Εισαγωγή
Το βιβλίο της «Αποκάλυψης» είναι το 27ο και τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αποτελεί το επιστέγασμα της Βίβλου. Είναι από τα πιο πολυσυζητημένα, αμφιλεγόμενα και διαφορετικώς ερμηνευμένα κείμενα στην λογοτεχνική παραγωγή του Χριστιανισμού.
Επανέρχεται στην επικαιρότητα αρκετά συχνά, ειδικά όταν ανακύπτουν δεινά και προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκκλησίες, εκκλησιαστικές και παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αδελφότητες μοναχών, σέχτες, συνομωσιολόγοι, καταστροφολόγοι και λοιποί καταστροφολάγνοι, προσπαθούν ο καθένας με τον τρόπο του να δώσουν μια ερμηνεία σε σύγχρονα γεγονότα, έχοντας ως βάση τους το βιβλίο αυτό.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται ως «αποκάλυψη» ήδη από τον πρώτο στίχο, ενώ αλλού αναφέρεται και ως «προφητεία». Είναι όμως; Μας αποκαλύπτει μελλοντικά πράγματα που δεν ξέρουμε; Μας διαφωτίζει σε κάτι που για μας είναι «καλυμμένο»; Πολύ περισσότερο, προφητεύει κάτι; Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση που τελικά επικράτησε, η «Αποκάλυψη» γράφτηκε από τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού, όταν ήταν εξόριστος στο νησί της Πάτμου, περίπου το 93-96 κ.ε. Γράφω «επικράτησε», διότι κατά τους πρώτους αιώνες το βιβλίο αυτό ήταν αμφίβολης προέλευσης, όπως και το περιεχόμενό του. Μάλιστα στον πρώιμο Χριστιανισμό προκάλεσε δογματικές έριδες ουκ ολίγες φορές, όπως με το δόγμα της «χιλιετούς» επίγειας Βασιλείας του Θεού. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά, εξετάζοντάς τα από τις πηγές … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Στο πρώτο μέρος είχαμε δείξει με ποιον τρόπο οι χριστιανοί διδάσκαλοι και πατέρες σύλησαν τα γραπτά του Φίλωνος του Αλεξανδρέα, προκειμένου να οικοδομήσουν την δική τους «μυστική» θεολογία. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο, είναι ότι τόσο ο Φίλωνας όσο και οι μετέπειτα χριστιανοί εξέλαβαν την ανάβαση του Μωυσέως όχι μόνο ως κάτι που «συνέβη» ιστορικά, αλλά της προσέδωσαν και αλληγορικό-μυστικό νόημα. Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει τα εξής: «Οι Εβραίοι ήσαν ολοτελώς ξένοι προς τον μυστικισμόν. Το μεταξύ του Ιεχωβά και του Εβραίου χάσμα απετέλει ανυπέρβλητον εμπόδιον. Φίλων ο Ιουδαίος παρέλαβε τον μυστικισμόν εκ της πλατωνιζούσης και νεοπυθαγοριζούσης φιλοσοφίας. Παρά τω Φίλωνι ακριβώς απαντώσι τα πρώτα ίχνη του μυστικισμού του θείου φωτός, αναπτυχθέντα έπειτα παρά τοις Νεοπλατωνικοίς εισχώρησαν αφενός εις τον Ευάγριον τον Ποντικόν, αφετέρου εις τον Αυγουστίνο. Ο Ευάγριος επέδρασε κυρίως επί Μαξίμου του Ομολογητού» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 430,σημ. 7).
Συνεπώς, οι χριστιανοί δεν παρέλαβαν τον μυστικισμό από την επίσημη ιουδαϊκή ερμηνευτική, αλλά από αυτήν του Φίλωνος.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος, θα παρουσιαστούν πολύ συνοπτικά οι ομοιότητες μεταξύ του μυστικισμού που ανέπτυξε ο Πλωτίνος και του ορθόδοξου. Ο νεοπλατωνισμός δεν είναι απλά και μόνο μια επέκταση του πλατωνικού φιλοσοφικού συστήματος. Για αυτό και ο όρος «νεοπλατωνισμός» αδικεί εν μέρει την φιλοσοφική προσφορά του Πλωτίνου. Διότι ο Πλωτίνος στο σύστημα που ανέπτυξε, συνδύασε διδασκαλίες των Πυθαγορείων, των Πλατωνικών, των Περιπατητικών (δηλαδή αριστοτελικά στοιχεία) και της Στοάς, σε μια πλήρη φιλοσοφική-θρησκευτική θεώρηση. Βεβαίως, έχοντας έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό των Περσών και των Ινδών, έλαβε και από εκεί στοιχεία.
Ο Πλωτίνος (203-270 κ.ε.) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν ελληνικής καταγωγής. Ταξίδεψε στην Περσία και την Ινδία όπου γνώρισε τις εκείθεν παραδόσεις τις οποίες συνέδεσε με το ιδεαλιστικό μέρος της ελληνικής φιλοσοφίας. Ίδρυσε σχολή στην Ρώμη και το αξιόλογο σύστημά του επηρέασε ακόμα και τον Χριστιανισμό. Φυσικά, όπως τονίσαμε και στο προηγούμενο άρθρο, οι χριστιανοί δεν πήραν αυτούσια όλα τα στοιχεία, αλλά τα προσάρμοσαν στην ιουδαϊκή σκέψη και δεδομένα των Γραφών.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστεί περιληπτικά το σύστημα του Πλωτίνου, και να επισημανθούν τα σημεία τα οποία τροποποίησαν αργότερα οι χριστιανοί θεολόγοι και πατέρες … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Αποδείξεις ότι οι ορθόδοξοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας έλαβαν πλατωνίζουσες ιδέες και τις προσάρμοσαν στην εβραϊκή σκέψη των Γραφών. Εδώ, εξετάζεται πως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς και ο Πλάτων επηρέασαν την πατερική μυστική παράδοση.
Εισαγωγή «Των Γαλιλαίων η σκευωρία πλάσμα εστίν ανθρώπων υπό κακουργίας συντεθέν. Έχουσα μεν ουδέν θείον…». (Ιουλιανός, «Κατά Γαλιλαίων λόγος», 39a)
(Δηλαδή: «Η μηχανορραφία των Γαλιλαίων είναι κατασκεύασμα ανθρώπων που την σύνταξαν από κακή πρόθεση. Δεν έχει τίποτε το θεόπνευστο…»).
Οι ευαγγελικές διηγήσεις είναι επικαλυμμένες με πολλά στοιχεία που προσαρμόστηκαν σε αυτές και είναι παρμένα είτε από την Παλαιά Διαθήκη, είτε από τις παραδόσεις των εθνικών. Για παράδειγμα, ο πολλαπλασιασμός των άρτων είναι μια βελτιοποιημένη αντιγραφή της αντίστοιχης διηγήσεως της Παλαιάς Διαθήκης, όπου ο Ελισαιέ πολλαπλασιάζει τους κριθαρένιους άρτους. Το περπάτημα στο νερό, είναι αντιγραφή του περπατήματος του Βούδα, του Διόνυσου, και του Ποσειδώνα, πάνω στο νερό. Είναι επίσης επικαλυμμένες με ερμηνείες που προστέθηκαν σταδιακά στο διάβα των αιώνων, με σκοπό να εξυπηρετήσουν τις εκάστοτε ερμηνευτικές και απολογητικές ανάγκες της Εκκλησίας. Ωστόσο, όλη αυτή η θεολογική κατασκευή καταρρέει όταν κανείς προσέξει ιδιαίτερα τις λεπτομέρειες, όπου αποκαλύπτεται η καθαρά ανθρώπινη διάσταση των πραγμάτων. Και αυτή δεν είναι ούτε όμορφη ούτε λαμπρή. Είναι δύσκολο όλα αυτά να γίνουν αποδεκτά, διότι ο Χριστιανισμός κυριαρχεί εδώ και αιώνες. Η εικόνα που έχει σχηματίσει ο μέσος άνθρωπος για τον Ιησού και τους αποστόλους του, είναι τελείως διαφορετική από αυτά που θα διαβάσει παρακάτω. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ακόμα και εκείνος που θρησκεύει και δείχνει ενδιαφέρον για τα περί της πίστεώς του, πολλές φορές κατανοεί αυτό που του έχουν εξηγήσει και ερμηνεύσει οι επαγγελματίες χριστιανοί (ιερείς, θεολόγοι). Διαβάζει, αλλά κατανοεί αυτό που οι άλλοι θέλουν για αυτόν να κατανοήσει. Δεν υποτιμώ, στο σημείο αυτό, την νοημοσύνη κανενός. Άλλωστε και ο υποφαινόμενος, στην ίδια παγίδα έπεσε κάποτε.
Επισημαίνω όμως το γεγονός ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος «μαθαίνει» ή καλύτερα τον «μαθαίνουν» να λειτουργεί με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Σε συλλογικό επίπεδο, το κατηχητικό, η παιδεία που με βάση το Σύνταγμα είναι «ελληνοχριστιανική»(!), η Εκκλησία με όσα επιβάλλει στο Κράτος, όλα αυτά περιορίζουν την ανθρώπινη σκέψη και την εγκλωβίζουν σε κουτιά και σε υποχρεώσεις. Σε συνήθειες. «Πρέπει» να γίνεται «αγιασμός», «πρέπει» να γίνεται προσευχή στα σχολεία, «πρέπει» να εκκλησιαζόμαστε, «πρέπει» στην εορτή των τριών Ιεραρχών να πηγαίνουν και τα σχολεία (άσχετο αν οι τρείς Ιεράρχες καθυβρίζουν στα κείμενά τους την ελληνική σκέψη και παιδεία). «Πρέπει» τα Θρησκευτικά να έχουν χαρακτήρα ομολογιακό-απολογητικό και όχι θρησκειολογικό. «Πρέπει» δηλαδή, να κατηχείται ο μαθητής και όχι να διδάσκεται αντικειμενικά και τις άλλες θρησκείες. Και πόσα άλλα «πρέπει»…
Σε ατομικό επίπεδο, πόσες φορές δεν προσπερνά κανείς κάποιες λεπτομέρειες, ή πόσες φορές δεν ανατρέχει σε ερμηνευτικές προσεγγίσεις άλλων (θεολογικά υπομνήματα, πατερική γραμματεία, στον πνευματικό του «πατέρα» κοκ), προκειμένου να μάθει τι εννοεί το τάδε ή το δείνα εδάφιο, ενώ αυτό είναι ξεκάθαρο σε αυτό που θέλει να πει; Για παράδειγμα, τι άλλο θα μπορούσε να εννοεί ο Ιησούς, όταν φέρεται να λέει στον πλούσιο νέο που τον αποκαλεί «αγαθό», το «τι με λες αγαθό; Κανείς δεν είναι αγαθός παρά μόνο ένας, ο Θεός»;
Η λύση είναι απλή, αλλά τα αποτελέσματα που ίσως φέρει να είναι άβολα. Και κανένας δεν θα ήθελε να «ξεβολευτεί». Η θέση που θα πάρει ο καθένας εξαρτάται μόνο από την φιλαλήθειά του. Φιλαλήθεια σημαίνει αντιπάθεια για το «βόλεμα» και θάρρος να αντικρύσει κανείς κατάματα την αλήθεια.
Αυτό που λέει το χωρίο, αυτό και εννοεί. Το αυτό, ισχύει για πλείστα όσα χωρία. Τότε ο άνθρωπος που πραγματικά αγαπάει την αλήθεια, που θέλει να κατανοεί αυτό που διαβάζει, αρχίζει να βλέπει τις αντιφάσεις, τα λάθη, τις ανακρίβειες. Κοντολογίς την απάτη. Μια απάτη αιώνων που στηρίζεται και διατηρείται στο ημίφως των θεολογικών ερμηνειών και στο σκοτάδι της άγνοιας των πολλών. Η γνώση, ως ήλιος που καταυγάζει τα πάντα, αποκαλύπτει όχι μόνο τις θρησκευτικές δεισιδαιμονίες, αλλά επίσης το πόσο μικρά και ποταπά είναι στην πραγματικότητα όλα όσα θεωρούσε κανείς επί πολύ καιρό «υψηλές αξίες».
Η βάση μας, όπως πάντα, θα είναι τα ίδια τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελίων, όσων δηλαδή ευαγγελίων κρίθηκαν ως «κανονικά» (εντός του κανόνος) μεταξύ πολλών άλλων. Σκοπός είναι να αποδειχθεί ότι τα ευαγγέλια στην ουσία τους όχι μόνο δεν έχουν τίποτα το υψηλό και ωφέλιμο να προσφέρουν στον άνθρωπο, αλλά κρατούν τον άνθρωπο σε χαμηλό επίπεδο και αντενεργό, χωρισμένο από αυτό που μπορεί να κατορθώσει.
Ο σκοπός της μελέτης αυτής (όπως και κάθε μελέτης), δεν είναι να πείσει τον αναγνώστη. Είναι κυρίως να τον προβληματίσει, και σε δεύτερη φάση να του δώσει το έναυσμα για μια δική του έρευνα. Για αυτόν τον λόγο, δεν παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία εδώ, αλλά ενδεικτικά. Ακόμα ένα πράγμα που θα έπρεπε να τονιστεί, είναι ότι σκοπός δεν είναι η υποστήριξη της ιστορικότητας του Ιησού ή μη. Είτε υπήρξε κάποιο ιστορικό πρόσωπο το οποίο έντυσαν με μύθους, είτε όχι, αυτό που μετρά είναι αν υπήρξε ο Ιησούς όπως φανερώνεται μέσα από τα ευαγγέλια. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπήρξε ποτέ … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…