Ο δρόμος που πήρε το νεοσύστατο κράτος με το ψευδώνυμο «ελληνικό κράτος» ακολούθησε δύο κατευθύνσεις. Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις ονομάστηκαν με τον αδόκιμο χαρακτηρισμό «ελληνοκεντρισμός». Η μία κατεύθυνση από τον Ιωάννη Κωλέττη μέχρι τον Ελευθέριο Βενιζέλο (και τους βασιλικούς) διαμόρφωσε πολιτικά την πραγματικότητα της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή, ένα είδος αλυτρωτισμού που ήθελε να ανακτήσει στρατιωτικά την Κωνσταντινούπολη ή να ενσωματώσει τους ελληνόφωνους πληθυσμούς της Ανατολίας στο νεοσύστατο χριστιανικό κράτος. Και η οποία κατέληξε με την καταστροφή της Ιωνίας στη γνωστή τραγωδία. Η άλλη κατεύθυνση του ελληνοκεντρισμού είχε πιο πνευματικό χαρακτήρα και εκδηλώθηκε ως ποιητική συνάντηση των λαών της Ευρώπης. Τιτανική προσπάθεια που επιχειρήθηκε από τον Σικελιανό κατά τη διάρκεια των δελφικών εορτών -πέντε χρόνια μετά την καταστροφή της Σμύρνης-, αλλά εντούτοις δεν εισακούστηκε. … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
«Η παιδεία των νέων, είναι το δυνατό αίμα και ο αέρας ιωδίου για το μέλλον των λαών… Όμως, της δικής μας παιδείας το αίμα, έχει αιματοκρίτη λευχαιμίας». Δημήτρης Λιαντίνης
Τα αρχαία ελληνικά τα αντιπαθούν όλοι οι Έλληνες. Αν κάνει κανείς μια δημοσκόπηση σήμερα, το αποτέλεσμα που θα του δοθεί θα το βρει πελώριο. Στους εκατό θα ανακαλύψει πως οι ενενήντα τόσοι, τα αρχαία ελληνικά δεν θέλουν ούτε να τ’ ακούσουν. Και το χειρότερο είναι, πως την ίδια αποστροφή την αισθάνεται και η πλειονότητα των φιλολόγων που διδάσκει το μάθημα στα σχολεία.
Σήμερα όταν μιλήσεις σε κάποιονε για τα αρχαία ελληνικά, αμέσως θα τον χτυπήσει ναυτία. Ένα πνευματικό ανακάτωμα παραγουλιάζει ολόκληρη την υπόστασή του. Μονόπτωτα ρήματα, ετερόπτωτοι διορισμοί, τρίπτωτες προθέσεις, βαρείες, οξείες, ερωτηματικές, εγκλιτικά και εγκλίσεις, παραγωγή και έτυμα, προληπτικό κατηγορούμενο. Είναι μια στοίβα τσάνταλα που ξεχειλίζουν το ψυχοσωματικό μας και χύνουνται σαν ερευγμοί, κρυάδες, νυστάλα, χασμήματα, και όλα τα ουά του ιουδαϊκού όχλου. Οι σχετικές μνήμες από τη σχολική εμπειρία ανακαλούν στους ενήλικους πλήξη νεότητας, ψυχικά τραύματα, κατακάθια νευρωτικά, έλλειψη αέρα, δυσχέρεια ύπαρξης.
«Κύρος ανεβαίνει, Κύρος κατεβαίνει, και γαμώ τους Έλληνες και όλους τους δασκάλους». Έτσι άκουσα να καταριέται κάποτε κάποιος τα εφηβικά του χρόνια. Την αθωότητα, δηλαδή, και την πιο τρυφερή ώρα της ηλικίας του. … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα, ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας· όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου: Όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια, αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που ‘χει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου.
Γιατί ό,τι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος, λοιπόν, δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν ν’ αποφύγουν τον θάνατο σαν να ‘ναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής.
Απεναντίας, ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται, ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή: Δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη, μα την ευτυχέστερη. Κι είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του· όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά, είναι μία και η αυτή άσκηση. Όμως πολύ χειρότερος είναι εκείνος που λέει πως καλό είναι να μη γεννηθείς, «αλλά μιας και γεννήθηκες, βιάσου να διαβείς τις πύλες του Άδη»*. Αν το λέει επειδή το πιστεύει, γιατί δεν αποσύρεται από τη ζωή; Στο χέρι του είναι να το κάνει, αν το ‘χει σκεφτεί σοβαρά. Αν πάλι το λέει στ’ αστεία, είναι ελαφρόμυαλος σε πράγματα που δεν σηκώνουν αστεία.
Ένα τίποτα είναι για μας ο θάνατος. Γιατί, ό,τι αποσυντίθεται παύει να αισθάνεται. Και ό,τι δεν αισθάνεται δεν μας αφορά.
Γεννηθήκαμε μια φορά και δεν γίνεται να γεννηθούμε και δεύτερη κι είναι βέβαιο πως δεν θα υπάρξουμε ξανά στον αιώνα τον άπαντα. Εσύ όμως, ενώ δεν εξουσιάζεις το αύριο, αναβάλλεις την ευτυχία γι’ αργότερα. Κι η ζωή κυλά μ’ αναβολές και χάνεται κι ο καθένας μας πεθαίνει μες στις έγνοιες.
* Θέογνις (425, 427).
Πηγή: «Επιστολή προς Μενοικέα», «Επικούρου προσφώνησις» και «Κύριαι δόξαι» («Επίκουρος», Εκδόσεις «Θύραθεν»)
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ντάργουιν (ή επί το ελληνικότερον, Κάρολος Δαρβίνος), ήταν Βρετανός φυσιοδίφης, ο οποίος έθεσε τα θεμέλια της Θεωρίας της Εξέλιξης, που έμελλε να πυροδοτήσει πολλές αντιδράσεις, κυρίως στον χώρο της Εκκλησίας. Ο λόγος ήταν (και είναι), ότι η θεωρία του Ντάργουιν, η οποία κάνει λόγο για την φυσική εξέλιξη των ειδών που διαβιούν στη γη, έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με τον Δημιουργισμό που διδάσκει δογματικά η Εκκλησία.
Και μόνο το ότι αμφισβητούνταν πλέον ευθέως και βάσει επιστημονικών τεκμηρίων, η θρησκευτική θεωρία της δημιουργίας του Κόσμου (και φυσικά και του ανθρώπου) από τον Θεό, πριν μερικές χιλιάδες χρόνια, ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε καταστάσεις, που σε αρκετές περιπτώσεις, όπως αυτής της «Δίκης του Πιθήκου», ήταν κωμικοτραγικές. Ήταν με άλλα λόγια, μια μετωπική σύγκρουση, δύο ασύμβατων μερών: Της θρησκείας και της επιστήμης.
Ο Ντάργουιν, ο οποίος ήταν γόνος εύπορης οικογένειας, απέκτησε τα πρώτα του ερεθίσματα και την «δίψα» για την μελέτη της φύσης, από έναν παπά, ο οποίος ωστόσο ήταν οπαδός του Δημιουργισμού. Ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει γιατρό ή παπά, αλλά απέτυχε και στα δύο, καθώς η έλξη του Ντάργουιν για τα μυστήρια της φύσης ήταν ακατανίκητη. Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, όταν θα είχε πλέον ολοκληρώσει μυστικά την μελέτη του, δεν είχε μόνο επιφυλάξεις για την αποδοχή από την επιστημονική κοινότητα και τον κόσμο, δεδομένης της θρησκευτικής αντίληψης περί δημιουργίας του Κόσμου, αλλά είχε ν’ αντιπαλέψει και με την συνείδησή του, καθώς η αγαπημένη του σύζυγός του, Έμα, ήταν θρήσκα χριστιανή και πίστευε ακράδαντα στην «άλλη ζωή». Αυτό, από μια άποψη, τον λυπούσε, καθώς απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει η «άλλη ζωή», στην οποία προσδοκούσε η σύζυγός του, γνώριζε ότι με τον θάνατό τους, οι δρόμοι τους θα αποχωριστούν για πάντα. Ο Ντάργουιν, ουσιαστικά, ζούσε μια διπλή ζωή. Μία συμβατική (κοινωνική) και μία μυστική (επιστημονική), η οποία σε πολλά σημεία δεν εφάρμοζε με την πρώτη.
Ο Ντάργουιν, προσπέρασε τις αναστολές και τις επιφυλάξεις του, όταν ένας άλλος φυσιοδίφης, ο Άλφρεντ Γουάλας δημοσίευε μια μελέτη («Εισαγωγή των ειδών») παρόμοια με τη δική του. Αυτό όμως που, κυρίως, τον είχε ήδη συνταράξει, ήταν ο θάνατος της πολυαγαπημένης δεκάχρονης κόρης του, Άννι, από ανίατη ασθένεια και ήταν κάτι που τον έκανε να στραφεί περισσότερο προς τον Αγνωστικισμό, καθώς δεν μπορούσε να δεχθεί, πως ο «δίκαιος» και «φιλέσπλαχνος» Θεός, θα μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο.
Έτσι, ο Ντάργουιν, δημοσίευσε το 1859 την ολοκληρωμένη πλέον μελέτη του, με τίτλο «Η καταγωγή των ειδών» και λίγο αργότερα, την «Καταγωγή του ανθρώπου». Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί μια συνήθης παρανόηση που γίνεται, σε σχέση με την Θεωρία της Εξέλιξης των ειδών και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο: Ο Ντάργουιν δεν έχει πει ότι ο άνθρωπος κατάγεται από τον πίθηκο, αλλά ότι άνθρωπος και πίθηκος έχουν κοινή καταγωγή και στην πορεία του χρόνου εξελίχθηκαν διαφορετικά.
Η θεωρία του Ντάργουιν, όπως ήταν μάλλον φυσικό, αρχικά απαξιώθηκε και γελοιοποιήθηκε, στην συνέχεια πέρασε στην φάση της αμφισβήτησης, έως ότου γίνει τελικά αποδεκτή στην επιστημονική και κοινή γνώμη.
Στα ακόλουθο βίντεο, ένα πληρέστερο βιογραφικό του ανθρώπου που έβαλε τα δικά του θεμέλια στην σημερινή επιστήμη, καθώς και περισσότερες πληροφορίες για το επιστημονικό του έργο … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Εντάξει, ας πούμε ότι την πρώτη φορά, το καραστημένο «αυθόρμητο» συμβάν (ελληνιστί, «χάπενινγκ»), είχε την μαγεία της πρωτοτυπίας. Από κει και πέρα όμως, καταντάει, όχι απλά μονότονο και κουραστικό, αλλά διαστρεβλώνει την στυγνή πραγματικότητα.
Οι Έλληνες σήμερα δεν χορεύουν συρτάκι και δεν ανατάσσονται μ’ αυτό (αν ποτέ συνέβαινε έτσι). Χορεύουν πάνω στο ταψί -σαν τις αρκούδες που μαθαίνουν να «χορεύουν» στον ρυθμό του αρκουδιάρη.
Καλό το «φολκλόρ», αλλά η «περηφάνεια» και το «είναι» των Ελλήνων, δεν συνάδει ντε και καλά με μουσακά, τζατζίκι και συρτάκι. Ας βάζουμε και κάποια όρια στον ευτελισμό … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…