Στο ακόλουθο βίντεο, εμφανίζεται ο πρώην Σοβιετικός πράκτορας τής KGP, Γιούρι Μπέζμενοφ (γνωστός κι ως «Τόμας Σούμαν»), εκπαιδευμένος στον ανορθόδοξο ψυχολογικό πόλεμο.
Ο Μπέζμενοφ, απέδρασε στη Δύση το 1970. Η συνέντευξη, δώθηκε το 1985 κι ο Μπέζμενοφ, αναλύει τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλεται η προπαγάνδα και δη η κομμουνιστική, μέσω τής πλύσης εγκεφάλου.
Ο Χάτσικο (Hachikō), ήταν ένας λευκός σκύλος της ιαπωνικής φυλής «Ακίτα» και έγινε διάσημος για την αξιοθαύμαστη αφοσίωσή του στον κύριό του, ακόμα κι όταν αυτός πέθανε, λαμβάνοντας έτσι και το προσωνύμιο «ο πιστός Χάτσικο». Το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις «χάτσι» (hachi), που στα ιαπωνικά σημαίνει «οκτώ», και αναφερόταν στη σειρά της γέννησής του και από το «κο» (ko), που σημαίνει «πρίγκιπας» ή «δούκας» (σημαίνει κυριολεκτικά: Ο όγδοος ευοίωνος πρίγκιπας).
Τον Ιανουάριο του 1924, ο Χιντεσάμπουρο Ουένο, ενας καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Τόκιο, υιοθετεί ένα λευκό κουτάβι «Ακίτα», ηλικίας δύο περίπου μηνών το οποίο ονομάζει Χάτσικο. Ο καθηγητής ζούσε μοναχικά στα περίχωρα του Τόκιο και μεγάλωσε τον Χάτσικο σαν πραγματικό φίλο και σύντροφο. Ήταν πραγματικά αχώριστοι και καθημερινά περπατούσαν μαζί μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό της Σιμπούγια (Shibuya), όπου ο καθηγητής έπαιρνε το τρένο για να πάει στο πανεπιστήμιο. Ο Χάτσικο πήγαινε κατόπιν σπίτι, αλλά το απόγευμα ξαναγύριζε στον σταθμό, όπου περίμενε την επιστροφή του κυρίου του. Τον Μάιο του 1925 ο Χάτσικο συνόδευσε, όπως πάντα, τον καθηγητή στον σταθμό του τρένου και γύρισε σπίτι. Ο καθηγητής όμως δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά στον σταθμό, γιατί κατά την διάρκεια μιας διάλεξης στο πανεπιστήμιο έπαθε καρδιακή προσβολή και πέθανε.
Μετά από τον θάνατο του καθηγητή, ο Χάτσικο δόθηκε σε σπίτια συγγενών του καθηγητή, αλλά καθημερινά δραπέτευε επιστρέφοντας στο παλιό του σπίτι. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα που περίμενε τον καθηγητή στον σταθμό ήτανε εκεί, περιμένοντας να δεί τον φίλο του να κατεβαίνει από το τρένο για να τον συνοδεύσει σπίτι … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ήμουν στο Ναυτικό το 1952 και βρισκόμουνα στη Πλατεία Κλαυθμώνος -όχι όπως είναι σήμερα. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά από τα παλιά και απορούν απ’ όταν ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε. Εκείνη τη στιγμή έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με τη δύση του, γίνεται υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικού ήταν εκεί και η σημαία κυμάτιζε ακόμα στο κτήριο. Σήμερα είναι άλλες υπηρεσίες του Ναυτικού.
Τότε πάντα κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και στη δύση του ηλίου γινόταν υποστολή. Ήταν στιγμές ωραίες, απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι. Το άγημα αποδόσεως τιμών στον χώρο του, και ακούμε το σαλπιγκτή να δίνει το σύνθημα για την υποστολή της σημαίας. Το άγημα παρουσιάζει όπλα. Ο αξιωματικός χαιρετά και παίζεται ο Θούριος. Όλοι οι παριστάμενοι εκεί και οι περαστικοί, όπως και εγώ σταθήκαμε σε στάση προσοχής. Αποδίδεις με αυτό τον τρόπο την τιμή στο ιερό μας σύμβολο, στη γαλανόλευκη σημαία. Εκείνη τη στιγμή που ο αρμόδιος αξιωματικός χαιρετά, η ματιά του πέφτει λοξά και βλέπει κάτι παράξενο, και η ψυχή του ταράζεται, για αυτό που θα σας πω παρακάτω…
Τελειώνοντας η διαδικασία της υποστολής της σημαίας, οι διαβάτες συνεχίζουν τον δρόμο τους, ενώ εγώ από παρέμεινα από συνήθεια λίγο ακόμα. Τότε βλέπω τον νεαρό αξιωματικό να κατευθύνεται θυμωμένος προς έναν γεροδεμένο πλανόδιο καστανά. Βλέπετε, τότε η πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες που μας λείπουν τώρα. Και του είπε: «Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο;» κ.λπ.
Ο άνθρωπος έμεινε βουβός, εγώ παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος το τι έγινε. Μετά βλέπω τον καστανά που έγινε κατακόκκινος και άρχισε να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται, σκύβοντας το κεφάλι του άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως συνέρχεται γρήγορα σκουπίζει τα δάκρυά του και με πολλή δύναμη των χεριών του (αυτά ήταν γερά) στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο του με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του, στον νεαρό αξιωματικό δυνατά: «Πώς να σηκωθώ κύριε… Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο…» και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού οπού φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξαναρχίζει να κλαίει. Ο κόσμος, όπως και εγώ, γύρω του κλαίει και χειροκροτεί. Όμως περισσότερο από όλους κλαίει ο νεαρός αξιωματικός…
Εκείνη τη στιγμή έγινε κάτι το αλησμόνητο, φοβερή σκηνή για Όσκαρ…
Ο αξιωματικός σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά, και στη συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηλίκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς», που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρώτικα βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα. Και οι άλλοι, οι πολλοί να μπορούν να πηγαίνουν με γρήγορο βήμα στις ειρηνικές απασχολήσεις τους, χωρίς να γνωρίζουν ότι περνούν μπροστά από έναν ήρωα του αλβανικού μετώπου, τον Έλληνα ήρωα πολεμιστή, όποιο επάγγελμα και να ‘χει. Άλλοι δεν μιλούν, άλλοι όμως ειρωνεύονται. Γι’ αυτό οι νέες γενιές πρέπει να μάθουν, να διδαχθούν από την οικογένεια και το σχολείο για το Έπος του 1940. Για το καλό της Πατρίδας μας.
«Πολλά φαγητά τέρπουν το λαρύγγι και το στομάχι. Η φασουλάδα υπερτερεί όλων, καθ’ ότι ευχαριστεί, επιπλέον, και τον πρωκτό. Ανέκαθεν, αντιμετώπιζα την πορδή, σαν γέλιο τής κωλοτρυπίδας»…
Οι Έλληνες λαογράφοι απεχθάνονται την φασουλάδα. Οι Έλληνες λεξικογράφοι περιφρονούν την φασουλάδα. Ο Λουκάτος, ο Ζώης, ο Βοσταντζόγλου, ο Ρήγας, ο Πολίτης, ο Κουμανούδης κ.ά., καθώς και η «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια», ούτε καν την αναφέρουν. Με το «φασόλι» και τα «φασόλια», η κατάσταση κάπως βελτιώνεται…
Υπάρχουν καμμιά εξηνταριά είδη φασολιών. Σήμερα, πλάι στα κοινά φασόλια και στούς «γίγαντες», βλέπεις διάφορα άλλα ποικιλόχρωμα φασόλια λατινοαμερικάνικης προελεύσεως. Στις αρχές τού 20ού αιώνα, κυκλοφορούσαν λογής λογής φρέσκα φασουλάκια και φασόλια ξερά. Στην «Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια» (έκδοση 1930) διαβάζω:
Οι φασίολοι είναι σημαντική τροφή τών λαϊκών ιδίως τάξεων. Εν Ελλάδι, καταναλίσκονται μεγάλως, περισσότερον εξ όλων τών οσπρίων. Η εγχώρια παραγωγή φασιόλων δεν καλύπτει τας ανάγκας τής καταναλώσεως, δι’ ο εισάγονται εκ τού εξωτερικού περί τούς 15-20.000 τόνοι ετησίως. Μεγάλαι παραγωγοί φασιόλων χώραι, είναι τα κράτη τής Βαλκανικής και ιδίως η Ρουμανία και η Σερβία…
Η έκφραση, «η φασουλάδα είναι το φαΐ τής φτωχολογιάς», αποτελεί απαράδεκτη προχειρολογία. Στην πραγματικότητα, τα φασόλια ήταν χωρισμένα, βάσει μιας καθαρώς ταξικής ιεραρχίας. Τα «μπαρμπούνια» (και δη «μπαρμπούνια με αγριογούρουνο») τα τρώγανε οι λεφτάδες. Τα κοινά φασόλια, ήτανε για τον λαό· τα «γυφτοφάσουλα» (γνωστά κι ως «μαυρομάτικα») τ’ αγόραζε η φτωχολογιά, ενώ η εσχάτην πλεμπάγια ξέπεφτε στην περίφημη «εβρέικη φασουλάδα» … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Μια από τις πιο συγκλονιστικές σκηνές -αν όχι η πιο συγκλονιστική- τής Ιλιάδας τού Ομήρου, είναι αυτή που περιγράφεται στην τελευταία ραψωδία (Ω) τού επικού αυτού έργου, όπου ο Πρίαμος μεταβαίνει στην σκηνή τού Αχιλλέα για να ζητήσει το πτώμα τού νεκρού του γιου, Έκτορα.
Περιληπτικά το προηγούμενο ιστορικό: Ο Αχιλλέας, λόγω διένεξής του με τον αρχιστράτηγο Αγαμέμνονα, αρνείται να πολεμήσει. Η απουσία του είναι πλήγμα για τούς Έλληνες και κάνει τούς Τρώες να αναθαρρήσουν. Ο αδελφικός του φίλος Πάτροκλος, τον πείθει να τού δώσει την πανοπλία του, έτσι ώστε να νομίσουν οι Τρώες ότι ο Αχιλλέας μπήκε στην μάχη και να τρομάξουν. Ο Έκτορας, γιος τού βασιλιά τής Τροίας, Πρίαμου, σκοτώνει τον Πάτροκλο, νομίζοντάς τον για τον Αχιλλέα. Γύρω από το νεκρό σώμα τού Πάτροκλου γίνεται μάχη και στο τέλος οι Έλληνες κατορθώνουν να το πάρουν, αλλά ο Έκτορας τού έχει πάρει την πανοπλία. Ο Αχιλλέας θρηνεί τον θάνατο τού φίλου του και ορκίζεται εκδίκηση, επιδιώκοντας μονομαχία με τον Έκτορα. Ο Πρίαμος προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποτρέψει τον γιο του από το να βαδίσει προς τον βέβαιο θάνατο. Ο Αχιλλέας κερδίζει την μονομαχία και σκοτώνει τον Έκτορα, παίρνοντας πίσω την πανοπλία του. Ακολούθως, δένει το άψυχο σώμα τού Έκτορα στο άρμα του και το περιφέρει σέρνοντάς το γύρω από τα τείχη τής Τροίας, ενώ στην συνέχεια το μεταφέρει στο ελληνικό στρατόπεδο.
Στην ραψωδία «Ψ» (μετάφραση Νίκου Καζαντζάκη και Ιωάννη Κακριδή), την ώρα που ο Αχιλλέας θρηνεί τον Πάτροκλο, ο συντετριμμένος γέροντας Πρίαμος, συγκεντρώνει όλα τα ψυχικά του αποθέματα και αποφασίζει να επισκεφθεί τον Αχιλλέα και να τον παρακαλέσει να τού παραδώσει το πτώμα τού γιου του … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »