Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Ιστορία»

Ιστορικά θέματα.

Πάσχα Ελλήνων ιερό – Ένα μεταλλαγμένο εβραΐκό έθιμο, «πασπαλισμένο» με αρχαιοελληνικές (και όχι μόνο) τελετουργίες

  10/04/2009 | Σχολιασμός

Εβραίος βάφει την πόρτα του σπιτιού τουΤο χριστιανικό Πάσχα ή κοινώς «Πασχαλιά», ή ελληνοπρεπώς «Λαμπρή», είναι η μεγαλύτερη εορτή του Ορθόδοξων Χριστιανών (αντίστοιχα, στους Καθολικούς είναι τα Χριστούγεννα). Εορτάζεται την πρώτη Κυριακή μετά την πανσέληνο που ακολουθεί την εαρινή ισημερία της 21ης Μαρτίου μη συμπεριλαμβανομένης, κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο στην Ορθόδοξη εκκλησία και κατά το Γρηγοριανό στην Ρωμαιοκαθολική. Εορτάζεται η ανάσταση του Ιησού Χριστού που πιστεύεται ότι έγινε το 33 μ.Χ. Με τον όρο Πάσχα αναφερόμαστε είτε στην εβδομάδα του Πάσχα μέχρι το Σάββατο της Διακαινησίμου, είτε στην περίοδο των 50 ημερών που ακολουθούν το Πάσχα, μέχρι την εορτή της πεντηκοστής ημέρας από του Πάσχα λεγόμενη (αριθμητικά) Πεντηκοστή.

Η ονομασία του Πάσχα προέρχεται από την εβραϊκή γιορτή Pesah (=διάβαση), την μεγαλύτερη εορτή του Ιουδαϊσμού, κατά την οποία γιορτάζουν την απελευθέρωση των Ιουδαίων από τους Αιγυπτίους («είπεν δε Μωυσής προς τον λαόν μνημονεύετε την ημέραν ταύτην εν η εξήλθατε εκ γης Αιγύπτου εξ οίκου δουλείας εν γαρ χειρί κραταιά εξήγαγεν υμάς κύριος» Έξ. 13:3). O όρος Πάσχα προέρχεται από το αραμαϊκό pasha και το εβραϊκό pesah. Για κάποιους, η προέλευση του εβραϊκού όρου είναι ένα θέμα που συζητείται καθώς του αποδίδουν ξένη ετυμολογία, ασσυριακή (pasahu, πραύνω) ή αιγυπτιακή (pash, η ανάμνηση, pesah, το πλήγμα). Πάντως, η Βίβλος συσχετίζει το pesah με το ρήμα pasah πού σημαίνει είτε χωλαίνω, είτε εκτελώ τελετουργικό χορό γύρω από τη θυσία (Γ’ Βασ. 18:21,26), είτε, μεταφορικά, «εκφεύγω», «διέρχομαι», «απαλλάσσω». Το Πάσχα, είναι η διέλευση του Θεού πάνω από τις οικίες των Ισραηλιτών, η οποία έπληττε τις οικίες των Αιγυπτίων (Έξ. 12:13,23,27 / βλ. Ησ. 31:5). Όπως αφηγείται η «Έξοδος», ο Γιαχβέ, τη νύχτα κατά την οποία θα περνούσε και θα εξολόθρευε τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των ζώων των Αιγυπτίων, θα προσπερνούσε και θα προστάτευε τα σπίτια των Εβραίων, οι θύρες των οποίων είχαν σημαδευτεί με το αίμα του αρνιού που είχαν θυσιάσει (Έξ. 11:5, 12:12). Αυτό θα ήταν στο εξής το νόημα του Πάσχα και η νέα του διάσταση. Το Πάσχα προϋπήρχε ως έθιμο στην αρχαία Αίγυπτο, όπου γιόρταζαν την άνοιξη το Πισάχ, δηλ. τη διάβαση του Ήλιου από τον ισημερινό (με άλλα λόγια την εαρινή ισημερία). Από τους Αιγύπτιους πήραν εθιμικά στοιχεία οι Εβραίοι και μαζί το έθιμο του Πάσχα.

Στοιχεία για το γιορτασμό του Πάσχα από τους Ιουδαίους υπάρχουν στο Δευτερονόμιο, όπου ερμηνεύεται η αιτία του τρόπου του γιορτασμού τους.
Η εαρινή ισημερία για τους Εβραίους είναι η 1η Νισάν (αρχικά ονομάζονταν Αβίβ και μετονομάστηκε σε Νισάν μετά την Βαβυλωνιακή εξορία). Σύμφωνα με την Έξοδο κάθε αρχηγός οικογένειας έπαιρνε στις 10 Νισάν ένα μονοετές αρσενικό ζώο, το οποίο θυσίαζε στις 14 Νισάν στο ναό των Ιεροσολύμων, για να ευλογηθεί από το Θεό όλο το ποίμνιο. Το σφάγιο ήταν αμνός ή ερίφιο, αρσενικό καί αρτιμελές (Εξ. 12:3-6), δεν έπρεπε να σπάσει κανένα οστό του (Έξ. 12:46, Αρ. 9:12) ενώ το αίμα του ως ένδειξη προστασίας, το τοποθετούσαν στην είσοδο κάθε οικίας (Εξ. 12:7,22). Οι μετέχοντες στο δείπνο ήταν ενδεδυμένοι, έτοιμοι για ταξίδι (Έξ. 12:8-11). Όσοι έμεναν έξω από την πόλη, στην επαρχία, δεν ήταν υποχρεωμένοι να εφαρμόσουν αυτό το έθιμο της θυσίας του αρνιού και μπορούσαν να το αντικαταστήσουν με άλλα φαγητά. Το αρνί που θυσιαζόταν, το έψηναν αργότερα με τον όρο να το φάνε όλο το ίδιο βράδυ. Απαγορευόταν να περισσέψει από το ψημένο αρνί για την επόμενη ημέρα. Κατά τη γιορτή, το βράδυ, οι Εβραίοι
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ελληνισμός και Χριστιανισμός: Από που κι ως που «χέρι-χέρι»; – Η προπαγάνδα της Εκκλησίας και το ιστορικό ψεύδος της ελληνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας

  09/04/2009 | Σχολιασμός

«(Ο Μέγας Κωνσταντίνος) τα ιερά και πάντας τους ναούς των Ελλήνων κατέστρεψε…

[…] Τους δε ναούς των Ελλήνων, πάντας κατέστρεψε έως εδάφους ο αυτός Θεοδόσιος βασιλεύς… Πολλά δε ιερά (των Ελλήνων) εποιήσεν (χριστιανικές) εκκλησίας και ηυξήθην τα των χριστιανών πλέον επί της βασιλείας αυτού… Τον δε ναό της Αρτέμιδος εποίησεν ταβλοπαρόχιον τοις κιττίζουσιν…τον δεν της Αφροδίτης ναόν εποίησεν καρουχαρείον του επάρχου των πραιτωρίων, κτίσας πέριξ οσπήτια και κελεύσας δωρεάν μένειν εν αυτοίς τα πάνυ πενιχράς πόρνας…

[…] Διωγμὸς γέγονεν Ελλήνων μέγας, και πολλοί εδημεύθησαν…και εκ τούτου πολύς φόβος γέγονεν. Εθέσπισε δε ο αυτός βασιλεύς (Ιουστινιανός) ώστε μη πολιτεύεσθαι τους ελληνίζοντας, τους δε των άλλων αιρέσεων όντας αφανείς γενέσθαι της Ρωμαϊκής πολιτείας, προθεσμίαν τριών μηνών λαβόντας εις το γενέσθαι αυτοὺς κοινωνούς της ορθοδόξου πίστεως… Επί δε της υπατείας τού αυτού Δεκίου, ο αυτός βασιλεύς θεσπίσας πρόσταξιν έπεμψεν εν Αθήναις, κελεύσας μηδένα διδάσκειν φιλοσοφίαν μήτε νόμιμα εξηγείσθαι… Συσχεθέντες Έλληνες περιεβωμίσθησαν και τα βιβλία αυτών κατεκαύθη…και εικόνες των μυσερών θεών αυτών και αγάλματα».
Ιωάννης Μαλάλας («Χρονογραφία», Λόγος 13ος & 18ος)

Λένε ότι «λαός που δεν γνωρίζει την ιστορία του, είναι καταδικασμένος σε αφανισμό». Αυτό εν μέρει ακούγεται λογικό. Τι γίνεται όμως στην περίπτωση, που την ιστορία που μαθαίνει ο λαός, είτε τη μαθαίνει μισή, είτε δεν είναι η πραγματική, ή είναι «φτιασιδωμένη»;

Πριν λίγα χρόνια, προκλήθηκε σάλος με το βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση και των συνεργατών της, το οποίο πρόλαβε για κάποιο χρονικό διάστημα να διδαχτεί στις ελληνικές σχολικές αίθουσες. Κατηγορήθηκε -και σωστά- για ισοπέδωση και διαστρέβλωση των ιστορικών γεγονότων. Όσο κι αν ακούγεται παράξενο, το κράτος έχει χρέος να διαμορφώνει εθνική συνείδηση (με την καλή έννοια και όχι φυσικά την ακραία του εθνικισμού) και η εθνική συνείδηση διαμορφώνεται όταν τα παιδιά μπορούν να νιώσουν υπερήφανα για κάτι. Αυτό το βιβλίο σίγουρα δεν ήταν κατάλληλο για κάτι τέτοιο (εκτός των άλλων που κατηγορήθηκε). Από την άλλη όμως, είναι λυπηρό αυτό που συμβαίνει ακόμα και στις μέρες μας, καθώς με την συνδρομή της Εκκλησίας και την ανοχή της ελληνικής Πολιτείας τα παιδιά ουσιαστικά καλούνται να αποκτήσουν μέσα στα σχολεία και θρησκευτική συνείδηση. Και η διαμόρφωση αυτή που ξεκινά με την γέννησή του και το απαράδεκτο φαινόμενο του νηπιοβαπτισμού συνεχίζεται με την σχολική εκπαίδευση, όπου η ιστορία που αφορά την κεφάλαιο Εκκλησία, όχι απλώς διαστρεβλώνεται, αλλά κακοποιείται βάναυσα, παρουσιάζοντας το άσπρο μαύρο, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια της προπαγάνδας.

Τα Ελληνόπουλα μεγαλώνουν, διδασκόμενα μισές αλήθειες και ιστορικά ψεύδη, τα οποία ουσιαστικά υπαγορεύτηκαν στα νεότερα χρόνια του ελληνικού κράτους από το «κράτος» της Εκκλησίας, η οποία από κει που ήταν ένας ακόμα δυνάστης και τύραννος για το υπόδουλο ελληνικό έθνος, αίφνης με την απελευθέρωση και την δημιουργία του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821, γυρνά έναν διακόπτη και μεταμορφώνεται σε προστάτης των ελληνικών ιδεωδών και θεματοφύλακας του ελληνικού γένους. Την περίοδο, κατά την οποία οργίαζε με την ασυδοσία της και τον σατραπισμό της, δηλαδή την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κατάφερε να την ταυτίσει με τον ελληνισμό. Έτσι, αυτό που μαθαίνουν εν τέλει οι Έλληνες μαθητές σήμερα, είναι ότι ο χριστιανισμός υιοθετήθηκε προθύμως απ’ τους Έλληνες και πως στην ουσία ελληνισμός και χριστιανισμός είναι δυο έννοιες συνυφασμένες. Το δε Βυζάντιο ουσιαστικά παρουσιάζεται σαν Ελληνική Αυτοκρατορία. Μέγα ιστορικό ψεύδος και απάτη!

Το Βυζάντιο δεν υπήρξε ποτέ ελληνικό ούτε φιλελληνικό. Ούτε καν ανεκτικό προς την Ελληνικότητα. Το Βυζάντιο δεν ονομάστηκε ποτέ «Ελλάς», ούτε «Νέα Ελλάς», ούτε «Νέαι Αθήναι» ούτε καν Βυζάντιο (ο συμβατικός όρος «Βυζάντιο» επινοήθηκε το 1557 απ’ τον Γερμανό ιστορικό Hieronymus Wolf). Το συνηθισμένο όνομα, αυτό που απαντάται στα επίσημα κείμενα της Αυτοκρατορίας, στους χρονικογράφους και τους ιστορικούς της εποχής είναι «το Κράτος», «Η Βασιλεία των Ρωμαίων», «Το Χριστιανικό Κράτος», «Το Ορθόδοξον Βασίλειον», «η Ρωμανία». Έτσι επευφημούσε το κράτος του ο λαός της Κωνσταντινούπολης κατά τον 10ο αιώνα, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος. Για τον ίδιο συγγραφέα–αυτοκράτορα οι Βυζαντινοί είναι «εκλεκτόν γένος», «Αγία Σιών», «Νέα Ιερουσαλήμ», «λαός ως αληθώς περιούσιος».

Το όνομα «Έλλην» αντικαταστάθηκε από το «Ρωμιός» και για αιώνες ήταν απαγορευμένο επί ποινή θανάτου και συνώνυμο του «ειδωλολάτρη». Σαν «Έλληνες» θεωρούνταν πλέον, αυτοί που δεν ασπάστηκαν τον χριστιανισμό αλλά συνέχιζαν να εξασκούν την ελληνική πολυθεϊστική θρησκεία και να διαβάζουν και να μελετούν αρχαία κείμενα φιλοσόφων. Γενικότερα, όσοι στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εξακολουθούσαν να αρνούνται τον Χριστιανισμό και έμεναν προσκολλημένοι στις θρησκείες τους, ονομάζονταν και «Εθνικοί», ανεξαρτήτως εθνικότητας.

Σχεδόν κανένας από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου δεν υπήρξε Έλληνας (και η καταγωγή μερικών εξ αυτών που θεωρούνται Έλληνες, είναι εξαιρετικά αμφισβητήσιμη). Ο Κωνσταντίνος ο επονομαζόμενος Μέγας δεν γνώριζε ούτε καν ελληνικά. Ο Θεοδόσιος ήταν Ισπανός, «ευγενής εξ Ιβήρων» σύμφωνα με τον Λέοντα τον Γραμματικό. Ο Ιουστινιανός ήταν Ιλλυριός (το πραγματικό του όνομα ήταν Γιουτπράδα), ο Ηράκλειος ήταν Καππαδόκης, ο Βασίλειος ο ιδρυτής της Μακεδονικής Δυναστείας ήταν Αρμένιος, ο Ιωάννης Τσιμισκής ήταν Αρμένιος (το πραγματικό του όνομα ήταν Τσεμίσκε) και ο τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου (ο Έλληνας μαρμαρωμένος βασιλιάς, όπως τον αποκαλούν οι ελληνορθόδοξοι χριστιανοί) Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ήταν Σέρβος στην καταγωγή (το πραγματικό του όνομα ήταν Κονσταντίν Ντράγκατς) από την πλευρά της μητέρας του, ενώ απ’ την πλευρά του πατέρα του υπάρχει ένα χάος, καθώς προέρχεται από ένα συνονθύλευμα πρόσμιξης εθνοτήτων.

Ο συνεκτικός κρίκος του Βυζαντινού κράτους ήταν η «ορθοδοξία». Οι υπήκοοι του δεν ήταν όλοι Έλληνες. Τα ξένα στοιχεία (Σλάβοι ή Αρμένιοι) ήταν πιο πολυάριθμα και πολύ πιο ισχυρά. Κατά την Βυζαντινή περίοδο ο Ελληνισμός απλά επιβίωνε χωρίς εθνική υπόσταση, διωκόμενος ανηλεώς ως έθνος και ως πολιτισμός. Είναι ψέμα ότι το Βυζάντιο διέσωσε την ελληνική γλώσσα. Αναγκάστηκε να την χρησιμοποιήσει γιατί ολόκληρη η Ασία και η Αίγυπτος ομιλούσαν Ελληνικά από την εποχή του Μ Αλεξάνδρου.

Το Βυζάντιο σφράγισε τις φιλοσοφικές σχολές και στη θέση τους ίδρυσε εκκλησιαστικές σχολές για την προώθηση της χριστιανικής θρησκείας.

Το Βυζάντιο έκαψε τα φιλοσοφικά συγγράμματα και στη θέση τους διέδωσε τον Σχολαστικισμό: Δηλαδή την υποταγή της φιλοσοφίας στη θρησκεία.

Το Βυζάντιο αντικατέστησε την επιστήμη του Ασκληπιού με τις προσευχές, το Ολυμπιακό Πνεύμα με την υποταγή και την υπακοή, τα Λουτρά και τις εορτές με την κακοποίηση του σώματος, την απληστία, τις πολυήμερες νηστείες.

Αντικατέστησε την χαρά και το φως της Αρχαίας Ελλάδος με το σκοτάδι της φρίκης, του θανάτου, του ολέθρου. Θεμέλιο του Βυζαντίου υπήρξε το Δόγμα και οι ρήσεις των Πατέρων της Εκκλησίας. Ο συγγραφέας Τζόζεφ Μακ Κέιμπ παραδέχθηκε: «Το Βυζάντιο επί δέκα ολόκληρους αιώνες δεν κατόρθωσε να παράγει ούτε ένα βιβλίο που να διαβάζεται σήμερα από έναν καλλιεργημένο άνθρωπο».

Δεν κατανοούμε αυτά που συμβαίνουν στο παρόν γιατί δεν γνωρίζουμε αυτά που συνέβησαν στο παρελθόν. Και δεν μπορούμε να προβλέψουμε και να πορευθούμε με σιγουριά στο αύριο, αν δεν έχουμε κατανοήσει τι έγινε χθες και τι γίνεται σήμερα.

Ποιος επωφελείται από την ταύτιση Ελλάδος–Βυζαντίου; Ασφαλώς το αδύναμο πολιτισμικά και ιδεολογικά Βυζάντιο και όχι η Ελλάς. Αν αρνηθούμε να αποδώσουμε στο Βυζάντιο τον χαρακτήρα του κληρονόμου της Ελλάδος, θα καταρρεύσει το ψευδεπίγραφο κύρος του και μαζί μ’ αυτό το δόγμα «εξ Ανατολών το φως» που τόση σύγχυση επιφέρει στους Έλληνες σήμερα. Η ανθρωπότητα ανά τους αιώνες βυθίστηκε πολλές φορές στο σκοτάδι της αμάθειας και της δεισιδαιμονίας από τους δυνάστες που την επιβουλεύτηκαν.

Στην συνέχεια του κειμένου, θα γίνουν αναφορές στα κυριότερα σημεία της παράλληλης πορείας χριστιανισμού και ελληνισμού, για να γίνει κατανοητός ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες «αγκάλιασαν» τη θρησκεία της «αγάπης» κι επειδή τα «γραπτά μένουν», προς το τέλος παρατίθενται και μερικά αποσπάσματα από τον Θεοδοσιανό και τον Ιουστινιάνειο Κώδικα που αποτυπώνουν γλαφυρά την «καλοπέραση» των Ελλήνων και κατ’ επέκταση των Εθνικών, στα χέρια των χριστιανών-Βυζαντινών ομοεθνών τους και μη, όταν τολμούσαν να «διαπράττουν την ασέβεια του Ελληνισμού»!

Φυσικά, αυτά δεν διδάσκονται στα ελληνικά σχολεία, γιατί εκεί η ιστορία σταματάει μέχρι το σημείο που οι κακοί Ρωμαίοι καταδιώκουν τους αγαθούς χριστιανούς. Η ιστορία που αφορά τους κακούς χριστιανούς στον ρόλο αυτή τη φορά του διώκτη των Ελλήνων και γενικά των αλλόθρησκων, αποσιωπάται… Όπως αποσιωπάται για παράδειγμα, το αίσχος της Σκυθόπολης. Καθώς φαίνεται εξακολουθούν να μας θεωρούν «κρετίνους» (Κρετίνος: από την γαλλική λέξη «κρετίν» (cretin) που σημαίνει «αφελής», «αγαθός», «ανόητος» και προέρχεται από την λέξη chretien=χριστιανός)
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Παπαφλέσσας (1788-1825) – Ο Λεωνίδας της Επανάστασης του 1821

  22/03/2009 | Σχολιασμός

Παπαφλέσσας«Θα πολεμήσω τον Ιμπραήμ και θα πεθάνω ή θα νικήσω…».
Παπαφλέσσας.

Ο Παπαφλέσσας ήταν κληρικός, πολιτικός, φλογερός κι ενθουσιώδης αγωνιστής, ήρωας αλλά και πρωτεργάτης της Eλληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε στην Πολιανή Μεσσηνίας το 1788 και ήταν το 28ο παιδί του Δημητρίου Φλέσσα και της Κωνσταντίνας Ανδροναίου, δευτέρας συζύγου του Δημητρίου. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Φλέσσας.

Φοίτησε στη Σχολή Δημητσάνας, και μόνασε στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς, στην Καλαμάτα. Όταν χειροτονήθηκε ιερομόναχος έλαβε το εκκλησιαστικό όνομα Γρηγόριος (Γρηγόριος Φλέσσας, παπάς=Γρηγόριος Παπαφλέσσας). Εξαιτίας του χαρακτήρα του και επειδή ήρθε σε σύγκρουση με τους Τούρκους, εγκατέλειψε την Πελοπόννησο, απειλώντας (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα Φωτάκου) «Βρε κερατάδες Τούρκοι να πάτε πίσω εις τον αφέντην σας τον κερατά, να του ειπείτε ότι εγώ φεύγω δια την Πόλιν, και δεν θα γυρίσω πίσω απλούς καλόγηρος. Ή δεσπότης θα έλθω, ή πασάς».

Μετέβη στην Ζάκυνθο, και αργότερα πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί χειροτονήθηκε αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄και έλαβε το εκκλησιαστικό οφφίκιο του «Δικαίου», που σημαίνει αντιπρόσωπος του Πατριάρχη.

Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως, πως ο ιδιωτικός βίος του Παπαφλέσσα, κάθε άλλο παρά συμβάδιζε με το σχήμα της ιεροσύνης, το οποίο τον περιέλαβε. Κατηγορούνταν -και μάλλον όχι αβάσιμα- ως «έκδοτος στις ηδονές, με μανιώδη ροπή προς τον έκλυτο βίο», άσωτος, ασύδοτος, αλαζών, μέθυσος κι ότι γλεντοκοπούσε και ξόδευε στα φανερά με τις ερωμένες του προκαλώντας την κοινή γνώμη. Αργότερα, ο αγωνιστής Κανέλλος Δεληγιάννης, θα έλεγε χαρακτηριστικά: «Ο Παπαφλέσσας, ένεκα της ασελγείας και της θηλυμανίας του κατήντησε το κατάστημα του υπουργείου του πορνοστάσιον και εσύναξεν όλους τους ασώτους και μπιριμπάντας και έπραττεν εις τους δυστυχείς κατοίκους τα μεγαλύτερα ανοσιουργήματα». Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, αναφέρεται κι αυτός στον Παπαφλέσσα, μέσα από τα απομνημονεύματά του, με αρνητικό τρόπο, τόσο για τον ιδιωτικό βίο, όσο και για τις επαναστατικές του ενέργειες: «Όθεν οι μεν Πελοποννήσιοι έμειναν εν αμηχανία περί του πρακτέου, βλέποντες το παράκαιρον και ανέτοιμον· ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα».
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία· ήτοι λόγος περί Ελευθερίας (1806)- Ένα επαναστατικό κείμενο κόλαφος, για τον παρασιτικό, κατάπτυστο και προδοτικό ρόλο της ελληνικής Εκκλησίας σε βάρος των σκλαβωμένων Ελλήνων

  18/03/2009 | Σχολιασμός

Η «Ελληνική Νομαρχία» είναι μια επαναστατική και ιδεολογική προκήρυξη και αποτέλεσε μεγάλο σταθμό για την εθνική αφύπνιση των σκλαβωμένων Ελλήνων και στο ξετύλιγμα της νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας αλλά και της εθνικοαπελευθερωτικής επαναστατικής οργάνωσης. Γράφτηκε γύρω στα 1806 και τυπώθηκε τον ίδιο χρόνο πιθανόν στη Μπολόνια της Ιταλίας.

Η ταυτότητα του συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» παραμένει μέχρι σήμερα ένας αξεδιάλυτος γρίφος. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Ανωνύμου του Έλληνος, Ελληνική Νομαρχία, ήτοι λόγος περί Ελευθερίας». Μάλιστα ο «Ανώνυμος» είναι γραμμένος ανορθόγραφα στο πρωτοσέλιδο (Ανόνιμος), με τρόπο που προκαλεί επιπλέον ερωτηματικά στους μελετητές. Έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί πολλές υποθέσεις για την αποκρυπτογράφηση του ψευδώνυμου «Ανώνυμος ο Έλλην». Πρώτος ο Α. Π. Βρεττός το 1857 απέδωσε στον έμπορο Σπυρίδωνα Σπάχο από τα Γιάννενα το έργο, με την παρατήρηση μάλιστα ότι τυπώθηκε στο Άμστερνταμ και όχι στην Ιταλία. Σε λίγα χρόνια επαναλαμβάνει την ίδια υπόθεση ο Κ. Ν. Σάθας (1868). Τον επόμενο χρόνο ο Σάθας αλλάζει άποψη και υποδεικνύει ως συγγραφέα της «Ελληνικής Νομαρχίας» τον Ιωάννη Κωλέττη, ενώ ως τόπο έκδοσης εντοπίζει την Πίζα της Ιταλίας. Από τότε έχουν μεσολαβήσει πάμπολλες προσπάθειες ερευνητών να καταλήξουν σε μια οριστική λύση του γρίφου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Έχουν υποδειχθεί ακόμα ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Αθανάσιος Ψαλίδας, ο Δημήτριος Γουζέλης, ο Φορέστης, ο Ταγιαπέρας, ο Κορίνθιος γιατροφιλόσοφος Γεώργιος Καλαρά και τέλος, ο Βαλέτας που το 1949 βγάζει το συμπέρασμα ότι συγγραφέας είναι ο Ηπειρώτης γιατροφιλόσοφος Ιωάννης Πασχάλης Δονάς. Στις 20/4/1978 παρουσιάστηκε στην Ακαδημία Αθηνών η άποψη της Μαρίας Μαντουβάλου ότι συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» ήταν ο ίδιος ο Κοραής. Αυτή την άποψη αντέκρουσε το 1985 ο Ν.Β. Τωμαδάκης. Η πιο πρόσφατη σχετική μονογραφία είναι του Κώστα Παπαχρήστου («Ποιος έγραψε την Ελληνική Νομαρχία», Εστία, Αθήνα 1987), ο οποίος υποδεικνύει ως συγγραφέα τον Κορίνθιο Γεώργιο Καλαρά.

Είναι όμως και πολύ πιθανό το βιβλίο -αφιερωμένο στον Ρήγα- να γράφτηκε από ολόκληρη συντροφιά επαναστάτες και φίλους του Θεσσαλού εθνομάρτυρα που είχαν καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας -σοβαρό επαναστατικό κέντρο της εποχής εκείνης. Άλλωστε δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο συγγραφέας. Ίσως καλύτερα που είναι ανώνυμος. Γιατί έτσι συμβολίζει πιο καλά τον «ανώνυμο Έλληνα», τον κάθε Έλληνα που πονούσε για την κατάντια του τόπου του, ονειρευόταν και πάλευε για την απελευθέρωσή του. Η ψυχή του άγνωστου συγγραφέα είναι γεμάτη Ελληνισμό, ανθρωπιά και αγωνιστικό πνεύμα.

«ΝΟΜΑΡΧΙΑ» είναι, κατά τον συγγραφέα, η φιλόνομη πολιτεία η οποία, έλεγε, για να συσταθεί, πρέπει να προηγηθεί η απόκτηση της ελευθερίας. «Ιδού, λοιπόν, πόσον αναγκαία είναι η ελευθερία εις τον άνθρωπον, διά να γνωρίσει το είναι του. Ο δούλος, αδελφοί μου, δεν γίνεται ποτέ ελεύθερος, αν δεν γνωρίσει τι εστί η ελευθερία, και όστις αγνοεί την ελευθερία, αγνοεί το είναι του. Ο δούλος ποτέ δεν στοχάζεται ότι είναι όμοιος με τον κύριόν του, αλλά είναι σχεδόν βέβαιος ότι αυτός πρέπει να είναι δούλος και εκείνος κύριος», γράφει. Βλέπει, τοποθετεί και λύνει το πρόβλημα της επανάστασης και της απελευθέρωσης με τον πιο ρεαλιστικό και θετικό τρόπο. Θεωρεί ότι ο καιρός έχει ωριμάσει (και πραγματικά το 1806 οι συνθήκες, ντόπιες και διεθνείς, για μια εξέγερση είναι ακόμη και από το 1821 πιο ευνοϊκές). Καθορίζει τις κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης και ξεκαθαρίζει ότι η εξέγερση του Ελληνισμού μπορεί και πρέπει να στηριχτεί στις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και να μην υπολογίζει στους ξένους, όπως υπολόγιζε κυρίως ο Κοραής -στους Γάλλους- και ίσαμ’ ένα βαθμό και ο Ρήγας. Επίσης ξεσκεπάζει και μαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της επανάστασης, τους εκμεταλλευτές του λαού, τον κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαμπάσηδες και πολλούς ξενιτεμένους Έλληνες -εμπόρους, δάσκαλους κλπ. Απ’ αρχής μέχρι τέλους το βιβλίο είναι ποτισμένο από πόνο και αγάπη για το βασανισμένο λαό, μίσος για τους τυράννους και αγανάχτηση γι’ αυτούς, που συμμαχώντας με τους Τούρκους, εμπόδιζαν την επανάσταση.

Πρώτη φορά η νεοελληνική σκέψη έβγαλε ένα δημιουργικό έργο, γεμάτο πνοή και δημοκρατισμό, που δεν εξηγεί μόνο το νεοελληνικό κατάντημα της εποχής εκείνης, αλλά φωτίζει και το σωστό δρόμο για μια επαναστατική αλλαγή. Και πολλά κομμάτια του βιβλίου αυτού στέκονται ακόμη και σήμερα, σαν αθάνατα μνημεία της νεοελληνικής σκέψης και τέχνης του λόγου.

Για την Εκκλησία και τους «κύκλους» της, η «Ελληνική Νομαρχία», είναι έργο του «πράκτορα του Ναπολέοντα, Κοραή, κατά της Ρωμηοσύνης», ενώ εκφράζεται και η…απορία «Πώς προκύψαμε από Ρωμηοί: “Έλληνες”;». Το κείμενο θεωρείται «ρατσιστικό», γεμάτο «φανατισμό, ύβρεις και υπερβολές και δεν βοήθησε στην Επανάσταση, που την έκανε ο ελληνικός λαός με τους…ποιμένες του»(!!!) και τα περί «εθελοδουλείας», μυθεύματα και «χυδαιότητες» που προσπάθησαν να μολύνουν τον λαό του Θεού,(…) συρρικνώνοντας «όσο δεν παίρνει άλλο την Ρωμηοσύνη. Την χαντάκωσαν». Κι όλα αυτά, όταν κοινό μυστικό αποτελεί το γεγονός ότι οι ρασοφόροι καταπίεζαν αγρίως τους Έλληνες από κοινού με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες (τους «χριστιανούς πασάδες» όπως του αποκαλούσε ο λαός) και επέβαλαν άγρια φορολογία. Ο κάθε χριστιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει το 1/3 του εισοδήματός του (!) στην Εκκλησία, η δε κατοχή άνω του 1/3 περίπου της υποδουλωμένης γης από το Πατριαρχείο και τα μοναστήρια, είχε μετατρέψει κατ’ ουσία τους περισσότερους Έλληνες σε δουλοπάροικους αυτών των, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του επαναστάτη της Άνδρου Δημήτρη Μπαλή, «τουρκαρχόντων». Αυτή η άγρια ληστεία θεωρείτο βεβαίως «τακτική» ή «κανονική» ή «χρονιάτικη», διότι η τρομερή αλήθεια είναι πως υπήρχαν συχνά-πυκνά και «έκτακτες» τέτοιες. Στην «κανονική» φορολογία, προστίθεντο απανωτές «αρπαχτές» των ρασοφόρων, όπως τα περιβόητα «εμβατίκια», «φιλότιμα», «ζητείαι», «συνοικέσια», «δίσκοι», «λειτουργικά», «παρρησίαι», «προθέσεις», «ψυχομερίδια» και άλλα ανάλογα, που επιπροσθέτως συμπληρώνονταν συχνά από τις λεγόμενες «απανταχούσες» για έκτακτη οικονομική ενίσχυση («παραμυθία των χρεών» κατά την εκκλησιαστική ορολογία) των δεσποτάδων και των λοιπών στελεχών του μαύρου εσμού.

Υπό αυτά τα δεδομένα, γίνεται βεβαίως ευκόλως κατανοητό το γιατί οι ρασοφόροι εξαρχής στάθηκαν εχθρικοί απέναντι στην όποια προσπάθεια εθνικής απελευθέρωσης. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει αυτή η τρομακτική ασυδοσία τους, ιδίως υπό την απειλή των αντικληρικαλιστικών και γιακωβίνικων ιδεών που τότε κυριαρχούσαν στους επαναστατικούς κύκλους της Ευρώπης, οι πονηροί ρασοφόροι εκτός του ότι κατεδίωκαν συλλήβδην ως «άθεο» όποιον χρησιμοποιούσε απλώς την λέξη «Ελευθερία» (βλ. σχετική αναφορά στην «Ελληνική Νομαρχία»), συνιστούσαν στους αγράμματους πιστούς πάντα τυφλή πίστη στον Χριστό και υποταγή στον Σουλτάνο, συχνά μάλιστα με απίθανα θρασείς παραινέσεις όπως η παρακάτω που διασώζεται στην «Ελληνική Νομαρχία»:
«Ο Θεός αδελφοί, μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας, και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός…».

Σ’ αυτό το σημείο, ίσως είναι χρήσιμο να γίνει αναφορά και στον Αθανάσιο τον Πάριο (πραγματικό όνομα Αθανάσιος Τούλιος, το οποίο αντικατέστησε αρχικά με το ψευδώνυμο «Ναθαναήλ Νεοκαισαρεύς» και αργότερα κατέληξε στο «καλλιτεχνικό» ψευδώνυμο «Πάριος», 1722-1813), ο οποίος κήρυττε πάνω απ’ όλα την άρνηση κάθε αντίστασης στον κατακτητή και έδινε θεολογικό υπόβαθρο στη γνωστή ρήση «σφάξε με αγά μου ν’ αγιάσω». Το πρώτο του σχετικό πόνημα ήταν ένας λίβελος κατά του Ρήγα Φεραίου («Ο Νέος Ραψάκης») που έμεινε ανέκδοτο, ενώ σε άλλο βιβλίο που κυκλοφόρησε σε τρεις διαδοχικές εκδόσεις (1798, 1800, 1805) ολοκλήρωσε την πολεμική του κατά του Διαφωτισμού, από τη σκοπιά της ορθόδοξης θεολογίας («Απολογία Χριστιανική»). Εκεί υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι «ούτε γεννώνται ούτε είναι ελεύθεροι» στην κοινωνία, ενώ θεωρούσε ότι η κοσμική ελευθερία είναι απαράδεκτη, εφόσον αναγκαία προϋπόθεσή της είναι η αθεΐα. Μάλιστα εκφράζει τη λύπη του επειδή «ο νόμος της χάριτος δεν συγχωρεί θάνατον την σήμερον» σε όσους κήρυτταν την «πολυθρύλητον και πολυτάραχον ελευθερίαν των δημοκρατικών» και σε όσους «εις τάς σημαίας υψηλά επιγράφουσιν ελευθερία, ισότης […] προς στασιασμούς και δημεγερσίας κατά των κρειττόνων». Ωστόσο, τον παρηγορούσε η δυνατότητα ότι «ημπορεί […] η ποινή να γίνηται εις τα μιαρά εκείνων συγγράμματα, ήτοι να κατακρίνωνται, να στηλιτεύωνται και να καίωνται». Φυσικά, ο Αθανάσιος ο Πάριος (σε αντιδιαστολή με έναν άλλο Αθανάσιο, τον Διάκο), σε ανταμοιβή των αντεθνικών του ιδεών κι ως ένας από τους πιο μαχητικούς εκφραστές του «Αντιδιαφωτισμού», από το 1995 έχει ανακηρυχτεί «άγιος» της Ορθόδοξης Εκκλησίας με απόφαση του Πατριαρχείου και της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Το απίστευτο ανθελληνικό αίσχος των ρασοφόρων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως συνεχίζονταν ακόμη και εν έτει 1828, όταν πια δηλαδή η Επανάσταση είχε τελειώσει και η Ελλάδα είχε κανονικό κυβερνήτη, στέλνοντας στον Πόρο 4 μητροπολίτες και τον Μεγάλο Πρωτοσύγκελλο των Πατριαρχείων για να συστήσουν με διάφορες απειλές… υποταγή στον Σουλτάνο(!). Κι όπως ο Αδαμάντιος Κοραής διέγνωσε λίγο αργότερα: «Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστήθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε, και επέρασεν από νεκροθαπτών Τούρκων χείρας εις χριστιανούς νεκροθάπτας…» (1830)
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ο τελευταίος δελφικός «χρησμός» της Πυθίας προς τον Ιουλιανό τον «Παραβάτη» – Μια χριστιανική απάτη και διαστρέβλωση της ιστορίας, στο όνομα της θρησκείας

  16/03/2009 | Σχολιασμός

ΠυθίαΣύμφωνα με την ιστορία που διδάσκεται σήμερα, ο τελευταίος χρησμός που δόθηκε από το Μαντείο των Δελφών, διά στόματος Πυθίας, συνέβη το 362 μ.Χ. και αποδέκτης ήταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, ο οποίος όταν αποφάσισε να εκστρατεύσει κατά των Περσών έστειλε ανθρώπους να ρωτήσουν στο μαντείο των Δελφών αν θα έπρεπε να κάνει αυτή την εκστρατεία. Ο χρησμός αυτός που σήμερα όλοι γνωρίζουμε, είναι ο εξής:
«Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά, ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μαντίδα δάφνην, ου παγάν λαλεούσαν, απέσβετο και λάλον ύδωρ».
Δηλαδή:
«Πείτε στον βασιλιά, πως έπεσε κατάχαμα το περίτεχνο οίκημα, κι ούτε ο Φοίβος Απόλλων έχει πια κατοικία, ούτε δάφνη μαντική, ούτε πηγή ομιλούσα, και το ομιλών νερό στέρεψε».

Ο χρησμός αυτός είναι ψευδέστατος από την πρώτη ως την τελευταία του λέξη και είναι ένα χριστιανικό εφεύρημα που επινοήθηκε, 700 χρόνια αργότερα από αυτόν τον υποτιθέμενο χρησμό, από τον Βυζαντινό χρονογράφο και μοναχό, Γεώργιο Κεδρηνό, ο οποίος έζησε προς το τέλος του 11ου και στις αρχές του 12ου αιώνα μ.Χ.

[Ανυπόστατος φαίνεται ότι είναι επίσης και ο χρησμός που αποδίδεται ως τελευταίος πραγματικός χρησμός της Πυθίας:
«Έστ’ ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».
Δηλαδή:
«Θα έρθει ημέρα που ο Φοίβος (Απόλλων) θα επιστρέψει και θα μείνει για πάντα».
Ο χρησμός αυτός (ίσως αλληγορικός, με την έννοια ότι «μαντεύει» την επάνοδο του ελληνικού πνεύματος), είναι μάλλον επινόηση των «εθνικών», ως απάντηση στον ψεύτικο χρησμό που επινόησαν οι χριστιανοί.]

Γιατί όμως οι χριστιανοί επινόησαν και διέδωσαν αυτό το ψεύδος; Η απάντηση είναι μάλλον προφανής. Γιατί έτσι θα δηλώνονταν με τον καλύτερο τρόπο η «ήττα» της ελληνικής θρησκείας (όπως, τυφλωμένοι από θρησκευτικό φανατισμό, αποκαλούσαν το ελληνικό πνεύμα) και η υπεροχή του χριστιανισμού. Επιπλέον, πόσο φυσιολογικό ακούγεται να δέχονται οι χριστιανοί την ερμηνεία ενός δελφικού χρησμού (και μάλιστα απόλυτα βολικού και καθόλου διφορούμενου ως συνήθως), μιας δηλαδή, καθαρά «παγανιστικής πλάνης», που εμφανώς απαξίωναν με κάθε ευκαιρία; Η απάντηση είναι ακόμα πιο προφανής, αν σταθούμε στο όνομα «Ιουλιανός ο Παραβάτης». Ποιος ήταν ο Ιουλιανός και γιατί ονομάστηκε «Παραβάτης»;
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής