Ομοιότητες πλατωνίζοντος και ορθόδοξου μυστικισμού
Αποδείξεις ότι οι ορθόδοξοι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας έλαβαν πλατωνίζουσες ιδέες και τις προσάρμοσαν στην εβραϊκή σκέψη των Γραφών. Εδώ, εξετάζεται πως ο Φίλων ο Αλεξανδρεύς και ο Πλάτων επηρέασαν την πατερική μυστική παράδοση.
Πίνακας περιεχομένων |
1. Πρόλογος
Μυστικισμός είναι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό. Μυστικισμός υπάρχει σε κάθε θρησκεία, αλλά και σε κάποια ιδεαλιστικά φιλοσοφικά συστήματα.
Όταν λέμε ότι ο πλατωνισμός επηρέασε την ορθόδοξη παράδοση, δεν εννοούμε ότι η χριστιανική Εκκλησία πήρε αυτούσια την πλατωνική σκέψη και την αντέγραψε στα κείμενά της. Εννοούμε ότι πήρε κάποια συμβατά στοιχεία, τα οποία επεξεργάστηκε και τα προσάρμοσε στην εβραϊκή σκέψη, όπως αυτή εκφράζεται στην Γραφή. Για την ακρίβεια, πήρε τον πλατωνισμό όπως αυτός διαμορφώθηκε στην σκέψη του Φίλωνος. Για αυτόν τον λόγο, δεν θα τονίσουμε τις διαφορές, αλλά τουναντίον, θα επιμείνουμε στις ομοιότητες. Με αυτόν τον τρόπο θα φανεί καλύτερα η εξάρτηση της χριστιανικής μυστικής θεολογίας (άμεσα συνδεδεμένη με το περίφημο «πατερικό βίωμα»), από την σκέψη του μη χριστιανού Φίλωνος του Αλεξανδρέα.
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τον Φίλωνα, αναφέροντας ποιός ήταν και πώς επηρέασε την μετέπειτα χριστιανική παράδοση με το έργο του.
Η γέννηση του Φίλωνα τοποθετείται μεταξύ του 20-15 π.κ.ε., από Ιουδαίους γονείς. Σπούδασε στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πνευματικά κέντρα της εποχής, σημείο συνάντησης πολιτισμών, θρησκειών, και φιλοσοφιών. Εκεί μυήθηκε στην πλατωνική σκέψη κυρίως, και γνώρισε τις μυστηριακές λατρείες της εποχής του. Παράλληλα όμως, κράτησε και τις πατρώες -για αυτόν- παραδόσεις. Το σύστημα που ανέπτυξε ήταν θρησκευτικό-φιλοσοφικό, όπου προσπάθησε να ερμηνεύσει τις ιουδαϊκές γραφές υπό την σκέψη του Πλάτωνα. Αυτό όμως δεν γίνεται όταν κανείς ερμηνεύει κατά γράμμα τις Γραφές. Για αυτόν τον λόγο κατέφυγε σε πιο πνευματικές ερμηνείες, χρησιμοποιώντας την αλληγορική μέθοδο. Με αυτόν τον τρόπο προσπάθησε να απαλείψει το βάρβαρο και ανθρωπομορφικό στοιχείο, με το οποίο παρουσιάζεται ο Θεός στην ιουδαϊκή γραμματεία. Δεν περιορίστηκε μόνο σε αυτό όμως. Κατά ανάλογο τρόπο ερμήνευσε και τα βιβλικά «πρότυπα».
Το αποτέλεσμα όμως ήταν να αλλοιώσει και τον πλατωνισμό αλλά και τις ιουδαϊκές Γραφές. Για παράδειγμα, σε καμία των περιπτώσεων δεν θα μπορούσε να συμβιβαστεί το ότι ένας Θεός οργίζεται συνεχώς και αρέσκεται στο να μυρίζει την τσίκνα από τις ζωοθυσίες, με το απαθή θείο του Πλάτωνα. Ή έναν Θεό που μεταβάλλει την άποψή του και μεταμελείται που έφτιαξε τον άνθρωπο καταστρέφοντάς τον με έναν κατακλυσμό, με το αμετάβλητο θείο της πλατωνικής σκέψης. Τα περισσότερα ερμηνεύτηκαν αλληγορικά από τον Φίλωνα.
Οι απόψεις αυτές βέβαια θεωρήθηκαν ως καινοτομία και δεν υιοθετήθηκαν από την επίσημη ιουδαϊκή ερμηνευτική παράδοση. Στην συνέχεια, θα δούμε σαφέστερα με χωρία από το ίδιο το έργο του, το πώς επέδρασε στην σκέψη των χριστιανών πατέρων. Όμως πριν από αυτό, θα θέλαμε να παραθέσουμε τι λένε σχετικά χριστιανοί ακαδημαϊκοί.
Ο Βασίλειος Στεφανίδης, ο οποίος ήταν αρχιμανδρίτης και διετέλεσε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Αθηνών, γράφει τα εξής στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του…
Ο Φίλων υπήρξεν ο πρώτος μυστικός της μονοθεϊστικής θρησκευτικότητος και ως τοιούτος εχρησιμοποιήθη εις τον χριστιανικόν μυστικισμόν. Αλλά και γενικότερον εθεωρήθη χρήσιμος υπό των χριστιανών θεολόγων και επέδρασεν απ’ αυτών. Αύτη είναι η μεγάλη σημασία του Φίλωνος.
(σ. 24)
Επηρέασε πολλούς χριστιανούς πατέρες, εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ακόμα και ολόκληρες θεολογικές σχολές. Ο Στυλιανός Παπαδόπουλος που διετέλεσε καθηγητής πατρολογίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, αναφέρει ότι δεν κατανοούνται «οι Αλεξανδρινοί θεολόγοι χωρίς την ερμηνευτική του Ιουδαίου Φίλωνα» (Πατρολογία, τ. Ά, σ. 80). Αλλού αναφέρει ότι χωρίς τον Φίλωνα «δεν μπορούμε να έχουμε ορθή εκτίμηση της αλεξανδρινής θεολογίας του Κλήμεντα ή του Ωριγένη ή ακόμα και του Γρηγορίου Νύσσης» (ο. π. σ. 139). Στον δεύτερο τόμο της πατρολογίας του, αναφέρει: «Στην πρώτη εποχή της δράσεως του ο Αμβρόσιος επηρεάζονταν αμεσότερα από τους στωικούς για την ηθική και από τον Φίλωνα για την ερμηνεία» (σ. 647). Για να καταλάβουμε το πόσο σπουδαίος θεολόγος είναι ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων για τους χριστιανούς, αρκεί να πούμε ότι κατέχει την ίδια θέση με τον Βασίλειο και τον Αθανάσιο. Για τον ίδιο εκκλησιαστικό πατέρα και διδάσκαλο της χριστιανικής Εκκλησίας, αναφέρεται: «Τελευταία, οι φιλώνειες πηγές των παλαιοδιαθηκικών εξηγητικών έργων του Αμβροσίου μελετήθηκαν τόσο πολύ, ώστε μέρη ολόκληρα των έργων του να θεωρούνται αποσπάσματα αντίστοιχων έργων του Φίλωνα» (ο. π. σ. 650).
Ο Παναγιώτης Χρήστου διετέλεσε επίσης καθηγητής πατρολογίας, ο οποίος στον δεύτερο τόμο της πατρολογίας του, γράφει: «ο Φίλων Ιουδαίος, δύναται να θεωρηθεί πρόδρομος των αλεξανδρινών θεολόγων» (σ. 760). Σχετικά με το πόσο επηρέασε τον Γρηγόριο Νύσσης (τον «πατέρα» των «πατέρων» κατά την Ζ’ Οικουμενική), αναφέρει αλλού…
Είχε μελετήσει με ζήλον όλα τα κείμενα τα οποία ήσαν οικεία και αγαπητά εις το οικογενειακόν και φιλικόν περιβάλλον του· τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων, ποιητών και ρητόρων της αρχαιότητος, ιδιαιτέρως του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους, του μεταγενεστέρου διανοητού Φίλωνος και των Νεοπλατωνικών, τα βιβλία της Αγίας Γραφής, τα συγγράμματα των μεγάλων θεολόγων της Αλεξάνδρειας και τέλος τα κείμενα των συγχρόνων του θεολόγων. Η οξύτατη διάνοιά του ηδυνήθη να επωφεληθεί όλων των αναγνωσμάτων κατά τρόπον έλλογον και εκλεκτικόν· και όλα αυτά εβοήθησαν εις την συγκρότησιν ενός φιλοσοφίζοντος θεολογικού συστήματος, το οποίον παρά την ποικιλίαν των ερανισμάτων παραμένει σταθερώς εντός των πλαισίων της Χριστιανικής Εκκλησίας.
(Πατρολογία, τ. 4, σ. 182)
Βέβαια, αυτή η μεγάλη φιλομάθεια του Γρηγορίου Νύσσης και για πέραν της Βίβλου γνώσεις, του στέρησε τη δυνατότητα να εισαχθεί στην χορεία των «τριών ιεραρχών», των υποτιθέμενων «προστατών» των ελληνικών γραμμάτων. Ο δε Γρηγόριος ο «Θεολογός» το επιπλήττει καλώντας τον στην «τάξη»…
Τι σου συνέβη, σοφότατέ μου φίλε, και τι κατηγορείς τον εαυτό σου κι απέρριψες τα ιερά βιβλία με το πόσιμο νερό, που διάβαζες κάποτε στον λαό ή τα κρέμασες να καπνίζονται στο τζάκι όπως κάνουν με τα πηδάλια και τις σκαπάνες τον καιρό του χειμώνα, και πήρες στα χέρια τα βιβλία με το γλυφό νερό που δεν πίνεται και θέλησες να σε λένε πιο πολύ ρήτορα παρά Χριστιανό; Εγώ προτιμώ το δεύτερο από το πρώτο κι ευχαριστώ τον Θεό. Μην αφεθείς, φίλε μου, για πολύ σ’ αυτή τη γνώμη, αλλ’ έστω κι αργά έλα στα καλά σου, ξαναγίνε αυτό που ήσουν, δώσε λόγο στους πιστούς, δώσε λόγο στο Θεό, στο θυσιαστήριο και στα μυστήρια από τα οποία ξεμάκρυνες.
(ΕΠΕ, τ. 7, επιστολή 11, σ. 33)
Τέλος, θα αναφέρουμε τι γράφει και η «Ηθική και Θρησκευτική» εγκυκλοπαίδεια σχετικά…
Εκ των βιβλίων της Καινής Διαθήκης εκείνο το οποίον παρουσιάζει χαρακτηριστική συγγένειαν προς την φιλώνειον σκέψιν είναι η προς Εβραίους επιστολή, ο συγγραφεύς της οποίας φαίνεται λίαν εντριβής περί τον πλατωνισμόν, την αλεξανδρινήν φιλοσοφίαν και την αλληγορικήν μέθοδον. Πολλοί ερμηνευταί δέχονται ότι ο συγγραφεύς της προς Εβραίους επιστολής είχε γνώσιν των έργων του Φίλωνος.
(τ. 11Γ, σ. 1162)
Παρακάτω, «Επίδρασιν του Φίλωνος διπιστώνουν πολλοί ερευνηταί εις τα συγγράμματα εκκληστικών τινών συγγραφέων και πατέρων».
Και παρακάτω, «Πολλάς χαρακτηριστικάς διδασκαλίας του Φίλωνος, υπό άλλην βέβαια πλέον επεξεργασμένην μορφήν, ευρίσκομεν εις τους Πατέρας της Εκκλησίας».
Συνεπώς, η Ορθόδοξη Εκκλησία χρωστά την μυστική (ή νηπτική) διδασκαλία της, σε έναν Ιουδαίο που επηρεάστηκε από φιλοσοφικά συστήματα, τον Φίλωνα. Καμία «αποκάλυψη».
2. Πνευματικές αναβάσεις
Απόδειξη της υπάρξεως του αοράτου Θεού, είναι η ίδια η ορατή δημιουργία. Η τάξη που υπάρχει δεν μπορεί να οφείλεται κάπου αλλού παρά στην θεϊκή πρόνοια. Αυτό αποτελούσε επιχείρημα επί αιώνες, από πλευράς θεϊστών.
Διαβάζουμε στον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα…
Ὥσπερ γὰρ εἰς εὔνομον πόλιν τόνδε τὸν κόσμον παρελθόντες καὶ θεασάμενοι γῆν μὲν ἀρετῶσαν ὀρεινὴν καὶ πεδιάδα, σπαρτῶν καὶ δένδρων καὶ καρπῶν ἔτι δὲ καὶ παντοίων ζῴων ἀνάπλεων, ἐπὶ δ´ αὐτῆς ἀνακεχυμένα πελάγη καὶ λίμνας καὶ ποταμοὺς αὐθιγενεῖς τε καὶ χειμάρρους, καὶ ἀέρος καὶ πνευμάτων εὐκρασίας, καὶ τῶν ἐτησίων ὡρῶν τὰς ἐναρμονίους μεταβολάς, καὶ ἐπὶ πᾶσιν ἥλιον καὶ σελήνην πλάνητάς τε καὶ ἀπλανεῖς ἀστέρας καὶ τὸν σύμπαντα οὐρανὸν ἐν τάξεσι μετὰ τῆς οἰκείας στρατιᾶς ἡρμοσμένον, κόσμον ἀληθινὸν ἐν κόσμῳ περιπολοῦντα, θαυμάσαντες καὶ καταπλαγέντες εἰς ἔννοιαν ἦλθον ἀκόλουθον τοῖς φανεῖσιν, ὅτι ἄρα τοσαῦτα κάλλη καὶ οὕτως ὑπερβάλλουσα τάξις οὐκ ἀπαυτοματισθέντα γέγονεν, ἀλλ´ ὑπό τινος δημιουργοῦ κοσμοποιοῦ, καὶ ὅτι πρόνοιαν ἀναγκαῖον εἶναι• νόμος γὰρ φύσεως ἐπιμελεῖσθαι τὸ πεποιηκὸς τοῦ γεγονότος. ἀλλ´ οὗτοί γε οἱ θεσπέσιοι καὶ τῶν ἄλλων διενηνοχότες, ὅπερ ἔφην, κάτωθεν ἄνω προῆλθον οἷα διά τινος οὐρανίου κλίμακος, ἀπὸ τῶν ἔργων εἰκότι λογισμῷ στοχασάμενοι τὸν δημιουργόν.
(«Περί άθλων και επιτιμίων και αρών», 41-43)
Την ίδια σκέψη βρίσκουμε και στους χριστιανούς συγγραφείς…
«τὸ γνωστὸν τοῦ θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς• ὁ γὰρ θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσεν· τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης» (Απ. Παύλος, Προς Ρωμαίους, 1.19-20).
«τὸν θεὸν μὴ δύνασθαι ὁραθῆναι ὑπὸ ὀφθαλμῶν ἀνθρωπίνων, διὰ δὲ τῆς προνοίας καὶ τῶν ἔργων αὐτοῦ βλέπεται καὶ νοεῖται» (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκον», βιβλίο 1, 5).
«αὐτὴ δὲ ἡ τῆς κτίσεως συνοχὴ καὶ συντήρησις καὶ κυβέρνησις διδάσκει ἡμᾶς, ὅτι ἔστι Θεὸς ὁ τόδε τὸ πᾶν συστησάμενος καὶ συνέχων καὶ συντηρῶν καὶ ἀεὶ προνοούμενος» (Ιωάννης Δαμασκηνός, «Έκθεσις της Ορθοδόξου πίστεως», κεφ. 3).
Η ανάβαση του νου από τα αισθητά προς τα νοητά, δεν είναι κάτι που έφερε ο Χριστιανισμός. Ο Πλάτων το είχε εκφράσει αιώνες νωρίτερα. Και ο Χριστιανισμός το επανέλαβε. Αυτό το βλέπουμε στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. Όταν έρχεται η ώρα του Σωκράτη να μιλήσει για τον Έρωτα, ενθυμούμενος κάποια παλαιότερη στιχομυθία του με την Διοτίμα, αναφέρει τα στάδια της πνευματικής αναβάσεως, που από το ορατό μπορούν να οδηγήσουν στο αόρατο και νοητό. Η ερωτική προσήλωση σε ένα ωραίο σώμα, γίνεται έρως για όλα τα ωραία σώματα. Ο μυσταγωγούμενος συλλαμβάνει την αξία και την έννοια της ωραιότητας, την οποία αποσυνδέει από το σωματικό. Ο Έρως γίνεται έρως προς οτιδήποτε ωραίο στην ηθική και τις αξίες του πολιτισμού. Έπειτα, σε υψηλότερο βαθμό, βρίσκονται οι αξίες της νοήσεως και της γνώσεως. Στο τελικό στάδιο, ξαφνικά, η ψυχή καταυγάζεται από νοητό φως, αντικρίζοντας το Ωραίο ως κάτι απόλυτο, ως ιδέα, ως θεϊκό. Για αναβάσεις κάνει λόγο ο Πλάτωνας και σε ένα άλλο έργο του, στην «Πολιτεία». Για παράδειγμα, υπάρχουν αντιστοιχίες με την ανάβαση στον μύθο του σπηλαίου. Ο Φίλων, θα προσαρμόσει την πλατωνική αυτή αντίληψη, στην Βίβλο. Η ιδέα του αγαθού συγκεκριμενοποιείται στον προσωπικό θεό, το όντως Ον. Επίσης, από τον Πλάτωνα θα εμπνευστούν οι πατέρες για τον θείο έρωτα. Πουθενά στην Παλαιά Διαθήκη δεν υπάρχει αυτή η έννοια του έρωτα προς το θείο. Ας δούμε τα χωρία…
Αρχόμενον από τωνδε των καλών εκείνου ένεκα του καλού αεί επανιέναι, ώσπερ επαναβασμοίς χρώμενον, από ενός επί δύο και από δυοίν επί πάντα τα καλά σώματα, και από των καλών σωμάτων επί τα καλά επιτηδεύματα, και από των επιτηδευμάτων επί τα καλά μαθήματα, εστ’ αν από των μαθημάτων επ’ εκείνο το μάθημα τελευτήση, ο εστίν ουκ άλλου ή αυτού εκείνου του καλού μάθημα, και γνω αυτό τελευτών ο εστί καλόν.
(Πλάτων, «Συμπόσιο», 211c)
Δηλαδή: «Να αρχίζεις από τα ωραία εδώ κάτω εν όψει εκείνης της ωραιότητας και να ανεβαίνεις διαρκώς, μεταχειριζόμενος βαθμίδας, ούτως ειπείν, από το ένα προς τα δύο και από τα δύο προς όλα τα ωραία σώματα, και από τα σώματα τα ωραία προς τας ωραίας πράξεις και από τας πράξεις προς τας μαθήσεις τας ωραίας, έως ότου από τας μαθήσεις φθάσεις εις εκείνην τελικώς την μάθησιν, η οποία είναι μάθησις εκείνου του απολύτου κάλλους, όχι άλλου, και γνωρίσεις αυτό τούτο το κάλλος το απόλυτον» (Απόδοση Ι. Συκουτρής).
[…] την μεν δι’ όψεως φαινομένη έδρα τη του δεσμωτηρίου οικήσει αφομοιούντα, το δε του πυρός εν αυτή φως τη του ηλίου δυνάμει. Την δε άνω ανάβασιν και θέα των άνω την εις τον νοητόν τόπον της ψυχής άνοδον τιθείς ουχ αμαρτήση της εμής ελπίδος.
(Πλάτων, «Πολιτεία», 517b)
Δηλαδή: «[…] να παρομοιάσουμε την περιοχή που μας εμφανίζεται διαμέσου της όρασης με τη διαμονή στο δεσμωτήριο, και το φως της φωτιάς που υπάρχει εκεί με τη δύναμη του ηλίου. Και αν παραβάλλεις το ανέβασμα προς τα επάνω, και τη θέαση των πραγμάτων του επάνω κόσμου με την άνοδο της ψυχής στον νοητό τόπο, δεν θα πέσεις μακριά από την δική μου πίστη» (Απόδοση Ν. Σκουτερόπουλου).
Και ο Φίλων…
[…] βουλόμενος δε το γένος των ανθρώπων ανοδίαις πλαζόμενον εις απλανεστάτην άγειν οδόν, ιν’ επόμενον τη φύσει το άριστον εύρηται τέλος, επιστήμην του όντως όντος, ος εστί το πρώτον αγαθόν και τελεώτατον, αφ’ ου τρόπον πηγής άρδεται τω κόσμω και τοις εν αυτώ τα επί μέρους αγαθά.
Περί των δέκα λόγων, 81)
Ο Νικόδημος ο Αγιορείτης, γνωστός για την επιμέλεια της έκδοσης της νηπτικής πατερικής παράδοσης της λεγόμενης «Φιλοκαλίας», γράφει: «Και λοιπόν όταν εσύ κατά αυτόν τον τρόπο συνηθίσης να βλέπης τα αισθητά κτίσματα και δεν μένης στο εξωτερικό και στο φαινόμενο μόνον, αλλά διαπερνάς με τον νου σου στην εσωτερική και κρυφή αυτή ωραιότητα, γιατί εικόνες των νοητών είναι τα αισθητά κατά τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη.Τότε την μεν εξωτερική τους ωραιότητα, ως ασήμαντη και υλική, θα την καταφρονήσης και θα την προσπεράσης, στην δε κρυπτόμενη δύναμη και ενέργεια του αγίου Πνεύματος, θα προσηλώσης το νού σου, δοξολογώντας τον Κύριο» (Νικόδημος ο αγιορείτης, «Αόρατος πόλεμος», κεφ. 21).
«Από τα αισθητά μπορούμε να ανεβάσουμε τον νου στη θεωρία του Θεού» (ο. π. κεφ. 22).
Τα ίδια πράγματα δηλαδή. Και μάλιστα, με εμφανέστατη υποτίμηση του υλικού κόσμου, κάτι που δεν υπάρχει στον Πλάτωνα.
3. Αποφατική μέθοδος και αφαιρέσεις
Οι πνευματικές αναβάσεις γίνονται με την αποφατική μέθοδο και τις αφαιρέσεις. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπερβεί κανείς την αίσθηση για να φτάσει στο νοητό. Σαν να προσπαθούμε να ξεφλουδίσουμε ένα φρούτο, προκειμένου να δούμε τον καρπό του. Κατά ανάλογο τρόπο, «ξεφλουδίζουμε» το υλικό περιτύλιγμα για να οδηγηθούμε στο μη υλικό. Οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι, όπως θα δούμε στο δεύτερο μέρος του άρθρου, αποφάνθηκαν ότι το Εν είναι υπεράνω της αισθήσεως και της νοήσεως και προσεγγίζεται με την έκσταση. Κάτι που πέρασε και στην χριστιανική θεολογία, κυρίως με τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα. Γράφει ο Πλάτων…
Πρώτον μεν αεί ον και ούτε γιγνόμενον ούτε απολλύμενον, ούτε αυξανόμενον ούτε φθίνον [..] ουδ’ αυ φαντασθήσεται αυτώ το καλόν οίον πρόσωπον τι ουδέ χείρες ουδέ άλλο ουδέν ων σώμα μετέχει, ουδέ τις λόγος ουδέ τις επιστήμη, ουδέ που ον εν ετέρω τινί, οίον ζώω ή εν γη ή εν ουρανώ ή εν τω άλλω, αλλ’ αυτό καθ’ αυτό μεθ’ αυτού μονοειδές αεί ον.
(Πλάτων, «Συμπόσιο», 211a)
Δηλαδή: «Πρώτο μεν υπάρχει αιώνιο και δεν υπόκειται ούτε εις γένεσιν ούτε εις αφανισμόν, ούτε εις αύξησιν ούτε εις ελάττωσιν [..] Ούτε θα του παρουσιαστεί το ωραίον υπό την μορφήν ενός προσώπου ή χειρών ή άλλου τινός σωματικού, και ούτε υπό την μορφήν ενός λόγου ή μιας επιστήμης, ούτε πάντως ως υπάρχον εις ένα διάφορον ον, εις ένα έμψωχον ή εις ένα τοπίο ή εις τον ουρανόν ή εις άλλο τι· αλλ’ως κάτι που υπάρχει μόνον του, αυτοτελώς, με τον εαυτό του, ενιαίον εις την μορφήν, αιώνιον» (Απόδοση, Ι. Συκουτρή).
Και στην «Πολιτεία»…
Αυτός ο λόγος άπτεται τη του διαλέγεσθαι δυνάμει, τας υποθέσεις ποιούμενος ουκ αρχάς αλλά τω όντι υποθέσεις, οίον επιβάσεις τε και ορμάς, ίνα μέχρι του ανυποθέτου επί την του παντός αρχήν ιών, αψάμενος αυτής, πάλιν αυ εχόμενος των εκείνης εχομένων, ούτως επί τελευτήν καταβαίνη, αισθητώ παντάπασιν ουδενί προσχώμενος, αλλ’ είδεσιν αυτοίς δι’ αυτών εις αυτά, και τελευτά εις είδη.
(Πλάτων, «Πολιτεία», 511b)
Δηλαδή: «Η πορεία του λόγου το αγγίζει με τη δύναμη της διαλεκτικής χρησιμοποιώντας τις υποθέσεις όχι ως πρώτες αρχές αλλά τωόντι ως υποθέσεις, κάτι σαν πάτημα και αφετηρία για να φθάσει ίσαμε το ανυπόθετο, την πρώτη αρχή του παντός, να την αδράξει, κι ύστερα πάλι, στηριγμένος σε όσα βασίζονται σ’ εκείνη, ολοκληρώνει την κατάβασή της χωρίς να κάνει χρήση απολύτως κανενός αισθητού αλλά χρησιμοποιώντας μόνο είδη καταλήγει με αμιγώς απαγωγικό τρόπο σε είδη και σταματάει σε αυτά» (Απόδοση Σκουτερόπουλου).
«Είδη» στην πλατωνική φιλοσοφία, είναι οι «αιώνιες» και «άφθαρτες» ιδέες.
Και οι χριστιανοί…
Συ δε, ω φίλε Τιμόθεε, τη περί τα μυστικά θεάματα συντόνω διατριβή και τας αισθήσεις απόλειπε και τας νοεράς ενεργείας, και πάντα αισθητά και νοητά, και πάντα ουκ όντα και όντα, και προς την ένωσιν, ως εφικόν, αγνώστως ανατάθητι του υπέρ πάσαν ουσίαν και γνώσιν· τη γαρ εαυτού και πάντων ασχέτω και απολύτω καθαρώς εκστάσει προς την υπερούσιον του θείου σκότους ακτίνα, πάντα αφελών και εκ πάντων απολυθείς, αναχθήση.
(ΕΠΕ 1, σ. 476, Περί μυστικής θεολογίας)
Δηλαδή: «Εσύ δε, αγαπητέ Τιμόθεε, ασχολήσου έντονα με τα μυστικά θεάματα· άφησε τις αισθήσεις και τις νοερές ενέργειες, όλα τα αισθητά και τα νοητά, όλα τα μη όντα και τα όντα, και όσο είναι εφικτό ανυψώσου πάνω από κάθε ουσία και κάθε γνώση. Διότι, όταν έλθεις σε έκσταση, που θα σε ελευθερώσει τελείως από τον εαυτό σου και από όλα τα πράγματα, όταν αφαιρέσεις τα πάντα και απαλλαγείς από τα πάντα, θα αναχθείς στην υπερούσια ακτίνα του θείου σκότους».
4. Προσέγγιση του θείου
Ο Θεός δεν έχει ποιοτικά χαρακτηριστικά, ούτε ανθρώπινα. Η ουσία του είναι ακατανόητη. Η φύση του είναι καθαρή, απλή, και ασύγκριτη με το οτιδήποτε. Ας δούμε χωρία από τον Φίλωνα και πάλι…
55 τῶν γὰρ ἀνθρώπων οἱ μὲν ψυχῆς, οἱ δὲ σώματος γεγόνασι φίλοι• οἱ μὲν οὖν ψυχῆς ἑταῖροι νοηταῖς καὶ ἀσωμάτοις φύσεσιν ἐνομιλεῖν δυνάμενοι οὐδεμιᾷ τῶν γεγονότων ἰδέᾳ παραβάλλουσι τὸ ὄν, ἀλλ’ ἐκβιβάσαντες αὐτὸ πάσης ποιότητος – ἓν γάρ τι τῶν εἰς τὴν μακαριότητα αὐτοῦ καὶ τὴν ἄκραν εὐδαιμονίαν ἦν τὸ ψιλὴν ἄνευ χαρακτῆρος τὴν ὕπαρξιν καταλαμβάνεσθαι – τὴν κατὰ τὸ εἶναι φαντασίαν μόνην ἐνεδέξαντο μὴ μορφώσαντες αὐτό. 56 οἱ δὲ συμβάσεις καὶ σπονδὰς πρὸς σῶμα θέμενοι, ἀδυνατοῦντες ἀπαμφιάσασθαι τὸ σαρκῶν περίβλημα καὶ μόνην καὶ καθ’ ἑαυτὴν ἀπροσδεᾶ καὶ ἁπλῆν φύσιν ἰδεῖν ἀμιγῆ καὶ ἀσύγκριτον, οἷα περὶ ἑαυτῶν τοιαῦτα καὶ περὶ τοῦ πάντων αἰτίου διενοήθησαν, οὐ λογισάμενοι ὅτι τῷ μὲν ἐκ πλειόνων συνόδου δυνάμεων γενομένῳ πλειόνων ἔδει μερῶν πρὸς τὴν τῶν καθ’ ἕκαστον χρειῶν ὑπηρεσίαν.
(Φίλων Αλεξανδρεύς, «Ότι άτρεπτον το θειον»)
«Άποιος γαρ ο θεός, ου μόνον ουκ ανθρωπόμορφος» («Νόμων ιερών αλληγορίας», βιβλίο 1, 37).
«Δει γαρ ηγείσθαι και άποιον αυτόν και ένα και άφθαρτον και άτρεπτον» («Νόμων ιερών αλληγορίας», βιβλίο 1. 51).
«Ουδέν των δυναμέων πιστούν δύναται παγίως περί θεού πιστώσαι, ουδενί γαρ έδειξεν αυτού την φύσιν, αλλ’ αόρατον αυτήν παντί τω γένει παρεσκεύασε· τις αν ισχύσαι ότι ή ασώματον ή ότι σώμα ή ότι ποιόν ή ότι άποιον το αίτιον ειπείν ή συνόλως περί ουσίας ή ποιότητος ή σχέσεως ή κινήσεως αυτού βεβαίως αποφήνασθαι; Αλλά περί γε εαυτού μόνος ισχυριείται, επεί και μόνος αψυδώς την εαυτού φύσιν ηκρίβωσε» («Νόμων ιερών αλληγορίας», βιβλίο 3, 206).
Η λέξη «άποιος» σημαίνει «χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά».
Οι χριστιανοί θα πουν αργότερα: «Λέγομε νουν, ως η πάντων αιτία, υπέρ πάντα ούσα, ούτε ανούσιος εστίν ούτε άζωος ούτε άλογος ούτε άνους, ουδέ σώμα εστίν ούτε σχήμα ούτε είδος, ούτε ποιότητα ή ποσότητα ή όγκον έχει» («Περί μυστικής θεολογίας», 4.1).
Δέον επ’ αυτή και πάσας τας των όντων τιθέναι και καταφάσκειν θέσεις, ως πάντων αιτία, και πάσας αυτάς κυριώτερον αποφάσκειν, ως υπέρ πάντα υπερούση, και μη οίεσθαι τας αποφάσεις αντικειμένας είναι ταις καταφάσεσιν, αλλά πολύ πρότερον αυτήν υπέρ τας στερήσεις είναι την υπέρ πάσαν και αφαίρεσιν και θέσιν.
(Περί μυστικής θεολογίας, 1.2)
Δηλαδή: «Η αλήθεια είναι ότι πρέπει από το ένα μέρος να αποδίδουμε σε αυτήν καταφατικά όλες τις θέσεις των όντων, σαν αιτία των όλων, κι από το άλλο σωστότερα να τις αποφάσκουμε όλες, με την πεποίθηση ότι υπερβαίνει τα πάντα, και να μην νομίζουμε ότι οι αποφάσεις αντίκεινται στις καταφάσεις, αλλά να νομίζουμε ότι αυτή πολύ πρωτύτερα υπερβαίνει τις στερήσεις, διότι βρίσκεται πάνω από κάθε αφαίρεση και θέση».
5. Η θεωρία του νου, έχει ως προϋπόθεση την κάθαρση και την νίψη
Ας μιλήσουν για άλλη μια φορά τα χωρία. ..
ἐκ τούτου δὲ συμβαίνει νήψεως ἀκράτου τὸν νοῦν ἐμφορηθέντα σπονδὴν ὅλον δι´ ὅλων γίνεσθαί τε καὶ σπένδεσθαι θεῷ• τί γὰρ ἦν τὸ ‘’ἐκχεῶ τὴν ψυχήν μου ἐναντίον κυρίου“ ἢ σύμπασαν αὐτὴν ἀνιερώσω, δεσμὰ μὲν οἷς πρότερον ἐσφίγγετο, ἃ περιῆψαν αἱ τοῦ θνητοῦ βίου κεναὶ σπουδαί, πάντα λύσας, προαγαγὼν δὲ ἔξω καὶ τείνας καὶ ἀναχέας τοσοῦτον, ὡς καὶ τῶν τοῦ παντὸς ἅψασθαι περάτων καὶ πρὸς τὴν τοῦ ἀγενήτου παγκάλην καὶ ἀοίδιμον θέαν ἐπειχθῆναι;
(Φίλων Αλεξανδρεύς, «Περί μέθης», 152)
«Τω γαρ όντι ο τελείως εκκεκαθαρμένος νους και πάντα τα γενέσεως απογινώσκων εν μόνω οίδε και γνωρίζει το αγένητον, ω προσελήλυθεν, υφ’ ου και προσείληπται» (Φίλων Αλεξανδρεύς, Περί φυτουργιας Νώε, 64).
Και οι χριστιανοί πατέρες και διδάσκαλοι θα επαναλάβουν: «Ο μέντοι τη θεότητι του Πνεύματος ανακραθείς νους, ούτος ήδη των μεγάλων εστί θεωρημάτων εποπτικός και καθορά τα θεϊκά κάλλη, τοσούτον μέντοι όσον η χάρις ενδίδωσι και η κατασκευή αυτού υποδέχεται» (Βασίλειος, Επιστολή 233, ΕΠΕ 1,σ. 148).
«Τούτου δε κατορθωθέντος και της των αλόγων αγέλης ως πορρωτάτω του όρους απελασθείσης, ούτω προσβαίνει τη αναβάσει των υψηλών νοημάτων, το δε μηδέν των αλόγων συγχωρήσαι επί του όρους φαίνεσθαι σημαίνει, κατά την ημετέραν υπόληψιν, το υπερβήναι την εξ αισθήσεως γενομένη γνώσιν εν τη των νοητών θεωρία». (Γρηγόριος Νύσσης, «Εις τον βίον του Μωυσέως», λόγος Β΄, ΕΠΕ 9, σ.252).
«Πρώτον των μυστηρίων καλείται η καθαρότης, η συνισταμένη εκ της ενεργείας των εντολών, θεωρία δε εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι και κατανοείν εν πάσιν οίς εγένοντο και γεννήσονται. [..] Εν ταύταις ταίς νομαίς του πνεύματος ανέρχεται ο νους εν ταίς αποκαλύψεσι της γνώσεως» (Ισαάκ Σύρος, ΕΠΕ 8, Δ’ επιστολή).
6. Η περί του «Λόγου» διδασκαλία
Σύμφωνα με τον Φίλωνα, ο Λόγος είναι έργο του Θεού διαμέσου του οποίου εποίησε τον κόσμο. Είναι θείος, και δύναμη ποιητική, βασιλική, νομοθετική. Ο χριστιανός Ιουστίνος (100- 165), λέει ότι ο Λόγος είναι δύναμη που γεννήθηκε από τον Θεό, και με αυτόν έκτισε τον κόσμο. Για αυτό και τον γέννησε πριν από την δημιουργία, για την δημιουργία. Λέγεται Λόγος, Κύριος, Θεός, άγγελος, δόξα Κυρίου. Το ίδιο ισχυρίζεται και ο Θεόφιλος Αντιοχείας (δεύτερος αιώνας). Οι απόψεις αυτές, ορθόδοξες για την εποχή που εκφράζονται, γίνονται αιρετικές τον τέταρτο αιώνα, όπου καταδικάζεται ο Άρειος και οι ακόλουθοι της διδασκαλίας του (που είπαν το ίδιο).
Αναφέρει ο Φίλων…
πρώτη δὲ τῶν εἰσαγομένων ἀρετὴ τὸ διδάσκαλον ὡς ἔνεστι τέλειον ἀτελεῖς μιμεῖσθαι γλίχεσθαι. ὁ δὲ διδάσκαλος φθάνει καὶ τὸν χρόνον οὐδ´ ὅτε τὸ πᾶν ἐγέννα συνεργήσαντα, ἐπειδὴ καὶ αὐτὸς γινομένῳ τῷ κόσμῳ συνυφίστατο• ὁ γὰρ θεὸς λέγων ἅμα ἐποίει, μηδὲν μεταξὺ ἀμφοῖν τιθείς• εἰ δὲ χρὴ δόγμα κινεῖν ἀληθέστερον, ὁ λόγος ἔργον ἦν αὐτοῦ. λόγου δὲ ὀξυκινητότερον οὐδὲν καὶ παρὰ τῷ θνητῷ γένει, παραμείβεται γὰρ ἡ ῥύμη τῶν ὀνομάτων καὶ ῥημάτων τὴν ἐπ´ αὐτοῖς φθάνουσα κατάληψιν.
(«Περί γενέσεως Άβελ», 65)
Και…
ὁ θεῖός ἐστι λόγος, ἐφ’ ὃν πρῶτον καταφεύγειν ὠφελιμώτατον [..] δυνάμεις εἰσὶ τοῦ λέγοντος, ὧν ἄρχει ἡ ποιητική, καθ’ ἣν ὁ ποιῶν λόγῳ τὸν κόσμον ἐδημιούργησε• δευτέρα δ’ ἡ βασιλική, καθ’ ἣν ὁ πεποιηκὼς ἄρχει τοῦ γενομένου• τρίτη δ’ ἡ ἵλεως, δι’ ἧς ὁ τεχνίτης οἰκτείρει καὶ ἐλεεῖ τὸ ἴδιον ἔργον• τετάρτη δ’ ἡ νομοθετικῆς μοῖρα, δι’ ἧς ἃ μὴ χρὴ γίνεσθαι ἀπαγορεύει.
(«Περί φυγής και ευρέσεως», 94-95)
Οι χριστιανοί Ιουστίνος και Θεόφιλος, αναφέρουν αντίστοιχα…
«Ότι αρχήν προ πάντων των κτισμάτων ο Θεός γεγγέννηκε δύναμιν τινα εξ εαυτού λογικήν, ήτις και δόξα Κυρίου υπό του Πνεύματος του αγίου καλείται, ποτέ δε Υιός, ποτέ δε σοφία, ποτέ δε άγγελος, ποτέ δε Θεός, ποτέ δε Κύριος και Λόγος» (Ιουστίνος, Διάλογος προς Τρύφωνα, ΕΠΕ 1, σ. 436).
«Ἔχων οὖν ὁ θεὸς τὸν ἑαυτοῦ λόγον ἐνδιάθετον ἐν τοῖς ἰδίοις σπλάγχνοις ἐγέννησεν αὐτὸν μετὰ τῆς ἑαυτοῦ σοφίας πρὸ τῶν ὅλων. Τοῦτον τὸν λόγον ἔσχεν ὑπουργὸν τῶν ὑπ’ αὐτοῦ γεγενημένων, καὶ δι’ αὐτοῦ τὰ πάντα πεποίηκεν». (Θεόφιλος Αντιοχείας, «Προς Αυτόλυκον», βιβλίο 2, 10).
Ο Λόγος είναι η εικόνα του Θεού. Είναι και ο άγγελος. Υπό την λέξη «άγγελος», νοείται ο «μέγας βουλής» άγγελος. Κατά την ορθόδοξη θεολογία, αυτόν έβλεπαν οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη άσαρκο. Στην Καινή Διαθήκη σαρκωμένο. «Η Καινή Διαθήκη ονομάζει τον Κύριον της Δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελον της Παλαιάς Διαθήκης Χριστόν» (Δογματική Ι. Ρωμανίδη, τ. Α΄, σ. 181). Στο ίδιο βιβλίο, αναφέρεται ότι, «Αξιοπρόσεκτον είναι το γεγονός ότι και ο Φίλων ο Ιουδαίος ταυτίζει τον Λόγον του Θεού με τον Άγγελον της Δόξης ή Κύριον της Δόξης της Παλαιάς Διαθήκης» (ο. π. σ. 179).
Αναφέρει ο Φίλων…
«Καθάπερ γαρ την ανθήλιον αυγήν ως ήλιον οι μη δυνάμενοι τον ήλιον αυτόν ιδείν ορώσι και τας περί σελήνην άλως ως αυτήν εκείνην, ούτως και την του θεού εικόνα, τον άγγελον αυτού λόγον, ως αυτόν κατανοούσιν» («Περί του θεοπέμπτους είναι τους ονείρους», 239).
«καὶ γὰρ εἰ μήπω ἱκανοὶ θεοῦ παῖδες νομίζεσθαι γεγόναμεν, ἀλλά τοι τῆς ἀειδοῦς εἰκόνος αὐτοῦ, λόγου τοῦ ἱερωτάτου• θεοῦ γὰρ εἰκὼν λόγος ὁ πρεσβύτατος» («Περί συγχύσεως διαλέκτων», 147).
Οι χριστιανοί…
«ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ τοῦ ἀοράτου πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Προς Κολοσσαείς, 1:15).
«τοῦ Χριστοῦ ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ» (Β΄ Προς Κορινθίους, 4:4).
«Παντί ουν δήλον, ότι ένθα και άγγελος και Θεός ο αυτός προσηγόρευται, ο Μονογενής εστι δηλούμενος, εμφανίζων εαυτόν κατά γενεάν τοις ανθρώποις, και το θέλημα του Πατρός τοις αγίοις εαυτού διαγγέλλων. Ώστε και επί του Μωσέως όντα εαυτόν ονομάσας, ου άλλός τις παρά τον Θεόν Λόγον, τον εν αρχή όντα προς τον Θεόν, νοηθείη» ( Μ. Βασιλείου, Κατά Ευνομίου, Β΄, 18).
Ο Λόγος λέγεται «θεός» καταχρηστικά. Είναι πηγή σοφίας και ζωής. Ο Λόγος προηγείται όχι μόνο του υλικού κόσμου, αλλά και του νοητού, ως νοητή ιδέα και εικόνα του Θεού.
«πρὸς τὸν ἀνωτάτω λόγον θεῖον, ὃς σοφίας ἐστὶ πηγή, ἵνα ἀρυσάμενος τοῦ νάματος ἀντὶ θανάτου ζωὴν ἀίδιον ἆθλον εὕρηται• τὸν δὲ μὴ οὕτως ταχὺν ἐπὶ τὴν ποιητικὴν καταφεύγειν δύναμιν, ἣν Μωυσῆς ὀνομάζει θεόν, ἐπειδὴ δι’ αὐτῆς ἐτέθη καὶ διεκοσμήθη τὰ σύμπαντα» (Φίλων Αλεξανδρέας, «Περί φυγής και ευρέσεως», 97).
«Ο μεν αληθεία θεός εις εστίν, οι δ’ εν καταχρήσει λεγόμενοι πλείους. Διό και ο ιερός λόγος εν τω παρόντι τον μεν αληθεία δια του άρθρου μεμήνυκεν ειπών· “εγώ ειμί ο θεός”, τον δ’ εν καταχρήσει χωρίς άρθρου φάσκων· “ο οφθείς σοι εν τόπω”, ου του θεού, αλλ’ αυτό μόνον “θεού”. Καλεί δε θεόν τον πρεσβύτερον αυτού νυνί λόγον» (Φίλων Αλεξανδρεύς, «Περί τους θεοπέμπτους είναι τους ονείρους βιβλίο Α΄,229-230).
«ὁ δ’ ὑπεράνω τούτων λόγος θεῖος εἰς ὁρατὴν οὐκ ἦλθεν ἰδέαν, ἅτε μηδενὶ τῶν κατ’ αἴσθησιν ἐμφερὴς ὤν, ἀλλ’ αὐτὸς εἰκὼν ὑπάρχων θεοῦ, τῶν νοητῶν ἅπαξ ἁπάντων ὁ πρεσβύτατος» (Φίλων Αλεξανδρεύς, «Περί φυγής και ευρέσεως», 101).
«Αρχήν προ πάντων των κτισμάτων ο Θεός γεγέννηκε δύναμιν τινα εξ εαυτού λογικήν, ήτις και δόξα Κυρίου υπό του Πνεύματος του αγίου καλείται, πότε δε Υιός, πότε δε Σοφία, πότε δε Άγγελος, πότε δε Θεός, πότε δε Κύριος και Λόγος» (Ιουστίνος, «Διάλογος προς Τρύφωνα, 61).
«ὅς ἐστιν εἰκὼν τοῦ θεοῦ τοῦ ἀοράτου πρωτότοκος πάσης κτίσεως ὅτι ἐν αὐτῷ ἐκτίσθη τὰ πάντα τὰ ἐν τοῖς οὐρανοῖς καὶ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς τὰ ὁρατὰ καὶ τὰ ἀόρατα εἴτε θρόνοι εἴτε κυριότητες εἴτε ἀρχαὶ εἴτε ἐξουσίαι• τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ καὶ εἰς αὐτὸν ἔκτισται» (Κολοσσαείς, 1.15-16).
Ο συγγραφέας της «Προς Κολοσσαείς», χαρακτηρίζει τον σαρκωθέντα Λόγο ως πρώτο που γεννήθηκε πριν την κτίση. Ο δε Φίλων έγραψε πριν την συγγραφή της επιστολής, «τοῦτον μὲν γὰρ πρεσβύτατον υἱὸν ὁ τῶν ὅλων ἀνέτειλε πατήρ, ὃν ἑτέρωθι πρωτόγονον ὠνόμασε, καὶ ὁ γεννηθεὶς μέντοι, μιμούμενος τὰς τοῦ πατρὸς ὁδούς, πρὸς παραδείγματα ἀρχέτυπα ἐκείνου βλέπων ἐμόρφου τὰ εἴδη» («Περί συγχύσεως διαλέκτων», 63).Και των αντιγραφών, ουκ εσταί τέλος…
7. Άτρεπτο το θείο
«Παν μεν ουν το γενητόν αναγκαίον τρέπεσθαι, ίδιον γαρ εστί τούτο αυτού, ώσπερ θεού το άτρεπτον είναι» (Φίλων Αλεξανδρεύς, «Νόμων ιερών αλληγορίας», 33).
Δηλαδή, αυτό που γεννιέται, εφόσον λαμβάνει αρχή, ήδη ξεκινά με τροπή. Ο Θεός που δεν έλαβε αρχή, είναι άτρεπτος. Επομένως, δεν αλλοιώνεται, δεν αλλάζει γνώμη. Έχει πεί ήδη ο Πλάτων, «Αδύνατον άρα και θεώ εθέλειν αυτόν αλλοιούν» (Πολιτεία, 381c).
Και οι χριστιανοί πατέρες…
«Μόνον ουν φύσει άτρεπτον το Θείον, ως άκτιστον και αεί ον. Τα δε κτίσματα , όσα μεν λογικά εθελότρεπτα, τω θελήματι τρεπόμενα • τα δε λοιπά κατά το σώμα» (Ιωάννης Δαμασκηνός, «Κατά Μανιχαίων Διάλογος», 68).
«Αυτός ο Θεός μόνος ο αυτός εστίν αεί προ των αιώνων και εις αιώνας και έτι, αναλοίωτος διαμένων [..] παν το έχον αρχήν, και τροπήν υφίσταται, τροπήν γαρ τις η αρχή εστί» (Γρηγόριος Παλαμάς, Ομιλία 22, 1).
8. Τί θεάται από τον Θεό και πώς
Ο Θεός θεάται μόνο δια μέσου του φωτός του, το οποίο δεν είναι φυσικό φως. Ο Φίλων διατείνεται ότι δεν θεάται η ουσία του Θεού, αλλά η ύπαρξή του. Οι χριστιανοί πατέρες αργότερα θα πουν ότι δεν θεάται η θεία φύση, αλλά το άκτιστο φως του Θεού, που είναι θεία ενέργεια. Εννοώντας ότι η θεία ενέργεια είναι το επόμενο της Θείας ουσίας.
Ο μυημένος λοιπόν, δεν μαθαίνει για την ύπαρξη του θεού από κάποιον άλλο ή από συγκρίσεις γήινες ή ουράνιες, αλλά από τον ίδιο τον Θεό. Μόνο δια του φωτός του Θεού, φτάνει κανείς στην θεωρία του Θεού. Όπως και τον ήλιο και τα άστρα, τα βλέπουμε από το φως τους.
[…] ὁρῶν θεόν, οὐχ οἷός ἐστιν [346 CW] ὁ θεός – τοῦτο γὰρ ἀμήχανον, ὡς ἔφην –, ἀλλ´ ὅτι ἔστιν, οὐ παρ´ ἑτέρου τινὸς μαθών, οὐχὶ τῶν κατὰ γῆν, οὐχὶ τῶν κατ´ οὐρανόν, οὐχὶ τῶν ὅσα στοιχεῖα ἢ συγκρίματα θνητά τε αὖ καὶ ἀθάνατα, ἀλλὰ παρ´ αὐτοῦ μόνου μετακληθεὶς τὴν ἰδίαν ὕπαρξιν ἀναφῆναι θελήσαντος ἱκέτῃ. 45 πῶς δ´ ἡ προσβολὴ γέγονεν, ἄξιον διά τινος εἰκόνος ἰδεῖν. Τὸν αἰσθητὸν τοῦτον ἥλιον μὴ ἑτέρῳ τινὶ θεωροῦμεν ἢ ἡλίῳ; τὰ δὲ ἄστρα μή τισιν ἄλλοις ἢ ἄστροις θεωροῦμεν; καὶ συνόλως τὸ φῶς ἆρ´ οὐ φωτὶ βλέπεται; τὸν αὐτὸν δὴ τρόπον καὶ ὁ θεὸς ἑαυτοῦ φέγγος ὢν δι´ αὐτοῦ μόνου θεωρεῖται, μηδενὸς ἄλλου συνεργοῦντος ἢ δυναμένου συνεργῆσαι πρὸς τὴν εἱλικρινῆ κατάληψιν τῆς ὑπάρξεως αὐτοῦ.
(«Περί άθλων, επιτιμίων και αρών», 44-45)
Οι χριστιανοί πατέρες θα μιλήσουν και αυτοί για φως. «Ίνα φώτα τέλεια τω μεγάλω φωτί παραστάντες, και την εκείθε μυηθείτε φωταγωγίαν, ελλαμπόμενοι τη Τριάδι καθαρώτερον και τρανότερον, ης νυν μετρίως αποδέχεσθε την μιαν αυτγήν εκ της μιας θεότητος» (Γρηγόριος Θεολόγος, Λόγος 39, 20).
Ο Συμεών ο νέος Θεολόγος θα γράψει στην κατήχηση 28: «Ημείς μαρτυρούμεν ότι ο Θεός φως εστί και οι αυτόν καταξιωθέντες ιδείν πάντες ως φως εθεάσαντο».
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς στο «Κατά Ακινδύνου», θα γράψει: «Ότι φως ο Θεός ου κατ’ ουσίαν, αλλά κατ’ ενέργειαν λέγεται».
Ο τρόπος είναι η άσκηση. Γράφει ο Φίλων, ότι «ἀλήθειαν δὲ μετίασιν οἱ τὸν θεὸν θεῷ φαντασιωθέντες, φωτὶ φῶς. τὸ μὲν οὖν μέγιστον ἆθλον εἴρηται. Πρὸς δὲ τούτοις λαμβάνει βραβεῖον ὁ ἀσκητὴς λεχθῆναι μὲν οὐκ εὔφημον, νοηθῆναι δὲ ἄριστον» («Περί άθλων, επιτιμίων και αρών», 47).
Τῷ μὲν γὰρ ἐκ διδασκαλίας τελειωθέντι πίστις, ἐπειδὴ [347 CW] τὸν μανθάνοντα πιστεῦσαι δεῖ τῷ διδάσκοντι περὶ ὧν ὑφηγεῖται• δύσκολον γάρ, μᾶλλον δ´ ἀδύνατον ἀπιστοῦντα παιδεύεσθαι. 50 τῷ δὲ κατ´ εὐμοιρίαν φύσεως ἐπ´ ἀρετὴν φθάσαντι χαρά• χαρτὸν γὰρ ἡ εὐφυΐα καὶ τὰ φύσεως δῶρα. Τῆς διανοίας εὐθιξίαις καὶ εὐσκόποις ἐπιβολαῖς προσγανουμένης, ἐν αἷς ἀπόνως εὑρίσκει τὰ ζητούμενα, καθάπερ ὑποβολέως ἔνδοθεν ὑπηχοῦντος• ἡ γὰρ σύντομος τῶν ἀπορουμένων εὕρεσις χαρτόν. 51 τῷ δὲ δι´ ἀσκήσεως περιποιησαμένῳ φρόνησιν ὅρασις• μετὰ γὰρ τὸν ἐν νεότητι πρακτικὸν βίον ὁ ἐν γήρᾳ θεωρητικὸς βίος ἄριστος καὶ ἱερώτατος, ὃν οἷα κυβερνήτην παραπέμψας ἐπὶ πρύμναν ὁ θεὸς ἐνεχείρισε τοὺς οἴακας ὡς ἱκανῷ πηδαλιουχεῖν τὰ ἐπίγεια• χωρὶς γὰρ θεωρίας ἐπιστημονικῆς οὐδὲν τῶν πραττομένων καλόν.
(«Περί άθλων, επιτιμίων και αρών», 49-51)
Βλέπουμε ότι αναφέρεται σε πίστη, σε διδασκαλία, άσκηση, σε πρακτικό και θεωρητικό βίο. Αυτά αναφέρονται και στην χριστιανική ασκητική παράδοση. Για παράδειγμα, ο Βασίλειος: «Ο μεν γαρ σαρκικός άνθρωπος, αγύμναστον έχων προς θεωρίαν τον νουν… αδυνατεί προς το πνευματικό φώς της αληθείας αναβλέψαι» (Περί του Αγίου Πνεύματος ΚΒ σ. 426).
Καθαρθέντα δη ουν από του αίσχους, ο ανεμάξατο δια της κακίας, και προς το εκ φύσεως κάλλος επανελθόντα, και οίον εικόνι βασιλική την αρχαίαν μορφήν δια καθαρότητος αποδόντα, ούτως εστί μόνως προσεγγίσαι τω Παρακλήτω. Ο δε, ώσπερ ήλιος, κεκαθαρμένον όμμα παραλαβών, δείξει σοι εν εαυτώ την εικόνα του αοράτου. Εν δε τω μακαρίω της εικόνος θεάματι το άρρητον όψει του αρχετύπου κάλλος. Δια τούτου, καρδιών ανάβασις, χιεραγωγία των ασθενούντων, των προκοπτόντων τελείωσις. Τούτο τοις από πάσης κηλίδος κεκαθαρμένοις ελλάμπον, τη προς εαυτό κοινωνία πνευματικούς αποδείκνυσι.
(Περί του Αγίου Πνεύματος, ΕΠΕ 10, σ. 338)
Δηλαδή: «Όταν λοιπόν καθαρισθή κανείς από την αισχρότητα, την οποία περιεβλήθη με την κακία, και επανέλθει εις την φυσικήν ωραιότητα, και αποδώσει σαν εις εικόνα βασιλική την αρχαία μορφήν με τον καθαρισμόν της, μόνον έτσι μπορεί να πλησιάσει τον Παράκλητον. Αυτός δε, σαν ήλιος, αφού παραλάβει καθαρισμένους οφθαλμούς, θα σου δείξει εις τον εαυτό του την εικόνα του αοράτου. Εις το μακάριον δε θέαμα της εικόνος θα ιδείς το ανέκφραστον κάλλος του πρωτοτύπου».
Ο Μωυσής και η ανάβασή του στο όρος για να λάβει τις εντολές, αποτελεί τυπικό παράδειγμα και για την πνευματική ανάβαση του πιστού και την συνάντησή του με τον Θεό. Σημειώνει ο θεολόγος Βλαδίμηρος Λόσκι τα εξής: «Το θέμα του Μωυσέως προσεγγίζοντος τον Θεό υπό τον γνόφον του Σινά, θέμα το οποίον συνηντήσαμεν παρά τω Διονυσίω και το οποίον δια πρώτην φοράν υιοθετήθη υπό Φίλωνος του Αλεξανδρέως, ως μια εικών εκστάσεως, θα είναι το υπό των Πατέρων προτιμώμενον σχήμα δια την έκφρασιν της εμπειρίας της αγνωσίας της θείας φύσεως» (Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, σ. 36).
Βέβαια, ούτε στα γραπτά της Καινής Διαθήκης ούτε στην ιουδαϊκή ερμηνευτική συναντά κανείς τέτοια πράγματα. Είναι σκέψη του Φίλωνος που σύλησαν οι χριστιανοί. Για να καταλάβει κανείς τι εννοώ με αυτό, αρκεί να μελετήσει το έργο του Φίλωνος «Περί Μωυσέως βίου», με το αντίστοιχο ομώνυμο έργο του Γρηγορίου Νύσσης.
9. Θείος έρως και έκσταση
Ούτε αυτά τα στοιχεία είναι καινούρια. Για το θέμα της έκστασης και της διαφοράς της από την χριστιανική, θα το δούμε στο δεύτερο μέρος της σειράς, όπου θα μιλήσουμε για τον νεοπλατωνισμό του Πλωτίνου.
Ας συγκρίνουμε και τα επόμενα χωρία εκ παραλλήλου…
πόθος οὖν εἴ τις εἰσέρχεταί σε, ψυχή, τῶν θείων ἀγαθῶν κληρονομῆσαι, μὴ μόνον γῆν, τὸ σῶμα, καὶ συγγένειαν,τὴν αἴσθησιν, καὶ οἶκον πατρός, τὸν λόγον, καταλίπῃς, ἀλλὰ καὶ σαυτὴν ἀπόδραθι καὶ ἔκστηθι σεαυτῆς, ὥσπερ οἱ κατεχόμενοι καὶ κορυβαντιῶντες βακχευθεῖσα καὶ θεοφορηθεῖσα κατά τινα προφητικὸν ἐπιθειασμόν• ἐνθουσιώδης γὰρ καὶ οὐκέτ’ οὔσης ἐν ἑαυτῇ διανοίας, ἀλλ’ ἔρωτι οὐρανίῳ σεσοβημένης κἀκμεμηνυίας καὶ ὑπὸ τοῦ ὄντως ὄντος ἠγμένης καὶ ἄνω πρὸς αὐτὸ εἱλκυσμένης, προϊούσης ἀληθείας καὶ τἀν ποσὶν ἀναστελλούσης, ἵνα κατὰ λεωφόρου βαίνοι τῆς ὁδοῦ, κλῆρος οὗτος.
(Φίλων Αλεξανδρεύς, «Περὶ τοῦ τίς ὁ τῶν θείων ἐστίν κληρονόμος», 69-70)
«ἔκστασις καὶ ἡ ἔνθεος ἐπιπίπτει κατοκωχή τε καὶ μανία. ὅταν μὲν γὰρ φῶς τὸ θεῖον ἐπιλάμψῃ, δύεται τὸ ἀνθρώπινον, ὅταν δ’ ἐκεῖνο δύηται, τοῦτ’ ἀνίσχει καὶ ἀνατέλλει. 265 τῷ δὲ προφητικῷ γένει φιλεῖ τοῦτο συμβαίνειν• ἐξοικίζεται μὲν γὰρ ἐν ἡμῖν ὁ νοῦς κατὰ τὴν τοῦ θείου πνεύματος ἄφιξιν, κατὰ δὲ τὴν μετανάστασιν αὐτοῦ πάλιν εἰσοικίζεται• θέμις γὰρ οὐκ ἔστι θνητὸν ἀθανάτῳ συνοικῆσαι».
(ο. π. 264-265)
Οι δε Χριστιανοί, τα κάτωθι…
Επεί τοις ορθώς των θείων ακροωμένοις επί της αυτής δυνάμεως τάττεται προς των ιερών θεολόγων το της αγάπης και το του έρωτος όνομα κατά τας θείας εκφαντορίας. Και εστί τούτο δυνάμεως ενοποιού και συνδετικής και διαφερόντως συγκρατικής εν τω καλώ και αγαθώ, δια το καλόν και αγαθόν προυφεστώσης και εκ του καλού και αγαθού δια το καλόν και αγαθόν εκδιδομένης και συνεχούσης μεν τα ομοταγή κατά την κοινωνικήν αλληλουχίαν, κινούσης δε τα πρώτα προς την των υφειμένων πρόνοιαν και ενιδρυούσης τα καταδεέστερα τη επιστροφή τοις υπερτέροις. Εστί δε και εκστατικός ο θείος έρως, ουκ εων εαυτών είναι τους εραστάς, αλλά των ερωμένων.
(Περί θείων ονομάτων, ΕΠΕ 3, σ. 114)
Δηλαδή: «Διότι, για όσους καταλαβαίνουν τα θεία σωστά, το όνομα της αγάπης και του έρωτος από τους θεολόγους φέρεται ισοδύναμο σύμφωνα με τις θείες αποκαλύψεις. Και είναι αυτό το όνομα δηλωτικό της ενοποιού και συνδετικής και εξόχως συναπτικής δυνάμεως στο καλό και αγαθό, που προϋφίσταται εξ αιτίας του καλού και αγαθού και εκχέεται από το καλό και αγαθό για το καλό και αγαθό, που συνέχει τα ομοταγή κατά την κοινωνική τους αλληλουχία, κινεί δε τα προηγούμενα προς την πρόνοια των κατωτέρων και επιστροφικώς εδραζει τα υποδεέστερα στα υπέρτερα. Είναι δε και εκστατικός ο θείος έρως, διότι δεν αφήνει τους εραστάς να ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους ερωμένους».
«[…] του δε δευτέρου, τον εν αυτή τη ορμή της προσευχής αρπαγήναι τον νουν υπό του θείου και απείρου φωτός, και μήτε εαυτού μήτε τινός άλλου των όντων το σύνολον επαισθάνεσθαι, ει μη μόνου του δια της αγάπης εν αυτώ την τοιαύτην έλλαμψιν ενεργούντος. Τότε δε και περί τους περί Θεού λόγους κινούμενος, καθαράς και τρανάς τας περί αυτύ λαμβάνει εμφάσεις.
(Μάξιμος, Κεφάλαια περί αγάπης, ΕΠΕ 14, σ. 212)
Δηλαδή, «[…] της δεύτερης καταστάσεως γνώρισμα είναι το ν’ αρπαγεί από το θείο και άπειρο φως κατά τη στιγμή ακριβώς που είναι κυριευμένος από τον ορμητικό πόθο της προσευχής, ώστε να μη αισθάνεται ούτε τον εαυτό του, ούτε κανένα γενικά από όλα τα άλλα όντα, παρά μόνο εκείνον που από αγάπη ενεργεί σ’ αυτόν την έλλαμψη αυτού του είδους. Τότε, προχωρώντας ο νους στην αναζήτηση όλων των αιτιών που σχετίζονται με τον Θεό, δέχεται καθαρές και σαφείς αποκαλύψεις περί αυτού».
10. Η Τριάδα στον Φίλωνα
Ο Φίλων προσπάθησε να εξηγήσει τους περίεργους πληθυντικούς της Γενέσεως, χωρίς να αναιρέσει τον αυστηρό του μονοθεϊσμό του. Ο Φίλων λέει ότι όταν η ψυχή γεμίσει ολόκληρη και γύρω της από το νοητό θείο φως, μπορεί να συλλάβει την νοητική αναπαράσταση του ενός θεού, τριπλά. Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί, λέει ο Φίλων, το αναφέρει καταχρηστικά, εφόσον ο Θεός είναι πάνω από κάθε νόηση. Πιο συγκεκριμένα, το ένα υποκείμενο είναι ο Πατήρ (ο ΩΝ), ο οποίος δορυφορείται από δύο δυνάμεις πρεσβύτατες και εγγύτερές του, την ποιητική (με την οποία διακόσμησε το σύμπαν) και την βασιλική (με την οποία κυβερνάται δίκαια).
ἐπειδὰν οὖν ἡ ψυχὴ καθάπερ ἐν μεσημβρίᾳ θεῷ περιλαμφθῇ καὶ ὅλη δι´ ὅλων νοητοῦ φωτὸς ἀναπλησθεῖσα ταῖς ἐν κύκλῳ κεχυμέναις αὐγαῖς ἄσκιος γένηται, τριττὴν φαντασίαν ἑνὸς ὑποκειμένου καταλαμβάνει, τοῦ μὲν ὡς ὄντος, τῶν δ´ ἄλλων δυοῖν ὡς ἂν ἀπαυγαζομένων ἀπὸ τούτου σκιῶν• ὁποῖόν τι συμβαίνει καὶ τοῖς ἐν αἰσθητῷ φωτὶ διατρίβουσιν• ἢ γὰρ ἑστώτων ἢ κινουμένων διτταὶ σκιαὶ πολλάκις συνεμπίπτουσι. μὴ μέντοι νομισάτω τις ἐπὶ θεοῦ τὰς σκιὰς κυριολογεῖσθαι• κατάχρησις ὀνόματός ἐστι μόνον πρὸς ἐναργεστέραν ἔμφασιν τοῦ δηλουμένου πράγματος, ἐπεὶ τό γε ἀληθὲς οὐχ ὧδε ἔχει• ἀλλ´ ἔστιν, ὡς ἄν τις ἐγγύτατα τῆς ἀληθείας ἱστάμενος εἴποι, πατὴρ μὲν τῶν ὅλων ὁ μέσος, ὃς ἐν ταῖς ἱεραῖς γραφαῖς κυρίῳ ὀνόματι καλεῖται ὁ ὤν, αἱ δὲ παρ´ ἑκάτερα αἱ πρεσβύταται καὶ ἐγγυτάτω τοῦ ὄντος δυνάμεις, ἡ μὲν ποιητική, ἡ δ´ αὖ βασιλική• προσαγορεύεται δὲ ἡ μὲν ποιητικὴ θεός, ταύτῃ γὰρ ἔθηκέ τε καὶ διεκόσμησε τὸ πᾶν, ἡ δὲ βασιλικὴ κύριος, θέμις γὰρ ἄρχειν καὶ κρατεῖν τὸ πεποιηκὸς τοῦ γενομένου.
(Φίλων Αλεξανδρεύς, Περί Αβραάμ, 119-121)
Σε άλλο του κείμενο, αναφέρει ότι «κατὰ τὸν ἕνα ὄντως ὄντα θεὸν δύο τὰς ἀνωτάτω εἶναι καὶ πρώτας δυνάμεις ἀγαθότητα καὶ ἐξουσίαν, καὶ ἀγαθότητι μὲν τὸ πᾶν γεγεννηκέναι, ἐξουσίᾳ δὲ τοῦ γεννηθέντος ἄρχειν, τρίτον δὲ συναγωγὸν ἀμφοῖν μέσον εἶναι λόγον, λόγῳ γὰρ καὶ ἄρχοντα καὶ ἀγαθὸν εἶναι τὸν θεόν» (Περί των Χερουβίμ», 27)
Αλλού, «ἡνίκα ὁ θεὸς δορυφορούμενος ὑπὸ δυεῖν τῶν ἀνωτάτω δυνάμεων ἀρχῆς τε αὖ καὶ ἀγαθότητος εἷς ὢν ὁ μέσος τριττὰς φαντασίας ἐνειργάζετο τῇ ὁρατικῇ ψυχῇ, ὧν ἑκάστη μεμέτρηται μὲν οὐδαμῶς — ἀπερίγραφος γὰρ ὁ θεός, ἀπερίγραφοι δὲ καὶ αἱ δυνάμεις αὐτοῦ» (Περί γενέσεως Άβελ, 59).
Μάλιστα, παρακάτω στηρίζει τα λεγόμενά του στην Γραφή. Και συγκεκριμένα στην περίφημη φιλοξενία του Αβραάμ.
Παρατηρούμε, ότι αυτά μοιάζουν σε αρκετά μεγάλο βαθμό με όσα ισχυρίζονταν ορισμένοι εκκλησιαστικοί, σαφώς πριν την Ά Οικουμενική Σύνοδο, κατά την οποία διαμορφώθηκε το δόγμα της χριστιανικής Τριάδας.
Ο Υιός και το Πνεύμα αναφέρονται ως «δυνάμεις» και δεν θεωρούνται ισότιμες του Πατρός, εφόσον εξαρτώνται άμεσα από αυτόν. Παραδείγματα αποτελούν ο απολογητής Αθηναγόρας (γύρω στο 160-180), ο Θεόφιλος Αντιοχείας (που έδρασε μεταξύ 169-188), ο Ιππόλυτος (γύρω στο 210) που έθετε ιεραρχία στην Τριάδα, όπως ο Ιουστίνος. Ο Τερτυλλιανός δέχονταν ότι ο Υιός προήλθε δι’ απορροής.