Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν στον Θεό επειδή νομίζουν ότι έχουν δει κάποιο όραμά του -ή έναν άγγελο ή μια Παρθένο ντυμένη στα γαλάζια- με τα ίδια τους τα μάτια. Ή επειδή άκουσαν τη φωνή του. Αυτό το επιχείρημα της προσωπικής εμπειρίας, είναι το πειστικότερο για όσους ισχυρίζονται ότι είχαν παρόμοια εμπειρία, αλλά το λιγότερο πειστικό για οποιονδήποτε άλλον -πόσο μάλλον για όποιον έχει αρκετές γνώσεις ψυχολογίας.
Λέτε ότι είχατε άμεση εμπειρία του Θεού; Ε, λοιπόν, μερικοί άνθρωποι λένε ότι βίωσαν την εμπειρία ενός ροζ ελέφαντα, αλλά αυτό πιθανότατα δεν σας εντυπωσιάζει… Ο Τζορτζ Μπους έλεγε ότι ο Θεός τού είπε να εισβάλει στο Ιράκ (τι κρίμα που δεν προσφέρθηκε να του αποκαλύψει και ότι δεν υπήρχαν εκεί όπλα μαζικής καταστροφής). Πολλοί τρόφιμοι ασύλων νομίζουν ότι είναι ο Ναπολέοντας ή ο Τσάρλι Τσάπλιν, ή ότι όλος ο κόσμος συνωμοτεί εναντίον τους, ή ότι μπορούν να μεταδίδουν τη σκέψη τους σε άλλους ανθρώπους. Δεν τους κακοκαρδίζουμε, αλλά ούτε βέβαια παίρνουμε στα σοβαρά τις ένδοθεν εξ αποκαλύψεως πεποιθήσεις τους, κυρίως επειδή ελάχιστοι άλλοι τις συμμερίζονται. Οι θρησκευτικές εμπειρίες διαφέρουν μόνο κατά το ότι όσοι ισχυρίζονται πως τις έχουν βιώσει είναι πολυάριθμοι. Δεν θα χαρακτηρίζατε λοιπόν υπερβολικά κυνικό τον Σαμ Χάρις όταν έγραφε, στο «The end of faith» (To τέλος της πίστης): … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Στα πλαίσια του Εθνικού Διχασμού, που έλαβε χώρα στα μέσα της δεκαετίας του 1910, η Εκκλησία δεν είχε μείνει αμέτοχη, λαμβάνοντας εμφανώς θέση με τους βασιλόφρονες-αντιβενιζελικούς. Το βασικό αντικείμενο της διένεξης μεταξύ βασιλιά και Βενιζέλου, ήταν η είσοδος ή όχι της Ελλάδος στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’, βάσει εδαφικών ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων από την Γερμανία υποστήριζε την ουδετερότητα, ενώ ο Βενιζέλος την συμμετοχή στο πλευρό των Άγγλων και των Γάλλων, προσανατολισμένος στην υλοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας».
Με το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, το 1916, και κάτω από τις κατακτητικές διαθέσεις των Βούλγαρων, παρατηρήθηκε ωστόσο κι ένας διχασμός ανάμεσα στις τάξεις της Εκκλησίας, καθώς οι μητροπόλεις των «Νέων Χωρών» (έτσι εξακολουθεί ν’ αποκαλεί το Πατριαρχείο τα εδάφη που ενσωματώθηκαν στον εθνικό κορμό κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους· δηλαδή τη Μακεδονία, τη Θράκη, την Ήπειρο, την Κρήτη και νησιά του ανατολικού και βορείου Αιγαίου), εμφανίζονταν να είναι, λίγο έως πολύ φιλοβενιζελικές.
Στην «Παλαιά Ελλάδα», οι μητροπόλεις υπό την καθοδήγηση του αρχιεπισκόπου Αθηνών, Θεόκλητου Α’, εξέφραζαν με κάθε τρόπο την εναντίωσή τους στον «Σατανά» και «προδότη» Βενιζέλο, ο οποίος προσέθετε περισσότερα βέλη στις φαρέτρες των αντιπάλων του, μετά κι απ’ την ωμή επέμβαση των συμμάχων του Αγγλογάλλων, τον Νοέμβριο του 1916, σε ελληνικό έδαφος, που κατέλυαν την έννοια του κυριαρχικού δικαιώματος (σύγκρουση των συμμάχων με τον κυβερνητικό στρατό και βομβαρδισμός της Αθήνας, λόγω μη ικανοποίησης της συμμαχικής απαιτήσεως για παράδοση πολεμικού υλικού από την κυβέρνηση των Αθηνών). Μετά τον συμβιβασμό της κυβέρνησης και την αποχώρηση των συμμάχων, εκδηλώθηκε στην Αθήνα κύμα επιθέσεων και λεηλασιών εναντίων των βενιζελικών. Τα γεγονότα αυτά, έμειναν γνωστά ως «Νοεμβριανά», στα πλαίσια των οποίων εντάσσεται κι ο αναθεματισμός του Βενιζέλου που ακολούθησε λίγες ημέρες αργότερα. Η ιδέα του αναθεματισμού, φέρεται ν’ ανήκε στον μητροπολίτη Λαρίσης, Αρσένιο, η οποία κι έγινε δεκτή από την Ιερά Σύνοδο.
Έτσι, στις 12 Δεκεμβρίου 1916, πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, αντιβενιζελικό συλλαλητήριο, υπό την καθοδήγηση της Ιεράς Συνόδου.
Στο Πεδίον του Άρεως, ένα ρακένδυτο αχυρένιο ομοίωμα του Βενιζέλου που έφερε την φωτογραφία του στην κορυφή, καθώς και μια κεφαλή αιμόφυρτου ταύρου με μεγάλα κέρατα, είχαν τοποθετηθεί σ’ έναν λάκκο, μαζί με την επιγραφή «Ανάθεμα εις τον προδότην και τους συνενόχους του».
Εκεί, οι διαδηλωτές, οι οποίοι είχαν ήδη φανατιστεί, έριχναν από μια πέτρα, μικρή ή μεγάλη, επαναλαμβάνοντας την κατάρα που ξεστόμισε πρώτος ο Θεόκλητος: «Κατά Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος την βασιλείαν και την πατρίδα, ανάθεμα έστω!».
Είναι γνωστό ότι σήμερα κάποιος γίνεται χριστιανός μόνο με τον προσηλυτισμό. Οι περιπτώσεις να επιλεγεί συνειδητά η θρησκεία αυτή από κάποιον, είναι ελάχιστη και φυσικά αν συμβεί, θα γίνει σε αντικατάσταση μιας άλλης παρόμοιας συνήθως θεϊστικής πίστης. Ο κάθε ένας ανάλογα με την χώρα που γεννιέται και την σέχτα του κοινωνικού περίγυρού του, ακολουθεί και την αντίστοιχη θρησκεία.
Στην Ελλάδα όλοι σχεδόν, από μικροί βαπτιστήκαμε χωρίς να ερωτηθούμε. Μας πήγαιναν στην εκκλησία και μας υποχρέωναν να φιλάμε το χέρι του παπά· κάποιοι πήγαν και σε κατηχητικά επίσης μικροί, χωρίς να υπάρχει κάποια κριτική ή λογική και φυσικά όλοι διδαχθήκαμε θρησκευτική κατήχηση στα σχολεία σαν κάτι δεδομένο και το μόνο αληθές. Έτσι σταδιακά, εξ απαλών ονύχων, μυηθήκαμε στην θρησκεία και αποφασίσαμε ότι την πιστεύουμε. Αυτή την δεδομένη κατάσταση λίγοι έχουν καταφέρει να ανατρέψουν και σε σαφώς μεγαλύτερη ηλικία με προσωπική απόφαση και πολύ έρευνα.
Είναι προφανές λοιπόν ότι πρώτα έρχεται ο προσηλυτισμός, ακολουθεί η πίστη σε κάτι για το οποίο δεν υπάρχει αντίρρηση, αφού δομείται στην βρεφική ηλικία που δεν υπάρχει λογική τοποθέτηση, και αφού κάποιος δεχθεί ότι πιστεύει, μεγαλώνοντας, κάθε πιθανό βίωμα που έχει μεταφράζεται μέσα από την λογική αυτή και έτσι ο πιστός νομίζει ότι επιβεβαιώνεται η πίστη του. Σε όλη αυτή την διαδικασία, ο νους, η λογική, έχει σταδιακά χάσει την ικανότητα επέμβασης με αποτέλεσμα να υπάρχει ένας διχασμός της προσωπικότητας, αφού η νόηση δεν παύει να δουλεύει σε άλλα θέματα ακόμα και παρόμοιας υφής ή σχετικών αποτελεσμάτων.
Αν ρωτήσετε κάποιον χριστιανό να σας δώσει με λίγα λόγια τι ακριβώς πιστεύει, θα διαπιστώσετε ότι εκτός από λίγους διαβασμένους, οι περισσότεροι δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τα βασικά πιστεύω τους. Θα πουν κάτι απλό όπως την ιστορία της έλευσης του Χριστού, τα θαύματα, και την Ανάσταση που έγινε για να μας σώσει, δεν μπορούν όμως να συνοψίσουν την χριστιανική θρησκεία σε κάτι που μπορεί να αποτυπωθεί συνολικά απλά και καθαρά. Τούτο συμβαίνει γιατί η Εκκλησία έχει πολλά πρόσωπα που αφήνει ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα και τις θεωρήσεις για το οτιδήποτε, γιατί τα βασικά της πιστεύω, δεν τα λέει πολύ καθαρά, τα κρύβει και τα εμφανίζει έμμεσα σαν απλές πληροφορίες που θα έπρεπε κάποιος να γνωρίζει ήδη, από την άλλη δεν υπάρχει κάποιο σχετικό εγχειρίδιο ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Σε αυτό έχει βοηθήσει και η απαράδεκτη θρησκευτική κατήχησή μας όπως αναφέρθηκε. Αν τελικά κάποιος στριμωχτεί θα σας πει το «Σύμβολο της Πίστεως», θεωρώντας αυτό το πιο συνοπτικό κείμενο που περιέχει όλη την χριστιανική πίστη.
Για τον λόγο αυτό θα κάνουμε μια ανάλυση στο «Σύμβολο της Πίστεως» με κριτήριο την λογική και ορθολογική προσέγγιση που είναι σε πλήρη αντίθεση με την προσέγγιση της πίστης. Παρ’ όλα αυτά θα συνιστούσα να δείτε μια σχετική χριστιανική ανάλυσή του, όπως για παράδειγμα αυτή που βρήκα πρώτη στο ψάξιμο στο διαδίκτυο, από την σελίδα της «Ι.Μ.» Σύρου, γραμμένη από τον θεολόγο καθηγητή Μιχαήλ Χούλη που περιλαμβάνει και την ιστορία του, με την οποία δεν θα ασχοληθώ. Αφού το διαβάσετε, ελάτε να δούμε πως ένας μη χριστιανός μπορεί να δει και να σχολιάσει το κείμενο αυτό που υποτίθεται ότι συμπυκνώνει όλη την χριστιανική ή την ορθόδοξη χριστιανική πίστη με βάση την επιστήμη και την λογική … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Προφανώς δεν είναι πιστοί χριστιανοί, διότι κατά τον Απόστολον Παύλον…είναι αμαρτία να μην πληρώνετε το χαράτσι, τη ΔΕΗ, τους φόρους κ.λπ. Eίναι αμαρτία να γιαουρτώνετε τους υπουργούς, βουλευτές κ.λπ.
Πώς άραγε δικαιολογούνται;
«Προς Ρωμαίους Επιστολή», του Παύλου (13: 1-7)… (Επεξηγήσεις και σχόλια εντός παρενθέσεων, δικά μου).… Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο εκχριστιανισμός τής Κύπρου δεν ήταν καθόλου μια ειρηνική ιεραποστολή. Απεναντίας, ο «ευαγγελισμός» τού νησιού φαίνεται μάλλον να ήταν αγγελία και πράξη τρόμου, βίας, και συστηματικού προσηλυτισμού, έως ότου το νησί να «αγκαλιάσει» (ή να «ασπαστεί», κ.λπ., όπως μάς λένε συνήθως οι δάσκαλοι) τον Χριστιανισμό. Τουλάχιστον, έτσι υποδεικνύουν οι πηγές, οι πλείστες των οποίων πολύ βολικά αγνοούνται ή υποβαθμίζονται από θεολόγους, υποψήφιους διδάκτορες τής Θεολογίας (π.χ. Χ. Κ. Οικονόμου: «Οι απαρχές τού Χριστιανισμού στην Κύπρο», διδακτορική διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 1986, σελ. 128-132.), καθηγητές, κ.λπ. Εδώ, θα αφήσουμε τις πηγές να μιλήσουν βασικά από μόνες τους, με λίγα σχόλια και κάποια συμπεράσματα στο τέλος κι ας κρίνει ο καθένας αναλόγως … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »