Εν αρχή ην ο δάσκαλος. Μη ο δάσκαλος η φύση θα ήταν, δε θα ήταν όμως οι κοινωνίες. Θα υπήρχε ο χρόνος, αλλά δε θα υπήρχε η ιστορία. Και στο βασίλειο των ζωντανών ήχων θα άκουγε κανείς την κραυγή, τα χουγιαχτά, τα συνθήματα. Δε θα άκουγε όμως ούτε θά ‘βλεπε τη φωνή, τα γράμματα της γραφής, τις συμφωνίες και τους χορούς.
Γιατί; Απλά, γιατί ο δάσκαλος είναι που μεταμορφώνει τον εγκέφαλο του ζώου σε νου του ανθρώπου. Αυτός κατορθώνει ώστε η ματιά του καθένα μας να μη μένει βλέμμα βοδιού, αλλά να γίνεται βιβλίο ανοιχτό να το διαβάζεις. Επεξεργάζεται το πετσί της κεφαλής μας και δημιουργεί πρόσωπο. Η δουλειά του δάσκαλου είναι ο αθέρας της βυρσοδεψίας. Και στο τέλος-τέλος ο δάσκαλος θωπεύει και μαλάζει έτσι το σώμα και την ψuχή μας, ώστε από τη στέρησή μας αποστάζεται το κλάμα, και από την πλησμονή κορφολογιέται το γέλιο μας…
Χωρίς το δάσκαλο ο λόγος θα σάπιζε άχρηστος μέσα στο έλος του κρανίου μας. Όπως σαπίζει άχρηστο το τραίνο που ρεμίζαρε για πάντα στο σταθμό… Και όπως σκεβρώνει άφτουρη η νύφη που έμεινε αγεώργητη από τον άντρα. Ο ιερός τρόμος της παρθενίας της σιγά-σιγά κακοβολεί, ωσόπου στο τέλος γίνεται ένα τεφρό δίχτυ αράχνης.
Μ’ ένα λόγο, ο δάσκαλος είναι ο ποιητής του ανθρώπου… Αν έλειπαν οι δάσκαλοι, η γη μας θά ‘ταν τυφλή. Και το σύμπαν ανυπόστατο … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
«Υπάρχουν Έλληνες που προβληματίζονται με τους εαυτούς τους και Έλληνες που δεν προβληματίζονται. Οι σκέψεις αυτές, αφορούν περισσότερο τους δεύτερους. Είναι όμως αφιερωμένες στους πρώτους». Νίκος Δήμου
Εισαγωγή – Η δυστυχία τού να είσαι άνθρωπος
Ορίζουμε σαν ευτυχία την (συνήθως προσωρινή) κατάσταση, όπου η πραγματικότητα συμπίπτει με τις επιθυμίες μας.
Σε αναλογία, δυστυχία πρέπει να είναι η μη σύμπτωση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Με άλλα λόγια, δυστυχία μπορούμε να ονομάσουμε την απόσταση ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα.
Όσο μεγαλύτερη η απόσταση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε.
Η ευτυχία (ή δυστυχία μας) εξαρτάται από το μέγεθος, την ένταση και την ποσότητα των επιθυμιών μας, από τη μια πλευρά και από τη φύση της πραγματικότητας, από την άλλη.
Μπορεί να είμαι δυστυχής, γιατί έχω υπερβολικές και υπέρμετρες επιθυμίες που (δίκαια) μένουν ανεκπλήρωτες. Ή μπορεί πάλι οι επιθυμίες μου να είναι «λογικές» (του μέσου ανθρώπινου όρου), αλλά η πραγματικότητα να με κατατρέχει (σαν τον Ιώβ). Τότε μιλάμε για κακοτυχία.
Έχουμε μια στατιστική έννοια, της ευτυχίας. Πιστεύουμε πως ένας άνθρωπος με «λογικές» επιθυμίες, θα πρέπει να έχει σε ίσο βαθμό επιτυχίες και απογοητεύσεις. (Απόδειξη: οι εκφράσεις «Θα γυρίσει η τύχη», «Θα γυρίσει ο τροχός» κ.λπ.).
Ωστόσο η ζωή δεν επιβεβαιώνει αυτή τη σκέψη. Συνήθως, αυτοί, που έχουν έντονες και πολλές επιθυμίες, ικανοποιούν περισσότερες απ’ όσους έχουν, λίγες και ταπεινές. Μόνο που η αχόρταγη φύση των πρώτων σπάνια τους επιτρέπει να αισθανθούν την κατάσταση της ισορροπίας, που ονομάζουμε ευτυχία.
Η απόσταση πού ονομάσαμε δυστυχία, λειτουργεί θετικά και αρνητικά. Δεν έχω αυτά που επιθυμώ, ή έχω κάτι που δεν το επιθυμώ (π.χ. μια αρρώστια).
Όσοι δίνουν «συνταγές ευτυχίας», προσπαθούν συνήθως να τροποποιήσουν ή να μειώσουν τις επιθυμίες, μιας και δεν είναι εύκολο να επηρεάσουν την πραγματικότητα. Φυσικά, όσο λιγότερες επιθυμίες έχουμε, τόσο λιγότερο κινδυνεύουμε να απογοητευθούμε και να πονέσουμε.
Το επόμενο βήμα, είναι η σκέψη τού Βούδα, που διδάσκει την κατάργηση της επιθυμίας, σαν σίγουρο αντίδοτο στη δυστυχία. (Ακόμη αποτελεσματικότερα: Την κατάργηση της πηγής κάθε επιθυμίας, του Εγώ).
Στα ζώα, το άνοιγμα ανάμεσα σε επιθυμία και πραγματικότητα είναι ελάχιστο. Οι βασικές επιδιώξεις τού ζώου καλύπτονται από τις γύρω του δυνατότητες. Είναι απόλυτα προσαρμοσμένο στο περιβάλλον του.
Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για ευτυχισμένα καί δυστυχισμένα ζώα, μιας και δεν πρέπει να υπάρχει μέσα τους ή ένταση ανάμεσα στους δύο (ανθρώπινους) πόλους. Κάτι όμως μου λέει ότι τα πετεινά του ουρανού πρέπει να είναι ευτυχισμένα…
Αντίθετα με τα ζώα, ο άνθρωπος έχει επιθυμίες «θέσει και φύσει» μη-εκπληρώσιμες. Λαχταράει την αθανασία. Ενώ το μόνο σίγουρο που ξέρει για το μέλλον, είναι πώς κάποτε θα πεθάνει. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον άνθρωπο, σαν το ζώο που επιθυμεί πάντα περισσότερα από όσα φτάνει. Το απροσάρμοστο ζώο. Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να ορίσουμε τον άνθρωπο, σαν το ον που φέρνει τη δυστυχία -εγγενή- μέσα του.
Ή πάλι, θα μπορούσαμε να ορίσουμε τον άνθρωπο σαν το τραγικό ζώο. Γιατί τι άλλο είναι ή τραγωδία, παρά η αγωνιστική βίωση της διάστασης ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κόσμο;
Όσο πιο άνθρωπος είναι κανείς, όσο περισσότερο ποθεί και ζητά, τόσο μεγαλύτερο χάσκει το άνοιγμα. Κι αν είναι ήρωας, πολεμάει και χάνεται. Κι αν είναι καλλιτέχνης, προσπαθεί να γεμίσει το άνοιγμα με μορφές.
Αν ο άνθρωπος, ως άνθρωπος, φέρνει μέσα του τη δυστυχία, ορισμένες κατηγορίες ανθρώπων έχουν μεγαλύτερη προδιάθεση σ’ αυτήν. Ακόμη και ορισμένες εθνότητες. Ανάμεσα σ’ αυτές, σίγουρα, οι Έλληνες. Οι νεο-Έλληνες.
Ο νεο-Έλληνας, λόγω ιστορίας, κληρονομικότητας και χαρακτήρα, παρουσιάζει μεγαλύτερο άνοιγμα ανάμεσα επιθυμία και πραγματικότητα, από τον μέσο όρο των άλλων ανθρώπων.
Αν δηλαδή, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει ήδη τη βεβαιότητα ενός ποσού δυστυχίας, το να είσαι Έλληνας, προοιωνίζει μια μεγαλύτερη δόση.
Η ταινία που θα παρακολουθήσετε, γυρίστηκε από τον ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας) το 1948. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στον Γράμμο και το Βίτσι, περιοχή στην οποία ο ΔΣΕ είχε υπό τον έλεγχό του κατά το μεγαλύτερο μέρος του Εμφυλίου Πολέμου (την αποκαλούμενη απ’ αυτόν, «Ελεύθερη Ελλάδα») και στις προσκείμενες κομμουνιστικές χώρες, Ουγγαρία και Τσεχοσλοβακία. Προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ουγγαρία και στην συνέχεια στις υπόλοιπες χώρες-μέλη του «κομμουνιστικού Παραδείσου». Η αρχική ταινία που θεωρούνταν χαμένη για πολλά χρόνια, εντοπίστηκε στην Ουγγαρία, πριν μερικά χρόνια. Σήμερα αποτελεί αρχειακό υλικό του ΚΚΕ, ενώ το βίντεο αυτό διανεμήθηκε στο παρελθόν απ’ τον «Ριζοσπάστη».
Το αντικείμενο της ταινίας, είναι το «Παιδομάζωμα» (ή «Παιδοσώσιμο» όπως αρέσκεται να το αποκαλεί το ΚΚΕ). Δηλαδή ο βίαιος εκπατρισμός 25.000-28.000 χιλιάδων Ελληνόπουλων κατά την διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου, τον οποίον ο ΔΣΕ με αυτό το προπαγανδιστικό οπτικοακουστικό υλικό, προσπαθεί να δικαιολογήσει και να ωραιοποιήσει, παρουσιάζοντας, λίγο πολύ, τις Ελληνίδες μανάδες, να παρακαλούν να τους πάρουν τα παιδιά για να «γλυτώσουν» από τα δεινά του «Μοναρχοφασισμού». Οι δε συνθήκες διαβίωσης των απαχθέντων παιδιών, παρουσιάζονται τουλάχιστον -κι εντελώς «αυθόρμητα»- ως ειδυλλιακές … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ΄ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία, απ’ το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο «υπείροχον έμμεναι άλλων», που μας άφησαν οι αρχαίοι.
Είμαι εναντίον των βραβείων, γιατί μειώνουν την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Βραβεύω σημαίνει αναγνωρίζω την αξία κάποιου κατώτερου μου -και κάποτε θα πρέπει να απαλλαγούμε από την συγκατάβαση των μεγάλων. Παίρνω βραβείο σημαίνει παραδέχομαι πνευματικά αφεντικά -και κάποτε θα πρέπει να διώξουμε τα αφεντικά από τη ζωή μας.
Είμαι εναντίον των χρηματικών επιχορηγήσεων. Σιχαίνομαι τους φτωχοπρόδρομους που απλώνουν το χέρι τους για παραδάκι. Οι χορηγίες μεγαλώνουν την μανία μας για διακρίσεις και τη δίψα μας για λεφτά· ξεπουλάνε την ατομική ανεξαρτησία μας.
Είμαι εναντίον των λογοτεχνικών συντάξεων. Προτιμώ να πεθάνω στην ψάθα, παρά να αρμέγω το υπουργείο -κι ας με άρμεξε το κράτος μια ολόκληρη ζωή. Γιατί να με ταΐζει το Δημόσιο επειδή έγραψα μερικά ποιήματα; Και γιατί να αφήσω το Κράτος να χωθεί ακόμη περισσότερο στη ζωή μου; … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο Σόλομον Ας (Solomon Eliot Asch), ήταν ένας Αμερικανός ψυχολόγος, ο οποίος έγινε γνωστός κατά την δεκαετία του ’50, όταν και διεξήγαγε μια σειρά πειραμάτων, που έμειναν γνωστά ως «Το πείραμα της συμμόρφωσης του Ας» (The Asch conformity experiment) ή «Το παράδειγμα του Ας» (Asch paradigm).
Ο Ας χρησιμοποίησε ομάδες των 5-7 ατόμων, οι οποίοι υποτίθεται ότι ήταν εθελοντές. Στην πραγματικότητα, μόνο ο ένας στην κάθε ομάδα ήταν ο εθελοντής -και πραγματικό υποκείμενο του πειράματος- και οι υπόλοιποι συνεργάτες του Ας. Οι συμμετέχοντες καλούνταν σε μια δοκιμασία οπτικής αντίληψης. Οι συνεργάτες του Ας, απαντούσαν επίτηδες λάθος σε ερωτήσεις που είχαν οφθαλμοφανείς απαντήσεις. Ο πραγματικός εθελοντής παρ’ ότι είχε στο μυαλό του την ευνόητη απάντηση, εν τούτοις βλέποντας πως η πλειοψηφία των συμμετεχόντων απαντούσε διαφορετικά, αμφιταλαντεύονταν κι ενίοτε συμφωνούσε χωρίς να το πιστεύει με την γνώμη τους.
Τα πειράματα του Ας που συνεχίστηκαν με διάφορες παραλλαγές, κατέδειξαν πως πολλοί άνθρωποι, υπό ορισμένες συνθήκες, μπροστά στο ενδεχόμενο να περιθωριοποιηθούν από ένα κοινωνικό σύνολο, είναι διατεθειμένοι να αυτοϋποβληθούν, να υποκύψουν και να συμμορφωθούν με το «κοινωνικά ορθό», ακόμη κι όταν αυτό είναι προφανέστατα λάθος κι έρχεται σε ευθεία σύγκρουση με την αντίληψή τους και τα πιστεύω τους … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »