Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Ιστορία»

Ιστορικά θέματα.

Επιχείρηση «Αττίλας» και τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 – Κέρδισαν τον πόλεμο οι Τούρκοι, ή…τον έχασαν οι Έλληνες;

  05/05/2009 | Σχολιασμός

«Αναρωτιέμαι σήμερα αν τότε εκείνη η ακτή είχε εμπόδια ή ήταν ναρκοθετημένη! Τι θα κάναμε; Ποια άλλη ακτή θα επιλέγαμε και θα ερευνούσαμε; Ήταν ποτέ δυνατόν αφού η επιχείρηση στην Κύπρο θα άρχιζε το πρωί της 20ης Ιουλίου, να ψάχναμε άλλη ακτή και να την ερευνούσαμε κιόλας; Υπήρχε επαρκής χρόνος;».
Στρατηγός Μπεντρεντίν Ντεμιρέλ, διοικητής της 39ης Μεραρχίας Πεζικού του τουρκικού στρατού και πρωταγωνιστής της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, τον Ιούλιο του 1974.

Αυτή η παραδοχή από μόνη της δείχνει τον ερασιτεχνισμό με τον οποίο σχεδιάστηκε από τους Τούρκους η εισβολή. Παρόλο το γεγονός ότι αυτός ο σχεδιασμός γινόταν σε βάθος χρόνου, την ώρα «μηδέν» αποδείχτηκε ότι ήταν απόλυτα ερασιτεχνικός, πράγμα που δεν συνάδει σε καμία περίπτωση, με ένα στρατό και μία στρατιωτική ηγεσία, τόσο πολυδιαφημισμένων από το ΝΑΤΟ και τις Η.Π.Α., όπως είναι αυτός των Τούρκων!

Γνωρίζουν άραγε οι Νεοέλληνες ότι οι Τούρκοι σαν «σημάδι» του χώρου που θα πραγματοποιούσαν μια απόβαση, ξεκινώντας μια πολεμική επιχείρηση, είχαν μόνο μια παρακείμενη βραχονησίδα (την βραχονησίδα Καλαμούλια); Όμως βραχονησίδες υπήρχαν άφθονες στο ευρύ φάσμα της περιοχής που έγινε η απόβαση! Ποιος πράγματι στρατός προχωρεί σε μια τόσο σημαντική απόβαση, η οποία θα καθορίσει σημαντικότατα πολιτικά θέματα για το μέλλον, χωρίς να διασφαλίσει την πλήρη γνώση του εδάφους της απόβασης και το ακριβές στίγμα της;

Από αφήγηση Τούρκου στρατιώτη του 2ου λόχου του 1ου Συντάγματος Πεζοναυτών που επέβαιναν σε αποβατικό σκάφος LCU, μαθαίνουμε ότι τα τούρκικα αποβατικά από λάθος τους αρχικά πήγαιναν να αποβιβασθούν στις βραχώδεις ακτές της Γλυκιώτισσας (όπου έδρευε το 251 Τ.Π. της Εθνικής Φρουράς υπό τον Αντισυνταγματάρχη ΠΖ Παύλο Κουρούπη)! Είναι γνωστό ότι στις ακτές της Γλυκιώτισσας υπάρχουν μόνο βράχοι και ύφαλοι και δεν ενδείκνυται σε καμιά περίπτωση για αποβατική ενέργεια. Τέτοια γνώση του χώρου είχαν οι εισβολείς…

Μπορεί ο οποιοσδήποτε να φαντασθεί ποια θα ήταν μοίρα της αποβατικής δύναμης αν το Γ.Ε.Ε.Φ. (Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς) είχε διατάξει το «μουδιασμένο» από τα αντιφατικές εντολές και πληροφορίες 251 Τ.Π. της Γλυκιώτισσας να προωθηθεί, και να ταχθεί αμυντικά, στην παραλία της απόβασης από την πρώτη στιγμή που αυτή είχε γίνει αντιληπτή; Πολλώ δε μάλλον αν το ΓΕΕΦ δεν είχε διατάξει το 281 Τ.Π., που έδρευε στην περιοχή των Πανάγρων (δυτικά της ακτής απόβασης των Τούρκων), να φύγει από την έδρα του (αφήνοντας εκεί μόνο την φρουρά του στρατοπέδου) και να σπεύσει προς καταδίωξη του Μακαρίου και των οπαδών του, στην Πάφο (παρόλο που ήταν ήδη γνωστό ότι ο Μακάριος ήδη από την 16η Ιουλίου, είχε διαφύγει μέσω Μάλτας, στην Αγγλία). Στην ουσία η δυτική πλευρά του Πεντεμιλίου ήταν κυριολεκτικά αφύλακτη. Αν ήταν στην θέση του εκείνο το πρωί της 20ης Ιουλίου, το 281 Τ.Π., και δεν έκανε άσκοπες «βόλτες» στην κυπριακή επικράτεια, η πίεση κατά του προγεφυρώματος θα ήταν ασφυκτική και θα αποδιοργάνωνε την διαδικασία προσέγγισης των τούρκικων αποβατικών με ολέθρια για αυτούς αποτελέσματα. Διότι σημειωτέον οι Τούρκοι δεν κατάφεραν να αποβιβάσουν τον μεγάλο όγκο του 50ου Συντάγματος Πεζικού παρά μόνο μετά από περίπου 6 ώρες (είχε αρχικά σχεδιαστεί να γίνει στις 05.30 πμ, πάτησαν το πόδι τους τελικά στο Πεντεμίλι στις 07.15 πμ αλλά μόνο στις 13.00 μμ είχαν καταφέρει να αποβιβάσουν περίπου 3.000 άνδρες. Για αποβίβαση αρμάτων, ούτε κουβέντα να γίνεται!
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Ο «φιλελληνικός» και «πατριωτικός» ρόλος του Πατριαρχείου, μετά την Επανάσταση του 1821 και την Απελευθέρωση – Η κατάπτυστη επιστολή του πατριάρχη Αγαθάγγελου προς τους Έλληνες το 1828 και η απάντηση του Ιωάννη Καποδίστρια

  05/05/2009 | Σχολιασμός

Ο βασισμένος στην εξουσία, που κληρονόμησε από τον σουλτάνο σαν ανταπόδοση, ρόλος του Πατριαρχείου συνεχίστηκε και μετά την Απελευθέρωση και συνεχίζεται έως και σήμερα. Έτσι υπερασπιζόμενο τα κεκτημένα του το Πατριαρχείο, τάχθηκε εναντίον της Επανάστασης του 1821, αφόρισε τους επαναστάτες και συνέχισε να προπαγανδίζει την επαναφορά των Ελλήνων στο σουλτανικό ζυγό ακόμη και μετά την απελευθέρωσή μας και τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους. Πρωταγωνίστησε επίσης στην εγκαθίδρυση της παράλληλης θεοκρατικής εξουσίας στο νέο Κράτος, η οποία έκτοτε αποτελεί τον σπουδαιότερο ανασταλτικό παράγοντα προόδου. Οι εξουσιαστικές του επιδιώξεις είναι σύμφυτες με το Χριστιανισμό, ένα απόλυτα διεθνιστικό οικοδόμημα.

Στο άρθρο αυτό θα παρουσιασθεί ένα σκοπίμως αποσιωπούμενο από την επίσημη ελληνική Ιστορία επεισόδιο με πρωταγωνιστές τον πατριάρχη Αγαθάγγελο και τον πρώτο κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, όπου καθίσταται έκδηλος ο αντεθνικός ρόλος κι ο αμείωτος φιλοτουρκισμός του Πατριαρχείου ακόμη και μετά τη λήξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας και τη δημιουργία του μικρού ελεύθερου Ελληνικού Κράτους.

Ο πατριάρχης Αγαθάγγελος Α΄ ο από Χαλκηδόνος, έστειλε τον Φεβρουάριο του 1828 στην Ελλάδα τους μητροπολίτες Νίκαιας, Χαλκηδόνας, Λάρισας και Ιωαννίνων, με σκοπό να συστήσουν στους κατοίκους της Πελοποννήσου και των νησιών του Αιγαίου Πελάγους -στους μπαρουτοκαπνισμένους και ματωμένους αγωνιστές, που με τόσες θυσίες κέρδισαν την ελευθερία τους- να δηλώσουν υποταγή στο σουλτάνο και να επανέλθουν στον οθωμανικό ζυγό! Οι μητροπολίτες είχαν μαζί τους και γράμμα του πατριάρχη, που όχι μόνο συμβούλευε την υποταγή, αλλά υποσχόταν, πως ο «πολυχρονεμένος» σουλτάνος θα έδινε αμνηστία σε όσους υποτάσσονταν.

Το κείμενο της κατάπτυστης επιστολής που δημοσιεύθηκε το 1852, από την εφημερίδα «Σφαίρα», έχει ως εξής:
(σ.σ.: Υπήρχε η πρόθεση να τονιστούν τα πιο «αξιοπρόσεκτα» της επιστολής, αλλά κάτι τέτοιο κατέστη αδύνατον, καθώς θα έπρεπε να τονιστεί σχεδόν…όλο το κείμενο!)

Επιστολή του Πατριάρχου και της Ιεράς Συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως προς τους Έλληνας, από 20 Φεβρουαρίου 1828.

 

Ενδοξότατοι άρχοντες, ευσεβέστατοι κληρικοί, πρόκριτοι και λοιποί πάντες χριστιανοί οι κατοικούντες την Πελοπόννησον και το Αιγαίον πέλαγος, παντός βαθμού και πάσης τάξεως, εις την καρδίαν των οποίων δεν εσβέσθη ο σπινθήρ της αγίας ημών πίστεως καθώς και η σωτηριώδης γνώσις των συμφερόντων σας, χάρις είη πάσιν υμίν και ειρήνη και έλεος παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος.

 

Πολλοί από υμάς ενόμισαν βέβαια, βλέποντας την μέχρι τούδε σιωπήν της Εκκλησίας, ότι αύτη είχεν εγκαταλείψει ολοτελώς την φροντίδα περί της σωτηρίας της Πελοποννήσου και των λοιπών τόπων, και ότι εξ αιτίας της αδιαφορίας σας εις το ν’ ακούσετε τα πρώτας αυτής συμβουλάς, αφ’ ου εξέδωκε τους αφορισμούς αυτής, έμεινεν αδιάφορος εις τα δυστυχήματά σας, χωρίς να ζητήσει κανένα μέσον του να δώσει τέλος εις αυτά και ούτω να σας εξαγάγη από τα δεινά τα οποία σας επαπειλούν.

 

Αν αυτός ήναι ο συλλογισμός σας, εξέλθετε από την απάτην. Καθώς όλοι οι αδελφοί σας οι διεσπαρμένοι εις όλην την κραταιάν αυτοκρατορίαν, η Εκκλησία, αύτη η κοινή Μήτηρ, ησθάνετο λύπην βαθείαν στοχαζομένη τα αγαθά τα οποία απώλεσαν εκείνοι από τους κατοίκους, όσους η αποστασία είχε καταντήσει εις ανήκουστα δεινά και εις κινδύνους πάντοτε αυξανόμενους. Επερίμενε δε την μετάνοίαν των η Εκκλησία διά να σκεπάση αυτούς και πάλιν παρά του Θεού αρχαίαν εκείνην σκέπην και περιβολήν, να τους δώση την συγχώρησην, να τους ελευθερώση από τα δεσμά των, και να τους κάμη κοινωνούς των πνευματικών αυτής ευεργετημάτων.

 

Η πρόνοιά της υπήρξεν αναμφίβολος, η μακροθυμία και η ευσπλαχνία αυτής εγένοντο πασίγνωστοι, διότι μόλις είδε την προς αυτήν επιστροφήν των εκτός της Πελοποννήσου, οι οποίοι παρεσύρθηκαν και αυτοί από την απάτην και άγνοιαν, και ηδυνήθη να πεισθή περί της ειλικρινούς μετανοίας των, ήνοιξε προς αυτούς αμέσως τας μητρικάς αγκάλας, έλυσε τα δεσμά του αφορισμού, και έκαμεν υπέρ αυτών παρακλήσεις προς τον υπέρτατον κυριάρχην της κραταιάς αυτοκρατορίας. Αξιωθέντες δε συγχωρήσεως οι τόποι ούτοι αναπαύονται σήμερον υποκάτω της σκιάς του αειθαλούς δένδρου της ευσπλαχνίας και της δικαιοσύνης αυτού, απολαύοντες των πολύτιμων αγαθών των οποίων την ανεξάντλητον πηγήν συνέβη εις άλλους άλλοτε να γνωρίσωσιν.

 

Αλλά μέγα μέρος τόπων ευρίσκεται ακόμη εις την πλάνην. Οι κάτοικοι μόλον τούτο ανεγνώρισαν κατ’ επανάληψιν, ότι ασάκις έδωκαν ακρόασιν εις ξενικάς υποσχέσεις, ηπατήθησαν, και ότι ηθέλησαν ν’ αποπλανηθώσιν από τον δρόμον της υποταγής και της πίστεως, την οποίαν εις την νόμιμον οθωμανικήν εξουσίαν την παρά του Θεού προστατευομένην, οι ξένοι ωφελήθησαν από την πλάνην ταύτην, και η αστόχαστος αύτη θυσία εγένετο χρήσιμος μόνο εις τα συμφέροντα των ξένων. Οι Πελοποννήσιοι και οι κάτοικοι του Αιγαίου πελάγους επιμένουν εις το να ακούουν τους σφαλερούς λόγους των πρωταιτίων και τας πονηράς συμβουλάς των ξένων, οι οποίοι με επιτηδείαν προμελέτην ομιλούντες, φροντίζουν να κρύπτουν τας αληθινάς περιστάσεις των πραγμάτων, και παρεξηγούν επί κακού της κραταιάς βασιλείας, την ευσπλαχνία και συγκατάβασιν προς εκείνους οι οποίοι νοούν με ειλικρίνειαν.

 

Ούτω πεπλανημένοι υποπτεύουν ότι μετά την επιστροφήν των, τους περιμένει τιμωρία ανάλογος με το πταίσμα των. Η δε πρόνοια της Εκκλησίας θέλει κατά τούτο να μιμηθή το παράδειγμα του ευαγγελικού ποιμένος, και να ζητήση το πεπλανημένον πρόβατον διά να το επαναφέρη εις πνευματικήν και πολιτικήν ποίμνην από την οποία απεμακρύνθη, διά να το αναπαύση υπό την σκιά του βασιλικού ελέους και να το εμπιστευθή εις τας φροντίδας του. Θα ακούση άραγε την φιλικήν φωνήν το πλανηθέν; Θα καταλάβη το πνεύμα των σωτήριων συμβουλών; Θα ιδή το αληθινόν συμφέρον του και θα το εννοήση; Ή η καρδία του σκληρυνθείσα από τας παρεξηγήσεις, τα όμματά του θαμβωθέντα από την απατηλήν λάμψιν, θα θελήσουν ακόμη να πλανώνται εις άλλον δρόμον και να μην βλέπουν παρά αθεράπευτον το κακό;

 

Ημείς μόλον τούτο θα εκπληρώσωμεν το ιερό χρέος της προνοίας και φιλανθρωπίας, στέλλοντες ακόμη μίαν φοράν τας συμβουλάς μαςεν μέσω της ποίμνης. Εσκέφθημεν περί όλων όσων κάθε φρόνιμος και συνετός άνθρωπος χρεωστεί να ενθυμήται, περί της απολαύσεως των αγαθών τα οποία έδιδον τα μέσα του ζην, ομοίως με αυτούς τους ιδίους τους μουσουλμάνους, προς τους υπηκόους Έλληνας όσοι ήξευραν να διατηρώνται εις την έντιμον αυτών θέσεων, η οποία τους εσυγχώρει να επιχειρούν παν είδος εμπορίου και ν’ απολαμβάνουν παν είδος ωφελείας, να δύνανται να επικαλώνται την δικαιοσύνην και να την ευρίσκωσιν ενώπιον των δικαστηρίων. Οι κάτοικοι της Πελοποννήσου απελάμβανον εκ περισσού όλα αυτά τα δικαιώματα με τα οποία ετιμώντο ως δείγμα μεγαλυτέρων χαρίτων, θεμελιωμένων εις συνθήκας παραχωρηθείσας προς αυτούς κατ’ εξαίρεσιν από την βασιλικήν μεγαλοπρέπειαν. Εσκέφθημεν εξ άλλου τα ανεκδιήγητα εκείνα δεινά, εκείνα τα αθεράπευτα δυστυχήματα, τους φόνους, τας αρπαγάς, την άβυσσον εκείνην των θλίψεων εις την οποίαν εκρημνίσθητε, και η οποία θα γενή βαθυτέρα αν δεν κλεισθή αμέσως από το έλεος της κραταιάς βασιλείας, της οποίας τας μητρικάς αγκάλας θέλει ανοίξει η μετάνοιά σας.

 

Δυνάμενοι εξ ενός μέρους να παραστήσωμεν προς δικαιολογία σας τας προτροπάς εκείνων, οίτινες υποθάλπουν την αταξίαν και αυχαριστούνται εις την ταραχήν, των οποίνων αι ολέθριαι συμβουλαί παρασύσρουν συχνά τους πλέον προσεκτικούς και φρονίμους, εξ άλλους δε γνωρίζοντες ότι η βασιλική εξουσία μιμουμένη την αγαθότητα του ουρανίου Βασιλέως, μας αποδεικνύει μεν αναρίθμητα παραδείγματα, ότι δέχεται με επιείκειαν όλους εκείνους οι οποίοι καταφεύγουν εις το ιερόν άσυλον τους ελέους της και προστρέχουσιν εις αυτόν με ειλικρίνειαν, ετολμήσαμεν να παρουσιασθώμεν ενώπιοναυτής και να δώσωμεν αναφοράν με την ημετέραν σφραγίδα, προσφέροντες την μεσιτείαν μας την θεμελιωμένην εις το εθνικόν και θρησκευτικόν δίκαιον.Ο σκοπός των παρακλήσεών μας ήτον, όχι μόνον η ασφάλειά σας μετά την επιστροφήν σας εις την υποτογήν, αλλ’ ακόμη μία συγχώρησις πλήρης και τελεία, η απόδοσις όλων των προνομίων όσων δύναται να συμφωνήσουν με την κατάστασιν του υπηκόου, διά να δυνηθώμεν να πραΰνομεν τας τας τεταραγμένας καρδίας σας, και να στερεώσωμεν την ησυχίαν της ζωής της ιδικής σας και των απογόνων σας, αναλόγως της πίστεως με την οποίαν θα διατηρήσετε την σειράν της υποταγής.

 

Χάρις είη προς τον Ύψιστον, και δεδοξασμένον το δεδοξασμένον το άγιον όνομα αυτού από του νυν και εώς του αιώνος, ότι έκαμε ν’ αναβλύσωσιν από την καρδίαν της υψηλής Κυβερνήσεως νέα ευεργετήματα. Αι ελπίδες ημών δεν εψεύσθησαν. Ελάβομεν παρ’ αυτής, όχι μόνον λόγους παρηγορίας, αλλά και έγγραφον παραδοχήν της ταπεινής μεσολαβήσεως και των παρακλήσεών μας, και ίδομεν ότι διά της παραδοχής ταύτης επικυρώθη το δικαίωμα το το παραχωρηθέν εις τον ημέτερον πατριαρχικόν θρόνον, του να μεσολαβή εις τα υποθέσεις τους έθνους.

 

Η αυτοκρατορική Κυριαρχία σάς αναγγέλει διά της μεσολαβήσεώς μας, ότι εις την εγκληματικήν απάτην και διαφθοράν η οποία σας παρέσυρε, θέλει ν’ αντιτάξη την επιείκειαν και μακροθυμίαν της και να αναγκάση εις την ευγνωμοσύνην τας καρδίας τας πλέον απεσκληρυμένας. Εις την πλήρην και τελείαν αμνηστείαν, εις την παντελή λήθην του παρελθόντος, θέλει να προσθέση όχι μόνον την άφεσιν των νομίμων αποζημιώσεων, αλλά και των εισοδημάτων των επτά ετών, τα οποία παρήλθον από της επαναστάσεως, και τέλος την ασυδοσίαν δι’ εν έτος ακόμη μετά την υποταγήν. Αποκαθιστά τα πρώην καθεστώτα και τας συνθήκας περί της πελοποννήσου και των νήσων, προ πάντων δε την ελευθέραν εξάσκησιν των θρησκευτικών ημών εθίμων καθ’ όλην των την έκτασιν. Η Υψηλή Κυβέρνησισ εδήλωσε τας ευνοϊκάς αυτής διαθέσεις διά των εξής όρων:

 

(Όροι του Σουλτάνου προς τους Έλληνας)

Είναι γνωστόν εις όλον τoν κόσμον, ότι η Υψηλή Κυβέρνησις, καθώς το ομολογεί ειλικρινώς ο Πατριάρχης, παραχωρεί πάντοτε αφθόνους χάριτας προς έκαστον των υπηκόων της, οι οποίοι ευρισκόμενοι υπό την θεόσωστον αυτής εξουσίας, απέχουν του να παραβιάζωσι τα χρέη τα οποία χαρακτηρίζουν έναν πιστόν υπήκοον. Οι κάτοικοι ραγιάδες του Μωρέως και των νήσων της Άσπρης θαλάσσης απελάμβανον κατ’ εξοχήν, όλην την εύνοιαν της Υψηλής Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου είχον το πλεονέκτημα να ζώσιν αναπαυόμενοι υπό την σκιάν του ισχυρού κράτους, ν’ απολαμβάνουν εντελή ησυχίαν, και να εξακολουθούν εν ειρήνη τας εμπορικάς υποθέσεις των, τόσον διά ξηράς όσον και διά θαλάσσηςκαι ν’ απολαμβάνουν άφθονα κέρδη. Εχρεώστουν λοιπόν εις την Κυβέρνησιν ευγνωμοσύνην διά τόσα αγαθά τα οποία έχαιρον. Αλλά απατηθέντες από μάταια πλάσματα της φαντασίας των, δεν εφοβήθησαν να συνομώσωσιν εναντίον της ισχυράς αυτοκρατορίας, και απορρίπτοντες διά μιας την ευτυχίαν, την οποίαν από τους προγόνους των εκληρονόμησαν, αυτοί οι ίδιοι κατετάραξαν την ησυχίαν των και επροκάλεσαν εναντίον των αυστηροτέρας ποινάς.

 

Μόλον τούτο, η Υψηλή Κυβέρνησις μη ακούουσα παρά την επιείκειαν και φιλανθρωπίαν της, μη τιμωρούσα τους αντάρτας οι οποίοι επιμένουν εις την αποστασίαν, μη μεταβάλλουσα κατ’ ουδέν τον συνήθη τρόπον του φέρεσθαι προς τους υπηκόους της, δεν εσυμβουλεύθη παρά το έλεος αυτής, εις τα οποία μετεχειρίσθη μέσα προς διόρθωσιν των πρώτων και προς επιστροφήν των δευτέρων, λησμονούσα τα παρελθόντα αμαρτήματά των, ως να μην υπήρξαν ποτέ, φροντίζει, καθώς και πρότερον, διά την διατήρησιν της ησυχίας και την ανακούφισιν εκείνων οι οποίοι προστρέχουσιν εις το άσυλον της αγαθότητος αυτής. Επανερχόμενοι εις εαυτούς θα εννοήσωσιν ότι ο δρόμος τον οποίον ακολουθούν δεν φέρει εις αγαθόν τέλος, και καθώς έως σήμερον δεν επέτυχον ως αποτέλεσμα ειμή δυστυχίαν και κακήν έκβασιν, δεν θα εύρωσιν επίσης και του λοιπού, παρά την απώλειαν ζωής και των υπαρχόντων των, καταστρέφοντες ούτω διά των ιδίων χειρών των το οικοδόμημα της ευτυχίας των.

 

Εάν λοιπόν εννοούντες τας αληθείας ταύτας, μετανοήσωσι δι’ όσα έπραξαν και ρίφθωσιν εις τας αγκάλας της Υψηλής Κυβερνήσεως, αύτη αντί τούτων χαρίζει εις αυτούς πληρέστατην αμνηστίαν, όπως ο μουσουλμανικός νόμος απαιτεί και καθ’ όσον κατά το μέλλον θέλουσι μείνει εις το κέντρον της υποτελείας (ρεαγιαλίκι) και της πίστεως, τα προηγηθέντα αμαρτήματά των δεν θέλουσι ονειδισθή ποσώς· και μόλον ότι κατά την απαίτησιν του ιερού νόμου αι γαίαι των και όλα των τα κτήματα έπρεπε ν’ απωλεσθώσι δι’ αυτούς και να μεταβώσιν εις την κυριότητα της Κυβερνήσεως, μόλον τούτο από υχηλήν συγκατάβασιν, άπαντα θέλουσι διαμείνει εις τους ζώντας ή τους κληρονόμους των αποθανόντων.

 

Μόλον ότι δε η Υψηλή Κυβέρνησις έχει το δικαίωμα να μεταβάλη το σχήμα της διοικήσεως των τόπων τούτων, όπως φανή εις αυτήν εύλογον και όπως η πολιτική της το απαιτεί, εξ επιεικείας όμως θέλει αποκατασταθή η πρώτη τάξις, διότι αύτη συντελεί εις την ειρήνην και την ησυχίαν των κατοίκων διά της επαγρυπνήσεως εις την εκτέλεσιν των νόμων και της δικαιοσύνης. Οι μουσουλμάνοι θέλουν κατοικεί, ως και πρότερον, εις τας ιδιοκτησίας των, οι δε υπήκοοι θέλουσι παραδώσει εις τους επιστάτας και προϊσταμένους της Υψηλής Κυβερνήσεως τα φρούρια όσα κατέχουσι, τα κανόνια και παν άλλο πολεμικόν όργανον. Ούτοι δε θέλουσι κατοικήσει τότε τους αρχαίους αυτών τόπους, αναλαμβάνοντες τας ιδιοκτησίας των· περιπλέον ουδέν εμπόδιον δεν θέλει επιφερθή εις την παραχώρησιν των αρχαίων ακκλησιών των και εις την εξάσκησιν των θρησκευτικών αυτών εθίμων, αν δε και ήθελεν είναι συνεπές το ν’ απαιτήση παρ’ αυτών η Κυβέρνησις τας αποδεκατώσεις ως και τον κεφαλικόν φόρον (χαράτσι) και παν άλλον είδος φόρων, όσα συνεσωρεύθησαν κατά το διάστημα των 6-7 ετών, και την αποζημίωσιν τοσούτων εξόδων γενομένων εις χρήματα εκ του δημοσίου ταμείου ένεκα ανταρσίας των, παραιτούνται εις αυτούς άπαντα ταύτα, χάριν της παρακλήσεως των μεσολαβησάντων, και έτι περιπλέον ως μαρτύριον της ευσπλαχνίας και της φιλανθρωπίας, την οποίαν η Υψηλή Κυβέρνησις επιδεικνύει προς τους υποτελείς αυτής υπηκόους.

 

Αφού η διοίκησης του Μωρέως ήθελεν ανατεθή πάλιν εις έναν βεζίρην δίκαιον και ευνοϊκόν προς τους Έλληνας, θέλει δοθή πάντοτε προσοχή εις ό,τι δύναται να συντελέση εις την ευζωίαν των υπηκόων του ισχυρού Κράτους, και να προφυλάξη αυτούς από πάσης αδικίας και καταθλίψεως. Αλλ’ εάν, μη γινώσκοντες να εκτημίσωσι τα εξ επιεικείας υποσχόμενα εις αυτούς δωρήματα, επιμείνωσιν εις φανταστικάς ορέξεις παρεκτρεπομένας από την σειράν του υπηκόου, ας μάθωσι ότι η επιείκεια δεν θέλει προβή περαιτέρω, και ότι εντός της προσθεσμίας τριών μηνών η επιστροφή των προς την Κυβέρνησιν θέλει προξενήσει εις αυτούς την εκπλήρωσιν των ευεργετικών υποσχέσεων, όσαι γίνονται σήμερον προς αυτούς· και ότι αν τουναντίον επιμένωσιν εις την ανταρσίαν των, θέλουν είναι υπεύθυνοι διά το έγκλημά των και εις τούτον και εις τον άλλον κόσμον.

 

Η παρούσα έγγραφος απόκρισις, σάς παραχωρείται με την άδειαν να γνωστοποιηθή εκ μέρους του Πατριαρχείου εις τους κατοίκους.

(Συνέχεια της πατριαρχικής επιστολής)

Τα ευεργετήματα, τα οποία προσφέρει η ισχυρά αυτοκρατορία κατά συνεπείαν της μεσολαβήσεως και των προνοητικών παρακλήσεών μας υπέρ πάντων υμών, πρέπει αναμφιβόλως να σας ευχαριστήσωσι και να ευφράνωσι την καρδίαν σας, να εξαλείψουν τας υποψίας, να αποκρούουν πάσαν πρόφασιν, και να καταστρέψουν τας πανουργίας των εναντίων.

 

Διά τον σκοπόν τούτον, η παρούσα επιστολή, γεγραμμένη δι’ όλους υμάς, διαβιβάζεται διά προσώπων εκλεκτών και αξιοσυστάτων, εκ των εγκρίτων αρχιεπισκόπων της Ιεράς Συνόδου, των σεβασμιωτάτων Μητροπολιτών, Νικαίας Ιωσήφ, Χαλκηδόνος Ζαχαρίου, Λαρίσσης Μελετίου, και του Μεγάλου Πρωτοσυγγέλου της ημετέρας Εκκλησίας. Οι σεβάσμιοι ούτοι απεσταλμένοι, θέλουν σας προτρέψει και διά ζώσης φωνής ν’ ακούσητε τας συμβουλάς ημών, αγαπητά εν πενύματι τέκνα, ενόσω είναι καιρός χαρίτων, καιρός μετανοίας. Διά τους οικτιρμούς του Θεού, μη χάνετε την πολύτιμον ταύτην περίστασιν, την οποίαν μετά ταύτα θα ζητήσετε χωρίς να δυνηθήτε να την εύρητε· σκέφθητε με φρόνησιν και φεισθήτε συγχρόνως την ψυχήν, το σώμα και την περιουσίαν σας. Ακούσατε την φωνήν μιας μητρός ήτις σας έθρεψε πνευματικώς· αποδεχθείτε μετά προθυμίας τας σωτηρίους νουθεσίας της, και δείξατε δι’ επιστροφής ειλικρινούς, πόσον μεγάλη είναι η μετάνοια διά τα γενόμενα. Επανερχόμενοι εις την ιεράν ποίμνην του Χριστού, θέλετε προξενήσει χορόν εις ημάς και εις πάντα όστις φέρει το όνομα του χριστιανού.

 

Προσδράμετε όλοι εις τας αγκάλας τας οποίας σας ανοίγει η Κραταιά Βασιλεία, εάν θέλετε να ιδήτε πάλιν ημέρας φαιδράς και αλύπους, και ν’ αποφύγητε κινδύνους και σκοπέλους επί των οποίων τέλος πάντων θα συντριφθήτε. Σπεύσατε να φθάσητε εις τον σωτήριον λιμένα, εις τον οποίον θέλομεν σας υποδεχθή μετά χαράς.

 

Περιμένομεν κατά το ωρισμένον διάστημα των τριών μηνών τα αποτελέσματα των φρονίμων συμβουλών, τας οποίας σας φέρουν τα διακεκριμένα υποκείμενα εις τα οποία επιτρέψαμεν ταύτην αποστολήν, και ελπίζομεν ότι τα αποτελέσματα θέλουν είναι ευάρεστα εις την Κυβέρνησιν. Θέλετε εκπληρώσει τας πράξεις τας οποίας σας επιβάλλουν τα ιερά χρέη της υποταγής· ημείς δε θέλομεν σας ανταμείψει διά των δωρεών των εκκλησιαστικών ημών χαρίτων.

 

Αλλ’ αν, ο μη γένοιτο, και πάλιν απαντήσωμεν ισχυρογνωμίαν και απείθειαν προερχομένη από τας απατηλάς ιδέας αι οποίαι σας αποπλανούν, η αξίνη προς την ρίζαν των δένδρων κείται… Υμείς όψεσθε.

 

(Έπονται αι υπογραφαί)

Οι μητροπολίτες, αφού συνάντησαν πρώτα τον Ιμπραήμ, πήγαν ύστερα στο Ναύπλιο, όπου όμως ο έπαρχος Γενοβέλης δεν τους άφησε να εισέλθουν, για να μην επηρεάσουν τον πληθυσμό. Το ίδιο συνέβη και στην Τριπολιτσά, όπου ο έπαρχος Βλαχόπουλος τους απαγόρευσε να εισέλθουν στην πόλη. Όταν τον Απρίλιο έφτασαν στον Πόρο και τόλμησαν να πουν στον Καποδίστρια, ότι θα διάβαζαν την πατριαρχική προκήρυξη, με την οποία καλούνταν ο ελληνικός λαός να υποταχθεί στο σουλτάνο, όχι μόνον δεν τους το επέτρεψε, αλλά επί πλέον τους μίλησε σε πολύ αυστηρή γλώσσα.

Αξίζει εδώ να παραθέσουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα της πατριωτικής και περήφανης απάντησης του Καποδίστρια προς τους απεσταλμένους του Πατριαρχείου κληρικούς, που μετέφεραν την εξωφρενική κι αντεθνική πατριαρχική έκκληση εθελοδουλίας, όπως δημοσιεύθηκε στο «Δελτίο του Κέντρου Ερεύνης της Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού», τόμος Β’, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2000:

Αρ. 2683

 

Ελληνική Πολιτεία
Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος

 

Προς τον Παναγιώτατον Οικουμενικόν Πατριάρχην και την περί αυτόν αγίαν Σύνοδον.

 

Η προς τους προύχοντας, κληρικούς, προκρίτους και λοιπούς χριστιανούς κατοίκους της Πελοποννήσου και των νήσων του Αιγαίου Πελάγους εκάστης τάξεως και βαθμού διευθυνθείσα παρά της Υμετέρας Παναγιότητος και της ιεράς Συνόδου επιστολή του Φεβρουαρίου μηνός είχε φανή και εις τας εφημερίδας όλης της Ευρώπης, και αυτής ακόμη της Ελλάδος, ότε εσχάτως οι άγιοι Αρχιεπίσκοποι και Μητροπολίται Νικαίας, Χαλκηδόνος, Λαρίσσης και Ιωαννίνων μετά του Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου έφθασαν εις την νήσον Πόρον, όπου κατά το παρόν και ημείς διατρίβομεν…

 

Όσον ολίγων ελπίδων και αν ήτον η προσδοκία μας, δεν δυνάμεθα να υποκρύψωμεν εις την Υμετέραν Παναγιότητα την ανέκφραστον λύπην, την οποίαν ησθάνθημεν, όταν εβεβαιώθημεν, ότι η αποστολή των Ιεραρχών τούτων σκοπόν μόνον είχε του να εγχειρίσωσι προς ημάς την ιδίαν του Φεβρουαρίου επιστολήν και να μας προτρέψωσιν εν ταυτώ, καθ’ όλους τους κατεπείγοντας τρόπους, ώστε να τους δώσωμεν καν ελπίδας ότι Ελληνικόν έθνος ήθελε παραδεχθή τας νουθεσίας της Υ. Παναγιότητος.

 

Οι ίδιοι ημείς, δεξάμενοι παρά των ιδίων αυτών την επιστολήν, είπομεν μεθ’ όλης της παρρησίας τα αίτια, με τα οποία το βήμα τούτο ούτε συνέπειάν τινα εδύνατο να έχη, ούτε καρπούς παντελώς να φέρη αναλόγους προς τας επιθυμίας της Υ. Παναγιότητος.

 

Βαθύτατα αισθανόμεθα ο,τι οφείλομεν εις την θέσιν και της Μεγάλης Εκκλησίας και της Υ. Παναγιότητος, δια τούτο και δεν εγκρίνομεν να ανακεφαλαιώσωμεν το περιεχόμενον της συνοδικής επιστολής.

 

Περικυκλούμενος και πολεμούμενος ο λαός ούτος εξ ενός μέρους από φοβερά στρατόπεδα, ωθούμενος συχνάκις έως του χείλους της αβύσσου, ο λαός ούτος υπάρχει ακόμη.

 

Ομόφωνος και γενική είναι η πεποίθησις αύτη· ούτε οι προύχοντες ούτε ο κλήρος ούτε ο λαός, προς τους οποίους η Υ.Π. διευθύνεται, έχουσιν ούτε δύνανται να έχωσιν άλλην παρ’ αυτήν την πεποίθησιν, χωρίς να εξαχρειωθώσι και να παύσωσι του να είναι άνθρωποι και χριστιανοί.

 

Πάμπολυ αίμα εχύθη, πάμπολλαι ουσίαι εφθάρησαν εις διάστημα οκτώ ετών πολέμου και δυστυχιών, καθ’ ους ο τόπος ούτος κατηφανίσθη, ώστε όλως διόλου αδύνατον είναι να επανέλθη εις οποιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων βάσιν έχουσαν το παρελθόν!

 

Εν Πόρω την 28η Μαΐου (9 Ιουνίου) 1828

 

Ο Κυβερνήτης

Ι. Α. Καποδίστριας

 

Ο Γραμματεύς της Επικρατείας

Σ. Τρικούπης

Όσον αφορά στον πατριάρχη Αγαθάγγελο και στην εγκύκλιό του, χαρακτηριστικά είναι όσα γράφτηκαν ανώνυμα στη «Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος» το Σεπτέμβριο του 1828 με τίτλο: «Περί της εις την Ελλάδα αποστολής των Αρχιερέων κατά τον παρελθόντα Απρίλιον». Παρατίθενται ορισμένα αποσπάσματα:
«…ο Ρεΐζ Εφέντης εις μίαν συνέντευξίν του μετά του Πατριάρχου εφάνη παρωργισμένος και ήλεγξεν αυτόν, ότι δεν εκπληροί τα πατριαρχικά χρέη του.

Ο πατριάρχης, φοβηθείς μήπως εκπέση του θρόνου του η μήπως ευρεθή εις ανάγκην να εκκενώση τον συναχθέντα πλούτον του, σκεφθείς επενόησε και επρόβαλεν εις την Πόρταν ότι, αν του εδίδετο άδεια, ηδύνατο να μεταχειρισθή τινά μέσα, δια να διαιρέση τους Έλληνας, και με πρόσχημα θρησκευτικών παραινέσεων να αποτοξεύση εις αυτούς εμφύλιον πόλεμον … Κατ’ αυτόν τον τρόπον ενηργήθη η αποστολή των αρχιερέων και των εγκυκλίων γραμμάτων εις Πελοπόννησον.

Ο δε πατριάρχης αυτός… περιγράφεται όμως ως άνθρωπος νωθροτάτου νοός και χαμερπών αισθημάτων· διο, και, ενώ αυτόκλητος περιεπλέχθη εις επιχείρημα όσον απερίσκεπτον τόσον και μάταιον, ήδη βλέπων πλησιάζοντα τον καιρόν, καθ’ ον θέλει φανή του κινήματός του η απροβλεψία, κυριεύεται από πολλήν δειλίαν. Άραγε ο συναχθείς παρ’ αυτού πλούτος δύναται να τον σώση;»

Ο επόμενος πατριάρχης, Κωνστάντιος, επικοινώνησε με τον Καποδίστρια και προσπάθησε να τον πείσει να απαγορεύσει να κυκλοφορούν στην Ελλάδα καλβινιστικά βιβλία, εξέφρασε δε «την ζωηράν επιθυμίαν, όπως οι Έλληνες επανέλθωσιν πάλιν υπό τας ζωοπαρόχους ακτίνας του ορθοδόξου πατριαρχικού ήλιου».

Ούτε σε μεταγενέστερους χρόνους το Πατριαρχείο σταμάτησε να προτρέπει τους ορθόδοξους χριστιανούς να εκτελούν πιστά τα προς τον σουλτάνο χρέη τους. Έτσι με την από 23 Φεβρουαρίου 1840 έντυπη εγκύκλιό του ο πατριάρχης Άνθιμος Δ΄ ο από Νικομηδείας, ευθύς μετά την εκλογή του και την ανάληψη των καθηκόντων του, απευθύνθηκε προς τις μονές του Αγίου Όρους, στις οποίες συνιστούσε να εκτελούν πιστά τα «ρεαγιαδικά χρέη» τους και να προσεύχονται για την μακροημέρευση και υγεία του «ευσπλαχνικωτάτου ημών Άνακτος Σουλτάν Απδούλ Μετζίτ εφένδη».

Αντίτυπό της, μαζί με άλλα παρόμοια, φυλάσσεται στο Αρχείο της Μονής Δοχειαρίου του Αγίου Όρους (φάκελος: «Πατριαρχικά 1783-1906»).

Πηγές
freeinquiry.gr | greekeducation.org

Αρβανίτες: Έλληνες ή Αλβανοί;

  28/04/2009 | Σχολιασμός

Οι Αρβανίτες (στην αρβανίτικη γλώσσα: arbërorë ή arbëreshë) θεωρούνται οι απόγονοι μεταναστών από το Άρβανον (περιοχή της σημερινής κεντρικής και νότιας Αλβανίας), οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της κεντρικής και νότιας Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, κυρίως μεταξύ του 13ου αιώνα και του 15ου αιώνα. Οι Αρβανίτες έπαιξαν κυρίαρχο και ουσιαστικό ρόλο τόσο κατά τη διάρκεια της Eλληνικής Επανάστασης του 1821 όσο και στη διαμόρφωση του ελληνικού κράτους στη συνέχεια. Πρωτοαναφέρονται στο βιβλίο της Άννας Κομνηνής, «Αλεξιάδα». Το βιβλίο ασχολείται με τις ταραχές στην περιοχή του Αρβάνου που προκάλεσαν οι Νορμανδοί κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα της, Αυτοκράτορα Αλέξιου Α’ Κομνηνού (1081 –1118). Στην «Ιστορία» (1079 –1080 μ.Χ.), ο Βυζαντινός ιστορικός Μιχαήλ Ατταλιάτης ήταν ο πρώτος που ανέφερε τους Αλβανούς ως έχοντες λάβει μέρος σε εξέγερση εναντίον της Κωνσταντινούπολης το 1043 μ.Χ. και τους Αρβανίτες ως υποτελείς του Δούκα του Δυρραχίου.

Σύμφωνα με μια θεωρία η λέξη Αρβανίτης έχει κοινή προέλευση με τη λέξη «Αλβανός», με αλλαγή των συμφώνων ρ-λ.

Στους περισσότερους Αρβανίτες δεν αρέσει καθόλου να τους λένε Αλβανούς. Στη δεκαετία του 1990 ο Αλβανός Πρόεδρος Σαλί Μπερίσα (Sali Berisha) περιέγραψε τους Αρβανίτες σαν μια αλβανική μειονότητα στην Ελλάδα, προκαλώντας την οργισμένη αντίδραση των Αρβανιτών στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης.

Σύμφωνα με τον Αριστείδη Κόλλια, μερικοί Αρβανίτες στο βορειοδυτικό τμήμα της Ηπείρου παραδοσιακά αυτοαποκαλούνται και με την ονομασία Shqiptár, χωρίς να επικαλούνται αλβανική εθνική συνείδηση (Σκιπτάρ=οπλοφόρος (από το λατινικό scipio που σημαίνει ράβδος (εκ του σκήπτρο) και skapt=δόρυ). Οι Αλβανοί αποκαλούν έτσι τους εαυτούς τους σήμερα και την χώρα τους Σκηπερία (Republika e Shqipërisë), αν και προσπαθούν να ταυτίσουν τη λέξη σκιπτάρ=οπλοφόρος με την λέξη σκιπόνιε που σημαίνει αετός). Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται επίσης σε μερικά χωριά της Θράκης, όπου οι Αρβανίτες μετανάστευσαν από τα βουνά της Πίνδου κατά τον 19ο αιώνα. Από την άλλη μεριά αυτή η λέξη είναι παντελώς άγνωστη στο κύριο σώμα των Αρβανιτών της νότιας Ελλάδας.

Καταγωγή των Αρβανιτών
Για την καταγωγή των Ελλήνων Αρβανιτών υπάρχουν πολλές θεωρίες οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι και τόσο αξιόπιστες. Η γνώση που έχουμε είναι κατά κύριον λόγον ιστορική και όχι καθαρά επιστημονική. Οι Αρβανίτες ξεκίνησαν από την περιοχή του Αρβάνου (σημερινή Αλβανία). Η περιοχή της σημερινής Αλβανίας είναι η αρχαία Ιλλυρία, κοιτίδα των Δωριέων. Οι Αρβανίτες ήρθαν στην Ελλάδα πριν από την Οθωμανική κατάκτηση και δεν εδέχθησαν την επιρροή της οθωμανικής κυριαρχίας στους λαούς της περιοχής στο ζήτημα της θρησκείας και της κουλτούρας.

Η Αρβανίτικη γλώσσα είναι η γλώσσα που μιλιόταν στην περιοχή της Ιλλυρίας πριν την Οθωμανική κατάκτηση γι’ αυτό και διαφέρουν από τα αλβανικά σε σημαντικό βαθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι σημερινοί Αλβανοί χαρακτηρίζουν την αρβανίτικη γλώσσα ως αρχαία αλβανικά. Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι η αρβανίτικη γλώσσα χρησιμοποιεί ελληνικό συντακτικό κι ως γνωστόν το συντακτικό, γλωσσικά δεν «δανείζεται».

Να σημειωθεί εδώ ότι οι μετανάστες εκείνοι, ποτέ δεν ονόμασαν τους εαυτούς τους Αρβανίτες. Αρβανίτες τους ονόμασαν οι γηγενείς της Ελλάδας, όπως συνήθως ονομάζουν κάποιον που πάει από άλλο μέρος, κατά το Σοφικίτες, Βατικιώτες, Υδραίοι, Ποριώτες και άλλοι, από τον τόπο προέλευσης.

Σήμερα οι απόγονοι των Ελλήνων-Αρβανιτών που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα πριν 650 χρόνια, έστω κι αν κάνουν αρβανίτικους Συνδέσμους και Συλλόγους, δεν δέχονται καν ότι είναι Αρβανίτες-Αλβανοί, αλλά Έλληνες από την Αλβανία.

Από αυτούς τους Έλληνες–Αρβανίτες, που πολλοί εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την αρβανίτικη διάλεκτο και στις μέρες μας για τη συνεννόησή τους με τους σημερινούς Αλβανούς οικονομικούς μετανάστες, προήλθε μεγάλος αριθμός αγωνιστών του 1821, όπως αναφέρουν διάφορες πηγές, μεταξύ των οποίων οι:

  • Ανδρέας Μιαούλης ή Ανδρέας Βώκος, ναύαρχος, αργότερα πολιτικός.
  • Μάρκος Μπότσαρης, Σουλιώτης αγωνιστής και μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σκοτώθηκε το 1823 από Τουρκαλβανούς, στο Καρπενήσι.
  • Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η μόνη γυναίκα μέλος της Φιλικής εταιρίας (το καράβι της μάλιστα το βάφτισε με το αρχαιοελληνικό όνομα «Αγαμέμνων»).
  • Παύλος Κουντουριώτης, ναύαρχος, αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
  • Θεόδωρος Πάγκαλος, στρατηγός και δικτάτορας.
  • Αλέξανδρος Κορυζής, Πρωθυπουργός του ’41, και άλλοι.

Ιλλυρική καταγωγή
Μια από τις απόψεις για την καταγωγή των Αρβανιτών, είναι ότι οι Αρβανίτες που ήρθαν εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, ήταν αμιγή ιλλυρικά φύλα, δηλαδή Αλβανοί (αν και για πολλούς οι σύνδεση των σημερινών Αλβανών με τους αρχαίους Ιλλυριούς είναι αρκετά συζητήσιμη*), οι οποίοι με το πέρασμα των αιώνων εξελληνίστηκαν και αναμείχθηκαν με τον ελληνικό πληθυσμό, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη ελληνικής εθνικής συνείδησης. Οι αντιδράσεις σε αυτή την εκδοχή προέρχονται κυρίως από τους ίδιους τους Αρβανίτες οι οποίοι στην συντριπτική πλειοψηφία δεν δέχονται την περίπτωση της αλβανικής καταγωγής ενώ κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, με το όνομα Αρβανίτες ονομάζονταν οι Αλβανοί που πολεμούσαν στο πλευρό των Τούρκων κατά των Ελλήνων, δηλαδή οι λεγόμενοι Τουρκαλβανοί, που σημαίνει ότι η ονομασία αυτή δεν χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει τους αλβανόφωνους Έλληνες**
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Κωνσταντίνος Κουκίδης και Μανώλης Γλέζος – Τι συνέβη στην πραγματικότητα, με την ελληνική και την γερμανική σημαία, στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, τις πρώτες ημέρες της γερμανικής Κατοχής, το 1941;

  27/04/2009 | Σχολιασμός

Στις αρχές της γερμανικής Κατοχής, στην Ελλάδα, το 1941, δύο γεγονότα που φέρονται να συνέβησαν στον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, σκόρπισαν ρίγη εθνικής υπερηφάνειας στους Έλληνες, ενώ έγιναν αντικείμενο διεθνούς θαυμασμού απ’ όσους μάχονταν τον Άξονα.

Το πρώτο γεγονός που αναφέρεται, είναι η πτώση από την Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, κάποιου ονόματι Κωνσταντίνου Κουκίδη (γράφεται και Κουκκίδης), ο οποίος εκτελώντας χρέη φρουρού της ελληνικής σημαίας, αρνήθηκε να την υποστείλει και να αναρτήσει στην θέση της την γερμανική με την σβάστικα. Ο Κώστας Κουκίδης φέρεται να τυλίχτηκε με την ελληνική σημαία και να πήδηξε από τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης, βρίσκοντας τραγικό θάνατο. Το δεύτερο γεγονός, αφορά την υποστολή της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη, έναν περίπου μήνα αργότερα, στις 30 Μαΐου 1941, από τους Μανώλη Γλέζο και Απόστολο Σάντα.

Και οι δυο αυτές περιπτώσεις τόλμης, θάρρους και αυτοθυσίας, παρ’ ότι φαίνεται να έχουν ίχνη αληθείας, εν τούτοις, είναι αμφίβολο αν ανταποκρίνονται 100% στην πραγματικότητα, καθώς υπάρχουν (ή δεν υπάρχουν) στοιχεία που δημιουργούν πολλά ερωτηματικά.

Κωνσταντίνος Κουκίδης
Πτώση από την ΑκρόποληΣχετικά με την περίπτωση του Κωνσταντίνου Κουκίδη, υπάρχουν 2-3 εκδοχές. Η πιο διαδεδομένη, είναι ότι ήταν εύζωνος, ο οποίος ήταν φρουρός στην Ακρόπολη, στις 27 Απριλίου 1941, την πρώτη ημέρα παρουσίας δηλαδή των Γερμανών στην Αθήνα. Όταν ένα γερμανικό απόσπασμα με επικεφαλείς τον λοχαγό Γιάκομπι (Peter Jacoby) και τον υπολοχαγό Έλσνιτς (Georg Elsnits), ανέβηκαν στην Ακρόπολη για να αναρτήσουν την γερμανική σημαία, ζήτησαν από τον Κουκίδη να υποστείλει την ελληνική. Σ’ αυτό το σημείο, σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Κουκίδης βουβός και βουρκωμένος κατέβασε την ελληνική σημαία, τύλιξε το κορμί του μ’ αυτή και πήδηξε από την Ακρόπολη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Κουκίδης αρνήθηκε να την υποστείλει και το χρέος αυτό ανέλαβε ένας Γερμανός στρατιώτης, ο οποίος αφού υπέστειλε την ελληνική σημαία, την δίπλωσε και την παρέδωσε στον Κουκίδη που στην συνέχεια πήδηξε μαζί μ’ αυτήν απ’ την Ακρόπολη.

Οι έρευνες που έχουν γίνει έκτοτε, δεν κατάφεραν να ανακαλύψουν κανέναν στρατιώτη ή εύζωνο στα στρατιωτικά αρχεία, με το όνομα Κωνσταντίνος Κουκίδης, προκαλώντας εύλογα ερωτηματικά. Ως απάντηση σ’ αυτή την αδυναμία έρχεται μια άλλη εκδοχή που λέει ότι ο Κουκίδης δεν ήταν στρατιώτης και δεν βρισκόταν μ’ αυτή την ιδιότητα στην Ακρόπολη (κάτι τέτοιο δεν προβλέπονταν ούτως ή άλλως όμως, καθώς είχε ήδη συναφθεί συνθήκη ανακωχής-παράδοσης με την Γερμανία). Ο Κωνσταντίνος Κουκίδης, σύμφωνα με τον συγγραφέα Ιωάννη Γιαννόπουλο (βιβλίο «Μυστική Ακρόπολη»), «Είναι μόλις 17 χρονών και μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Νεολαίας (ΕΟΝ). Μόλις χθες (σ.σ: 26 Απριλίου 1941), η τοπική επιτροπή της Νεολαίας του Θησείου απεφάσισε όπως τα νεαρά της μέλη εκτελούν τα καθήκοντα του φρουρού της σημαίας μέχρις ότου το κατοχικό κράτος θα απεφάσιζε -με την συνεργασία των κατοχικών δυνάμεων- το τι θα έμελλε να γίνει».

Πάντως, αργότερα ο Γερμανός στρατηγός φον Στούμε έδωσε διαταγή και στις 3 το μεσημέρι της ίδιας μέρας, της πρώτης μέρας της Κατοχής, υψώθηκε στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο και η ελληνική σημαία, δίπλα από τη γερμανική. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι προαναφερθέντες Γερμανοί αξιωματικοί, Γιάκομπι και Έλσνιτς, αναγνωρίζοντας το ηρωικό της πράξεως του Κουκίδη, ζήτησαν άδεια και την έλαβαν από την γερμανική διοίκηση (Βέρμαχτ) να αναρτείται και η ελληνική σημαία στην Ακρόπολη, όπως κι έγινε. Αυτή η εκδοχή όμως δεν φαίνεται να συμφωνεί με το γεγονός (που εμμέσως πάντως, επιβεβαιώνει το συμβάν) ότι γερμανική στρατιωτική διοίκηση Αθηνών υποχρέωσε την κατοχική κυβέρνηση Τσολάκογλου να δημοσιεύσει στον Τύπο ανακοίνωση, σύμφωνα με την οποία ο φρουρός της σημαίας μας, υπέστη έμφραγμα από την συγκίνηση όταν του ζητήθηκε να την παραδώσει.

Κάποια άλλα στοιχεία που φαίνεται να συνηγορούν υπέρ τού ανωτέρω ηρωικού γεγονότος και των οποίων γίνεται επίκληση, είναι τα εξής:
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

Βίοι «αγίων»

  11/04/2009 | Σχολιασμός

Η κοινή λογική λέει, πως άγιος είναι κάποιος, ο οποίος τουλάχιστον διακατέχονταν από ηθικές αξίες, αγάπη για τον συνάνθρωπο και καλοσύνη. Καθώς φαίνεται όμως, η κοινή λογική δεν συμβαδίζει πάντοτε με τα κριτήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι περισσότεροι άγιοι κρίθηκαν από την Ορθόδοξη Εκκλησία, όχι με βάση τον ενάρετο βίο τους, αλλά με την συνεισφορά τους στην άνοδό της στην εξουσία και στην τελική επικράτηση, διατήρηση και ενίσχυση του Χριστιανισμού. Το ότι πολλοί απ’ αυτούς, ποδοπάτησαν σχεδόν και τις 10 Εντολές, με τον έναν ή άλλον τρόπο, είναι ψιλά γράμματα…

Τώρα, το πως η σημερινή Εκκλησία, εξακολουθεί να τιμά, όσους αποδεδειγμένα (ακόμα και γι’ αυτήν) έχουν βάψει τα χέρια τους με αίμα αθώων και μη, ή κάθε άλλο παρά υπόδειγμα ηθικής ήταν, είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.

Ακολουθεί ένα μικρό δείγμα…«αγιοσύνης», με την επιφύλαξη να εμπλουτιστεί μελλοντικά και με άλλα «μπουμπούκια».

Μέγας Θεοδόσιος (17 Ιανουαρίου)
Ήταν φανατικός χριστιανός, βυζαντινός αυτοκράτορας, ισπανικής καταγωγής. Βαφτίστηκε το 380 στη Θεσσαλονίκη από τον επίσκοπο Αχόλιο. Αναμείχθηκε ενεργά στα διάφορα εκκλησιαστικά ζητήματα. Κάλεσε τη Β’ Οικουμενική Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη, καταδίωξε τους ειδωλολάτρες και τους αιρετικούς, δήμευσε τις περιουσίες τους, σταμάτησε τους Ολυμπιακούς αγώνες και ως επίσημη θρησκεία επέβαλε το χριστιανισμό. Το 390 στον ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης σφάχτηκαν με διαταγή του 7.000 άνθρωποι (κατ’ άλλους 15.000), ανεξάρτητα από την ηλικία τους, γιατί είχαν στασιάσει κι είχαν σκοτώσει τον Γότθο στρατιωτικό διοικητή της Θεσσαλονίκης, Βουθέριχο. Γι’ αυτή τη θηριωδία, ο επίσκοπος Μεδιολάνων Αμβρόσιος «τιμώρησε» το Θεοδόσιο για λίγους μήνες με την απαγόρευση να πάει στη Θεία Ευχαριστία.

Άγιος Αθανάσιος (18 Ιανουαρίου)
Ο βίος του αγίου Αθανασίου ακολουθεί την πεπατημένη γραμμή της Ορθοδοξίας, που πρεσβεύει, ότι όσο πιο φανατικός, μισαλλόδοξος, αιμοβόρος και βίαιος είναι κάποιος ιερέας ή πιστός της, τότε αγιοποιείται. Αρκεί βέβαια να υποστηρίζει με οποιοδήποτε τρόπο τα εξουσιαστικά συμφέροντα της Εκκλησίας. Ο Άγιος και Μέγας Αθανάσιος εορτάζεται στις 18 Ιανουαρίου κάθε έτους μαζί με τον Κύριλλο Αλεξανδρείας, τον εγκέφαλο της κατακρεούργησης της φιλοσόφου Υπατίας.

Το 328 μ.Χ. και σε ηλικία τριάντα τριών περίπου ετών ο Αθανάσιος ανέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της Αλεξάνδρειας. Ήταν μικρόσωμος και φιλάσθενος, αλλά τρομερά δραστήριος και πανούργος. Σύμφωνα με όλους τους υποστηρικτές του, αλλά και τους μη, μέθοδοί του ήταν οι κολακείες, οι δωροδοκίες, οι πλαστογραφίες, οι συκοφαντίες, η βία ενάντια στους εχθρούς του, οι πυρπολήσεις ναών και οι δολοφονίες. Απ΄ την Αλεξάνδρεια ο Αθανάσιος εκδιώχθηκε πέντε φορές μέσα σε μία χρονική περίοδο 18 ετών.

Η εκλογή του στο αξίωμα του πατριάρχη έγινε με τον πλέον σκοτεινό και αμφιλεγόμενο τρόπο, αφού απ΄ τους πενήντα τέσσερις εκλέκτορες αρχιμανδρίτες τον χειροτόνησαν μόνον οι επτά, που παρεμπιπτόντως ήταν και επίορκοι. Πιστοί του Αθανασίου προέβησαν σε ξυλοδαρμούς, φυλακίσεις και δολοφονίες εναντίον όσων αμφισβητούσαν τον ποιμένα τους. Η δράση του αγίου επικεντρώθηκε κυρίως εναντίον των Αρειανιστών και των Μελιτιανών χριστιανών.

Το 335 μ.Χ. είχαν συσσωρευτεί πολλές κατηγορίες εναντίον του πατριάρχη Αθανασίου. Οι κύριες ήταν: Για υπερβολική φορολογία, που είχε επιβάλλει στην επαρχία της Αλεξάνδρειας, για βίαιες ενέργειες αυτού και των πιστών του εναντίον πολλών εκ των εχθρών του ακόμα και μέσα σε εκκλησίες, για την κρυφή βοήθεια σε πολιτικούς αντιπάλους τού αυτοκράτορα και για την παρεμπόδιση της αποστολής σιταριού απ΄ το λιμάνι της πόλης, που κατευθυνόταν προς τους φτωχούς.

Οι κατηγορίες αυτές τον οδήγησαν στην καθαίρεσή του απ΄ τον ίδιο τον ορθόδοξο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Μέγα, με έγγραφο που έστειλε στην σύνοδο της Τύρου. Όμως, ο Αθανάσιος παραποίησε το έγγραφο αυτό δύο φορές, αναδημοσιεύοντας την επιστολή με ψεύτικα λόγια του Κωνσταντίνου, που έλεγαν δήθεν, ότι ο Αθανάσιος συκοφαντήθηκε. Οι κατηγορίες για βία και επιθέσεις πλήθαιναν, όπως ότι διέταξε τον ιερέα Μακάριο να επιτεθεί εναντίον του Αρειανιστή ιερέα Ισχύρα, ότι ο ίδιος ο Αθανάσιος είχε δολοφονήσει τον επίσκοπο Αρσένιο κι ότι ο άγιος είχε διαφθείρει κάποια γυναίκα.

Ο Αθανάσιος στα γραπτά του επιτίθεται κατά πάντων μη ορθοδόξων και ειδικά κατά των Ελλήνων: «Ουκούν ει μήτε άνθρωπος απλώς μήτε μάγος μήτε δαίμων τις εστίν ο Σωτήρ, αλλά και την παρά ποιηταίς υπόνοιαν και δαιμόνων φαντασίαν και Ελλήνων σοφίαν τη εαυτού θειότητι κατήργησε και επεσκίασε» (Άγιος Αθανάσιος, «Κατά Ελλήνων», κεφ.48, παρ. 9). Επίθετα και φράσεις εναντίον των Ελλήνων εξακοντίζονται σε όλα τα έργα του όπως «βλάσφημοι», «τρελλοί», «ψεύτες», «δουλοπρεπείς», «άθεοι», «πρέπει να εξοντωθούν», «θα καούν στην Κόλαση», «αποτρόπαιοι δαίμονες» κ.ά.: «…εξιλεούσθαι ους Έλληνες καλούσιν αποτροπαίους δαίμονας» (Σωζομενός, «Εκκλησιαστική Ιστορία», βιβλίο 5, κεφ. 5, παρ. 1).

Όσιος Ιάκωβος ο Ασκητής (28 Ιανουαρίου)
Ο Ιάκωβος ασκήτευε δεκαπέντε χρόνια σε μια σπηλιά. Κάποτε, από την κοντινή πολίχνη (την Πορφυριώνη) κάποιοι ευφυείς και τότε πολέμιοι του θρησκευτικού σκοταδισμού έστειλαν στη σπηλιά του μια πόρνη γυναίκα να του προσφέρει προκλητικά τα θέλγητρά της. Ο Ιάκωβος δεν ενέδωσε στην εύκολη ηδονή και η συνάντηση λειτούργησε συγκλονιστικά για τη γυναίκα, που από τότε εγκατέλειψε το επάγγελμά της και έζησε με συνέπεια μέσα στην Εκκλησία.

Ύστερα από κάποια χρόνια, «άρχων ένδοξος» της περιοχής πήγε στον ασκητή τη θυγατέρα του που έπασχε από νόσο βαριά. Ο Ιάκωβος προσευχήθηκε και ελευθέρωσε το κορίτσι από την ασθένεια, δέχθηκε μάλιστα να το κρατήσει λίγες μέρες στη σπηλιά, μαζί με τον αδελφό της, όπως επέμενε για σιγουριά ο πατέρας της. Τότε όμως ο Ιάκωβος, «ως άνθρωπος και αυτός» νικήθηκε από την επιθυμία. Βίασε την κόρη και στη συνέχεια έντρομος, μήπως φανερωθεί η πράξη του, τη σκότωσε μαζί με τον αδελφό της, μόνο μάρτυρα των εγκλημάτων του.

Σε πανικό απόγνωσης φεύγει στην έρημο, σκάβει έναν τάφο και μπαίνει μέσα ο ίδιος να πεθάνει δίχως ελπίδα ελέους από τον Θεό. Ο τοπικός επίσκοπος μαθαίνει τα συντρέξαντα και ξεκινάει μέρες πορείας στην έρημο για να τον βρει. Κάποτε τον ανακαλύπτει και θρηνώντας του εξηγεί ότι η απελπισία είναι αμάρτημα μεγαλύτερο από τον βιασμό και τους φόνους. Ο Ιάκωβος δέχεται με συντριβή την παραμυθία, αλλά δεν εγκαταλείπει τον τάφο ως ενδιαίτημα. Θα μείνει εκεί σε σκληρότατη άσκηση αυταπάρνησης ως την τελευτή του.
Παρεμβάλλεται μια τρομακτική ανομβρία στην περιοχή και ο επίσκοπος έχει «πληροφορίαν καρδίας» ότι μόνο αν προσευχηθεί ο Ιάκωβος μπορεί να νικηθούν της φύσεως οι όροι. Κλήρος και λαός βγαίνουν στην έρημο και φτάνουν στον τάφο όπου είναι κλεισμένος ο εγκληματίας ασκητής. Τον πείθουν να προσευχηθεί και η βροχή φτάνει αμέσως ευεργητική να βεβαιώσει την αγιότητα του μετανοημένου…

Τρεις ιεράρχες – Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός (30 Ιανουαρίου)
Οι τρεις Ιεράρχες, τιμούνται από την ελληνική Εκκλησία διότι διέσωσαν τα ελληνικά γράμματα. Το ερώτημα βέβαια που προκύπτει, είναι, από ποιους τα διέσωσαν και πώς; Αφού η ελληνική γλώσσα ήταν, τότε, η επίσημη γλώσσα του γνωστού κόσμου!

Πώς όμως υπερασπίστηκαν τον ελληνισμό όταν ο Μέγας Βασίλειος γράφει στο έργο του «εις τον Προφήτην Ησαΐαν Προοίμιον»:
«Μη δειλιάζετε από των ελληνικών πιθανολογημάτων… τα οποία είναι σκέτα ξύλα, μάλλον δε δάδες που απώλεσαν και του δαυλού την ζωντάνια και του ξύλου την ισχύ, μη έχοντας δε ούτε και του πυρός την φωτεινότητα, αλλά σαν δάδες καπνίζουσες καταμελανώνουν και σπιλώνουν όσους τα πιάνουν και φέρνουν δάκρυα στα μάτια όσων τα πλησιάζουν. Έτσι και (των Ελλήνων) η ψευδώνυμος γνώση σε όσους την χρησιμοποιούν».

Και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γράφει στην ομιλία του εις Άγιον Ιωάννην τον Ευαγγελιστήν:
«Αν κοιτάξεις στα ενδότερα (των ελληνικών σκέψεων) θα δεις, τέφρα και σκόνη και τίποτε υγιές, αλλά τάφος ανοιγμένος είναι ο λάρυγγας (των Ελλήνων φιλοσόφων!), όλα δε είναι γεμάτα ακαθαρσίες και πύον, και πάντα τα δόγματα τους βρίθουν από σκουλίκιαν… Αυτά γέννησαν και αύξησαν οι Έλληνες, παίρνοντας από τους φιλοσόφους τους… Εμείς όμως, δεν παραιτούμαστε από την μάχη εναντίον τους».

Τόση ήταν η αγάπη τους προς τους Έλληνες και την Ελλάδα που ο Χρυσόστομος συμβουλεύει τους χριστιανούς στον λόγο του «Περί Κενοδοξίας και πώς δει τους Γονείς Ανατρέφειν τα Τέκνα»:
«Κανένας δεν πρέπει να δίνει στα παιδιά του ονόματα των Ελλήνων προγόνων του, του πατέρα, της μητέρας, του παππού και του προπάππου, αλλά να δίνει τα ονόματα των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης».

Είναι όμως και ο Γρηγόριος Νανζιαζηνός:
«Η μητέρα μου πρόσεχε να μη φιλήσουν τα χείλη μου Ελληνικά χείλη, να μην αγγίξουν τα χέρια μου Ελληνικά χέρια και ούτε Ελληνικά τραγούδια να ΜΟΛΥΝΟΥΝ τα αυτιά και την γλώσσα μου».

Μέγας Κωνσταντίνος και Αγία Ελένη (21 Μαΐου)
Οι «διευκολύνσεις» και η προνομιακή μεταχείριση που προσφέρθηκαν στην Εκκλησία από τον αυτοκράτορα Φλάβιο Βαλέριο Κωνσταντίνο, ήταν αρκετά για να κάνει άγιο κάποιον, που θεωρείται υπεύθυνος ή ηθικός αυτουργός, για τις δολοφονίες του 17χρονου γιου του, του 12χρονου ανηψιού του, της συζύγου του, του πεθερού του, των δυο γαμπρών του και του κουνιάδου του. Επειδή κοντά στον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, όπως λέει μια λαϊκή παροιμία, η Εκκλησία φρόντισε να «αγιοποιήσει» και να «τιμήσει» (επίσης στις 21 Μαΐου) και την μητέρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Ελένη (ηθικός συναυτουργός στην δολοφονία της νύφης της), η οποία ως φαίνεται
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »

 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής