Πάρε-Δώσε

Ιστοχώρος ποικίλης ύλης
Ελληνική σημαία Πάρε-Δώσε

Αρχεία της κατηγορίας «Παροιμιώδεις εκφράσεις»

Η προέλευση γνωστών φράσεων και λέξεων.

Τον έπιασαν στα πράσα

  14/04/2009 | Σχολιασμός

ΠράσαΜόλις η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, κάποιος Θεόδωρος Καρράς έφτιαξε μια συμμορία κακοποιών, που ρήμαζαν τα σπίτια και τα μαγαζιά. Η αστυνομία τούς κυνηγούσε να τους πιάσει, μα ποτέ δεν το κατόρθωνε. Ο Καρράς είχε γίνει αληθινό φόβητρο των κατοίκων. Την εποχή εκείνη στην Κολοκυνθού των Αθηνών κατοικούσε ο παπά-Μελέτης, που έλεγαν ότι είχε φλουριά με το τσουβάλι.

Αν και περασμένης ηλικίας, η καταπληκτική του δύναμη έκανε εντύπωση σε όλους. Το σπιτάκι που έμενε, ήταν τριγυρισμένο με περιβόλι από πράσα. Μια νύχτα ο παπάς πετάχτηκε οπό τον ύπνο του. Του φάνηκε πως είδε στο περιβόλι του κάποια σκιά, που κινούταν ύποπτα μέσο στα πράσα. Άφοβος καθώς ήταν, πήγε προς τα κει και μ’ ένα πήδημα γράπωσε από τον σβέρκο -ποιον άλλον;- τον περίφημο Καρρά, που τον παρέδωσε στην αστυνομία. Ο κακοποιός ομολόγησε γρήγορα τους συνεργάτες του, που πιάστηκαν κι αυτοί.

Απ’ αυτό το γεγονός προέκυψε και η φράση «τον έπιασαν στα πράσα», που σημαίνει επ’ αυτοφόρω σύλληψη.

Σήκωσε δικό του μπαϊράκι

  01/04/2009 | Σχολιασμός

Η σημαία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη«Μπαϊράκι» στα τούρκικα σημαίνει «σημαία» (bayrak) και πιο συγκεκριμένα, μικρή σημαία ή λάβαρο. Τα μπαϊράκια κατά την περίοδο της Επανάστασης, χρησιμοποιούνταν ως διακριτικά των αντάρτικων ομάδων των Κλεφτών και των Αρματολών. Οι περισσότεροι αγωνιστές είχαν δική τους σημαία, όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Διάκος κ.ά.

Συχνά, ανάμεσα στους Αρματολούς του 1821, συνέβαιναν πολλά επεισόδια, παρεξηγήσεις και παραστρατήματα, που κατέληγαν, τις περισσότερες φορές, σ’ ένα θανάσιμο μίσος μεταξύ τους. Οι διαφορές τους αυτές προέρχονταν κυρίως από το ποιος θ’ αναλάμβανε το «καπετανιλίκι». Δηλαδή, ποιος θα γινόταν αρχηγός στις διάφορες αντάρτικες ομάδες των βουνών, όταν «χήρευε» καμιά θέση. Φυσικά, οι παλιοί Αρματολοί, που είχαν ψηθεί στη φωτιά του μπαρουτιού, αδιαφορούσαν για κάτι τέτοια κι έμεναν μακριά από τους καβγάδες. Αλλά οι νεότεροι, που ήθελαν να δείξουν τις ικανότητές τους, επιζητούσαν με κάθε τρόπο να γίνουν αρχηγοί.

Έριχναν, λοιπόν, κλήρo μεταξύ τους και εκείνος που κέρδιζε, γινόταν αρχηγός της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτοί που έχαναν, όμως, δεν έμεναν διόλου ευχαριστημένοι. Έτσι άρχιζαν να βάζουν διαβολές σε βάρος του καινούριου «καπετάνιου» και πολλές φορές κατόρθωναν, με τον τρόπο αυτό, να πάρουν με το μέρος τους ορισμένα παλικάρια και να σηκώσουν δικό τους «μπαϊράκι».

Δηλαδή, οι αποστάτες έκαναν δική τους ομάδα και ύψωναν σημαία δική τους. Το μπαϊράκι αυτό (λεγόταν και φλάμπουρο), σήκωνε ο θεωρούμενος πιο γενναίος της ομάδας, που ονομάζονταν μπαϊρακτάρης ή φλαμπουριάρης. Η ιδιότητα αυτή μάλιστα, με τον καιρό μετεξελίχθηκε και σε οικογενειακό επώνυμο (π.χ. ο Δημήτριος Μπαϊρακτάρης, γνωστός για την δράση του εναντίων των Κουτσαβάκηδων).

Από τότε έμεινε η φράση: «Σήκωσε δικό του μπαϊράκι», που τη λέμε για κάποιον που ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, για κάποιον που εκφράζει ενστάσεις και αυτονομείται.
Εναλλακτικά, χρησιμοποιείται και η έκφραση «Σήκωσε μπαντιέρα», η οποία παντιέρα είναι η σημαία στα ιταλικά (bandiera).

Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου

  26/03/2009 | Σχολιασμός

Η παροιμιώδης αυτή έκφραση, οφείλεται σε έναν Κρητικό, που ονομάζονταν Παντελής Αστραπογιαννάκης.
Όταν οι Ενετοί κυρίευσαν τη Μεγαλόνησο, αυτός πήρε τα βουνά μαζί με μερικούς τολμηρούς συμπατριώτες του. Από εκεί κατέβαιναν τις νύχτες και χτυπούσαν τους κατακτητές μέσα στα κάστρα τους.
Για να δίνει, ωστόσο, κουράγιο στους νησιώτες, τους υποσχόταν ότι θα ελευθέρωναν γρήγορα την Κρήτη.
Με το σήμερα, όμως, και με το αύριο, ο καιρός περνούσε και η κατάσταση του νησιού αντί να καλυτερεύει, χειροτέρευε.
Οι Κρητικοί άρχισαν ν’ απελπίζονται. Μα ο Αστραπογιαννάκης δεν έχανε το θάρρος του, εξακολουθούσε να τους δίνει ελπίδες για σύντομη απελευθέρωση. Οι συμπατριώτες του, όμως, δεν τα πίστευαν πια. Όταν, λοιπόν, το ασύγκριτο εκείνο παλικάρι πήγαινε να τους μιλήσει, όλοι μαζί του έλεγαν: «Ξέρουμε τι θα πεις. Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μoυ!».

Έτσι προέκυψε και η αντίστοιχη παροιμιώδης φράση, η οποία υποδηλώνει μια κατάσταση, συνήθως ανεπιθύμητη, η οποία παραμένει αμετάβλητη.

Απ’ έξω κι ανακατωτά (απ’ την καλή και την ανάποδη)

  20/03/2009 | Σχολιασμός

ΠροσευχήΤον Σεπτέμβριο του 1155, σ’ ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης συνέβησαν τέτοια έκτροπα, που ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου, Εμμανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές εκείνης της εποχής. Έτσι, πολλοί τυφλώθηκαν, άλλοι εξορίστηκαν και άλλοι ρίχτηκαν στα φοβερά κελιά των φυλακών του Επταπυργίου. Οι τελευταίοι, πέραν του εγκλεισμού τους στην φυλακή, είχαν υποβληθεί και σε μια επιπλέον πρωτότυπη τιμωρία-μαρτύριο: Κάθε μέρα, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν, φωναχτά, είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο!

Οι φύλακες δεν τους άφηναν να πάρουν ανάσα και ουαί κι αλίμονο αν οι τιμωρημένοι σταματούσαν τις προσευχές και τους ψαλμούς, έστω και για ένα λεπτό. Οι προσευχές διαβάζονταν μέσα από μεγάλα και χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν οι προσευχές τελείωναν, αντί οι φυλακισμένοι να αρχίσουν το βιβλίο από την αρχή, ήταν υποχρεωμένοι να τις διαβάσουν απ’ το τέλος προς την αρχή. Δηλαδή ανάποδα.

Απ’ αυτό το περίεργο γεγονός προέκυψαν και οι παροιμιώδεις φράσεις «του τα ‘ψαλα απ’ την καλή και την ανάποδη» και «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά»*, που σημαίνει σήμερα «γνωρίζω κάτι πολύ καλά», γιατί οι τιμωρημένοι έφτασαν στο σημείο από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές, να τις μαθαίνουν από έξω κι ανακατωτά.

* Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, η φράση «τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά», προέρχεται από την εκπαιδευτική διδασκαλία στα σχολεία του Βυζαντίου: Οι δάσκαλοι για να διαπιστώσουν αν οι μαθητές γνώριζαν καλά το αλφάβητο απ’ έξω και δεν το «παπαγάλιζαν» απλά, τους έδειχναν τα γράμματα ανακατεμένα και τους ζητούσαν να τα πουν.

Της πουτάνας το κάγκελο

  10/03/2009 | Σχολιασμός

Με την φράση «της πουτάνας το κάγκελο», εννοούμε έναν μεγάλο συνωστισμό, κοσμοσυρροή, φασαρία και κατά περίπτωση και ταλαιπωρία. Είναι συνώνυμη του «έγινε χαμός».

Η προέλευση της φράσης, ανάγεται στην περίοδο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ερχόντουσαν αρκετά συχνά, συμμαχικά πολεμικά πλοία και αγκυροβολούσαν ανοιχτά από την παραλία του Νέου Φαλήρου (κάτι που συνέβαινε και μετά τη λήξη του).

Ο ερχομός των στόλων ήταν «δώρο Θεού» για τις «κοινές» γυναίκες, οι οποίες μαθαίνοντας τον ερχομό τους μαζευόντουσαν στην ξύλινη εξέδρα του Φαλήρου, και μάλιστα στα κάγκελα της δεξιάς πλευράς (προς τον εξερχόμενο) που έβλεπαν προς την Ακρόπολη, στα οποία και ανέμεναν τους επίδοξους πελάτες τους (δηλαδή τους ναύτες). Εκεί, η κάθε πόρνη είχε και το δικό της κάγκελο, πάνω στο οποίο ακουμπούσε και έγραφε το όνομά της, έως που να έρθουν οι ναύτες.

Οι γονείς που τύχαινε να βρίσκονται εκεί με τα παιδιά τους, απέτρεπαν την οποιαδήποτε παραμονή εκεί χαρακτηρίζοντας το χώρο ως «της πουτάνας το κάγκελο». Από αυτό το γεγονός έμεινε η παροιμιώδης φράση «της πουτάνας το κάγκελο».

Σατιρικά, η φράση αναφέρεται και σε αρχαΐζουσα γλώσσα ως «της επί χρήμασιν εκδιδομένης το σιδηρούν κιγκλίδωμα», ενώ η οικονομική πνοή που έφερναν οι συμμαχικοί στόλοι στην Τρούμπα και στα «μαγαζιά με γυναίκες» του Πειραιά, αποτέλεσε θέμα της γνωστής παλιάς ελληνικής ταινίας «Καλώς ήρθε το δολάριο».

Πηγές
moutzaheadin.com | el.wikipedia.org
 
Εναλλαγή σε εμφάνιση φορητής συσκευής