Σε τί χρειάζομαι έναν θεό;
20/02/2011 | Σχολιασμός
Στο βιβλίο της «Wozu brauche ich einen Gott?» (περίπου: Σε τι χρειάζομαι έναν θεό;) παρουσιάζει η παιδαγωγός Dr. Fiona Lorenz, συνομιλίες με συμπολίτες, διαφόρων ηλικιών, επαγγελμάτων και εθνικοτήτων —κυρίως γερμανόφωνων, βέβαια—, οι οποίοι δηλώθηκαν αυθόρμητα σε πρόσκληση για συμμετοχή σε μια εκ του μακρόθεν συζήτηση, πότε, πως και γιατί έπαψαν να είναι πιστοί σε κάποια θρησκεία και αν υπήρχε κάποιο χαρακτηριστικό γεγονός που τους οδήγησε σ’ αυτή την επιλογή.
Κύριος στόχος αυτής της μελέτης ήταν η διερεύνηση των λόγων για την επιλεγμένη αθεΐα, η οποία συνήθως αποσιωπάται στο δημόσιο λόγο, σε αντίθεση με περιγραφές και διηγήσεις διαφόρων για την ευχαρίστηση που νιώθουν να πιστεύουν στον ένα ή στον άλλο θεό και τον/τους προφήτες του.
Για τον εαυτό της γράφει η κ. Lorenz ότι είναι η ίδια άθεη και διαχώρισε τη θέση της από τον (προτεσταντικό) εκκλησιαστικό μηχανισμό την εποχή που ενηλικιώθηκε και άρχισε να εργάζεται (τώρα είναι 48 ετών), οπότε έπρεπε να πληρώνει «εκκλησιαστικό φόρο».
Στην πορεία αναρωτήθηκε η κ. Lorenz, αν αυτός ο διαχωρισμός από την «προτεσταντική εκκλησία» ήταν μια τυπική ενέργεια και μήπως πριν πίστευε σε οτιδήποτε σχετικό. Η ίδια γράφει επ’ αυτού τα εξής, τα οποία αποδίδω εδώ κάπως ελεύθερα, αλλά στο πνεύμα της συγγραφέως:
Δεν μπορώ να θυμηθώ αν και τι πίστευα πριν από την αποχώρησή μου από την Εκκλησία. Γι’ αυτό πιστεύω ότι ήμουν από μικρή άθεη, χωρίς να το έχω συνειδητοποιήσει· εκφράστηκε αυτό τη στιγμή που έπρεπε να πληρώσω για κάτι που δεν με ενδιέφερε.
Μπορώ να πω μάλιστα ότι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται άθεοι και αργότερα μέσω των γονέων, δασκάλων, συγγενών και φίλων προσαρμόζονται στη θρησκεία της οικογένειας, της κοινότητας, της πόλης ή του κράτους.
Μικρή, σε ηλικία 13-14 ετών, έτυχε να διαβάσω κάποια θρησκευτικά βιβλία, για τον Δαυίδ, για τον Ιησού, για τον Παύλο, και διαπίστωσα ότι όλα αυτά που αναφέρονταν εκεί, μου ήταν τελείως αδιάφορα· δεν μπορούσα να προσαρμοστώ στις ιδέες που περιέχονταν σ’ αυτά, δεν είχαν σχέση με τη ζωή μου. Και αργότερα δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι μου λείπει κάτι. Πέρα απ’ αυτά δεν ενδιαφέρθηκα ποτέ να πάρω μέρος σε συζητήσεις, αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός, με ενδιέφεραν τελείως άλλα πράγματα.
Οι επαφές μου με την Εκκλησία ήταν κατά τις επισκέψεις μου στο κατηχητικό, στο οποίο με έστελνε ο πατέρας μου. Έμαθα τα διάφορα θρησκευτικά τραγούδια και τα τραγούδαγα από στήθους, χωρίς να διαβάζω τους στίχους ή τις νότες, αλλά τίποτα από αυτά δεν έμεινε στη συνείδησή μου.
Στο σπίτι δεν κάναμε προσευχές και θρησκευτικές συζητήσεις, κάποτε πηγαίναμε τα Χριστούγεννα στην εκκλησία, μέχρι που έγινα έφηβη και δεν ενδιαφερόμουν πια. Αυτό σημαίνει ότι δεν είχα από την οικογένειά μου πίεση προσαρμογής σε θρησκευτικές δοξασίες και τελετές.
Αν και ξέρω ότι κάποιοι έγιναν πιστοί, επειδή είχαν διάφορα δυσάρεστα επεισόδια στη ζωή τους, εγώ έτυχε να περάσω ασθένειες καρκίνου, αλλά δεν σκέφτηκα ούτε στιγμή να απευθυνθώ σε κάποιο θεό ή σε οποιαδήποτε ανώτερη δύναμη. Ήξερα ότι είμαι θνητή και το επιβεβαίωσα πολύ έντονα κατά την ασθένειά μου, αλλά αυτό με ενίσχυσε να ασχοληθώ περισσότερο με τη ζωή, την οικογένεια και τη ζωή μου, όσο έχω καιρό και όσο έχω δυνάμεις.
Προσωπικά έχω έντονο το συναίσθημα του αυτοπροσδιορισμού και της υπευθυνότητας να πετύχω τους στόχους που έχω βάλει αυτή την περίοδο της ζωής μου. Θρησκείες και άλλα συστήματα ολοκληρωτικού ελέγχου της προσωπικότητας δίνουν επίσης προσανατολισμό στη ζωή, έτσι ώστε να μην χρειάζεται κάποιος να κάνει δικό του προγραμματισμό και δικές του ιδιαίτερες σκέψεις. Σε κάθε ενδιαφερόμενο προσφέρεται όμως ένα προκαθορισμένο σύστημα ενεργειών, τι πρέπει να σκεφτεί, να αισθανθεί, να πράξει και, αν αυτός αποκλίνει, υπάρχει κατάλογος ποινών!
Και υπεύθυνος για όλα αυτά είναι κάποιος απροσδιόριστος θεός, με αντιφατικές ιδιότητες, για τον οποίο ούτε οι σοφότεροι πιστοί του γνωρίζουν κάτι. Αυτός ο «θεός» λοιπόν προκαθορίζει όλα αυτά που προορίζονται για τους πιστούς του και κανείς από αυτούς δεν μπορεί ή δεν τολμάει να ρωτήσει, για ποιο λόγο συμβαίνει αυτό και γιατί πρέπει να κάνουν οι πιστοί το ένα ή το άλλο! Ο Θεός, αυτός που είναι άγνωστος και απροσδιόριστος, ξέρει!
Παράλληλα με τις ποινές υπάρχει και η προσδοκία ενός «Παραδείσου», στον οποίο επιδιώκουν κυρίως να εγκατασταθούν όσοι δεν περνούν καλά στη ζωή τους. Για να πετύχεις όμως την είσοδό σου σ’ αυτόν το άγνωστο και ακαθόριστο «Παράδεισο», πρέπει να απαρνηθείς πολλές, ίσως όλες τις χαρές της γήινης ζωής.
Η κ. Lorenz αποφάσισε λοιπόν να δημοσιεύσει την περιγραφή διαφόρων συμπολιτών για τη διαφοροποίησή τους από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό και τη θρησκεία, όπως έκανε η ίδια για τον εαυτό της και μετέφερα εγώ συνοπτικά στα προηγούμενα.
Για το σκοπό αυτό ανέβασε η ερευνήτρια μηνύματα στο Internet και ζητούσε ενδιαφερόμενους που θα ήθελαν να δηλώσουν άθεοι και να περιγράψουν τη διαδρομή σ’ αυτή την επιλογή τους. Τελικά δηλώθηκαν πάρα πολλοί άνθρωποι, κυρίως από το γερμανόφωνο χώρο (Γερμανία, Αυστρία, Ελβετία, Λουξεμβούργο), αλλά και άθεοι από το Ιράν και το Αφγανιστάν –αυτοί ανώνυμα για πολύ κατανοητούς λόγους.
Από τις αφηγήσεις των τέως πιστών χριστιανών (καθολικών, προτεσταντών, ορθοδόξων και μορμόνων), Εβραίων και μωαμεθανών, με ηλικίες από 9 μέχρι 86 ετών επελέγησαν τελικά 70 κείμενα (56 άνδρες, 14 γυναίκες) για να δημοσιευτούν στο προαναφερόμενο βιβλίο (εκδόσεις rororo, 2009).
Εδώ, δημοσιεύονται μερικά αποσπάσματα: …
Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »