Στις πρώτες βουλευτικές εκλογές (στην εποχή του Όθωνα) τα κόμματα μάζευαν άνδρες, που θα φώναζαν «ζήτω» (μπούγιο – κλάκα – αβάντα) επί πληρωμή, όταν έβλεπαν να περνάει ο αρχηγός του κόμματος ή όταν αυτός και οι βουλευτές του έβγαζαν λόγους.
Αυτούς τούς…μισθοφόρους, για να διαπιστώσουν ότι έχουν γερή και δυνατή φωνή, τούς μάζευαν σε μια μάντρα (κοντά στη σημερινή πλατεία Ρηγίλλης) και τους έβαζαν να φωνάζουν «ζήτω» και «μπράβο». Αν η φωνή τους ήταν δυνατή, τούς έδιναν μια δραχμή την ημέρα, αν όχι, τούς έδιωχναν. Δεν έκαναν δηλαδή ούτε για…ζήτω!
Η φράση έγινε περισσότερο γνωστή, όταν την είπε η αδελφή του Χαρίλαου Τρικούπη για τον πολιτικό αντίπαλο τού αδελφού της, τον Θεόδωρο Δεληγιάννη. Λέγεται, λοιπόν, πως η Σοφία Τρικούπη είπε: «Ο κύριος Δεληγιάννης δεν κάμνει ούτε να κραυγάζει -ζήτω- διά τόν αδελφόν μου».
Και για το ιστορικό του πράγματος, προσθέτουμε την απάντηση του Θεόδωρου Δεληγιάννη, όταν το έμαθε: «Συμφωνώ απολύτως προς την ερίτιμον. Λευκοί πολιτικοί, οίος, εγώ, δεν είναι οι κατάλληλοι όχι να ζητωκραυγάζουν, αλλ’ ούτε να έχωσιν οιανδήποτε επαφήν με πολιτευόμενον, ηνιοχούμενον υπό υστερικής γεροντοκόρης».
Το πιπέρι ήταν το πιο αγαπημένο μπαχαρικό των Βυζαντινών, που αγαπούσαν τις πικάντικες σάλτσες και τα πολλά μυρωδικά στα φαγητά τους. Ακόμα και οι αυτοκράτορες συνήθιζαν να τρώνε κρεμμύδια και σκόρδα και μασούσαν κατόπιν γαρίφαλα, για να φύγει από το στόμα τους η βαριά οσμή. Οι έμποροι τής εποχής εκείνης, κουβαλούσαν με τα τσουβάλια το πιπέρι από τα βάθη της Ασίας και το πουλούσαν πανάκριβα. Τα μοναστήρια όμως, που έκαναν εμπόριο, για να επαρκούν στις ανάγκες τους, άρχισαν να παραγγέλνουν κι αυτά πιπέρι και να το πουλούν όχι πια σε κόκκους -όπως γινόταν ως τότε- αλλά κοπανισμένο, σκόνη. Φυσικά, έτσι πουλιόταν πιο ακριβά.
Ωστόσο, οι καλόγεροι δεν μπορούσαν να δουλέψουν εύκολα, επειδή το πιπέρι χωνόταν στη μύτη και στα μάτια τους, Γι’ αυτό αναγκάζονταν να προσλαμβάνουν καλογεροπαίδια και να τα στρώνουν στο γουδί. Κι αυτά, όμως, δεν κατάφερναν να μένουν στη θέση τους για πολύ. Έτσι το κοπάνισμα τού πιπεριού κατάντησε να γίνεται μόνο από τιμωρημένους καλόγερους. Όταν κανείς απ’ αυτούς έπεφτε σε κάποιο παράπτωμα, τότε τού έλεγαν οι «συνάδελφοί» του: «Τώρα θα μάθεις πως το τρίβουν το πιπέρι».
Υπάρχει και ένα δημοτικό τραγούδι που λέει:
«Πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι.
Με το γόνα τους το τρίβουν
και το ψιλοκρυσαρίζουν.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι.
Με το χέρι τους το τρίβουν
και το ψιλοκρυσαρίζουν.
Πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι.
Με τον κώλο τους το τρίβουν
και το ψιλοκρυσαρίζουν».
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη).
Αν και το Βυζάντιο στην εποχή του ήταν η πλουσιότερη χώρα του κόσμου, τα πλούτη του αυτά τα νέμονταν ορισμένοι άρχοντες μονάχα. Ο λαός υπέφερε σε αφάνταστο βαθμό κι είναι γνωστό ότι η «βασιλίδα» των πόλεων -η Κωνσταντινούπολη- είχε πολλές συνοικίες, που οι κάτοικοί τους ζούσαν από τα αποφάγια των αρχόντων.
Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους αυτούς δε φορούσαν ρούχα -επειδή δεν είχαν- αλλά μερικά παλιοκούρελα, που σκέπαζαν το γυμνό τους σώμα. Τα σπίτια τους ήταν αληθινές τρώγλες κι όταν τύχαινε να πέσει καμιά επιδημία, πέθαιναν εκατοντάδες άνθρωποι την ημέρα χωρίς βοήθεια. Η χειρότερη συνοικία της Κωνσταντινούπολης ήταν η Μπάρα, που την κατοικούσαν αποκλειστικά εταίρες και άποροι. Οι τελευταίοι δεν είχαν δει στη ζωή τους κρεβάτι και κοιμόντουσαν πάνω σε ψάθες, που τις έφτιαχναν οι ίδιοι. Γι’ αυτό το πράγμα έχουν διασωθεί πολλές μαρτυρίες. Ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος π.χ. στα ποιήματά του, λέει ότι ο ηγούμενος τού είπε:
«Αυτός έχει καν τέσσαpα κρεβατοστρώσια
και συ κοιμάσαι εις το ψαθίν και γέμεις και τας φθείρας».
Ο Πολυδεύκης στο «Ονομαστικόν» του γράφει: «Τοις οικέταις εν κοιτώνι αναγκαία σκεύη χαμεύνια και ψίαθοι και φορμοί», ο δε Φρύνιχος: «Χαυμένιον Αττικοί,
ψίαθος Έλληνες».
Γι’ αυτό και σήμερα, όταν πεθαίνει κανείς πολύ φτωχός, λέμε: «Αυτός πέθανε στην ψάθα…».
Στην παλιά Αθήνα, κοντά στο Θησείο, υπήρχε κάποτε η συνοικία τής Αγίας Παρασκευής, που δεν υπάρχει σήμερα. Σε κάποιο μοναχικό σπιτάκι κατοικούσε ένα αντρόγυνο: Ο Θάνος και η Παγώνα Παγιαυλή. Ο κόσμος τούς έβλεπε και τούς ζήλευε, γιατί έμοιαζαν «σαν δύο αληθινά πιτσουνάκια», όπως γράφει ένας παλιός χρονικογράφος.
Το ζευγάρι αυτό είχε γίνει υπόδειγμα για τούς άλλους παντρεμένους κι όλοι προσπαθούσαν να μιμηθούν «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής». Ένα βράδυ όμως, μερικοί φίλοι πέρασαν έξω από το σπίτι τους κι άκουσαν γυναικείες φωνές και κλάματα. Κατάλαβαν τότε πως ο άντρας έδερνε τη γυναίκα του. Δεν είπαν τίποτε κι έφυγαν. Την επομένη το αντρόγυνο παρουσιάστηκε σαν να μη συνέβαινε απολύτως τίποτε.
Αυτό κράτησε περισσότερο από μήνα, ώσπου από στόμα σε στόμα μαθεύτηκε το μυστικό: Κάθε νύχτα τις έτρωγε η Παγώνα από το Θάνο και την ημέρα παρουσιάζονταν σαν το πιο αγαπημένο κι ευτυχισμένο ζευγάρι τής Αθήνας. Από τότε, όταν βλέπουμε κανένα αντρόγυνο να υποκρίνεται το αγαπημένο, λέμε ότι μοιάζει με «το αντρόγυνο τής Αγίας Παρασκευής».