Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, προέρχεται από τον μύθο του Αισώπου, «Ανήρ κομπαστής», και χρησιμοποιείται για όσους καυχιούνται για κάτι και το υποστηρίζουν, αλλά αδυνατούν να αποδείξουν τα λεγόμενά τους.
Σύμφωνα με τον μύθο, ένας αθλητής που βρισκόταν στην Αθήνα καυχιόνταν συνέχεια ότι σε αγώνες στην Ρόδο είχε πραγματοποιήσει ένα τεράστιο άλμα. Καθώς δεν τον πίστευε κανείς, αυτός έλεγε στους Αθηναίους να πάνε στη Ρόδο και να ρωτήσουν τους θεατές των αγώνων. Τότε ένας Αθηναίος πήγε στο σκάμμα και με το χέρι έγραψε πάνω στην άμμο τη λέξη «Ρόδος». Μετά γύρισε προς τον καυχησιάρη αθλητή και του είπε: «Αυτού γαρ και Ρόδος και πήδημα», το οποίο έχει μείνει ως «ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα». Το προφανές νόημα είναι ότι ο καθένας έχει οποτεδήποτε την δυνατότητα να αποδείξει τις δυνατότητές του και δεν χρειάζεται η επίκληση μυθικών προγόνων, κατορθωμάτων κτλ.
[Το ρητό πέρασε και στην λατινική γραμματεία, όπου μεταφράστηκε ως «hic Rhodus, hic saltus» και χρησιμοποιήθηκε, μεταξύ άλλων, κι απ’ τον Κικέρωνα. Αργότερα το χρησιμοποίησαν ο Χέγκελ και ο Καρλ Μαρξ σε συμφραζόμενα για τον «Λόγο» και την «Επανάσταση» αντιστοίχως. Πλην όμως, και οι δυο, που δεν φαίνεται να είχαν καταλάβει την αρχική ιστορία, το μετέφρασαν στα γερμανικά ως «Hier ist die Rose, hier tanze», δηλαδή «ιδού το ρόδο (τριαντάφυλλο), χόρεψε». Το λάθος τους, εκτός της ιστορικής άγνοιας του μύθου, εντοπίζεται στο ότι, προφανώς μπέρδεψαν το Rhodus(=Ρόδος) με το rhodion(=τριαντάφυλλο) και επιπλέον αντί να μεταφράσουν την λατινική λέξη «saltus» (ουσιαστικό) που σημαίνει «πήδημα», λανθασμένα μετέφρασαν την λέξη «salta» (προστακτική) που σημαίνει «πήδα», «χόρεψε».]
Στη βυζαντινή εποχή, υπήρχε ένα είδος κηρύκων, που έκαναν μια πολύ περίεργη δουλειά…
Όταν κατηγορούσαν κάποιον για κλοπή, για λεηλασία ή και για φόνο ακόμα, χωρίς όμως αυτός που τον κατηγορούσε να έχει χειροπιαστά στοιχεία, ο κήρυκας αναλάμβανε να τον κατηγορήσει δημόσια, παίρνοντας πάνω του όλη την ευθύνη. Έβγαινε, λοιπόν σε μια κεντρική πλατεία, ανέβαινε σε ένα πεζούλι κι όταν το πλήθος συγκεντρωνόταν, για να ακούσει άρχιζε με δυνατή φωνή το κατηγορητήριο. Επί παραδείγματι, έλεγε: «Αδελφοί του Χριστού! Ο τάδε έκανε αυτή την κακή πράξη και πρέπει να τιμωρηθεί από τον Θεό και τους νόμους. Δεν υπάρχουν στοιχεία ικανά εναντίον του, για να τον παραδώσουμε στο δικαστήριο. Γι’ αυτό, όσοι γνωρίζουν κάτι σχετικό με την υπόθεση, να ‘ρθουν να μας το πουν. Αυτοί που γνωρίζουν κάτι και δεν τολμούν να παρουσιαστούν μπροστά μας, να τον καταγγείλουν, θα είναι καταραμένοι στη ζωή και στο θάνατο. Το κορμί τους θα βγάλει τις πληγές του Φαραώ και τα παιδιά τους, όπως και τα παιδιά των παιδιών τους, θα διψούν και δε θα βρίσκουν νερό…».
Οι κήρυκες αυτοί είχαν καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος του λαού. Όπως, όμως ήταν επόμενο, ύστερα από τις φοβερές αυτές κατάρες, εκείνος που ήξερε κάτι για τον ένοχο, έτρεχε να τον καταγγείλει στην αγορά (λατ.=forum και εξελληνισμένο=φόρα), για να γίνει ήσυχη η συνείδηση του. Δηλαδή, «του τα έβγαζε στη φόρα», όπως κατάντησε να λέγεται τότε.
Όταν οι Φράγκοι κυβερνούσαν την Ελλάδα, οι δυστυχισμένοι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα, από τους βάρβαρους αυτούς κατακτητές, που είχαν κατακλύσει τον τόπο μας. Μια από τις χειρότερες πληγές της εποχής εκείνης, ήταν προπαντός η βαριά φορολογία, που επέβαλαν κάθε τόσο στους κατοίκους. Φορολογία στους γονείς που είχαν περισσότερα από τέσσερα παιδιά, φορολογία στους αγρότες που έτρεφαν ζωντανά, φορολογία στα σπίτια που άναβαν τζάκι το χειμώνα, φορολογία στο νερό που έπιναν. Με δυο λόγια, ήταν μια εποχή, που όλοι οι Έλληνες, πλούσιοι και φτωχοί δούλευαν αποκλειστικά για τους δυνάστες τους.
Όταν λοιπόν, κανείς από αυτούς δεν είχε να πληρώσει τους απαραίτητους φόρους, συλλαμβανόταν αμέσως, για να κλειστεί στα φοβερά μπουντρούμια. που είχαν γίνει φυλακές. Εκεί, έπειτα οπό μερικές μέρες, ερχόταν ένας απεσταλμένος του Φράγκου διοικητή της περιφέρειας και του πρότεινε δύο πράγματα: Ή να δουλέψει δωρεάν στα κτήματα των Φράγκων ή να μείνει σε όλη του τη ζωή σχεδόν, κλεισμένος στη φυλακή. Φυσικά από τις δυο αυτές προτάσεις, ο κρατούμενος διάλεγε πάντοτε την πρώτη και μάλιστα με ευγνωμοσύνη για την…καλοσύνη του άρχοντα. Γιατί ήταν η μοναδική λύση στις τραγικές εκείνες στιγμές που περνούσε.
Από το γεγονός αυτό έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση: «Φτηνά τη γλιτώσαμε».
Η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει, έχει τις ρίζες τις, σ’ ένα παράξενο περιστατικό που συνέβη στο Βυζάντιο.
Στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους…κολλούσε για πλάκα στον τοίχο μ’ ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι.
Το…αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα πολλοί άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η συγκεκριμένη φράση.
Την φράση «σπουδαία τα λάχανα» (εναλλακτικά και «σιγά τα λάχανα»), τη χρησιμοποιούμε σήμερα ειρωνικά, όταν θέλουμε να δηλώσουμε την δυσανάλογη αξία που προσδίδεται σε κάτι, σε σχέση με την πραγματική του αξία. Χρησιμοποιείται δηλαδή απαξιωτικά.
Προήλθε από το εξής περιστατικό:
Σε κάποιο χωριό, πριν από το 1821, πέρασε ο απεσταλμένος τού Μπέη, για να εισπράξει τη «δεκάτη». Η δεκάτη ήταν κι αυτή μία από τις πολλές φορολογίες τών χρόνων εκείνων. Όλοι όμως οι χωρικοί τού απάντησαν πως δεν είχαν να πληρώσουν τον φόρο, γιατί τα λάχανά τους (λάχανα ήταν η παραγωγή τους) έμεναν απούλητα. Τότε ο φοροεισπράκτορας τούς είπε πως θα έστελνε ζώα και ανθρώπους, για να φορτώσει τα λάχανα και έτσι να «πατσίζανε» με το χρέος τους. Έτσι και έγινε.
Από τότε, έμεινε να λένε οι χωρικοί (προφανώς ειρωνικά): «Σπουδαία τα λάχανα», όταν επρόκειτο να «πατσίσουν» τούς οφειλόμενους φόρους, με λάχανα.