«Στα Τρίκαλα στα δυο στενά, σκοτώσανε τον Σακαφλιά».
Με το τραγούδι αυτό -τεράστια επιτυχία- του Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο ηχογραφήθηκε το 1939 από την «His Master Voice» Ελλάδος με τον ίδιο τον Τσιτσάνη και τον Στράτο Παγιουμτζή στην εκτέλεση, ο Σακαφλιάς έμελλε να γίνει πασίγνωστος σε όλη την Ελλάδα, ταυτόχρονα όμως να γεννηθεί και ο θρύλος γύρω από αυτόν και τις περιπέτειές του.
Το τραγούδι όμως του Τσιτσάνη, δεν ήταν το πρώτο που αναφέρονταν στον Σακαφλιά. Ήδη κυκλοφορούσαν «αδέσποτα» στιχάκια (εικάζεται, πως ο Τσιτσάνης, απλά έβαλε αυτά τα στιχάκια σε μια σειρά), όπως γράφει και ο Ηλίας Πετρόπουλος στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα» (από εκεί και η φωτογραφία, η οποία σύμφωνα με τον συγγραφέα, απεικονίζει τον Σακαφλιά). Εκεί καταγράφει ένα τραγούδι, το οποίο -σύμφωνα με τον συγγραφέα- τού το υπαγόρευσε ένας γεροντόμαγκας Μανιάτης κατάδικος, ο Κώστας Αντωνάκος. Παλιό μουρμούρικο της φυλακής, το έλεγαν γύρω στο 1930. Οι στίχοι του όμως δεν διασώζονται ολόκληροι:
«Τον Σακαφλιά σκοτώσανε
κι οι μάγκες μαραζώσανε».
Ο Πετρόπουλος, καταγράφει ένα ακόμα τραγούδι, το οποίο αναφέρεται επίσης στον Σακαφλιά:
«Στα Τρίκαλα μες στη στενή,
βαρέσαν έναν μπελαλή.
Βαρέσανε τον Σακαφλιά
που ‘χε ντερβίσικη καρδιά».
Οι έννοιες «Εβραίος», «Ισραηλίτης» και «Ιουδαίος» ταυτίζονται απόλυτα σήμερα. Δηλαδή είναι διαφορετικές λέξεις που εκφράζουν τον ίδιο άνθρωπο, αν και η ιστορική προέλευση της κάθε λέξης είναι διαφορετική.
Εβραίος: Προέρχεται από την εβραϊκή ρίζα «ivri/hever» που σημαίνει «περνάω πέρα» και αναφέρεται στο πέρασμα του Ιορδάνη ποταμού από τους Εβραίους κατά την «Έξοδο» από την Αίγυπτο προς στην Γη της Χαναάν (άλλοι ισχυρίζονται ότι αφορά το πέρασμα από τον Ευφράτη όταν ο Αβραάμ μετανάστευσε από την Μεσοποταμία). Αναφέρεται στο οποιοδήποτε άτομο που πιστεύει στην εβραϊκή θρησκεία ή αναγνωρίζει τον εαυτό του στο σύνολο των θρησκευτικών και πολιτισμικών παραδόσεων του εβραϊκού πολιτισμού. Π.χ.: «Είμαι ελληνικής καταγωγής, Έλληνας υπήκοος, εβραϊκού θρησκεύματος».… Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Η λέξη «άμπακας» (ή «άμπακος»), προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «άβαξ» (άβακας). Ο άβακας ήταν μια πλάκα με άμμο ή κερί, πάνω στην οποία οι αρχαίοι Έλληνες (κι όχι μόνο αυτοί) έκαναν μαθηματικούς υπολογισμούς. Ήταν δηλαδή ένα αριθμητήριο.
Στην συνέχεια, ο «άβαξ» θα περάσει στα λατινικά ως «abacus» και θα αποκτήσει και την σημασία της Αριθμητικής. Με την ίδια σημασία, θα επιστρέψει αργότερα και πάλι στην ελληνική γλώσσα ως «άμπακας» και «άμπακος» και θα γίνει ευρύτατα γνωστός μετά το 1568, όταν κι εξεδόθη στην Βενετία από τον Μανουήλο Γλυνζώνιο, το πρώτο βιβλίο Αριθμητικής με τον τίτλο «Βιβλίον πρόχειρον τοις πάσι περιέχον την τε πρακτικήν Αριθμητικήν» (ο μακροσκελής τίτλος του βιβλίου συνέχιζε: «…ή μάλλον ειπείν την λογαριαστικήν, και περί του πώς ευρίσκει έκαστος το άγιον Πάσχα και τέλειον Πασχάλιον αεί και πάντοτε. Και περί ευρέσεως σελήνης εν ποία ημέρα γίνεται η γέννα αυτής»). Το βιβλίο αυτό, έμεινε γνωστό στον πολύ κόσμο με την γενική ονομασία «άμπακας» κι επειδή ήταν σχετικά ογκώδες, όποιος το είχε μελετήσει και γνώριζε το περιεχόμενό του, θεωρούνταν λίγο έως πολύ, ως τέρας σοφίας. Έτσι, όταν ήθελαν να πουν πως κάποιος έχει πολλές γνώσεις, λέγαν ότι «αυτός ξέρει τον άμπακα».
Στην πορεία του χρόνου, ο άμπακας έπαψε να είναι αποκλειστικά ταυτόσημος με την Αριθμητική κι έγινε συνώνυμος γενικά με την μεγάλη ποσότητα. Έτσι, έφτασε στις μέρες μας να έχει επικρατήσει η χρήση του όρου, στις φράσεις «έφαγε τον άμπακα» ή «ήπιε τον άμπακα».
Το φουά γκρα (εκ του γαλλικού «foie gras», που σημαίνει «λιπώδες ήπαρ» ή νεοελληνιστί «λιπαρό συκώτι») είναι ένα πολυτελές έδεσμα (με ιδιαίτερη απήχηση στη Γαλλία, αλλά και σε άλλες χώρες) το οποίο προέρχεται από πολτοποιημένο συκώτι χήνας ή πάπιας. Παρ’ ότι οι λάτρεις του φαγητού υποστηρίζουν πως πρόκειται για ένα πολύ νόστιμο φαγητό (το οποίο παρασκευάζεται με αρκετούς τόπους), εν τούτοις δεν λείπουν και οι αντιδράσεις, κυρίως από φιλοζωικές οργανώσεις, καθώς η διαδικασία που απαιτείται για να αποκτήσει μια χήνα (ή πάπια) το απαιτούμενο υπερτροφικό και λιπώδες συκώτι, έτσι ώστε αυτό να καταστεί κατάλληλο για το τραπέζι των εκλεκτικών καλοφαγάδων, είναι τουλάχιστον βασανιστική για τα ζώα αυτά…
Πιο συγκεκριμένα, τα ζώα αυτά για να αποκτήσουν το συντομότερον δυνατόν υπερτροφικό και λιπώδες συκώτι, ταΐζονται ακόμη κι όταν δεν πεινούν, διά της βίας, με έναν σωλήνα 20-30 εκατοστά, με τον οποίο διοχετεύεται απευθείας στο στομάχι τους η τροφή (συνήθως βρασμένο καλαμπόκι με λίπος ή λάδι). Εξαναγκάζονται δε σε ακινησία, μέσα σε στενά κλουβιά, για να μην καταναλώνουν ενέργεια, ενώ δεν λείπουν και αναφορές σε ακραίες περιπτώσεις, όπου καρφώνονται τα πόδια τους στο έδαφος. Η διαδικασία «ταχείας πάχυνσης», διαρκεί 2-3 εβδομάδες έως ότου τα ζώα οδηγηθούν στο σφαγείο για να δώσουν ότι πολυτιμότερο έχουν: Το υπερτροφικό συκώτι τους, το οποίο φτάνει να είναι μέχρι και δέκα φορές μεγαλύτερο από το κανονικό μέγεθος. Πολλά όμως δεν προλαβαίνουν να φτάσουν στο τελικό στάδιο, καθώς πεθαίνουν από τις μαρτυρικές συνθήκες στις οποίες διαβιούν το διάστημα αυτό. Η πιο συνηθισμένη αιτία θανάτου, είναι η ασφυξία, λόγω της πίεσης των πνευμόνων που προκαλεί η διόγκωση των οργάνων από την υπερτροφία.
Αν και ο γαλλικός όρος «φουά γκρα» παραπέμπει ευθέως στην Γαλλία ως «εφευρέτρια» του συγκεκριμένου εδέσματος, ή αλήθεια είναι διαφορετική. Τα πρωτεία φαίνεται να τα κρατούν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, οι οποίοι είχαν παρατηρήσει πως οι χήνες πριν πραγματοποιήσουν το ετήσιο αποδημητικό τους ταξίδι για θερμότερα μέρη, έτρωγαν υπερβολικά, έτσι ώστε να έχουν αποθέματα ενέργειας, τα οποία αποθηκεύονταν κυρίως στο συκώτι τους που διογκώνονταν. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, σύμφωνα και με τοιχογραφίες που έχουν βρεθεί, θέλοντας να δώσουν στο συκώτι χήνας, εκτός από όγκο και μια γλυκιά γεύση, αρχικά τις τάιζαν -διά της βίας- με κομμάτια σύκων ποτισμένα με μέλι και γάλα. Τα «ηνία» αυτής της γαστριμαργικής επιλογής, στην συνέχεια παρέλαβαν οι Έλληνες (μια πρώτη αναφορά σε υπερτροφικές χήνες υπάρχει τον 5ο αιώνα π.Χ. από τον ποιητή Κρατίνο) και ακολούθως οι Ρωμαίοι με το «iecur ficatum» (iecur=ήπαρ, ficatum=σύκο), οι οποίοι πρόσθεσαν στα προαναφερθέντα τρόφιμα και κρασί. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο νεοελληνικός όρος «συκώτι» που αποδίδει το αρχαιοελληνικό «ήπαρ» προέρχεται από την φράση «ήπαρ συκωτόν», δηλαδή ήπαρ που έχει τραφεί με σύκα. Εκείνοι όμως που έδωσαν τεράστια ώθηση στην παραγωγή, διάδοση και πώληση του συγκεκριμένου προϊόντος, ήταν οι Εβραίοι, μετά τον 13ο αιώνα, προφανώς και λόγω του μεγάλου περιθώριου κέρδους που άφηνε αυτή η επιχείριση. Οι καλύτεροι αποδέκτες και μαθητές αποδείχθηκαν οι Γάλλοι, οι οποίοι πλέον θεωρούν το φουά γκρα πολιτιστική τους κληρονομιά, είναι δε χαρακτηριστικό ότι κρατούν τα σκήπτρα της παγκόσμιας παραγωγής με ένα ποσοστό που φτάνει το 80%, αφήνοντας πίσω και με διαφορά, άλλες παραγωγούς χώρες, όπως η Βουλγαρία, η Ουγγαρία, η Κίνα κ.ά.
Στις μέρες μας, λόγω της βάναυσης διαδικασίας που απαιτείται για την παραγωγή του φουά γκρα, σε αρκετές χώρες -κυρίως της Ευρώπης- η πώλησή του είναι παράνομη.
Η λέξη «Ζαβαρακατρανέμια» δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Αυτό το τραγούδι είχε γραφτεί τον καιρό της δικτατορίας από τον Γιάννη Μαρκόπουλο (το τραγούδησε ο ίδιος, αλλά και ο Νίκος Ξυλούρης) και επειδή απαγορευόταν να ακούγονται επαναστατικά τραγούδια έπρεπε να βρουν κάτι που να μην ξέρει κανείς τι σημαίνει αλλά να μεταδίδεται και κάποιο μήνυμα στον κόσμο.
Όπως εξήγησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος (για πρώτη φορά) στην εκπομπή «Συναντήσεις» στην ΕΤ1, με οικοδεσπότη τον Λευτέρη Παπαδόπουλο…
– Η λέξη «Αλληλούια» δεν είναι η γνωστή εβραϊκή λέξη, αλλά η ελληνική λέξη «Αλληλουχία» (με τη διαφορά ότι αφαιρέθηκε το χ).
– Η λέξη «Ζάβαρα» προέρχεται από τη λέξη Ζευς και σημαίνει λάβαρα.
– Η λέξη «Κάτρα» σημαίνει μαύρα.
– Η λέξη «Νάμα» σημαίνει βάπτισμα.
– Η λέξη «Λάμα» σημαίνει λάμα (μαχαιριού).
– Η λέξη «Νέμια» σημαίνει ηρεμία.
– Η λέξη «Ίλεως» σημαίνει σπλαχνικός.