Η σκοτεινή γιορτή των Χριστουγέννων
19/12/2023 |
Σχολιασμός
Η εκκλησιαστική παράδοση ορίζει τη γέννηση του Ιησού στις 25 Δεκεμβρίου. Η προετοιμασία της Εκκλησίας αρχίζει μέρες πριν με τη νηστεία των Χριστουγέννων. Οι λειτουργοί ενδύονται ανοιχτόχρωμα ιερατικά άμφια που εικονίζουν τη δόξα του βασιλέως Χριστού, για να προϋπαντήσουν μαζί με τους πιστούς την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Ευωδιαστό θυμίαμα -σύμβολο των προσευχών των επί γης αγίων- καίγεται περισσό, το οποίο ανεβαίνοντας μπλέκει με τις εικόνες των αγίων στον ουρανό. Η φωτοχυσία από τους πολυελαίους- σύμβολο της ουράνιας, η ανάγνωση των σχετικών αποσπασμάτων από τη Βίβλο, οι λειτουργικοί ύμνοι που ψέλνονται ρυθμικά από μελίρρυτες φωνές, συμπληρώνουν την εορταστική ατμόσφαιρα που άγει τον πιστό χριστιανό, με τρόπο μυστικό, στον ίδιο τον ουρανό. Η εσωτερική αυτή κατάσταση δεν τελειώνει με το πέρας του εκκλησιασμού, αλλά αφού έχει κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, συνεχίζει στο σπίτι του την μελέτη των κειμένων των αγίων πατέρων του. Αυτή η κατάσταση του θείου έρωτος βιώνεται μόνο από τον έναν συνειδητά χριστιανό. Και βιώνεται στο εσωτερικό ιδιωτικό χώρο της καρδιάς του, η «πανήγυρης των πρωτοτόκων» παιδιών του Θεού.
Όλα καλά και όλα ωραία όσον αφορά το θεολογικό μέρος. Το πρόβλημα αρχίζει να ανακύπτει όταν κάποια στιγμή θα στρέψει το ενδιαφέρον του στο ιστορικό μέρος, και θα θελήσει να δει την σειρά των γεγονότων που εορτάζει στην ιστορία. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει κανένα νόημα και κανένα αποτέλεσμα σε αυτόν, εάν δεν είναι πραγματικά. Εάν δεν υπάρχει ιστορικότητα στα διαδραματιζόμενα, σημαίνει επίσης ότι ανεδαφικά είναι όσα λέει η χριστιανική θεολογία. Στην πρώτη γενική επιστολή του «Ιωάννη», ο συγγραφέας είναι σαφέστατος όσον αφορά την εμπειρία του χριστιανού με τον Ιησού της ιστορίας: «Ὃ ἦν ἀπ’ ἀρχῆς ὃ ἀκηκόαμεν ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (1:1-3). Δεν φτάνει όμως κάποιος να λέει κάτι, πρέπει και να αποδεικνύεται αυτό που λέει. Εδώ βλέπουμε ότι η μαρτυρία που παραδίδεται στις γενεές των χριστιανών, με άλλα λόγια «η αγία» παράδοση, στηρίζεται σε ανθρώπους που «άκουσαν», «είδαν», «ψηλάφησαν», και κατόπιν μετέφεραν- παρέδωσαν αυτό που βίωσαν και σε άλλους. Αν η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού και είναι παρούσα στην ιστορία, το ίδιο θα έπρεπε να είναι και η κεφαλή της, ο ίδιος ο Χριστός. Διαφορετικά, έχουμε ένα ακέφαλο πτώμα, έστω και αν αυτό είναι ντυμένο στα χρυσά …
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »