Ο Διογένης Λαέρτιος αφιερώνει σε μια σοφή Ρωμαία μια πραγματεία με τον τίτλο «Βίοι και γνώμαι των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων και των εκάστη αιρέσει αρεσκόντων εν επιτόμω συναγωγή». Εικάζεται ότι γράφτηκε είτε για την Ιουλία Δόμνα, είτε για την ανιψιά της, την Αρία. Γράφει στην παραλήπτρια: «Φιλοπλάτωνι δε σοι δικαίως υπαρχούση και παρ’ οντίνουν τα του φιλοσόφου δόγματα φιλοτίμως ζητούση αναγκαίον ηγησάμην υπογράψαι και την φύσιν των λόγων και την τάξιν των διαλόγων και την έφοδον της επαγωγής, ως οίον τε στοιχειωδώς και επί κεφαλαίων, προς το μη αμοιρείν αυτού των δογμάτων την περί του βίου συναγωγήν» (Γ΄47).
Αν και η παραλήπτρια χαρακτηρίζεται ως «φιλοπλατωνική» και ο Διογένης αφιερώνει ολόκληρο το τρίτο βιβλίο στο βίο και τα δόγματα του μεγάλου φιλοσόφου, ωστόσο αυτό δεν τον εμποδίζει να συμπεριλάβει στο έργο του και άλλους. Και μάλιστα, φιλοσόφους που όχι μόνο είχαν διαφορετικούς φιλοσοφικούς προσανατολισμούς, αλλά και που δεν ήταν φιλικά διακείμενοι προς τον Πλάτωνα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την πρώτη περίπτωση, ότι αφιερώνει επίσης ένα ολόκληρο βιβλίο (το τελευταίο του έργου) στον Επίκουρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την δεύτερη, ότι αφιερώνει αρκετό χώρο στο σύγγραμμά του για τον φιλόσοφο Αρίστιππο, στο δεύτερο βιβλίο. Γράφει ο Διογένης: «Είχε δε φιλέχθρως ο Πλάτων και προς Αρίστιππον. Εν γουν τω Περί ψυχής διαβάλλων αυτόν φησίν ότι ου παρεγένετο Σωκράτει τελευτώτι, αλλ’ εν Αιγίνη ην και σύνεγγυς» (Γ΄36).
Νομίζω ότι δύο πράγματα μπορούμε να πάρουμε από τα παραπάνω. Το πρώτο είναι ότι ο κάθε φιλόσοφος έχει την αξία του. Ότι η φιλοσοφία τελικά είναι κάτι ευρύτερο και δεν θα έπρεπε να μπαίνουν όρια και κατηγοροποιήσεις, όπως βάζουν αρκετοί σύγχρονοι ακαδημαϊκοί μελετητές της. Βεβαίως υπάρχουν και διαφορές μεταξύ των φιλοσοφιών. Και αντιθέσεις μερικές φορές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι κρατούμε τη μια και πετάμε την άλλη ολοκληρωτικά. Απεναντίας, κρατάει ο καθένας κάθε φορά αυτό που του ταιριάζει, αυτό που μέσα του τον ικανοποιεί. Με αυτή τη λογική, θα μπορούσε ο Επίκουρος να σταθεί δίπλα στον Πλάτωνα. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του Πυθαγορείου Απολλώνιου Τυανέως, ο οποίος (όπως αναφέρεται στον βίο του) αν και είχε παρακολουθήσει όλες τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις της εποχής του (και την επικούρεια διδασκαλία), προτίμησε αυτήν του Πυθαγόρα, χωρίς να απορρίψει τις άλλες. Θα έλεγα, ότι αν η φιλοσοφία είναι το φως, οι επιμέρους κατευθύνσεις της είναι τα χρώματα της ίριδος στα οποία αναλύεται το φως. Κοντολογίς, το «διαφωνώ» δεν θα έπρεπε να σημαίνει «απορρίπτω», «μισώ», «μισαλλοδοξώ» … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Σήμερα θα δούμε ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα που κραυγάζει για την ανιστορικότητα και τη μυθοπλασία των Ευαγγελίων. Ένα θέμα πάνω στο οποίο έχει χυθεί πολύ θεολογικό μελάνι. Την περίπτωση του Ιούδα του Ισκαριώτη και της προδοσίας του.
Ως γνωστόν τα πρώτα χριστιανικά κείμενα που γνωρίζουμε σίγουρα είναι οι Επιστολές, αλλά σε αυτές δεν υπάρχει τίποτα καταχωρημένο περί Ιούδα, τίποτα που να μιλάει για προδοσία και γενικά κανένα σίγουρο στοιχείο για ιστορική εμφάνιση του Ιησού. Τα σενάρια αυτά τα βλέπουμε μόνο στα Ευαγγέλια και ακολούθως κάτι σχετικό θα δούμε στις Πράξεις.
Έχουμε ήδη αναφερθεί στα Ευαγγέλια, ότι είναι πλαστογραφημένα και δεν ξέρουμε τους συγγραφείς τους, Γνωρίζουμε όμως πλέον ότι όλα αντιγράφουν το Κατά Μάρκον, που γράφηκε μακριά από την Παλαιστίνη και δεν έχει ιδέα για την γεωγραφία της, εμπλουτίζοντάς το, διορθώνοντάς το και διαστρέφοντάς το ανά σημεία, για να τονίσουν διαφορετική θεολογία. Έτσι ξεκινάμε από τα Συνοπτικά, συνεχίζουμε με τις Πράξεις και τέλος θα καταλήξουμε στο το Κατά Ιωάννην για να δούμε όλες τις πληροφορίες που μπορούμε να έχουμε και πως διαμορφώνεται πιο εμπλουτισμένο το αρχικό σενάριο … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Τί είναι η ελίτ ή άλλως η αριστοκρατία; Ένας ορισμός της είναι: Μια άτυπη ομάδα κοινής ιδεολογίας και πολιτισμικής κατανόησης αλλά και συμφερόντων, που ξεχωρίζει σε μια κοινωνία για αυτό το κοινό χαρακτηριστικό της. Είναι μια έννοια λάστιχο που μπορεί να έχει εφαρμογή από μια απλή ομάδα ανθρώπων (π.χ. έναν αθλητικό σύλλογο) μέχρι κράτη ή και ομάδες κρατών.
Σύμφωνα με την ελληνική wiki: είναι μια μικρή ομάδα ισχυρών ατόμων που κατέχουν ένα δυσανάλογο μερίδιο πλούτου, προνομίων, πολιτικής εξουσίας ή ικανότητας σε μια κοινωνία. Το “ισχυρών” κρατήστε το εν μέρει σε εισαγωγικά, γιατί δεν είναι πάντα ισχυροί, απλά ξεχωρίζουν και μπορεί να ξεχωρίζουν όπως αναφέρει αυτός ο ορισμός για μια ιδιότητα και αυτό δεν συνάδει απαραίτητα με την εξουσία, αλλά μπορούν όντως να έχουν άλλης μορφής εξουσία. Λέμε για παράδειγμα η “πνευματική αριστοκρατία του τόπου”, και μέσα σε αυτήν άνετα μπορούν να περιλαμβάνονται άνθρωποι όχι πλούσιοι ή με ιδιαίτερη δύναμη, αλλά με τη γνώμη τους να καθορίζουν τις πνευματικές εξελίξεις, ακόμα και αν οι ίδιοι δεν ωφελούνται άμεσα. Δεν σημαίνει ότι όλες οι ελίτ έχουν δύναμη και εξουσιάζουν, αλλά πάντα ο κάθε τόπος ελέγχεται από μια κύρια ελίτ που αυτή όντως έχει την εξουσία και τη δύναμη και περισσότερο πλούτο. Αυτό συμβαίνει και σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που άμεσα ή έμμεσα ελέγχετε από μία ελίτ.
Στην πραγματικότητα όλοι μας δουλεύουμε, υποστηρίζουμε, αντιμετωπίζουμε, ελπίζουμε και μισούμε, ενίοτε συμμετέχουμε σε μία ή περισσότερες ελίτ, ακόμα και αν αυτό δεν είναι ξεκάθαρα προφανές. Ελίτ είναι το συνδικαλιστικό κατεστημένο και οι συντεχνίες, ελίτ κυριαρχούν στην διανομή αγαθών, ακόμα και τέχνης ή βιβλίων, υπάρχει το πανεπιστημιακό κατεστημένο και γενικά πάντα υπάρχει ένα κατεστημένο κατά τόπους και σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα πάνω στην οποία κυριαρχεί ή έχει τα περισσότερα οφέλη από αυτήν και όλοι μας έχουμε ρόλο σε όλα αυτά. Ακόμα και στην κάθε πόλη η χωριό κάποιες οικογένειες ξεχωρίζουν και νέμονται τα περισσότερα. Η έννοια “κατεστημένο” παραπέμπει αμέσως και σε μια ελίτ, ή και σε μία κλίκα, λέξεις που ενίοτε ταυτίζονται.
Σαν συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης περί «ελληνικών κοινοτήτων», θα δούμε έναν πιθανό αντίλογο.
Θα σχολιαστεί αναλυτικότερα μία δημοσίευση εκθειασμού τους και ταυτόχρονα η άποψη “πόσο η Εκκλησία ενδιαφέρθηκε για την εθνική συνείδηση των Ελλήνων”: Οι Έλληνες στην Τουρκοκρατία – Πώς η Εκκλησία διατήρησε την εθνική συνείδηση τών Ελλήνων στην Οθωμανοκρατία, του Βασίλη Μπακούρου, αναδημοσιευμένο στην ΟΟΔΕ από το περιοδικό Τρίτο Μάτι Νο 131 του 2005, αποθηκευμένο εδώ.
Αρχικά προσέξτε καλά την εικόνα που συνοδεύει το κείμενο. Δεν μας δίνει έντονα συναισθήματα μάλλον στενόχωρα;
Ξεκινάμε με τη λεζάντα της εικόνας αυτής, που είναι και περίληψη αυτού που θέλει να μας πει.
Καθημερινή σκηνή ελληνικής οικογένειας την περίοδο της Τουρκοκρατίας (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη, στην Αθήνα). Το μικρό κοριτσάκι διαβάζει, πιθανότατα κάποιο εκκλησιαστικό βιβλίο -γραμμένο στην αρχαιοελληνική γλώσσα- ενώ οι άλλοι επιδίδονται στις διάφορες ασχολίες τους. Η διατήρηση της θρησκευτικής συνείδησης παράλληλα με την επαφή με την ελληνική γλώσσα, έκανε τους Έλληνες ικανούς να μπορούν να αντιστέκονται στην απώλεια της ταυτότητας τους είτε αυτή παρουσιαζόταν με τη μορφή απειλής και βαρείας φορολογίας, είτε με τη χορήγηση προνομίων αν υιοθετούσαν μουσουλμανικές κοινωνικές διαδικασίες όπως γάμο με μουσουλμάνο, εκδίκαση από Καδή, κ.λπ. (χωρίς υποχρεωτικά την αποδοχή της μουσουλμανικής πίστης). Αυτή ακριβώς η αντίσταση, που μέσα της περιέχει τη συνειδητή ηθική επιλογή ανεξαρτήτως κόστους, είναι η προϋπόθεση για την αναγωγή ενός ανθρώπου σε «πρόσωπο», και ανταποδίδει τις ελευθερίες που μπορεί να απολαμβάνει ένα ανθρώπινο πρόσωπο ακόμη και υπό καθεστώς σκλαβιάς…
Καταρχάς δεν υπήρχαν τότε Έλληνες, αλλά ελληνόφωνοι ή μη (Αρβανίτες, Σέρβοι κ.λπ.) Ρωμιοί. Το Έλληνες δεν υπήρχε σαν έννοια παρά ίσως σε ελάχιστους λόγιους και μόνο κατά και μετά την δημιουργία του κράτους και τις ζυμώσεις για το όνομά του, μπορούμε να μιλάμε για Έλληνες. Μια διάκριση και συζήτηση που συνεχίζεται πρακτικά μέχρι σήμερα· δηλαδή αν το νέο κράτος αποτελείτο από Έλληνες ή Ρωμιούς και η διάκριση είναι προφανής: Ρωμιός σήμερα είναι αυτός που αισθάνεται ιδεολογικά πιο πολύ απόγονος των Ρωμαίων–Βυζαντινών, Έλληνας αυτός που αισθάνεται πιο πολύ ιδεολογικά απόγονος των αρχαίων Ελλήνων. Όταν δημιουργήθηκε το νέο κράτος μας, ελάχιστοι λόγιοι σε αυτό, ήσαν όσοι έβλεπαν το Βυζάντιο θετικά και ως κάτι διακριτό από τους Οθωμανούς, μια κατάσταση που ανέτρεψε το εκκλησιαστικό κατεστημένο με θεωρητικούς τον Παπαρρηγόπουλο και τον Ζαμπέλιο στα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Όταν εμφανίστηκε το ρεύμα των νεορθόδοξων (λίγο μετά το 1980), εμφανίστηκε και η έννοια των “ελληνικών κοινοτήτων”, που υπήρχαν επί Οθωμανοκρατίας σαν μια ιδανική μορφή αυτοθέσμισης, που παραπέμπει τελικά στην αρχαία δημοκρατία, με σκοπό να δειχθεί μια αδιάσπαστη συνέχεια “ελληνικότητας” που διέσωσε ο “Ελληνοχριστιανισμός”.
Σαν μότο αυτής της ιδέας μπορεί ίσως να χαρακτηριστεί το γνωστό δημοφιλές άσμα «ας κρατήσουν οι χοροί»:
Ας κρατήσουν οι χοροί
και θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί
Mέχρι τα ουράνια σώματα
με πομπούς και με κεραίες
φτιάχνουν οι Έλληνες κυκλώματα
κι ιστορία οι παρέες
…
Kι είτε με τις αρχαιότητες
είτε με ορθοδοξία
των Eλλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία
Τι να φταίει η Bουλή
τι να φταιν οι εκπρόσωποι
έρημοι και απρόσωποι βρε
αν πονάει η κεφαλή
φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει
Mα η δικιά μας έχει όνομα
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία
Το κείμενο έχει πολύ ενδιαφέρον σαν ψυχογράφημα του Νεοέλληνα και μπορεί επίσης να έχει και ενδιαφέρουσες αναγνώσεις.
Θέτει ως “ελληνικότητα” την Ορθοδοξία μαζί με “τις αρχαιότητες”, σε πλήρη σύμπνοια με το καλούμενο ελληνοχριστιανικό ιδεώδες που οδηγώντας σε “άλλο γαλαξία” από την μία δείχνει μία ανάταση, από την άλλη μία ουτοπία.