιαιτέρως δύσκολο και επικίνδυνο, δεδομένου ότι η φωτογράφιση ή κινηματογράφιση άνευ άδειας από τον εχθρό, τιμωρούνταν διά τής θανατικής ποινής. Ο Παπαναστασίου, με κίνδυνο τής ζωής του, έκρυβε την μηχανή του σε μια καραβάνα συσσιτίου για να μην κινήσει υποψίες και κατέγραφε κρυφά εικόνες, τόσο από την καθημερινότητα, αλλά και -κυρίως- σκληρές εικόνες από τα δεινά που επέφερε η Κατοχή.
Το κινηματογραφικό υλικό τού Παπαναστασίου, χρησιμοποιήθηκε στην Δίκη τής Νυρεμβέργης, ως αποδεικτικό στοιχείο τών εγκλημάτων που διέπραξαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα.
Το 1978, οι υπεύθυνοι τού Πολεμικού Μουσείου, δανείστηκαν την ταινία από την κόρη τού Παπαναστασίου, Λουκία, για μία και μόνη προβολή. Πριν την επιστρέψουν όμως, αφαίρεσαν σημαντικό τμήμα τού υλικού (18′ από τα περίπου 45′), χωρίς να δώσουν πειστική εξήγηση. Όπως λέγεται, ο κύριος λόγος που «εξαφανίστηκαν» σκηνές από το υλικό, οφείλεται στο ότι σε κάποιες απ’ αυτές εμφανίζονται δωσίλογοι εν ώρα δράσης.
Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα κατά την ιταλική κατοχή, σε κάποιο νησί του Ιονίου η ομάδα κατοχής των Ιταλών είχε επιτάξει το δημαρχείο, που βρισκόταν στην κεντρική πλατεία του νησιού και το είχε μετατρέψει σε αρχηγείο της. Ο επικεφαλής της ομάδας κατοχής, Ιταλός αξιωματικός είχε θρονιαστεί στο γραφείο του δημάρχου και από το παράθυρό του απολάμβανε τη θέα προς την πλατεία του νησιού. Στο κέντρο της πλατείας υπήρχε μια όμορφη εκκλησία και δίπλα ακριβώς ένα πανύψηλο καμπαναριό με ένα περίτεχνο ρολόι στη μέση. Μάταια περίμενε ο Ιταλός αξιωματικός να το ακούσει να χτυπάει γιατί το ρολόι αυτό είχε εδώ και καιρό σταματήσει λόγω βλάβης.
Ο Ιταλός αισθάνθηκε χρέος του να αποκαταστήσει τη βλάβη και έτσι φρόντισε και έμαθε από τον δήμαρχο του νησιού ότι το ρολόι είχε σταματήσει γιατί δεν υπήρχε λάδι για να λαδώσουν τα γρανάζια του. Τότε ο αξιωματικός χωρίς δεύτερη σκέψη πρόσφερε στον δήμαρχο έναν τενεκέ 12 λίτρων, παρθένο ιταλικό ελαιόλαδο, έτσι ώστε να λαδωθούν τα γρανάζια και να δει και πάλι το ρολόι να δουλεύει και πάλι, και να ακούσει την καμπάνα να χτυπάει ρυθμικά την ώρα … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »