Προς αποφυγήν τυχόν παρεξηγήσεων, είμαι υποχρεωμένος ευθύς εξαρχής να δηλώσω την ταυτότητά μου.
Είμαι παλιός συναγωνιστής σου στους αγώνες για «λαϊκή δημοκρατία», «ειρήνη» και «σοσιαλισμό». Καταδικασμένος σε θάνατο μαζί με τον Μπελογιάννη και εν συνεχεία τρόφιμος, επί δεκαπενταετία, των εγκληματικών φυλακών της χώρας. Ο πατέρας μου, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, Γραμματέας του Εργατικού ΕΑΜ στην Κατοχή, καταδικάστηκε για την αντιστασιακή του δράση σε θάνατο από γερμανικό στρατοδικείο και εκτελέστηκε το Μάη του ’43. Και η μητέρα μου καταδικάστηκε για την αντιστασιακή της δράση σε ισόβια δεσμά από βουλγαρικό στρατοδικείο και στη διάρκεια του Εμφυλίου πέρασε και αυτή από τη Μακρόνησο…
Στη φυλακή, Μίκη, είχα τον χρόνο να διαβάσω αρκετά, να σκεφτώ πολλά και να καταλάβω περισσότερα. Και μετά τη φυλακή, διαπιστώνοντας τη σκληρή πραγματικότητα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», βλέποντας τις αλλεπάλληλες λαϊκές εξεγέρσεις στις χώρες αυτές και τις ισάριθμες επεμβάσεις των σοβιετικών τανκς στους δρόμους της Βουδαπέστης, του Βερολίνου και της Πράγας, κατάλαβα τη φοβερή αλήθεια.
Ενώ νομίζαμε ότι πολεμούσαμε για τα ανώτερα ιδανικά της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και του «σοσιαλισμού», στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και θυσιαζόμασταν για την επιβολή της στυγνής δικτατορίας των Ζαχαριάδη-Ιωαννίδη, για τη μετατροπή της πατρίδας μας σε σοβιετικό προτεκτοράτο. Δεν μπορώ λοιπόν, Μίκη, να σε συγχαρώ για τη φιέστα στη Μακρόνησο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου απευθύνω ειλικρινή συλλυπητήρια. Γιατί ενώ η πατρίδα μας έχει ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα και ομοψυχία, εσύ και όσοι συνεργάστηκαν μαζί σου, επιμένετε να ξύνετε πληγές, επιμένετε να βρικολακιάζετε ένα παρελθόν για το οποίο μόνο ντροπή μπορούμε να νιώθουμε. Πασχίζετε, για λόγους ευτελούς κομματικής σκοπιμότητας, να διαιωνίσετε ανύπαρκτες, πλέον, «διαχωριστικές γραμμές» … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Όπως μας παραδίδει ο Διογένης ο Λαέρτιος, κάποτε ρώτησαν τον Χίλωνα τον Λακεδαιμόνιο, έναν από τους επτά σοφούς, «τι διαφέρουν οι πεπαιδευμένοι από τους απαιδεύτους». Ο σοφός απάντησε «ότι η διαφορά έγκειται στις καλές ελπίδες»(Βίοι Φιλοσόφων, Α΄ 69). Με άλλα λόγια, χωρίς την παιδεία -με την αρχαιοελληνική σύλληψη της έννοιας, δεν υπάρχουν αγαθές ελπίδες ούτε σε ατομικό αλλά ούτε σε συλλογικό επίπεδο.
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει κάποιος αντικειμενικός σκοπός που ζούμε. Δεν υπάρχει τελεολογία. Απλά ζούμε. Βιώνουμε το φαινόμενο που αποκαλούμε ζωή, με ότι αυτό περιλαμβάνει. Τον σκοπό του βίου τον καθορίζει ο σκεπτόμενος άνθρωπος. Εμείς οι ίδιοι, προκειμένου να νοηματοδοτήσουμε την ύπαρξή μας. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει συγκεκριμένος αντικειμενικός σκοπός, υπάρχει πλήθος διαφορετικών φιλοσοφικών κατευθύνσεων και θρησκευτικών πεποιθήσεων. Υπάρχουν διάφορες κοσμοθεωρίες και βιοθεωρίες, που άλλοτε δεν έχουν κανένα σημείο επαφής μεταξύ τους, και άλλοτε συγκλίνουν προς την ίδια κατεύθυνση. Με αυτά, δεν θέλω να πω σε καμία περίπτωση ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε «αλήθεια». Υπάρχει. Το πρόβλημα έγκειται στην προσέγγισή της, καθώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται μέρος αυτού που πραγματικά υπάρχει. Και αν συμβαίνει αυτό, επόμενο είναι ότι η γνωστική ικανότητα του ανθρώπου δεν μπορεί να φτάσει στο 100%. Συνεπώς, πάντα θα υπολείπεται στην γνώση και στην επιστήμη … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Στα δύο προηγούμενα άρθρα (εδώ και εδώ) είχαμε γράψει για την προσπάθεια εναρμόνισης των ευαγγελικών αφηγήσεων και είχαμε αναφέρει τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε ότι αυτές δεν εναρμονίζονται. Μάλιστα το στηρίξαμε με συγκεκριμένα παραδείγματα. Σε αυτό το τρίτο και τελευταίο σχετικό άρθρο, θα φέρουμε πάλι παραδείγματα, όσον αφορά την «ανάσταση», τις «εμφανίσεις» και την «ανάληψη» του Ιησού.
Το συμπέρασμα για τις βελτιώσεις, προκύπτει από το γεγονός ότι τα τρία από τα τέσσερα ευαγγελικά κείμενα, έχουν αλληλεξάρτηση και παρουσιάζονται σε αυτά ηθελημένες αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές αφορούν είτε πρόσθεση στοιχείων αντιφατικών ή αγνώστων (όχι δηλαδή για επεξηγηματικές πληροφορίες), είτε πρόκειται για παράλειψη ολόκληρων περικοπών. Οι συγγραφείς των ευαγγελίων προβαίνουν στις αλλαγές, έχοντας και άλλες πηγές (αδιάφορο αν αυτές είναι γραπτές ή μη), επειδή προφανώς δεν είναι ικανοποιημένοι από το κείμενο που έχουν μπροστά τους. Υπ’ όψιν, ότι όταν τα έγραφαν, ποτέ δεν θα φαντάζονταν ότι θα ερχόταν ο καιρός που θα έμπαιναν το ένα δίπλα στο άλλο και θα μπορούσαν να ελεγχθούν. Το ίδιο ισχύει και για τους μετέπειτα αιώνες. Ακόμα και όταν συγκροτήθηκε ο κανόνας με τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, η χρήση τους δεν ήταν εύκολη, εφόσον δεν ήταν στην μορφή που τα έχουμε σήμερα. Οι συγγραφείς λοιπόν των ευαγγελίων, έχοντας διαφορετικούς αποδέκτες, απομακρυσμένους πολλές φορές, δεν είχαν λόγους να μην αλλάξουν ότι θεωρούσαν λάθος … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Στο πρώτο μέρος, είχαμε εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων δημιουργεί την ψευδή εντύπωση της δήθεν εξάλειψης των διαφορών. Είχαμε εξηγήσει ότι τα κείμενα αυτά, είναι γραμμένα σε διαφορετικές εποχές και απευθύνονται σε διαφορετικές κοινότητες. Συνεπώς, θα ήταν σφάλμα αν έγραφαν για κάτι, αλλά το έγραφαν με ελλείψεις. Επίσης, είχαμε δει τι λέει η σύγχρονη επιστημονική έρευνα όσον αφορά τους συγγραφείς τους (ότι δεν ήσαν αυτόπτες), την εποχή που γράφτηκαν (δηλαδή δεκαετίες μετά τα «συμβάντα») και ότι δεν ήσαν τα μόνα ευαγγέλια (υπήρχαν πολλά).
Στο συγκεκριμένο άρθρο, θα εξετάσουμε συγκεκριμένα μέρη, τόσο των τεσσάρων ευαγγελίων, όσο και των γραπτών του Παύλου. Οι επιστολές είναι μεταξύ 49-60, δηλαδή πριν την καταγραφή των ευαγγελίων που ξέρουμε ως «κανονικά». Δεν θα εξεταστούν όλες οι περιπτώσεις, αλλά ορισμένες δειγματοληπτικά … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Εισαγωγή
Η εναρμόνιση των ευαγγελικών διηγήσεων, που επιχειρείται από εκείνους που προσπαθούν να δείξουν ότι δεν υπάρχουν διαφορές, είναι προβληματική, τόσο στην «λογική» της όσο και στο τελικό αποτέλεσμα. Σε αυτό το άρθρο, θα εξετάσουμε αυτούς τους λόγους και σε δεύτερο που θα ακολουθήσει θα τα εξετάσουμε στην πράξη. Η κεντρική σκέψη των σύγχρονων απολογητών είναι ότι οι ευαγγελικές διηγήσεις δεν είναι πλήρεις, δεν αποτελούν ιστοριογραφία, συνεπώς δεν πρέπει να περιμένουμε ακριβή έκθεση των γεγονότων, εφόσον οι συγγραφείς τους δεν αποσκοπούσαν σε αυτό. Οι όποιες διαφορές, πάντα κατά τους απολογητές, δεν οφείλονται σε διαφορετικές περιγραφές της ουσίας των γεγονότων, αλλά είτε σε παραλείψεις των συγγραφέων επειδή θεωρούν κάποια πράγματα ήδη γνωστά και είναι για τους συγκεκριμένους συγγραφείς μικρότερης σημασίας. Επίσης, θεωρούν ως δεδομένο ότι τα ευαγγέλια είναι γραμμένα είτε από τον κύκλο των δώδεκα (Ματθαίος, Ιωάννης), είτε από ανθρώπους που σχετίζονται με τους δώδεκα (Μάρκος, Λουκάς). Τα αντιμετωπίζουν σαν να πρόκειται για μία ενότητα στα βασικά και ουσιώδη, με ελάχιστες διαφορές στις λεπτομέρειες, που όμως δεν αλλάζουν την ουσία των γεγονότων. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Βασικά στοιχεία για τα ευαγγέλια, κατά τους πρώτους τρεις αιώνες α) Τα ευαγγέλια δεν είναι σύγχρονα των γεγονότων που περιγράφουν. Με βάση αυτά που διδάσκονται επίσημα στα πανεπιστήμια όλου του κόσμου, το πρώτο ευαγγέλιο είναι γραμμένο μεταξύ 65-70, το «Κατά Ματθαίον» και «Κατά Λουκάν» μεταξύ 75-85 και το «Κατά Ιωάννην» μεταξύ 90-95. Αν και είναι εξαιρετικά δύσκολο να προσδιοριστεί η ακριβής χρονολογία συγγραφής τους, δεν αποκλείεται να είναι γραμμένα αρκετά χρόνια αργότερα. Με την πλέον συντηρητική εκδοχή, η απόσταση μεταξύ γεγονότος και καταγραφής του γεγονότος, κυμαίνεται από 35 έως 65 χρόνια. Απόλυτα λογικό φαινόμενο η ύπαρξη αντιφάσεων και παράλογος ο ισχυρισμός ότι μπορεί να κρατηθούν φρέσκα στην μνήμη όλα αυτά. Ωστόσο, αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι γιατί να αργήσουν τόσο πολύ να καταγράψουν αυτά τα τόσο σημαντικά γεγονότα. Αν υπήρχαν προηγουμένως άλλα κείμενα, γιατί δεν φρόντισαν να διατηρηθούν; … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…