Η λαϊκή αυτή έκφραση που γεννήθηκε κάπου μεταξύ 1900 και 1905 και σήμερα δηλώνει άρνηση (εναλλακτικά «να (μού) λείπει το βύσσινο» ή «να μου λείπει»), προέρχεται από ένα περιστατικό που συνέβη σ’ ένα καφενείο μεταξύ ενός βουλευτή κι ενός ψηφοφόρου του.
Ο ψηφοφόρος παρήγγειλε στον σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα γλυκό βύσσινο, για να κεράσει τον βουλευτή κι έτσι να πετύχει το -τί άλλο;- το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι, δε φαινότανε διατεθειμένος να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δε θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά στον σερβιτόρο: «Να μένει το βύσσινο!».
Ο χαμαιλέοντας είναι ένα είδος ερπετού (σαύρα), συνήθως γκριζοπράσινου χρώματος, που απαντάται σε πολλά μέρη του κόσμου, κυρίως δε στην Αφρική και στην Ασία. Η ονομασία του ετυμολογείται από το «χάμαι» και «λέων». Το μήκος του κυμαίνεται, αναλόγως το είδος, από 3 εώς 70 εκατοστά.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του ζώου, έγκειται στο ότι είναι «προικισμένο» απ’ τη φύση μ’ ένα μοναδικό χάρισμα που του επιτρέπει σε μεγάλο βαθμό να προστατεύεται απ’ τους εχθρούς του, αλλά και να πλησιάζει αθέατο το θήραμά του: Αλλάζει το χρώμα του δέρματός του, ανάλογα με το περιβάλλον που βρίσκεται και δείχνει να γίνεται «ένα» μ’ αυτό. Έτσι, όταν βρίσκεται ανάμεσα στις φυλλωσιές ενός δέντρου μπορεί να έχει πράσινο χρώμα, ή όταν βρίσκεται στο έδαφος να έχει καφετί ή γκρίζο (αναλόγως με το χρώμα του εδάφους).
Μεταφορικά, όταν λέμε ότι κάποιος είναι χαμαιλέοντας ή χαμαιλεοντίζει, εννοούμε ότι είναι συμφεροντολόγος, υποκριτής, ασταθής, αναξιόπιστος, πάει όπου φυσάει ο άνεμος, προσαρμόζοντας κατά περίσταση τα πιστεύω του, τις αρχές του και τις ιδέες του, έτσι ώστε να αποκομίσει τα περισσότερα δυνατά οφέλη, συνήθως για ιδιοτελείς σκοπούς.
Η λέξη περίδρομος σαν ουσιαστικό έχει την έννοια του περιέχοντος, του περιβάλλοντος κάτι. Περίδρομος για παράδειγμα λέγεται το σχοινί που περιβάλλει το δίχτυ και ειδικότερα το σχοινί στο κάτω άκρο, με τα βαρίδια, που απ’ αυτό κρέμεται το δίχτυ (στον Πολυδεύκη διαβάζουμε: «έτσι περίδρομος (…) σχοινίων εκατέρωθεν (…) ως συνέλκεται (…) τα δίκτυα»), ενώ το σχοινί στο άνω μέρος με τους φελλούς, ονομάζεται επίδρομος.
Συνεπώς τρώω τον περίδρομο πάει να πει τρώω όλο το περιεχόμενο των διχτυών, όλη την ψαριά, ή, όπως λέει και η ειρωνική φράση «φάτε μάτια, ψάρια και κοιλιά περίδρομο».
[Ο περίδρομος είναι πιθανόν να σχετίζεται και με τις περί + δέρμα: τη φλόγωση του δακτύλου, κοινώς ποδάγρα, που ταλαιπωρεί τον κοιλιόδουλο από τη μεγάλη αύξηση του ουρικού οξέος].
Από τα 1800 ως τα 1860, περίπου, ο «κομπογιαννιτισμός» είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Η αλήθεια είναι, ότι πολλοί από τους κομπογιαννίτες αυτούς, αναδείχτηκαν θαυμάσιοι πρακτικοί γιατροί και έκαναν αληθινά θαύματα, σε καιρούς, μάλιστα, επιδημιών του «μαύρoυ θανατικού», δηλαδή της πανούκλας. Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι, ανθρωπιστές και θυσιάζονταν, πραγματικά, για να σώσουν τον άλλον. Τέτοιος ήταν ο Μικές Τζαννής από τη Ζάκυνθο, ο Παύλος Δάνης από το Αιτωλικό κι ο Μηνός Κρυστάλλης από την Άρτα. Ο λαός τούς σεβόταν και τους θεωρούσε άγιους.
Ανάμεσα, όμως, σ’ αυτούς υπήρχαν και οι διάφοροι επιτήδειοι, που προσπαθούσαν με ψευτοπράματα να κάνουν, δήθεν, καλά, εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ένας κομπογιαννίτης που έμεινε ξακουστός για τις αγυρτείες του, ήταν ο Παρθένης Νένιμος από τα Γιάννενα, που έζησε γύρω στα 1815. Γι’ αυτόν λέγεται, ότι έστειλε πολλούς Αρβανίτες στον άλλο…κόσμο, θέλοντας να δοκιμάσει τα φάρμακά του πάνω τους. Μια από τις συνταγές του, ήταν πίτα με χυλό από σιτάρι, ψημένη στον φούρνο μαζί με μπαχαρικά, που την έδινε στους βαριά…ερωτευμένους. Αυτοί που αγαπούσαν, χωρίς ν’ αγαπιούνται, για να τους περάσει ο καημός, έπρεπε να φάνε από την πίτα αυτή τρία πρωινά συνέχεια, τελείως νηστικοί.
Από το…περίφημο, λοιπόν, αυτό γιατροσόφι, έμεινε η φράση «έφαγε τη χυλόπιτα».
Η μπούρμπερη (ή μπούλμπερη, ή πούλβερη), είναι η σκόνη, ο κονιορτός.
Η χρήση της λέξης συναντάται μόνο στην έκφραση «στάχτη και μπούρμπερη» που δηλώνει την μεγάλη καταστροφή (συνήθως από πυρκαγιά), ή «στάχτη και μπούρμπερη να γίνει» που αποτελεί μια ευχή…καταστροφής.
Πρόκειται για μια μεσαιωνική λέξη που ετυμολογείται από το λατινικό pulvis (=κόνις), pulveris (=κονιορτός).
Μπούρμπερη λεγόταν και το τριμμένο μπαρούτι με το οποίο γέμιζαν παλαιότερα τα όπλα από την κάνη κι από κει φαίνεται να καθιερώθηκε και η φράση.