Όπως έχει γίνει ήδη αντιληπτό από τους αναγνώστες, η ιστορική μέθοδος από μια εποχή και μετά δεν βόλευε τους πιστούς και τους ταγούς τους. Για αυτό, εισήγαγαν άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, ώστε να μην αναιρούν τα γραφόμενα από τη μία, ενώ από την άλλη να μην στέκονται και στο γράμμα. Για παράδειγμα, κατασκεύασαν μια άγνωστη θεολογική έννοια, άγνωστη στον συγγραφέα και τους πρώτους χριστιανούς, το «εσχατολογικό παρόν». Με αυτήν, προσπαθούν να προσαρμόσουν τα γραφόμενα στην εκάστοτε εποχή. Βέβαια, «εσχατολογικό παρόν» δεν υφίσταται, όπως είδαμε όταν εξετάσαμε το χρονικό εύρος της «επαλήθευσης» των προφητειών στο πρώτο μέρος, που δίνει η ίδια η «Αποκάλυψη». Την ίδια γραμμή κρατούν οι θεολόγοι έως σήμερα.
Εισαγωγή
Το βιβλίο της «Αποκάλυψης» είναι το 27ο και τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης και αποτελεί το επιστέγασμα της Βίβλου. Είναι από τα πιο πολυσυζητημένα, αμφιλεγόμενα και διαφορετικώς ερμηνευμένα κείμενα στην λογοτεχνική παραγωγή του Χριστιανισμού.
Επανέρχεται στην επικαιρότητα αρκετά συχνά, ειδικά όταν ανακύπτουν δεινά και προβλήματα που μαστίζουν την ανθρωπότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκκλησίες, εκκλησιαστικές και παρεκκλησιαστικές οργανώσεις, αδελφότητες μοναχών, σέχτες, συνομωσιολόγοι, καταστροφολόγοι και λοιποί καταστροφολάγνοι, προσπαθούν ο καθένας με τον τρόπο του να δώσουν μια ερμηνεία σε σύγχρονα γεγονότα, έχοντας ως βάση τους το βιβλίο αυτό.
Το κείμενο χαρακτηρίζεται ως «αποκάλυψη» ήδη από τον πρώτο στίχο, ενώ αλλού αναφέρεται και ως «προφητεία». Είναι όμως; Μας αποκαλύπτει μελλοντικά πράγματα που δεν ξέρουμε; Μας διαφωτίζει σε κάτι που για μας είναι «καλυμμένο»; Πολύ περισσότερο, προφητεύει κάτι; Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση που τελικά επικράτησε, η «Αποκάλυψη» γράφτηκε από τον Ιωάννη τον μαθητή του Ιησού, όταν ήταν εξόριστος στο νησί της Πάτμου, περίπου το 93-96 κ.ε. Γράφω «επικράτησε», διότι κατά τους πρώτους αιώνες το βιβλίο αυτό ήταν αμφίβολης προέλευσης, όπως και το περιεχόμενό του. Μάλιστα στον πρώιμο Χριστιανισμό προκάλεσε δογματικές έριδες ουκ ολίγες φορές, όπως με το δόγμα της «χιλιετούς» επίγειας Βασιλείας του Θεού. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά, εξετάζοντάς τα από τις πηγές … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Στο πρώτο μέρος είχαμε δείξει με ποιον τρόπο οι χριστιανοί διδάσκαλοι και πατέρες σύλησαν τα γραπτά του Φίλωνος του Αλεξανδρέα, προκειμένου να οικοδομήσουν την δική τους «μυστική» θεολογία. Το χαρακτηριστικότερο στοιχείο, είναι ότι τόσο ο Φίλωνας όσο και οι μετέπειτα χριστιανοί εξέλαβαν την ανάβαση του Μωυσέως όχι μόνο ως κάτι που «συνέβη» ιστορικά, αλλά της προσέδωσαν και αλληγορικό-μυστικό νόημα. Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος Στεφανίδης αναφέρει τα εξής: «Οι Εβραίοι ήσαν ολοτελώς ξένοι προς τον μυστικισμόν. Το μεταξύ του Ιεχωβά και του Εβραίου χάσμα απετέλει ανυπέρβλητον εμπόδιον. Φίλων ο Ιουδαίος παρέλαβε τον μυστικισμόν εκ της πλατωνιζούσης και νεοπυθαγοριζούσης φιλοσοφίας. Παρά τω Φίλωνι ακριβώς απαντώσι τα πρώτα ίχνη του μυστικισμού του θείου φωτός, αναπτυχθέντα έπειτα παρά τοις Νεοπλατωνικοίς εισχώρησαν αφενός εις τον Ευάγριον τον Ποντικόν, αφετέρου εις τον Αυγουστίνο. Ο Ευάγριος επέδρασε κυρίως επί Μαξίμου του Ομολογητού» (Εκκλησιαστική Ιστορία, σ. 430,σημ. 7).
Συνεπώς, οι χριστιανοί δεν παρέλαβαν τον μυστικισμό από την επίσημη ιουδαϊκή ερμηνευτική, αλλά από αυτήν του Φίλωνος.
Σε αυτό το δεύτερο μέρος, θα παρουσιαστούν πολύ συνοπτικά οι ομοιότητες μεταξύ του μυστικισμού που ανέπτυξε ο Πλωτίνος και του ορθόδοξου. Ο νεοπλατωνισμός δεν είναι απλά και μόνο μια επέκταση του πλατωνικού φιλοσοφικού συστήματος. Για αυτό και ο όρος «νεοπλατωνισμός» αδικεί εν μέρει την φιλοσοφική προσφορά του Πλωτίνου. Διότι ο Πλωτίνος στο σύστημα που ανέπτυξε, συνδύασε διδασκαλίες των Πυθαγορείων, των Πλατωνικών, των Περιπατητικών (δηλαδή αριστοτελικά στοιχεία) και της Στοάς, σε μια πλήρη φιλοσοφική-θρησκευτική θεώρηση. Βεβαίως, έχοντας έρθει σε επαφή με τον πολιτισμό των Περσών και των Ινδών, έλαβε και από εκεί στοιχεία.
Ο Πλωτίνος (203-270 κ.ε.) γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και ήταν ελληνικής καταγωγής. Ταξίδεψε στην Περσία και την Ινδία όπου γνώρισε τις εκείθεν παραδόσεις τις οποίες συνέδεσε με το ιδεαλιστικό μέρος της ελληνικής φιλοσοφίας. Ίδρυσε σχολή στην Ρώμη και το αξιόλογο σύστημά του επηρέασε ακόμα και τον Χριστιανισμό. Φυσικά, όπως τονίσαμε και στο προηγούμενο άρθρο, οι χριστιανοί δεν πήραν αυτούσια όλα τα στοιχεία, αλλά τα προσάρμοσαν στην ιουδαϊκή σκέψη και δεδομένα των Γραφών.
Σε αυτό το σημείο θα ήταν χρήσιμο να παρουσιαστεί περιληπτικά το σύστημα του Πλωτίνου, και να επισημανθούν τα σημεία τα οποία τροποποίησαν αργότερα οι χριστιανοί θεολόγοι και πατέρες … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος…
Αποδείξεις ότι οι ορθόδοξοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας έλαβαν πλατωνίζουσες ιδέες και τις προσάρμοσαν στην εβραϊκή σκέψη των Γραφών. Εδώ, εξετάζεται πως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς και ο Πλάτων επηρέασαν την πατερική μυστική παράδοση.