Στο προηγούμενο μέρος, εξετάσαμε δύο από τις συνήθεις χριστιανικές απολογητικές κατηγορίες κατά του φιλοσόφου Ιουλιανού.
Η πρώτη, ήταν η πολιτική του απέναντι στους χριστιανούς.
Εκεί, είπαμε ότι φρόντισε να εξασφαλίσει την θρησκευτική ανοχή όχι μόνο απέναντι του Χριστιανισμού, αλλά και μεταξύ των χριστιανικών ρευμάτων.
Ότι η κατάργηση χριστιανών από καίριες και σημαντικές θέσεις ήταν πράξη συνετή προς αποφυγή στάσεων, και τέλος ότι το διάταγμά του που όριζε ότι ο καθηγητής της κλασσικής παιδείας δεν θα μπορούσε να είναι χριστιανός, ήταν απόλυτα λογικό και συνεπέστατο με τις χριστιανικές θέσεις πριν την επισημοποίηση του Χριστιανισμού.
Η δεύτερη, είναι ότι η στήριξή του προς τον Ιουδαϊσμό ήταν στα πλαίσια της θρησκευτικής πολιτικής της ανεξιθρησκείας. Μάλιστα δείχθηκε από τα ίδια τα γραπτά του η επικριτική του θέση απέναντι στον Ιουδαϊσμό.
Στο παρόν, θα εξεταστούν οι ισχυρισμοί περί φόνων και διώξεων, καθώς και το λεγόμενο πογκρόμ που υποτίθεται ότι διέπραξε … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο Χριστιανισμός δεν είναι στην πραγματικότητα η θρησκεία της «αγάπης», της «συγνώμης» και της ανεκτικότητας, όπως επαγγέλλεται. Απεναντίας, η Εκκλησία δεν ανέχεται τους «αποστάτες», ειδικά όταν αυτοί την εγκαταλείπουν πρωτίστως εξαιτίας της ίδιας της πίστεως, της ουσίας της, και δευτερευόντως για την υποκρισία της. Δεν συγχωρεί κανέναν που αποσκιρτά από αυτήν, διότι τον θεωρεί κτήμα της. Δούλο «θεού», δηλαδή δούλο δικό της. Πολύ περισσότερο όταν κανείς την απορρίπτει για κάτι καλύτερο, και πρόκειται περί προσωπικότητας και ανθρώπου με εξουσία που προσπαθεί να επαναφέρει τις χαμένες ισορροπίες.
Αυτό συνέβη και με την περίπτωση του Ιουλιανού. Μετά τον θάνατό του στα τριάντα δύο του, οι χριστιανοί πατέρες και συγγραφείς επισώρευσαν εναντίον του κατηγορίες διαστρέφοντας τα γεγονότα είτε επινοώντας εντελώς φανταστικά. Επί αιώνες λοιδορούνταν το όνομά του με τους χαρακτηρισμούς «αποστάτης» και «παραβάτης». Βέβαια, από την εποχή της αναγεννήσεως και του διαφωτισμού και πέρα, επιχειρήθηκε η αποκατάσταση του ονόματός του. Έτσι, «η σύγχρονη ιστοριογραφία δεν τον αντιμετωπίζει πια ως “παραβάτη” του χριστιανικού νόμου» (Η αντιπαγανιστική νομοθεσία της ύστερης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από τους κώδικες, μτφ Α. Καμαρά σ. 112). Σήμερα υπάρχουν εξαιρετικές εργασίες και βιβλία που κυκλοφορούν στο εξωτερικό και ειδικεύονται πάνω στο θέμα αυτό. Στην Ελλάδα δυστυχώς δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο συστηματικά και στον ίδιο βαθμό, εξαιτίας της παπαδοκρατίας. Υπάρχουν αναφορές σε βιβλία όπου γίνεται προσπάθεια να κατανοηθεί το ζήτημα με μετριοπάθεια και ψυχραιμία. Ωστόσο να έχουμε πάντοτε υπόψη μας ότι όσα προτερήματα κι αν αναγνωριστούν στον Ιουλιανό, πάντα θα υπάρχει το «αγκάθι» της προσπάθειάς του να επαναφέρει την εθνική λατρεία.
Το παρόν άρθρο δεν είναι βιογραφικό -αν και περιέχει βιογραφικές πληροφορίες. Αποσκοπεί στο να φέρει στο φως όσα κρύβονται επιμελώς και να διαφωτίσει πλήρως όσες «μισο-αλήθειες» ψελλίζονται από τους κατηγόρους. Συνήθως, ο Ιουλιανός κατηγορείται για την πολιτική που εφήρμοσε απέναντι στους χριστιανούς (όπως την απαγόρευση της άσκησης κάποιων επαγγελμάτων και τη στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων), για το ότι στο θρησκευτικό του πρόγραμμα υποστήριξε τους Ιουδαίους και τον συγκρητισμό (άρα, από πού κι ως πού Έλλην), για φόνους και διωγμούς κατά των χριστιανικών πληθυσμών που άλλοτε ενθάρρυνε και άλλοτε μετείχε και ο ίδιος (ανθρωποθυσίες), και τέλος για το ότι εφήρμοσε το λεγόμενο «πογκρόμ» όταν ανέλαβε την εξουσία μετά τον απροσδόκητο θάνατο του Κωνσταντίου. Σε αυτό το πρώτο μέρος, θα εξετάσουμε τα δύο πρώτα ζητήματα. Στο δεύτερο μέρος τα υπόλοιπα δύο. Οι αποδόσεις των κειμένων του Ιουλιανού είναι από τις εκδόσεις «Ζήτρος» … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο χριστιανός αυτοκράτορας Ιουστινιανός έκλεισε την Ακαδημία του Πλάτωνος το έτος 529, αποσκοπώντας να δώσει ένα καίριο κτύπημα στην ελληνική θρησκεία. Η συγκεκριμένη σχολή αποτελούσε το βασικότερο προπύργιο του εθνικού κόσμου. Εάν έκλεινε, θα κατάφερνε να προσθέσει ένα τεράστιο ογκόλιθο στον συστηματικό και θεσμοθετημένο διωγμό του Ελληνισμού ως σκέψης και τρόπου ζωής. Μια προσπάθεια που ενυπήρχε ως ιδέα στον Κωνσταντίνο τον Χλωρό, άρχισε να υλοποιείται από τον γιο του τον Κωνσταντίνο, ενισχύθηκε από τους διαδόχους του, και κορυφώθηκε επί Θεοδοσίου, ο οποίος έδωσε στο θρησκευτικό χριστιανικό «ορθόδοξο» σύμβολο της πίστεως νομική ισχύ. Εξαίρεση αποτέλεσε η σύντομη βασιλεία του Ιουλιανού, ο οποίος προσπάθησε να επαναφέρει την ανεξιθρησκεία.
Στο βιβλίο «Αντιπαγανιστική νομοθεσία» (σε μετάφραση της Αφροδίτης Καμαρά), διαβάζουμε τον σχετικό νόμο του «Θεοδοσιανού Κώδικα» που εκδόθηκε κατά το έτος 392:
Κανείς δεν θα έχει το δικαίωμα να τελέσει θυσίες. Κανείς δεν θα περιφέρεται στους ναούς. Κανείς δεν θα αποδίδει τιμές στα ιερά. Όλοι θα αποδέχονται ότι ο νόμος μας τους αποκλείει από την άνομη είσοδό τους στους ναούς, έτσι ώστε αν κάποιος επιχειρήσει να κάνει κάτι σχετικό με τους θεούς ή με τις ιερές τελετουργίες, παραβαίνοντας την απαγόρευσή μας, ας γνωρίζει ότι δεν θα αποφύγει την τιμωρία και ότι δεν θα τύχει ειδικών προνομίων ή χάριτος από τον αυτοκράτορα.
Το έργο του ελληνολάτρη αυτοκράτορα Ιουλιανού, με τίτλο «Εις τους απαίδευτους κύνας» (Προς τα αμόρφωτα σκυλιά -δηλαδή τους αμόρφωτους κυνικούς φιλόσοφους), είναι ένα κείμενο σεβασμού για τον φιλόσοφο Διογένη τον Κυνικό, ενώ ταυτόχρονα αποδοκιμάζει τους διαδόχους του, τους λεγόμενους ψευδοκυνικούς. Είχε προηγηθεί ένας μακροσκελής λόγος με τίτλο «Κατά του κυνικού Ηράκλειου, σχετικά με το πώς πρέπει να εφαρμόζεται ο Κυνισμός και το αν ταιριάζει να πλάθει μύθους ο κυνικός».
Η έντονη απάντηση του Ιουλιανού στους σαρκασμούς του Ηράκλειου του Κυνικού εναντίον των θεών, δεν στάθηκε ικανή να σταματήσει την ασεβή και αρνητική στάση των κυνικών, που συνέχισαν να βάλλουν εναντίον κάθε παραδοσιακού πολιτιστικού στοιχείου, υποσκάπτοντας τα ίδια τα θεμέλια της φιλοσοφίας, ενώ δεν δίσταζαν ν’ αμφισβητήσουν ακόμη και τους ιδρυτές της δικής τους φιλοσοφικής σχολής. Το σκάνδαλο, που είχε πρόσφατα προκαλέσει κάποιος κυνικός αιγυπτιακής καταγωγής, δίνει στον αυτοκράτορα την ευκαιρία ν’ ασχοληθεί με το παράδειγμα του Διογένη, του οποίου είχε κατηγορηθεί η μωροφιλοδοξία και η ματαιοδοξία. Παρ’ όλο που ο λόγος «Εις τους απαίδευτους κύνας» απευθυνόταν γενικώς στους εκπροσώπους της σχολής, ορισμένοι μελετητές υπέθεσαν ότι μεταξύ αυτών συμπεριλαμβανόταν και ο Νείλος, ο αποδέκτης της επιστολής 82 του Ιουλιανού, ο οποίος ωστόσο, όπως προκύπτει από την προς αυτόν επιστολή, είναι προχωρημένης ηλικίας και μέλος της Ρωμαϊκής Συγκλήτου.
Αποδίδοντας στη ματαιοδοξία τον θάνατο του Διογένη, ο οποίος πέθανε τρώγοντας ωμό χταπόδι, κάποιος κυνικός θεώρησε καλό να στηριχτεί στο στοιχείο αυτό για να υπονομεύσει το κύρος των διδαγμάτων της Στοάς και να υποστηρίξει, κατ’ αντίθεση προς τον Αντισθένη και τον ίδιο τον Σωκράτη, πως «ο θάνατος είναι κακό». Για τον Ιουλιανό ωστόσο η αρρώστια είναι πιο τρομερή -εξ ου και η παρέκβαση που αναφέρεται στην κακή χρήση των ασθενειών, τις οποίες οι πλούσιοι αντιμετωπίζουν ως ηδονή. Ο αυτοκράτορας θα παρουσιάσει λοιπόν δημόσια ό,τι γνωρίζει για τους κυνικούς, έχοντας στο μυαλό του όσους σκέφτονταν ν’ ακολουθήσουν τη συγκεκριμένη φιλοσοφία ζωής.
Παρά τις αυξημένες υποχρεώσεις του με τις προετοιμασίες για τον πόλεμο εναντίον του Σαπώρ Β’, τις πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητες πριν από την αναχώρησή του, που έλαβε χώρα στις 21 Ιουνίου 362, ο Ιουλιανός έχει τον χρόνο και τη διάθεση να συνθέσει τον λόγο «Εις τους απαίδευτους κύνας». Σύμφωνα με τα στοιχεία από το ίδιο το κείμενο (ο αντίπαλος του διστάζει να πλυθεί με κρύο νερό, παρ’ όλο που πλησιάζει η 21 Ιουνίου, μέρα του θερινού ηλιοστασίου), ο αυτοκράτορας θα πρέπει να συνέθεσε στην Κωνσταντινούπολη το έργο τούτο, που, κατά τη δήλωσή του, τον απασχόλησε για δυο μόνο μέρες, ελάχιστο καιρό πριν την αναχώρησή του, κατά το πρώτο δεκαπενθήμερο του Ιουνίου, λίγο πριν τη θέσπιση του νόμου που απαγόρευε στους χριστιανούς να ασχολούνται με τη διδασκαλία των κλασικών κειμένων. … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Όταν αντικρίζουμε τα αγάλματα των θεών, ας μην τα βλέπουμε σαν σκέτες πέτρες ή ξύλα, αλλά ούτε να θεωρούμε πως είναι οι ίδιοι οι θεοί. Βέβαια, και τις εικόνες των βασιλιάδων δεν τις λέμε ξύλο και πέτρα και χαλκό αλλά ούτε και βασιλιάδες -εικόνες των βασιλέων τις λέμε. Όποιος λοιπόν αγαπά τον βασιλιά, βλέπει με ευχαρίστηση την εικόνα του, όπως και όποιος αγαπά το παιδί του βλέπει μ’ ευχαρίστηση την εικόνα του παιδιού και όποιος αγαπά τον πατέρα του, την εικόνα του πατέρα· όποιος λοιπόν αγαπάει τους θεούς, αντικρίζει με ευχαρίστηση τα αγάλματα και τις εικόνες των θεών, νιώθοντας την ίδια στιγμή σεβασμό και ρίγος καθώς τον βλέπουν, αόρατοι, οι θεοί.
Αν τώρα κάποιος νομίζει πως αυτά τα αγάλματα δεν μπορούν να καταστραφούν επειδή κάποτε ονομάστηκαν εικόνες των θεών, θα τον θεωρήσω τελείως άμυαλο· γιατί θα ‘πρεπε τότε να μην είχαν φτιαχτεί από ανθρώπινα χέρια. Είναι άλλωστε δυνατόν, ένας άθλιος και αμαθής άνθρωπος να καταστρέψει το έργο ενός καλού και σοφού· όμως τα ζωντανά αγάλματα που έφτιαξαν οι θεοί από την αόρατη ουσία τους, εκείνες δηλαδή οι θεότητες* που περιφέρονται κυκλικά στον ουρανό, μένουν στον αιώνα τον άπαντα. Ας μην χάνει λοιπόν κανείς την πίστη του στους θεούς, επειδή βλέπει και ακούει ότι κάποιοι φέρθηκαν υβριστικά προς τα αγάλματα και τους ναούς… [* Εννοεί τα ουράνια σώματα και κυρίως τον ήλιο.]
Να μη σας ξεγελάει λοιπόν κανείς με τα λόγια ούτε να σας κλονίζει την πίστη στην πρόνοια. Κι εκείνοι που σας χλευάζουν γι’ αυτά, δηλαδή οι Ιουδαίοι προφήτες, τι έχουν να πούνε για τον ναό τους που τρεις φορές γκρεμίστηκε κι ακόμα δεν έχει ανεγερθεί; Δεν το ‘πα αυτό χλευαστικά, εγώ που πρώτος ύστερα από τόσα χρόνια σκέφτηκα να τον ανοικοδομήσω προς τιμήν του θεού που λατρευόταν σ’ αυτόν· χρησιμοποίησα το παράδειγμα θέλοντας να δείξω ότι κανένα ανθρώπινο έργο δεν είναι άφθαρτο και ότι οι προφήτες που έγραφαν τέτοια πράγματα παραληρούσαν, συντροφιά με ξεκουτιασμένες γριούλες.
Πηγή: Απόσπασμα από την «Επιστολή προς τον αρχιερέα Θεόδωρο» («Ιουλιανός» – Εκδόσεις «Θύραθεν»)