Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Ιστορία»

Ιστορικά θέματα.

Ο ανύπαρκτος όρκος του Μεγάλου Αλεξάνδρου

  27/11/2009 | Σχολιασμός

Ο όρκος του Μεγάλου Αλεξάνδρου«Σας εύχομαι, τώρα που τελειώνουν οι πόλεμοι, να ευτυχήσετε με την ειρήνη. Όλοι οι θνητοί από δω και πέρα να ζήσουν σαν ένας λαός, μονοιασμένοι, για την κοινή προκοπή. Θεωρήστε την οικουμένη πατρίδα σας, με κοινούς τους νόμους, όπου θα κυβερνούν οι άριστοι, ανεξαρτήτως φυλής. Δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους, όπως κάνουν οι στενοκέφαλοι, σε Έλληνες και βαρβάρους. Δεν με ενδιαφέρει η καταγωγή των πολιτών, ούτε η φυλή που γεννήθηκαν. Τους καταμερίζω με ένα μόνο κριτήριο, την αρετή.

Για μένα κάθε καλός ξένος είναι Έλληνας και κάθε κακός Έλληνας είναι χειρότερος από βάρβαρο. Αν ποτέ σας παρουσιαστούν διαφορές, δε θα καταφύγετε ποτέ στα όπλα, παρά θα τις λύνετε ειρηνικά. Στην ανάγκη θα σταθώ εγώ διαιτητής σας. Το Θεό δεν πρέπει να τον νομίζετε σαν αυταρχικό Κυβερνήτη, αλλά σαν κοινό Πατέρα όλων, ώστε η διαγωγή σας να μοιάζει με τη ζωή που κάνουν τα αδέλφια στην οικογένεια.

Από μέρους μου θα θεωρώ όλους ίσους, λευκούς η μελαψούς και θα ήθελα να μην είστε μόνον υπήκοοι της Κοινοπολιτείας μου, αλλά μέτοχοι, όλοι συνέταιροι. Όσο περνάει από το χέρι μου, θα προσπαθήσω να συντελεστούν αυτά που υπόσχομαι. Τον όρκο που δώσαμε με την σπονδή απόψε κρατείστε τον σαν συμβόλαιο αγάπης».

Ο όρκος αυτός -που στην πραγματικότητα δεν αποτελεί όρκο, αλλά ευχολόγιο και παραινέσεις- αποδίδεται στον Μέγα Αλέξανδρο, σε λόγο που εκφώνησε σε συμπόσιο, στην πόλη Ώπιδα της Ασσυρίας, το 324 π.Χ. ενώπιον 9.000 αξιωματούχων Ελλήνων και Ασιατών.

Ο λεγόμενος «όρκος του Μεγάλου Αλεξάνδρου» κυκλοφορεί στο διαδίκτυο (ενώ έχει «κορνιζωθεί» και σε διάφορα κτήρια, δημόσια και μη) σε μία και μοναδική μετάφραση (με μικρές παραλλαγές), χωρίς να υπάρχει ΠΟΥΘΕΝΑ το πρωτότυπο αρχαίο κείμενο.

Μια πρώτη αναγκαία επισήμανση, θα πρέπει να γίνει στο σημείο όπου τοποθετείται το συμβάν. Η πόλη Ώπιδα (στην ακκαδική γλώσσα, Upa ή Upija) ήταν της Βαβυλωνίας και όχι της Ασσυρίας.

Ο Καλλισθένης, ανηψιός του μεγάλου φιλόσοφου Αριστοτέλη, ακολούθησε μετά από προτροπή του θείου του, τον Αλέξανδρο στην Περσία, για να καταγράψει τα γεγονότα σαν ιστορικός που ήταν. Στα χέρια μας έχουμε τα γραπτά του, που πίσω από αυτά υπάρχει πάντα ένας μύθος, για το αν ήταν αληθινά ή όχι, αλλά όπως και να έχει το πράγμα, δεν γίνεται κανένας λόγος σ’ αυτά για τον «όρκο».

Ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς που αναφέρει γεγονότα από την ζωή και το έργο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είναι ο Αρριανός, που από τα ιστορικά του βιβλία, το σπουδαιότερο και το καλύτερο, που διασώθηκε ολόκληρο, είναι η «Αλεξάνδρου Ανάβασις». Αποτελείται από επτά βιβλία γραμμένα στην αττική διάλεκτο. Μέσα σε αυτά δεν αναφέρει καθόλου τη λέξη «όρκος». Όσοι τον επικαλούνται, παραπέμπουν σε απόσπασμα από το βιβλίο «Αλεξάνδρου Ανάβασις» (Ζ, 7, 9-10):
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ο αναθεματισμός και η επεισοδιακή κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη – Έργα και ημέραι μιας θεοκρατικής Ελλάδας που τρώει τα παιδιά της

  24/11/2009 | Σχολιασμός

Νίκος Καζαντζάκης και επιτάφια επιγραφήΠαρ’ ότι είναι διάχυτη η εντύπωση ότι μεγάλος λογοτέχνης Νίκος Καζαντζάκης είναι αφορισμένος από την ελληνική Εκκλησία, εξαιτίας κάποιων θεωρούμενων αντιχριστιανικών του βιβλίων, η πραγματικότητα δεν έχει ακριβώς έτσι. Όπως γίνεται συνήθως, σε τέτοιες περιπτώσεις, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Δεν υπάρχει αφορισμός, αλλά ανάθεμα (κατάρα).

Μια διευκρίνιση χρήσιμη για τη συνέχεια: Στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν δύο εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες: Του Οικουμενικού Πατριαρχείου (όπου υπάγονται η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, το Άγιον Όρος και οι Νέες Χώρες) και της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος (με την Πελοπόννησο, τη Στερεά, τη Θεσσαλία και τα Επτάνησα). Η Εκκλησία της Ελλάδας, καθώς είναι αυτοκέφαλη, υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε ποινές που θα επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου.

Το ότι η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, επειδή φέρεται να ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας, επομένως δεν ευσταθεί. Πιθανότατα, εισηγήθηκε τον αφορισμό στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο ήταν πρωτίστως αρμόδιο γι’ αυτόν, ενδεχομένως για να νομιμοποιήσει και επικυρώσει τον δικό της αφορισμό. Μια κίνηση, καθαρά διπλωματική. Εκτός αυτού, ούτε η (ημι)αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης φαίνεται να είχε ζητήσει αφορισμό από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο οποίο υπάγεται, καθώς στο αρχειοφυλάκιό του, δεν υπάρχει τέτοια απόφαση (αφορισμός), κάτι που έχει παραδεχθεί επισήμως το Οικουμενικό Πατριαρχείο (13 Μαΐου, 2003, κατόπιν αιτήματος της δημοσιογράφου Ελένης Κατσουλάκη).

Οικουμενικό Πατριαρχείο - Διάψευση αφορισμού Καζαντζάκη

Ο ίδιος ο Αθηναγόρας άλλωστε, κατά την επίσκεψή του στην Κρήτη το 1961, σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου, φέρεται ν’ απαντά: «Τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την πατριαρχική βιβλιοθήκη». Το πιο πιθανό είναι όμως, ότι ο μη αφορισμός του Καζαντζάκη από την Εκκλησία της Ελλάδας και το Οικουμενικό Πατριαρχείο, να είναι αποτέλεσμα και πιέσεων (μεταξύ αυτών και η ψυχαναλύτρια, μαθήτρια του Φρόιντ, Μαρία Βοναπάρτη, Πριγκίπισσα Γεωργίου της Ελλάδος, στην οποία ο Καζαντζάκης αφιέρωσε τον «Τελευταίο Πειρασμό»).

Βέβαια, τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε κι εξακολουθεί να είναι καταραμένος (η Εκκλησία έχει απαλλάξει τον Ελευθέριο Βενιζέλο απ’ το ανάθεμα, όχι όμως και τον Καζαντζάκη μα ούτε και τον Αντρέα Λασκαράτο). Στην κατάρα αναφέρονται όλες οι εφημερίδες της εποχής εκείνης, μα και στο αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, υπάρχουν οι διαμαρτυρίες των Κρητικών βουλευτών όλων των παρατάξεων. Ο «Τελευταίος Πειρασμός» καταγράφτηκε και στον «Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων» της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας του Βατικανού, το καταργηθέν πλέον «Index Librorum Prohibitorum». Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «Στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Σε μια άλλη επιστολή, προς τον Παντελή Πρεβελάκη (Κρητικός λογοτέχνης και καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης, 1909-1986), διακωμωδεί το θέμα, αλλά εκφράζει και την πικρία του, γράφοντας: «Και να τους πλήρωνα δε θα μου έκαναν τέτοια διαφήμιση. Ενθουσιασμένος ο Γερμανός εκδότης μου, μου τηλεγράφησε πως έβαλε ο Πάπας στο Index τον «Τελευταίο Πειρασμό». Τι υποκρισία, τι σαπίλα πρέπει να ’χει ο κόσμος για να μην μπορεί ν’ ανεχτεί ένα βιβλίο γραμμένο με τόση φλόγα κι αγνότητα. Τι ξεπεσμένη και η πνευματική Ελλάδα, για να με θεωρούν ανήθικο και προδότη» («Γράμματα», γράμμα, 394).

Το χρονικό των διωγμών και της κατάρας
Οι διωγμοί, εναντίον του Καζαντζάκη – ανελέητοι μπορεί να πει κανείς – άρχισαν το 1924, όταν
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Τα «Ευαγγελικά» – Τα αιματηρά επεισόδια του 1901, για την μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη «χυδαία» δημοτική γλώσσα

  17/11/2009 | Σχολιασμός

«Τα Ευαγγελιακά» - Πρωτοσέλιδο εφημερίδος «Ακρόπολις»Τη δεκαετία του 1880 το γλωσσικό ζήτημα εμφανίστηκε μαζί με τη Νέα Αθηναϊκή Σχολή. Η όξυνση της διαμάχης για τη γλώσσα χώρισε τον ελλαδικό και εξωελλαδικό ελληνισμό ανάμεσα στους καθαρευουσιάνους και τους δημοτικιστές ή «μαλλιαρούς» όπως τους αποκαλούσαν οι αντίπαλοί τους. Ιδιαίτερα στην Αθήνα όμως η σύγκρουση έλαβε μεγάλη ένταση και συσχετίστηκε άμεσα και έμμεσα με κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα που εκκινούνταν από αντιθέσεις του ίδιου του ελλαδικού κοινωνικού σχηματισμού ή και πιο συγκεκριμένα των αντιθέσεων που πήγαζαν από τις αντιφάσεις της αθηναϊκής κοινωνίας.

Στα 1888 ο Γιάννης Ψυχάρης ο οποίος διέμενε μόνιμα στο Παρίσι κυκλοφόρησε «Το ταξίδι μου», με το οποίο θα αναδειχτεί ο ίδιος ως το σύμβολο του δημοτικισμού και θα καταστεί ο κατεξοχήν «διδάσκαλός του» εισάγοντας ταυτόχρονα και μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοτική που ονομάστηκε «ψυχαρισμός» και οι οπαδοί της «ψυχαριστές». Από τον κύκλο του Ψυχάρη προέρχεται και ο λόγιος βαμβακέμπορος Αλέξανδρος Πάλλης ο οποίος ζούσε εγκατεστημένος όπως και ο Ψυχάρης στο εξωτερικό. Η μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην απλή νεοελληνική από τον Πάλλη έδωσε την αφορμή να ξεσπάσουν τα «Ευαγγελικά».

Αυτή ήταν μια ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση του Πάλλη καθώς «εις την καθωμιλημένην ελληνικήν γλώσσαν η ελληνική ορθόδοξος Εκκλησία απηγόρευσε πάσαν μετάφρασιν ή παράφρασιν του πρωτοτύπου ελληνικού κειμένου της Κ. Διαθήκης και αυτού του ελληνικού κειμένου της Π. Διαθήκης» κατά τους πρόσφατους αιώνες. Ήδη στις αρχές του 18ου αιώνα η ορθόδοξη ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει αυστηρά μέσω πατριαρχικών και συνοδικών αποφάσεων με την ποινή του αφορισμού την αγορά, την κατοχή ή την ανάγνωση μεταφράσεων της Αγίας Γραφής στην καθoμιλουμένη και με την ποινή του αναθέματος την μετάφρασή της σε απλούστερη γλώσσα.

Δεν ήταν όμως προσπάθεια του Πάλλη το μοναδικό μεταφραστικό εγχείρημα. Αντίθετα, είχε προηγηθεί η μετάφραση της «Αναπλάσεως» στα 1900 από τον ομώνυμο θρησκευτικό σύλλογο με τίτλο: «Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον εις το πρωτότυπον κείμενον εις ερμηνείαν σύντομον και εις προσευχάς. Έκδοσις Συλλόγου «Αναπλάσεως» τη συστάσει δι’ Εγκυκλίου της Μεγάλης Εκκλησίας προς ακώλυτον κυκλοφορίαν και εν τω κλίματι του Οικουμενικού Θρόνου. Εν Αθήναις δαπάνη Μελετίου Βαγιανέλλη Αρχιμανδρίτου».

Η έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» περιελάμβανε το πρωτότυπο κείμενο του κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, σύντομη ερμηνεία και προσευχές. Εξαιτίας του ερμηνευτικού χαρακτήρα της δε θεωρήθηκε μετάφραση, αλλά ερμηνευτική παράφραση. Η έκδοση αυτή είχε την έγκριση του Πατριαρχείου από το 1896 με εντολή να γραφτεί σε απλή καθαρεύουσα. Επίσης, οι προσευχές που περιελάμβανε είχαν την έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδας. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής μόνο κατά την περίοδο των ταραχών μέσα στο γενικότερο κλίμα.

Στο ίδιο κλίμα και εξυπηρετώντας τον ίδιο σκοπό θα κυκλοφορήσει λίγους μήνες μετά την έκδοση του συλλόγου «Ανάπλασις» μια πραγματική μετάφραση και των τεσσάρων Ευαγγελίων. Η μετάφραση αυτή έγινε με μέριμνα της βασίλισσας Όλγας και εκδόθηκε σε 1000 αντίτυπα στα τέλη του 1900 δηλώνοντας ότι είναι γραμμένη για οικογενειακή χρήση (Ο ακριβής τίτλος είναι: «Κείμενον και μετάφρασις του Ιερού Ευαγγελίου προς αποκλειστικήν οικογενειακήν του ελληνικού λαού χρήσιν μερίμνη της Α.Μ. της βασιλίσσης των Ελλήνων Όλγας εκδιδόμενα. Εν Αθήναις τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου 1900»). Η μετάφραση έγινε από την ιδιαιτέρα γραμματέα της Όλγας, Ιουλίας Σουμάκη (μετέπειτα Καρόλου) έχοντας ως βοηθό το θείο της καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωάννη Πανταζίδη. Από τους κύκλους του παλατιού παρουσιάστηκε η ιδέα της μετάφρασης στη νέα ελληνική ως μια αναγκαιότητα που συνειδητοποίησε η βασίλισσα στις επισκέψεις της στα νοσοκομεία των Αθηνών κατά τον πόλεμο του 1897, όταν αντιλήφθηκε πως οι τραυματίες στους οποίους διάβαζε αποσπάσματα από την Αγία Γραφή δεν κατανοούσαν τα βιβλικά κείμενα.

Η νέα μετάφραση έγινε υπό την επιτήρηση και τη σύμφωνη γνώμη του Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου. Χρειάστηκε όμως την αναγνώριση του Υπουργείου για την έκδοση. Το Υπουργείο αρνήθηκε να εκδώσει μια εγκύκλιο αναγνώρισης χωρίς την προηγούμενη έγκριση από την Ιερά Σύνοδο. Το ζήτημα έτσι περιπλέχτηκε. Η Σύνοδος όμως αρνήθηκε να εγκρίνει την έκδοση θέτοντας ως πρόβλημα τη χρήση χυδαίας και ταπεινής γλώσσας παρά το γεγονός ότι ο πρόεδρός της Προκόπιος συμφωνούσε με το κείμενο. Παρ’ όλ’ αυτά η βασίλισσα επέμεινε. Συνέστησε ειδική επιτροπή επί αυτού του ζητήματος με τη συμμετοχή του Προκοπίου, του Πανταζίδη, του Φίλιππου Παπαδόπουλου, καθηγητή της Ριζάρειου Σχολής, του Διονύση Μεσσαλά, κλειδούχου της βασίλισσας. Στη συνέχεια αποδόθηκε εκ περιτροπής στους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής. Από τους καθηγητές άλλοι συμφώνησαν άλλοι διαφώνησαν και άλλοι πρότειναν να γραφτεί μια νέα από τους ίδιους. Η Ιερά Σύνοδος συνέχισε να αρνείται, αλλά παρά τις συνεχείς αρνητικές απαντήσεις της και «προφορική αδεία» του Μητροπολίτου Αθηνών Προκοπίου προχώρησε στην έκδοση της μετάφρασης με δικά της έξοδα.

Μέχρι το Μάρτιο του 1901 τα αντίτυπα του βιβλίου είχαν εξαντληθεί και η βασίλισσα σκεφτόταν να προχωρήσει σε μια δεύτερη έκδοση, αλλά φαίνεται πως την πρόλαβαν τα γεγονότα. Η μετάφραση αυτή, αλλά και το ίδιο το πρόσωπο της βασίλισσας έγινε στόχος επικρίσεων κατά την περίοδο του αντιμεταφραστικού κινήματος και των ταραχών του 1901. Μετά τα γεγονότα δόθηκε διαταγή να κατασχεθούν όλα τα αντίτυπα της μετάφρασης.

Η μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη ήταν εκείνη όμως που προκάλεσε την ένταση
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Νικολάκης Εφέντης και Σταύρος Λάλας – Δυο ομογενείς κατάσκοποι με άδοξη κατάληξη, θύματα της «αθάνατης» ελληνικής επιπολαιότητας κι ανικανότητας

  16/11/2009 | Σχολιασμός

Οχυρά του ΜπιζανίουΝικολάκης Εφέντης – Ο κατάσκοπος που έγινε θύμα της δημοσιογραφικής επιτυχίας
Ελάχιστοι Έλληνες, αλλά και Ηπειρώτες, ακόμη δε και Γιαννιώτες, γνωρίζουν την τεράστια εθνική προσφορά και συμβολή του Νικολάκη Εφέντη, για την επίτευξη του τελικού στόχου του ελληνικού στρατού το 1913, που ήταν η απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων και του μεγαλύτερου τμήματος της Ηπείρου. Το δε ελληνικό κράτος δεν τίμησε ίσως όσο θα έπρεπε και όσο θα άξιζε την μνήμη του υπέροχου εκείνου ομογενούς μας και αξιωματικού του τουρκικού στρατού στα Ιωάννινα.

Οι περισσότεροι πληροφοριοδότες ήταν Μικρασιάτες Έλληνες που υπηρετούσαν στον οθωμανικό στρατό. Ο Νικολάκης Εφέντης, του οποίου το πραγματικό όνομα, κατά πάσα πιθανότητα, ήταν Νικόλαος Μιζαντζιόγλου, ανήκε στους πολλούς ομογενείς μας αξιωματικούς του τουρκικού στρατού στα Ιωάννινα και υπηρετούσε ως λοχαγός (κατ΄ άλλους ως υπολοχαγός) του Μηχανικού, και ήταν συνεργάτης του Γερμανού στρατάρχη Γκόλτς (von Der Goltz), οποίος κατασκεύασε τα Οχυρά του Μπιζανίου κατά τα έτη 1909-1912 αλλά και κατά τη διάρκεια του πολέμου.

Όταν περί τα τέλη Ιανουαρίου του 1913 ο ελληνικός στρατός αποφάσισε, ύστερα από πολλές δυσκολίες, πολλές αποτυχίες και πολλές θυσίες, να κάνει την οριστική γενική επίθεση για την πτώση του Μπιζανίου και την απελευθέρωση της πόλεως των Ιωαννίνων, είχε ένα μεγάλο πρόβλημα, σχετικά με τα μέχρι τότε απόρθητα οχυρά του Μπιζανίου και ειδικότερα του οχυρού «ΣΚΥΛΛΑ», διότι δεν είχαν καθόλου πληροφορίες περί αυτών. Θα έπρεπε, λοιπόν, οι μυστικές ελληνικές υπηρεσίες στα σκλαβωμένα Ιωάννινα να πληροφορηθούν την ακριβή θέση, την κατασκευή, την επάνδρωση και τον εξοπλισμό των οχυρών αυτών, για να μπορέσουν να σχεδιάσουν και να πετύχουν την κατάληψη της πόλεως των Ιωαννίνων
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ένα σημείωμα, μια τρύπια πεντάρα και μια παλιά μικρή ιστορία…

  15/11/2009 | Σχολιασμός

Ο Λάμπης Ν. Βολονάκης, λοχίας του Α’ λόχου του 17ου Συντάγματος Πεζικού υπηρετούσε στην Μικρά Ασία το 1920. Καθαρίζοντας το όπλο του, βρήκε ένα σημείωμα και μία…πεντάρα.

Τί έγραφε το σημείωμα;

 

Εν Μπιζανίω 20 Φεβρουαρίου 1913

 

Αγαπητέ Συνάδελφε,
Σε χαιρετώ,

 

Σε, που θα έχης την τύχη να ανοίξης το πέλμα του όπλου αυτού, θα εύρης την πεντάρα αυτή και να πάρης ένα τσιγάρο, να το καπνίσης στην υγεία μου.

 

Το όπλο αυτό το έφερα επί πέντε έτη. Το δόξασα και με δόξασε και τώρα αναγκάζομαι, να το εγκαταλείψω, λόγω τραυματισμού μου.
Πέρασα τόσες και τόσες στιγμές και δεν το εγκατέλειψα και εάν η πατρίς σε χρειασθή, να το τιμήσης.

 

Νικ. Καββαδίας
Κοθρέα – Ένωσις Κεφαλληνίας

Το σημείωμα και η τρύπια πεντάρα

Ο Λάμπης Βολονάκης, φύλαξε το σημείωμα και την τρύπια πεντάρα, μέχρι την επιστροφή του στην πατρίδα και τα κατέθεσε στην Ιστορική και Εθνολογική Εταιρία της Ελλάδος.

Πηγή: zosimaia.gr

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής