Η μπούρμπερη (ή μπούλμπερη, ή πούλβερη), είναι η σκόνη, ο κονιορτός.
Η χρήση της λέξης συναντάται μόνο στην έκφραση «στάχτη και μπούρμπερη» που δηλώνει την μεγάλη καταστροφή (συνήθως από πυρκαγιά), ή «στάχτη και μπούρμπερη να γίνει» που αποτελεί μια ευχή…καταστροφής.
Πρόκειται για μια μεσαιωνική λέξη που ετυμολογείται από το λατινικό pulvis (=κόνις), pulveris (=κονιορτός).
Μπούρμπερη λεγόταν και το τριμμένο μπαρούτι με το οποίο γέμιζαν παλαιότερα τα όπλα από την κάνη κι από κει φαίνεται να καθιερώθηκε και η φράση.
Παρ’ ότι η λέξη «ντούγκλα» (ή ντούγλα), σε συνδυασμό με τα συμφραζόμενα (δηλαδή το μουστάκι), αλλά και ηχητικά, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για μπούκλα, δηλαδή παραπέμπει σε (στριφο)γυριστό μουστάκι, εν τούτοις η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς έτσι. Η ντούγκλα αποτελεί λάθος προφορά τής αγγλικής λέξης «Douglas», η οποία κανονικά προφέρεται «Ντάγκλας».
Πριν μερικές δεκαετίες, που ήταν τής μόδας το στριφογυριστό («τσιγκελωτό») μουστάκι, οι άντρες χρησιμοποιούσαν κερί για να μπορέσουν να επιτύχουν και να κρατήσουν το σχήμα που ήθελαν. Ένα απ’ τα πιο δημοφιλή κεριά, ήταν το «Douglas», αμερικανικής προελεύσεως. Καθώς όμως για τον μέσο Έλληνα τής εποχής εκείνης, η γνώση τής αγγλικής γλώσσας και γενικότερα η φωνητική απόδοση ξενικών όρων, δεν ήταν και «στα πάνω της», το «Ντάγκλας» έγινε «Ντούγκλας», για να καταλήξει στο «ντούγκλα» (ή ντούγλα).
Κατά μία άλλη εκδοχή, ο όρος οφείλεται στον Αμερικανό ηθοποιό Douglas Fairbanks (1883-1939), ο οποίος είχε δημιουργήσει μόδα με το λεπτό μουστάκι του κι όταν κάποιος ήθελε να αναφερθεί σε τέτοιο μουστάκι, έλεγε «αυτός έχει μουστάκι (α λα) Ντούγκλας».
Για την ιστορία, ο Καπετανάκης «που ‘χει ντούγκλα στο μουστάκι» όπως αναφέρεται στο γνωστό τραγούδι (ερμηνευτής ο Πάνος Μιχαλόπουλος), ήταν υπαρκτό πρόσωπο. Ήταν ακόλουθος του Ελευθέριου Βενιζέλου και κατά την δεκαετία τού 1930, διετέλεσε διευθυντής των φυλακών της Παλαιάς Στρατώνας στο Μοναστηράκι. Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός και επιβλητικός. Το μουστάκι του ήταν περιβόητο. Του έκανε ιδιαίτερη περιποίηση και το πρόσεχε σαν τα μάτια του, καθώς όταν κοιμόταν το έβαζε σε…μυστακοθήκη.
Ο τεμαχισμός ενός κρεμμυδιού απελευθερώνει ένα ένζυμο που λέγεται «συνθάση δακρυγόνου παράγοντα». Αυτό ξεκινάει την διαδικασία που μάς κάνει να δακρύζουμε. Το ένζυμο αυτό αντιδρά με τα αμινοξέα τού κρεμμυδιού κι αυτά με τη σειρά τους μετατρέπονται σε σουλφονικά οξέα. Τα σουλφονικά οξέα αναδιατάσσονται αυτόματα για να σχηματίσουν ένα, πλούσιο σε θείο, πτητικό έλαιο (Syn-propanethial-S-oxide). Το χημικό αυτό φτάνει στα μάτια και λόγω τής επαφής με τις νευρικές ίνες του κερατοειδούς, ενεργοποιούνται οι δακρυϊκοί αδένες. Έτσι αρχίζει η δακρύρροια.
Για να περιορίσουμε τα δάκρυα υπάρχουν διάφορες «τεχνικές»:
1. Καθαρίζουμε τα κρεμμύδια μπροστά σε μια ανοιχτή βρύση με κρύο νερό.
2. Αφήνουμε τα κρεμμύδια στο ψυγείο για αρκετή ώρα, πριν τα καθαρίσουμε.
3. Τα ραντίζουμε με ξύδι πριν τα καθαρίσουμε.
4. Φοράμε προστατευτικά γυαλιά.
5. Καθώς η μεγαλύτερη ποσότητα αμινοξέων βρίσκεται προς τη βάση του κρεμμυδιού (δηλαδή προς το κοτσάνι), καλό θα είναι να ξεκινάμε το καθάρισμα απ’ την κορυφή, για να μη μάς παίρνουν απότομα τα «ζουμιά».
Βασικό είναι επίσης, να μην προσπαθούμε να σκουπίσουμε τα δάκρυά μας με τα χέρια (αφού μ’ αυτά πιάνουμε τα κρεμμύδια), καθώς έτσι το μόνο που καταφέρνουμε, είναι να επιδεινώνουμε την κατάσταση.
Μπέμπελη, είναι η ιλαρά (μεταδοτική, εξανθηματική νόσος). Η λέξη είναι σλαβικής προέλευσης (pepeli=στάχτη).
Η φράση «έβγαλε την μπέμπελη», σημαίνει ότι κάποιος ζεσταίνεται και ιδρώνει υπερβολικά.
Ο συσχετισμός της ζέστης με την ιλαρά, προκύπτει από την πρακτική ιατρική, σύμφωνα με την οποία, κάποιος που νοσεί από ιλαρά θα πρέπει να ντύνεται βαριά, έτσι ώστε να ζεσταθεί και να ιδρώσει και να «βγάλει» ή να «χύσει» έτσι από πάνω την αρρώστια (δηλαδή την μπέμπελη).
Πρόκειται για μια λεπτομέρεια, που μάλλον οι περισσότεροι -και δη οι άνδρες- αγνοούν. Η διάκριση μάλιστα αυτή, δεν αφορά μόνο τα ρούχα (συνήθως τα πουκάμισα), αλλά και τις ζώνες: Οι άνδρες περνάνε την ζώνη τους προς την αριστερή πλευρά του παντελονιού, ενώ οι οι γυναίκες προς την δεξιά.
Η απάντηση -τουλάχιστον όσον αφορά τα πουκάμισα- βρίσκεται στην βικτωριανή περίοδο και στην αριστοκρατική κοινωνία της εποχής. Οι αριστοκράτισσες κυρίες, ντυνόταν επί το πλείστον με την βοήθεια των υπηρετριών τους. Όμως οι περισσότερες υπηρέτριες ήταν δεξιόχειρες και καθώς στεκόταν απέναντι από τις κυρίες τους για να τις κουμπώσουν, δεν ήταν αρκετά βολικό γι’ αυτές να έχουν τα κουμπιά αριστερά τους. Για την διευκόλυνσή τους, επικράτησε σιγά σιγά η αλλαγή της θέσης των κουμπιών των γυναικείων ενδυμάτων από τα δεξιά στ’ αριστερά. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, τα γυναικεία ενδύματα με τα κουμπιά στην αριστερά πλευρά, ήταν δηλωτικό της οικονομικής ευμάρειας και κοινωνικής τάξης, καθώς αποτελούσαν «απόδειξη» πως η κάτοχός τους διέθετε υπηρετικό προσωπικό.
Από την άλλη, οι άνδρες διατήρησαν τα κουμπιά στην δεξιά πλευρά, γιατί συνήθως ντυνόταν…μόνοι τους, χωρίς την βοήθεια των υπηρετριών.