Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε
  • Ειδοποιήσεις

    Ενημερωθείτε άμεσα, για κάθε νέο άρθρο.
    Loading
  • Ροή σχολίων

Αρχεία της κατηγορίας «Αναδρομές»

Αναδρομή σε γεγονότα του παρελθόντος, τα οποία απασχόλησαν την τότε επικαιρότητα και κοινή γνώμη.

Ο Νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού

  13/03/2009 | Σχολιασμός

Ο Νόμος 4000 «περί τεντιμποϊσμού» ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1959 και ήταν νόμος του υπουργού Δικαιοσύνης Κωνσταντίνου Καλλία. Ο νόμος αυτός καθόριζε την αντιμετώπιση των νεαρών ταραχοποιών, που ήταν γνωστοί ως «τεντιμπόηδες», οι οποίοι έριχναν γιαούρτια ή φρούτα σε περαστικούς (συνήθως γυναίκες) και επιδίδονταν σε βανδαλισμούς.

Ο όρος «τεντιμπόης» (ή τεντυμπόης) προέρχονταν από την αγγλική λέξη «teddy boy» που περιέγραφε μια συγκεκριμένη νεανική ομάδα της δεκαετίας του ’50 στην Αγγλία, με ιδιαίτερη εμφάνιση, που ντυνόταν επιδεικτικά με ακριβά ρούχα. Συνήθως φορούσαν στενά παντελόνια, με ανοιχτόχρωμες κάλτσες, μακριά παλτά, μερικές φορές με βελούδινο γιακά, μεγάλα καστόρινα παπούτσια και αρκετή μπριγιαντίνη στα μαλλιά τους, απ’ τα οποία άφηναν να κρέμεται μια «αφέλεια». Καθώς μερικές από τις ομάδες αυτών των νεαρών, χωρισμένοι σε συμμορίες οδηγήθηκαν σε παραβατικές και ρατσιστικές συμπεριφορές, ο όρος σύντομα απέκτησε την σημασία του μοσχαναθρεμμένου και καλοζωισμένου εύπορου ταραξία και αλήτη.

Την ίδια εποχή, στην Ελλάδα ανθεί το γιαούρτωμα και το αθώο γιαουρτάκι έχει μπει στα σχολεία και γίνεται τρόμος για τους καθηγητές. Το παράκαναν όμως και το γιαούρτι λέρωσε πολύ κόσμο με αποτέλεσμα το κράτος να εισαγάγει τον νόμο 4000 «Περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων» για να αναχαιτιστεί η «ιδιάζουσα θρασύτητα και προκλητικότητα έναντι της κοινωνίας».

Με βάση τον νόμο αυτό, τιμωρούνταν η εξύβριση. Η αστυνομία συνελάμβανε όσους νεαρούς έριχναν γιαούρτι ή φρούτα σε ηλικιωμένους και γυναίκες και τους οδηγούσε στο κρατητήριο, όπου γινόταν σε αυτούς κούρεμα με την ψιλή και τους έσκιζαν τα ρεβέρ από τα παντελόνια τους. Ο νόμος ήταν αμφιλεγόμενος και προήγαγε τη διαπόμπευση. Επίσης, όριζε ότι θα ασκούνταν δίωξη και εναντίον των γονέων των ανήλικων ταραξιών. Ο μετέπειτα διοικητής της ΕΣΑ, συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς, αποκαλούσε τους τεντιμπόηδες, «άπλυτους μακρυμάλληδες», «διακονιάρηδες και αποδιοπομπαίους» και όπως έλεγε, ο σκοπός δεν ήταν να τους κόψει τα μαλλιά αλλά «να τους κόψω την νοοτροπίαν, ήτις είναι καταστρεπτική δι’ αυτούς και διά την Ελλάδα».

Με την εφαρμογή του νόμου, οι πρώτοι τέσσερις νεαροί οδηγήθηκαν στην Ασφάλεια για το παράπτωμα του γιαουρτώματος και της εξύβρισης κατά της Αρχής, όπου οι αστυνομικοί τους κούρεψαν με την ψιλή, τους έσκισαν τα ρεβέρ των παντελονιών τους και στη συνέχεια τους περιέφεραν μπροστά στους εμβρόντητους περαστικούς, με χειροπέδες και με κρεμασμένη στο λαιμό πινακίδα, που έγραφε «Είμαι τεντιμπόης και έριξα γιαούρτι σε γυναίκα». Αυτή ήταν η πρώτη εφαρμογή του προβλεπόμενου μέτρου, το οποίο προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις, ακόμα και ηρωοποίηση των τεντιμπόηδων.

Στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη «Νόμος 4000» παρουσιάζεται μια σκηνή (βίντεο) κατά την οποία ένας νεαρός μαθητής (ο ηθοποιός Θάνος Παπαδόπουλος) γιαουρτώνει τον καθηγητή του αλλά συλλαμβάνεται από την αστυνομία και κουρεύεται με την ψιλή. Στη συνέχεια, διαπομπεύεται στους δρόμους, με τον παραπάνω τρόπο.

Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Νόμος 4000 καταργήθηκε το 1983. Η εφαρμογή του, εναντίον όλων ανεξαιρέτως των μηνυομένων για εξύβριση, περιύβριση αρχής, έργω εξύβριση, αντίσταση κατά της αρχής, σωματική βλάβη κ.λπ., είχε προκαλέσει αρκετές αντιδράσεις, όχι μόνο του νομικού κόσμου αλλά και του λαού. Η τελευταία φορά που εφαρμόστηκε ήταν το 1981.

Νόμος 4000/59 – ΦΕΚ 233 – «Περί καταστολής αξιοποίνων τινών πράξεων»

Πηγές
el.wikipedia.org | enet.gr | slang.gr | en.wikipedia.org | tanea.gr | iama.gr

Υπόθεση Mατέι Σορίν – Το μακελειό της οδού Νιόβης

  28/02/2009 | Σχολιασμός

«Μ’ ακούτε; Κρατάω τέσσερις ανθρώπους εδώ μέσα… Κρατάω μια χειροβομβίδα απασφαλισμένη κι άμα μου πέσει, χανόμαστε πέντε άτομα… Μια λάμψη θα δείτε και τίποτε άλλο…».

Τετάρτη, 23 Σεπτεμβρίου 1998. Ο άνθρωπος που ακούγεται στο τηλέφωνο είναι ο 27χρονος Ελληνορουμάνος καταζητούμενος, Ματέι Σορίν. Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής βρίσκεται ο 30χρονος δημοσιογράφος και παρουσιαστής ειδήσεων του τηλεοπτικού σταθμού Σκάι, Νίκος Ευαγγελάτος. Εμβρόντητο το τηλεοπτικό κοινό, ακούγοντας αυτά τα λόγια, παγώνει. Για τέσσερις ώρες, από τις 7 το απόγευμα ως τις 11 την νύχτα, οι Έλληνες, στημένοι μπροστά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες, παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα και έκδηλη αγωνία, τις πράξεις ενός δράματος. Ενός δράματος, στην πλοκή και την εξέλιξη του οποίου, η αστυνομία έμελλε να προσθέσει μια απ’ τις μαύρες σελίδες στην σύγχρονη ιστορία της…

Ποιος ήταν ο Ματέι Σορίν;
Ματέι ΣορίνΟ Ματέι Σορίν, από πολύ μικρός έμεινε μόνος στη ζωή με την μητέρα του, καθώς ο πατέρας του, ο αδερφός του και η αδερφή του είχαν σκοτωθεί σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Πέρασε δύσκολα και φτωχικά παιδικά χρόνια, με μόνο προστάτη την μητέρα του, την Ευγενία Καψοκέφαλου, η οποία με πολύ μεγάλη δυσκολία τα έβγαζε πέρα. Η «δοσοληψία» του με την αστυνομία και τις φυλακές, ουσιαστικά άρχισε στην τρυφερή ηλικία των 15 ετών. Ερωτευμένος παράφορα με μια ανήλικη κοπέλα, την κλέβει. Οι γονείς της ανήλικης καταθέτουν μήνυση και ο Ματέι Σορίν συλλαμβάνεται και στην συνέχεια ακολουθεί τον δρόμο για τις φυλακές Βόλου, όπου παρέμεινε έγκλειστος για 6 μήνες. Ο Σορίν, ο οποίος μέχρι τότε είχε στο ενεργητικό του, μόνο μικροπαραπτώματα, είχε πλέον επιλέξει τον δρόμο που θα ακολουθήσει για την υπόλοιπη και σύντομη ζωή του: Το αδιέξοδο μονοπάτι της παρανομίας και του ψεύτικου κόσμου των ναρκωτικών. Τα επόμενα 12 χρόνια, τα πέρασε κυνηγημένος, μπαινοβγαίνοντας στις φυλακές, απ’ τις οποίες κατάφερε ν’ αποδράσει 6 φορές, αποκτώντας το προσωνύμιο «Ο Πεταλούδας». Την πρώτη του απόδραση έκανε το 1995, στο Δικαστήριο της Ευελπίδων, όπου δικαζόταν για ληστείες, διαφεύγοντας μέσα από τις τουαλέτες, παρ’ ότι ήταν φρουρούμενος. Η τελευταία του απόδραση έγινε το 1998, όταν πήδηξε από τον πρώτο όροφο του Tμήματος Mεταγωγών Πάτρας.

Οι γνώμες και οι απόψεις για τον χαρακτήρα και το ποιόν του Ματέι Σορίν, διίσταντο. Οι αστυνομικοί τον χαρακτήριζαν «αδίστακτο» και οι συγκρατούμενοί του στις φυλακές «ήσυχο». Το σίγουρο πάντως ήταν, πως Ματέι Σορίν είχε γίνει ένας διαρκής πονοκέφαλος για την αστυνομία, καθώς εκτός της πλούσιας εγκληματικής του δράσης, την είχε εκθέσει με τις διαδοχικές αποδράσεις του. Στο τελευταίο του μάλιστα «κατόρθωμα», 15 περίπου ημέρες πριν τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν, επιχείρησε να απαγάγει αστυνομικό και ακολούθησε ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό στην περιοχή της Χαλκίδας.

Η πρώτη πράξη του δράματος
Ο Ματέι Σορίν μπροστά στο ενδεχόμενο να εκτίσει πλέον ποινή ισόβιας φυλάκισης, κάνει ότι μπορεί για να κρυφτεί και να ξεφύγει από το κυνηγητό της αστυνομίας. Η απέλπιδα προσπάθεια του τον οδηγεί να βρει καταφύγιο στο ημιυπόγειο διαμέρισμα της τοξικομανούς γνωστής του, Πηνελόπης Αθανασοπούλου, στην οδό Νιόβης 4, στην περιοχή των Αχαρνών. Είναι άγνωστο, τουλάχιστον στο ευρύ κοινό, αν η Αθανασοπούλου, όντας αδερφή 2 αστυνομικών, λειτούργησε ως πληροφοριοδότης και ειδοποίησε την αστυνομία. Ο Ματέι Σορίν πάντως εντοπίστηκε και σύντομα, το μεσημέρι της 23ης Σεπτεμβρίου 1998, οι αστυνομικές δυνάμεις ήταν εκεί.

Ο διοικητής της Ασφάλειας Αττικής, Θεόδωρος Παπαφίλης, ζητά την συνδρομή της ΕΛ.ΑΣ και της Ε.Κ.Α.Μ. (Ειδική Κατασταλτική Αντιτρομοκρατική Μονάδα). Ο αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. Αθανάσιος Βασιλόπουλος, μάλλον δύσπιστος, θεωρώντας ότι πρόκειται για μια ακόμη αναξιόπιστη πληροφορία (κατά τον ίδιο είχαν προηγηθεί άλλες έξι φορές), στέλνει δυνάμεις στο σημείο (περίπου 50 ανδρες), χωρίς κανένα προφανές σχέδιο και δίχως να ενημερώσει την πολιτική ηγεσία. Κάτω από τις σαφείς εντολές του Αθανάσιου Βασιλόπουλου, αλλά και του εισαγγελέα Ιωάννη Σακκά, να μην αφαιρεθεί η ζωή του Ματέι Σορίν, με κανέναν τρόπο, η αστυνομία επιχειρεί την σύλληψη του Ελληνορουμάνου κακοποιού. Κάπου εδώ καταγράφεται η πρώτη ερασιτεχνική ενέργεια των αστυνομικών δυνάμεων: Αντί να πραγματοποιήσουν εισβολή στο διαμέρισμα, έχοντας ως πλεονέκτημα το στοιχείο του αιφνιδιασμού, προτίμησαν να χτυπήσουν το…κουδούνι της πόρτας!
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Η δίκη των έξι

  08/02/2009 | Σχολιασμός

Η δίκη των έξι«Οι Έλληνες ήταν πρώτης τάξεως πολεμιστές και σίγουρα, κάμποσα σκαλοπάτια παραπάνω από το στρατό του Κεμάλ. Αυτή είναι η άποψη του Γουίταλ. Πιστεύει ότι οι τσολιάδες θα είχαν καταλάβει την Άγκυρα και θα είχαν τελειώσει τον πόλεμο αν δεν είχαν προδοθεί.
Όταν ο Κωνσταντίνος ήρθε στην εξουσία όλοι οι Έλληνες αξιωματικοί που ήταν σε επιτελικές θέσεις υποβαθμίστηκαν αμέσως σε χαμηλότερα πόστα. Πολλοί απ’ αυτούς είχαν πάρει τα γαλόνια τους με ανδραγαθήματα στο πεδίο της μάχης. Ήταν έξοχοι πολεμιστές και σπουδαίοι ηγέτες. Αυτό δεν εμπόδισε το κόμμα του Κωνσταντίνου να τους διώξει και να τους αντικαταστήσει με αξιωματικούς που δεν είχαν ακούσει ποτέ τους να πέφτει ούτε μια ντουφεκιά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σπάσει το μέτωπο».

Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Αμερικανός συγγραφέας και πολεμικός ανταποκριτής στο μικρασιατικό μέτωπο).

Με τον όρο «Δίκη των έξι» (ή «Δίκη των εξ») έχει καταγραφεί στην ελληνική ιστορία η δίκη ενώπιον έκτακτου στρατοδικείου στο οποίο παραπέμφθηκαν απο την Επαναστατική Επιτροπή για να τιμωρηθούν οι θεωρούμενοι ως υπεύθυνοι για τις συνέπειες της Μικρασιατικής εκστρατείας, κοινώς για την Μικρασιατική Καταστροφή: Γεώργιος Χατζηανέστης, διοικητής της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριος Γούναρης, πρώην πρωθυπουργός, Μιχαήλ Γούδας, υποναύαρχος και πρώην υπουργός, Ξενοφών Στρατηγός, υποστράτηγος και πρώην υπουργός, Νικόλαος Στράτος, πρώην πρωθυπουργός, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρώην πρωθυπουργός, Νικόλαος Θεοτόκης και Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργοί επι των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.

Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία «Δίκη των έξι» δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στο Γουδί. Το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού.

Όταν κατέρρευσε το μικρασιατικό μέτωπο, ο ελληνικός στρατός υποχώρησε και κατευθύνθηκε προς τα νησιά του Αιγαίου. Οι αξιωματικοί ένιωθαν προδομένοι και εκτεθιμένοι στις διαθέσεις του Κεμάλ, από τις παλινωδίες αλλά και τις σκοπιμότητες των πολιτικών παιχνιδιών που διαδραματίζονταν στην Αθήνα, όλο αυτό το διάστημα που αυτοί πολεμούσαν στην Μικρά Ασία. Μπροστά στην ανικανότητα των κυβερνήσεων να διαχειριστούν την κρίση, ξέσπασε το Κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 στην Χίο και τη Λέσβο υπό τον Στυλιανό Γονατά, τον Δ. Φωκά και τον Νικόλαο Πλαστήρα, οι οποίοι σχημάτισαν επαναστατική επιτροπή κηρύσσοντας επανάσταση. Παράλληλα ο στρατιωτικός Θεόδωρος Πάγκαλος μαζί με μια ομάδα αξιωματικών, προσκείμενων προς το κόμμα των Φιλελευθέρων, συνέλαβε πλειάδα πολιτικών και τους οδήγησε στην αστυνομική διεύθυνση Αθηνών. Κατά τη διάρκεια της ανακρίσεως οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε απομόνωση
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

«Φύγε απ’ εδώ άνθρωπε μ ι κ ρ έ» και «Οίκαδε» – Δύο άρθρα του 1922, που έγραψε ο Γεώργιος Βλάχος στην «Καθημερινή»

  07/02/2009 | Σχολιασμός

Γεώργιος Α. ΒλάχοςΟ περισσότερος απλός κόσμος, γνωρίζει τον Ιωάννη Μεταξά για δύο κυρίως λόγους:
1. Ήταν δικτάτορας.
2. Είπε το «ΟΧΙ» στους Ιταλούς το 1940.

Υπάρχει όμως και μια σελίδα στην ιστορία του Ιωάννη Μεταξά, η οποία δεν είναι ευρέως γνωστή. Εκτός του ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο κι αυτός στον Εθνικό Διχασμό (ήταν βασιλόφρων κι επομένως αντιβενιζελικός), την άνοιξη του 1921, αρνήθηκε τις κρίσιμες εκείνες στιγμές της Μικρασιατικής Εκστρατείας, να βοηθήσει (και λόγω της εμπειρίας του στους Βαλκανικούς Πολέμους) όταν του προτάθηκε η αντιστρατηγία και στην συνέχεια η αρχιστρατηγία του μικρασιατικού στρατού. Αντ’ αυτού περιορίστηκε να παίξει τον ρόλο της Κασσάνδρας προφητεύοντας την επικείμενη κατάρρευση του μετώπου. Η θέση βέβαια του Μεταξά για την Μικρασιατική Εκστρατεία, ήταν ανέκαθεν γνωστή: Πίστευε ότι δεν θα έπρεπε να γίνει και είχε προεξοφλήσει μάλιστα από το 1914 την ήττα του ελληνικού στρατού σε ενδεχόμενη απόβαση στην Μικρά Ασία.

Όταν επήλθε πια η κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου, η οποία λίγες μέρες μετά οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή, στην Ελλάδα γινόταν πολιτικές ζυμώσεις για την νέα κυβέρνηση που θα αναλάμβανε τα ηνία και την υποχρέωση να «μαζέψει τα κομμάτια της». Ανάμεσα λοιπόν στους διεκδικητές της εξουσίας, ήταν και ο Ιωάννης Μεταξάς με το κόμμα των «Ελευθεροφρόνων». Αυτή η κίνηση του Μεταξά θεωρήθηκε προκλητική και βασανιστική για την κοινή λογική (λόγω της προηγούμενης στάσης του στο μικρασιατικό ζήτημα) και εξαιτίας αυτού του γεγονότος, ο Γεώργιος Βλάχος, στις 25-8-1922 (7 Σεπτεμβρίου 1922 με το νέο ημερολόγιο), δημοσίευσε ένα δηκτικό και αιχμηρότατο άρθρο στην «Καθημερινή»:

«Ένας κύριος εισέρχεται εις την σχολήν των ευελπίδων, τρέφεται εκεί και εκπαιδεύεται, όπως όλοι οι μαθηταί, δι’ εξόδων σχεδόν του Κράτους. Γίνεται ανθυπολοχαγός, φορεί γαλόνια, του κάμουν σχήματα οι στρατιώται, παραμερίζουν οι πολίται όταν περνά, είναι αξιωματικός παίρνει μισθόν. Προάγεται. Σήμερον λοχαγός, αύριον ταγματάρχης, μεθαύριον συνταγματάρχης, έπειτα αντιστράτηγος. Και τα έτη αυτά πληρώνεται, είναι σεβαστός, είναι σπουδαίος. Το κράτος εις το οποίον εστοίχησε τόσα, γυρίζει τον βλέπει, τον καμαρώνει:
– Ιδού ένας κύριος, τον οποίο ανέθρεψα, εμεγάλωσα, ετίμησα, επλήρωσα, δια να τον έχω την στιγμήν της ανάγκης. Οιασδήποτε ανάγκης αυτής την οποία κρίνω εγώ και υπέρ ης θυσιαστεί ασυζητητί αυτός. Διότι θυσιάζονται άλλοι: χωρικοί, εργάται, άνθρωποι του γραφείου, πολίται και πολίται μηδεμίαν πραγματικήν έχοντες προς εμέ υποχρέωσιν, όταν εγώ το ζητήσω.

Αυτά σκέπτεται το Κράτος. Και η στιγμή έρχεται: Μία εκστρατεία. Το Κράτος καλεί δεξιά και αριστερά τους Έλληνας, παιδιά δεκαοκτώ ετών, αφίνουν τα θρανία, άνθρωποι οικογενειάρχαι κλείνουν το σπίτι, το μαγαζί, ζώνονται τις παλάσκες, τον γυλιόν, τα φυσέκια, αποχαιρετούν άλλοι με ενθουσιασμόν, άλλοι με δάκρυα και στενοχωρίαν, και τρέχουν εκεί που τους στέλνει το Κράτος. Που πηγαίνουν; Δεν ερωτούν! Τι θα γίνη, δεν ξεύρουν. Εμπρός παιδιά! Και πηγαίνουν εμπρός. Σκοτωθήτε παιδιά! Και σκοτώνονται. Και όλοι είναι παιδιά; Όχι. Είναι και άνθρωποι προ πολλού καταβάλοντες βαρύν τον φόρον των θυσιών προς την πατρίδα, άνθρωποι κουρασθέντες από τα πολεμικά, άνθρωποι ξένοι προς της νίκης τα αγαθά και προς της δόξης τα κέρδη. Εν τούτοις πηγαίνουν. Διότι έτσι είναι, διότι έτσι γίνεται. Διότι ο πολίτης δεν παζαρεύει με την Πατρίδα.

Τότε έρχεται και η σειρά του κ. Αντιστρατήγου:
– Περάστε κ. Αντιστράτηγε. Σας χρειαζόμεθα. Αρχηγόν του στρατού. Αρχηγόν του Επιτελείου, αυτό ή εκείνο… λέγει πνιγμένον από την ανάγκην το Κράτος.
– Δεν πάω, λέει ο κ. Αντιστράτηγος.
– Διατί;
– Διότι η εκστρατεία αυτή δεν μου αρέσει. Διότι θα αποβή ολεθρία, διότι τα πράγματα θα πάνε έτσι κι’ έτσι…

Και ο κ. Αντιστράτηγος προμαντεύει την καταστροφήν. Και το Κράτος; Το Κράτος το οποίον εφήρμοσε τον νόμον περί ληστείας δια να συλλάβει τους ανυποτάκτους, της υπαίθρου της χώρας, το οποίο εφάνη αμείλικτον όταν κανείς τσοπάνης, πατήρ τεσσάρων ή πέντε τέκνων, δεν προσήλθεν εν καιρώ, κουνεί το κεφάλι του, μετρά τα έξοδα και τους μισθούς που επλήρωσε, καμαρώνει τα γαλόνια και τους βαθμούς και τον αφίνει και φεύγει. Τότε εις την έξοδον τον συλλαμβάνει ένας δημοσιογράφος -ο δημοσιογράφος είναι εν ζωή και γράφει αυτήν τη στιγμήν- και του λέγει:
– Κύριε Αντιστράτηγε, κάτι εκρυφάκουσα από την πόρτα: Θεωρείτε την εκστρατείαν καταστρεπτικήν; Έτσι την νομίζω και εγώ. Έρχεσθε εσείς με το κύρος σας και εγώ με την πένναν μου, να του ειπούμε εις τον κόσμον; Διότι είναι φοβερόν, να ξέρετε ότι θα επέλθη μία καταστροφή και ούτε να την καταστήσετε ίσως μικροτέραν, ούτε να επιχειρήτε να την σταματήσετε, εκ φόβου ότι θα χάσετε αγαθά της προφητείας.

Αλλ’ ο κ. Αντιστράτηγος θεωρεί τούτο καταστρεπτικό. Και σιωπά και πηγαίνει εις το Φάληρον και κλειδώνεται και περιμένει. Τι περιμένει; Περιμένει ως κόραξ την καταστροφήν, τον θάνατον, από τον οποίο πρόκειται να τραφεί η φιλοδοξία του. Κάτω εις τα πεδία των μαχών γίνονται λάθη. Ο Αντιστράτηγος τα γνωρίζει και σιωπά. Γίνονται επιχειρήσεις μέλλουσαι να φέρουν την προφητευθείσαν καταστροφήν. Ο κ. Αντιστράτηγος τας γνωρίζει και σιωπά.

Και όταν η καταστροφή επήλθε, όταν κλαίουν όλα γύρω του, όταν ο οίκος της Ελλάδος επληρώθη από τραυματίας, νεκρούς, πρόσφυγας, δυστυχίαν, ο κ. Αντιστράτηγος
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Βασίλης Λυμπέρης – Ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα

  31/01/2009 | Σχολιασμός

Βασίλης ΛυμπέρηςΠαρασκευή, 25 Αυγούστου, 1972. Ώρα 05:49. Θέση «Δύο Αοράκια» Νέας Αλικαρνασσού, Ηρακλείου Κρήτης. Είναι η στιγμή που ο ήλιος ανατέλλει. Ο Βασίλης Λυμπέρης, στημένος απένταντι από το εκτελεστικό απόσπασμα, πέφτει νεκρός με 6 σφαίρες και γίνεται έτσι ο τελευταίος θανατοποινίτης στην Ελλάδα. Προηγουμένως, είχε καταδικαστεί με την εσχάτη των ποινών, γιατί έκαψε ζωντανούς, τα δυο του παιδιά, την γυναίκα του και την πεθερά του.

Το χρονικό της τραγωδίας, ξεκινά, όταν ο Βασίλης Λυμπέρης, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα, γνωρίστηκε με την σύζυγό του, Βασιλική Μάρκου, το Πάσχα του 1967, καθώς ο πατέρας του πρώτου, Γιώργος, είχε υποστεί έμφραγμα και είχε εισαχθεί στο Λαϊκό Νοσοκομείο. Στον ίδιο θάλαμο νοσηλευόταν και ο πατέρας της Βασιλικής. Η αρχική γνωριμία εξελίχθηκε σε ερωτική σχέση η οποία τον Δεκέμβριο του ίδιου κατέληξε σε γάμο (παρά την διαφωνία του πατέρα του Λιμπέρη), καθώς η Βασιλική είχε καταστεί έγκυος.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο σπίτι των γονιών της Βασιλικής και στην αρχή τα πήγαιναν καλά, αν και αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία επιδεινώθηκαν όταν ο Λυμπέρης έχασε τη δουλειά του. Μέχρι τότε στηρίζονταν οικονομικά στους γονείς τους.

Αυτή η οικονομική ανέχεια, έφερε γρήγορα προστριβές ανάμεσα στον Βασίλη Λυμπέρη και την γυναίκα του, αλλά και την πεθερά του, Αντιγόνη Μάρκου, η οποία όπως έλεγε, όχι μόνο είχε λόγο επί παντός επιστητού, αλλά δεν είχε δώσει και τα απαραίτητα εφόδια στην κόρη της για να «ανοίξει σπίτι» (δεν τα πήγαινε καλά με το νοικοκυριό). Αντίθετα, είχε καλή γνώμη για τον πεθερό του, ο οποίος δεν εμπλέκονταν στη ζωή του ζευγαριού.

Κατά τη διάρκεια του κοινού τους βίου, απέκτησαν δύο παιδιά και μετά από την πώληση ενός οικοπέδου της Βασιλικής, ο Λυμπέρης ανοίγει ένα κατάστημα με μπαταρίες, το οποίο όμως δεν πηγαίνει καλά και αναγκάζεται να το κλείσει.
Το γεγονός αυτό, καθώς και ο θάνατος του πεθερού του, επιδεινώνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις.
Ο Βασίλης Λυμπέρης άρχισε να εργάζεται σε διάφορες δουλειές, αλλά η οικονομική τους κατάσταση παρέμενε δυσχερής και πολλές φορές αναγκάζονταν να δανείζονται για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές ανάγκες. Η Βασιλική ήθελε να εργασθεί ώστε να συμβάλει στα οικογενειακά έξοδα ενώ, εν τω μεταξύ, περίμενε το δεύτερο παιδί της. Ο Βασίλης Λυμπέρης αρνιόταν κάθε τέτοια σκέψη. Οι συγκρούσεις του με τη Βασιλική αλλά κυρίως με την Αντιγόνη Μάρκου γίνονταν ολοένα και πιο πυκνές. Κάθε τόσο ζητούσε να πουλήσουν ένα ακόμα οικόπεδο. Συγγενείς των δύο γυναικών θα καταθέσουν αργότερα πως ο Λυμπέρης έφτανε στο σημείο να τις απειλεί για να επιτύχει τον σκοπό του. Τελικώς, το οικόπεδο πουλήθηκε και με ένα μέρος από το ποσό ο Λυμπέρης αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο. Το αυτοκίνητο με το οποίο πήγε το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου του 1972, στο σπίτι των Βριλησσίων…

Βασιλική ΛυμπέρηΣτις 5 Ιανουαρίου του 1971, λίγο πριν από το δεύτερο τοκετό της, η Βασιλική παρέδωσε στον δικηγόρο της μία ιδιόγραφη διαθήκη. «Μεταξύ άλλων» είπε αργότερα ο ίδιος «έγραφε ότι αποκλήρωνε από την περιουσία της τον σύζυγό της, λόγω της απαράδεκτης συμπεριφορά του και πως την άφηνε στα παιδιά της. Ίσως φοβόταν μήπως πάθει κάτι κακό στη γέννα, επειδή το πρώτο της παιδί το είχε κάνει με καισαρική».

Μετά τη γέννηση και του δεύτερου παιδιού, η ρήξη στις σχέσεις του ζευγαριού έγινε οριστική. Η Βασιλική τότε κινεί διαδικασίες έκδοσης διαζυγίου. Την εποχή εκείνη, ο Βασίλης Λυμπέρης γνώρισε τη 18χρονη Μαρία Γκίκα. Τη σχέση του άντρα της με τη Μαρία Γκίκα, η Βασιλική την έμαθε από ένα τυχαίο περιστατικό. Λίγο καιρό, μετά τη γέννηση του δεύτερου παιδιού της πήγε να βρει τον Βασίλη Λυμπέρη στο μαγαζί του, με πρόθεση να συμφιλιωθούν και αυτός να επιστρέψει στο σπίτι. Η ίδια θα σημειώσει μετά στο ημερολόγιό της πως «την ώρα που ήμουνα εκεί, κτύπησε το τηλέφωνο και άκουσα το Βασίλη να αποκαλεί το συνομιλητή του με το όνομα Μαρία. Κατάλαβα ότι κάποια γυναίκα υπήρχε στη ζωή του. Του είπα ότι το διαζύγιο δεν επρόκειτο να του το δώσω. Έτσι, την άλλη μέρα, ήρθε και με βρήκε και, κλαίγοντας, μου είπε ότι, πράγματι συνδεόταν με τη Μαρία, ότι την αγαπούσε πολύ και ήθελε να την παντρευτεί. Μετά από λίγες ημέρες, όμως, ήρθε πάλι και μου ζήτησε να τον συγχωρέσω. Μου είπε επίσης ότι στο εξής θα ήταν καλός (…)».

Τους τελευταίους μήνες του 1971, στη ζωή του Βασίλη Λυμπέρη επικρατούσε τρικυμία. Η αδιέξοδη σχέση του με τη Μαρία Γκίκα και η κρίση στις σχέσεις του με τη Βασιλική και τα παιδιά του «ροκάνιζαν» όλα τα αποθέματα της ψυχικής του αντοχής. Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1971, Λυμπέρης αγόρασε μερικά δώρα και πήγε στα Βριλήσσια για να επισκεφθεί τη γυναίκα και τα παιδιά του. Όμως δεν του επέτρεψαν να μπει στο σπίτι και έτσι πήρε τα παιδιά, για λίγη ώρα, μέσα στο αυτοκίνητο. Ορισμένοι μάρτυρες ανέφεραν πως η ενέργεια αυτή του Λυμπέρη ήταν ιδιοτελής, καθώς έτσι πίστευε πως θα μπορούσε να αμβλύνει τις αντιρρήσεις της Βασιλικής και να την πείσει να πουλήσει ένα ακόμα περιουσιακό της στοιχείο.

Τις πρώτες ημέρες του 1972, η ιδέα της φωτιάς πυράκτωνε, πλέον, το μυαλό του Βασίλη Λυμπέρη. Και το βράδυ της 4ης προς 5η Ιανουαρίου, είχε εισέλθει πια σε μια αμετάκλητη διαδρομή. Αργότερα, ο ίδιος θα πει ότι, εκείνο το βράδυ η ιδέα της φωτιάς τον είχε κυριεύσει πλήρως. Προσπάθησε να τη διώξει και για το λόγο αυτό πήγε στον κινηματογράφο και είδε την ελληνική ταινία «Η κόρη του ήλιου» (σκην.: Ντ. Δημόπουλος).Τη στιγμή που το αναμμένο σπίρτο έπεφτε πάνω στη χυμένη βενζίνη, έκλεινε οριστικά ένας κύκλος
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής