Η πλάνη και η απάτη της χριστιανικής εσχατολογίας (Μέρος Α’)
Αποδείξεις από τα «τα ιερά» χριστιανικά κείμενα ότι η Β΄ Παρουσία του Ιησού θα έπρεπε να είχε συμβεί κατά την διάρκεια του πρώτου αποστολικού αιώνα. Πλαστογραφήσεις εκκλησιαστικών συγγραφέων, και η εξέλιξη του εσχατολογικού δόγματος, προκειμένου να δικαιολογηθούν τα ψεύδη του Ιησού.
Α. Εσχατολογία στον Ιουδαϊσμό και τον Χριστιανισμό
Εσχατολογία είναι ο λόγος για τα έσχατα. Τα «έσχατα», είναι η περίοδος που προηγείται της παλιγγενεσίας, δηλαδή της ανακαινίσεως της κτίσης και της θεϊκής διακυβέρνησης. Για να καταλάβουμε τον ρόλο αυτής της διδασκαλίας, πρέπει να έχουμε υπόψη μας τρία πράγματα: α) την εκ του μηδενός δημιουργία, β) τον τρόπο κατανόησης της έννοιας «χρόνος» και γ) ότι είναι μια προσπάθεια απάντησης στο πρόβλημα του «κακού» και της «θεοδικίας». Συνέπεια του Ιουδαϊσμού είναι ο Χριστιανισμός. Λογικό και επόμενο, εφόσον μοιράζονται κοινά «ιερά» κείμενα, να έχουν κοινά σημεία αλλά και ορισμένες διαφορές. Όσον αφορά την δημιουργία, και οι δύο θρησκείες δέχονται (εξ «αποκαλύψεως») ένα εξωτερικό αίτιο (τον Θεό), που δημιουργεί από το τίποτα και προνοεί και συντηρεί την δημιουργία του. Δηλαδή, ο κόσμος, δεν είναι ένα σύστημα αυτοσυντηρούμενο και αιώνιο. Έχει την ανάγκη του Δημιουργού του. Κατά τα «έσχατα», θα ολοκληρωθεί το θεϊκό σχέδιο. Θα εξαλειφθεί το κακό και η φθορά, με την αναδημιουργία του κόσμου. Διαβάζουμε στο βιβλίο «Ησαίας»: «ο ουρανός καινός και η γη καινή α εγώ ποιώ μένει ενώπιον μου λέγει Κύριος» (Ησαΐας, 66:22). Και στην «Β΄ Πέτρου», «καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ» (Β΄ Πέτρου, 3:13). Όσον αφορά τον χρόνο, υπάρχει μια διαφοροποίηση. Ο Ιουδαϊσμός τον κατανοεί ως «γραμμικό». Ο Χριστιανισμός, υιοθετώντας την «εκ του μηδενός δημιουργία», κατά ανάγκην υιοθετεί και την αντίληψη του χρόνου ως ευθεία γραμμή. Έχει αρχή ο κόσμος και οδεύει κάπου. Το «τέλος», νοείται ως το τέλος της ανθρώπινης διακυβέρνησης και την αρχή της θεϊκής. Στον Χριστιανισμό όμως, μεταπλάθεται η έννοια του «Μεσσία» και γίνεται «πάσχων». Συνεπώς, προστίθεται άλλη μια νοητή κάθετος και ο χρόνος κατανοείται πλέον ως «σταυρικός». Αυτό συμβολίζει την κάθοδο του Μεσσία στον κόσμο και το σχήμα που δημιουργείται, το πάθος του. Και οι δύο αυτές οπτικές, βλέπουν τα έσχατα ως μια περίοδο «ανταμοιβής» των πιστών, και «κατάκρισης» των ασεβών. Τότε θα φανεί η δικαιοκρισία του Θεού, και τότε θα θριαμβεύσει το «καλό» έναντι του «κακού». Στον μεν Ιουδαϊσμό, ο Μεσσίας θα έρθει ένδοξα να ανυψώσει το Ισραήλ και να το ελευθερώσει από τους φυσικούς εχθρούς του, στον δε Χριστιανισμό θα έρθει για όλους «εκ δευτέρου χωρίς αμαρτίας οφθήσεται τοις αυτόν απεκδεχομένοις εις σωτηρίαν» (Προς Εβραίους, 9:28). Όπως σημειώνει ο καθηγητής Γ. Πατρώνος, «Ο κατ’ εξοχήν Χριστός Κυρίου θεωρείται ο εν τω μέλλοντι αναμενόμενος Μεσσίας, ίνα κυρίως σώσει τον Ισραήλ και ανυψώσει τον λαόν μεταξύ των εθνών, ώστε να καταστή η Ιερουσαλήμ ιερά πόλις και έδρα του αιωνίου βασιλείου αυτού» (Μεσσιανικές και Εσχατολογικές προσδοκίες της μεσοδιαθηκικής περιόδου, περιοδικό «Θεολογία», τ. ΜΓ, 1972, τεύχη 3-4).
Κάποιοι από τους οπαδούς του Ιησού, θεώρησαν ότι ο Ιησούς ήταν ο αναμενόμενος «Μεσσίας». Για να το στηρίξουν, βρήκαν κάποια κομμάτια από τις Γραφές, τα οποία είτε πλαστογράφησαν είτε παρερμήνευσαν, προκειμένου να δικαιολογήσουν την πίστη τους στην μεσσιανικότητα του Ιησού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός, ότι η εποχή εκείνη, ήταν εποχή έντονου κοινωνικού αναβρασμού. Εποχή πολλών «χριστών», πολλών «μεσσιών». Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης στα οποία αποτυπώνονται οι πρώτες πεποιθήσεις που αφορούν το θέμα μας, έχουν σαφείς επιρροές από την Ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία. Γράφει πάλι ο ίδιος καθηγητής…
Η περί των εσχάτων διδασκαλία της Αποκαλυπτικής καίτοι προήλθε δια μιας ιστορικής εξελίξεως εκ του περιεχομένου της προφητείας και διαφέρει ουσιωδώς του υψηλού προφητικού κηρύγματος μας παρουσίασε σημαντικόν αριθμόν θεμάτων, ως είδομεν, άτινα ενδιαφέρουν αμέσως και τους συγγραφείς την Κ. Διαθήκης. Το δε γεγονός ότι εν τω συνόλω της αποκαλυπτικής ταύτης φιλολογίας ευρίσκομεν το υπόβαθρον της διατυπώσεως των πλείστων εσχατολογικών πεποιθήσεων της Κ. Διαθήκης καθιστά το θέμα της παρούσης εργασίας λίαν ενδιαφέρον. […] Η πλήρης και ορθή κατανόησις της Κ. Διαθήκης είναι αδύνατος άνευ της γνώσεως ουχί μόνον των βιβλίων της Π. Διαθήκης αλλά και των αποκρύφων αυτής, καθώς επίσης και ολοκλήρου της αποκαλυπτικής γραμματείας, διότι εν αυτοίς περιλαμβάνονται άπασαι αι εκδηλώσεις του μεσσιανικού και εσχατολογικού πνεύματος της εποχής (ο. π).
Εφόσον, λοιπόν, υπάρχει σύνδεση μεταξύ ορθόδοξων ιουδαϊκών βιβλίων (Παλαιά Διαθήκη), απόκρυφων ιουδαϊκών βιβλίων, αποκαλυπτικής ιουδαϊκής γραμματείας, και βιβλίων Καινής Διαθήκης, επομένως υπάρχει σύνδεση και ως προς την αντίληψη για τη φύση αυτής της «βασιλείας», αλλά και του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου πραγματοποιείται. Οι αρχικοί οπαδοί του Ιησού ανέμεναν την επικείμενη έλευση του Ιησού και οραματίζονταν την «βασιλεία» κατά έναν τρόπο περισσότερο υλιστικό από αυτό που θεωρήθηκε αργότερα.
Β. Το «επικείμενο τέλος» και ο αμφιταλαντευόμενος πλαστογράφος «Λουκάς»
Οι έσχατες ημέρες αρχίζουν από τον πρώτο αποστολικό αιώνα. «Πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφήταις ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Προς Εβραίους, 1:1-2). Το πότε τελειώνουν, ας αφήσουμε να μας το πουν τα ευαγγέλια:
«Μετὰ δὲ τὸ παραδοθῆναι τὸν Ἰωάννην ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν Γαλιλαίαν κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας τοῦ θεοῦ καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ• μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ» (Κατά Μάρκον, 1:14-15).
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν Μετανοεῖτε• ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Κατά Ματθαίον, 4:17).
Οι φράσεις-κλειδιά σε αυτά τα χωρία του πρώιμου κηρύγματος του Ιησού, είναι το «πεπλήρωται ο καιρός» και «ήγγικεν η βασιλεία του Θεού». Και τα δύο, οριοθετούν την έλευση της «βασιλείας» κατά ορατό τρόπο, στην διάρκεια του πρώτου αιώνα. Η «βασιλεία» είναι που πλησιάζει, και όχι εμείς στην βασιλεία.
Αυτός ο «αποκαλυπτικός» χαρακτήρας του κηρύγματος του Ιησού, αντανακλά το κλίμα της εποχής στην Παλαιστίνη, αλλά και τις αρχικές πεποιθήσεις για τον Ιησού. Η αποκαλυπτική γραμματεία βρίθει από αναφορές περί του επικείμενου «τέλους», και τα γραπτά του Ιώσηπου μαρτυρούν επίδοξους «Μεσσίες», δηλαδή «Χριστούς», που υπόσχονταν την άμεση αποκατάσταση του Ισραήλ και την συντριβή των δυνάμεων του «κακού» (Ρώμη και ειδωλολατρία). Η εποχή της διακυβέρνησης του Θεού μέσω του «κεχρισμένου» του, ήταν πλησίον.
Όταν απέστειλε τους δώδεκα, τους παρήγγειλε τα επόμενα: «Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων, Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε• πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ· πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Κατά Ματθαίον, 10:7).
Η εντολή είναι ξεκάθαρη. Δεν πρέπει να πάνε στους εθνικούς και στους Σαμαρείτες. Η αποκλειστικότητα του κηρύγματος στους Ιουδαίους, ενισχύει αυτό που γράφτηκε παραπάνω. Βεβαίως, στο ίδιο ευαγγέλιο, ο Ιησούς φέρεται να αποστέλλει τους μαθητές στα έθνη, μετά την «ανάστασή» του. Αυτά, προστέθηκαν αργότερα, όταν πλέον το συγκεκριμένο κίνημα ανοίχθηκε στα έθνη. Στο βιβλίο των «Πράξεων», υπήρχε μεγάλη διχογνωμία στο αν έπρεπε οι απόστολοι να κηρύξουν στους εθνικούς. Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Πέτρου, που αρχικά είχε ενδοιασμούς στο αν έπρεπε να κηρύξει στον Κορνήλιο και τους δικούς του, που ήταν εθνικοί. Αλλά και στην πρώτη αποστολική σύνοδο, συζητήθηκε το αν έπρεπε τελικά να προχωρήσουν στα έθνη, πέρα από τους προσήλυτους στον Ιουδαϊσμό. Εάν ο Ιησούς τους είχε δώσει την εντολή, τότε δεν θα υπήρχε λόγος ούτε να αμφιβάλλουν ούτε να το συζητούν.
Ο συγγραφέας του κατά «Λουκάν» ευαγγελίου, ο οποίος γράφει μεταγενέστερα σε σχέση με τους συγγραφείς του «κατά Μάρκον» και «κατά Ματθαίον», επεξεργάζεται το σημείο όπου ο Ιησούς αποστέλλει τους δώδεκα, απαλείφοντας κάθε απαγόρευση για κήρυγμα στους μη Ιουδαίους. Ο ίδιος συγγραφέας, ενίοτε εμφανίζεται αμφιταλαντευόμενος όσον αφορά την φύση της «βασιλείας των ουρανών». Είναι μια εσωτερική κατάσταση, ή είναι κάτι ανεξάρτητο από τον άνθρωπο και παρατηρείται; Πολύ πιθανόν, αυτή η στάση του να οφείλεται στο ανεκπλήρωτο της ελεύσεως της «βασιλείας» με την κυριολεκτική της σημασία. Όταν αναφέρεται στις εντολές του Ιησού προς τους εβδομήντα αποστόλους, γράφει: «και λέγετε αὐτοῖς Ἤγγικεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 10:9).
Η φράση κλειδί είναι το «εφ’ υμάς». Τώρα η βασιλεία δεν πλησιάζει γενικά, αλλά ειδικά σε εσάς. Σε άλλο σημείο, πάλι από τον ίδιο συγγραφέα, ο Ιησούς ερωτάται από τους Ιουδαίους περί της βασιλείας: «Ἐπερωτηθεὶς δὲ ὑπὸ τῶν Φαρισαίων πότε ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἀπεκρίθη αὐτοῖς καὶ εἶπεν Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως· οὐδὲ ἐροῦσιν Ἰδού, ὧδε ἤ ἰδού, Ἐκεῖ Ἰδού, γὰρ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (17:20-21).
Στο ερώτημα «πότε έρχεται» (ορατά), ο Ιησούς φέρεται να απαντά κάτι ξένο και μη οικείο με την παραδοσιακή ιουδαϊκή διδασκαλία. Η βασιλεία δεν έρχεται μετά παρατηρήσεως. Είναι μέσα μας. Δεν έρχεται εξωτερικά, ούτε προσδιορίζεται τοπικά. Αυτό έρχεται σε αντίφαση με το ρητό του Ιησού, όπως μας το παρουσιάζει ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον». «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν» (5:5). Είναι το πρώτο ψήγμα το οποίο αργότερα θα γίνει καθεστώς στην χριστιανική σκέψη. Ειδικά, όταν φτάσουμε στον 4ο αιώνα και μετά, όπου η Εκκλησία γίνεται δύναμη και συμπορεύεται με την πολιτική εξουσία. Τότε η βασιλεία γίνεται «πνευματική», μακρινή, και σταματάει το «εγγύς ο Κύριος».
Στο ίδιο συμπέρασμα μπορεί να καταλήξει κανείς, αφού συγκρίνει την διατύπωση στα εξής χωρία:
«μέλλει γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεσθαι ἐν τῇ δόξῃ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ μετὰ τῶν ἀγγέλων αὐτοῦ καὶ τότε ἀποδώσει ἑκάστῳ κατὰ τὴν πρᾶξιν αὐτοῦ· ἀμὴν λέγω ὑμῖν εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ» (Κατά Ματθαίον, 16:27-28).
«Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Κατά Μάρκον, 9:1).
«ὃς γὰρ ἂν ἐπαισχυνθῇ με καὶ τοὺς ἐμοὺς λόγους τοῦτον ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ τοῦ πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων· λέγω δὲ ὑμῖν ἀληθῶς εἰσίν τινες τῶν ὧδε ἑστηκότων οἳ οὐ μὴ γεύσονται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσιν τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 9:26-27).
Είναι τα λόγια που υποτίθεται ότι είπε ο Ιησούς. Αφορούν την βασιλεία του Θεού. Στην πρώτη περίπτωση, «μέλλει» να έλθει σύντομα και να αποδοθεί δικαιοσύνη. Στην δεύτερη περίπτωση, «έρχεται» με δύναμη. Στο κατά «Λουκάν», η διατύπωση είναι ασθενέστερη («όταν έλθει»), ενώ λείπει η αναφορά στην αποκατάσταση. Να τονίσουμε στο σημείο αυτό, ότι αυτά δεν σχετίζονται με την «μεταμόρφωση» που αναφέρεται στα αμέσως επόμενα. Οι απολογητές για να αντιπαρέλθουν τον σκόπελο της μη εκπλήρωσης (και) αυτής της υποσχέσεως του Ιησού, εφόσον πέθαναν όλοι οι μαθητές αλλά ο Ιησούς δεν ήρθε εκ δευτέρου, θεωρούν ότι η «βασιλεία» για την οποία γίνεται λόγος εδώ, είναι η θέαση του Ιησού «εν δόξη». Όμως, κάτι τέτοιο δεν ευσταθεί. Διότι, ούτε ήρθε κάποια αποκατάσταση (όπως αναφέρεται στο «κατά Ματθαίον» με την απόδοση στον καθένα κατά την πράξη του), ούτε πέθανε κάποιος από τους μαθητές μέχρι τότε. Διότι, σύμφωνα με τα ευαγγέλια, η μεταμόρφωση έλαβε χώρα είτε έξι μέρες μετά (Ματθαίος/Μάρκος), είτε οκτώ (Λουκάς). Τους είπε όμως ότι έως τότε, κάποιοι δεν θα γεύονταν θάνατο. Που σημαίνει ότι κάποιοι τον γεύθηκαν. Η τοποθέτηση, επομένως, της ελεύσεως της Βασιλείας μερικές μέρες αργότερα ως «μεταμόρφωσης του Ιησού», είναι άστοχη και άσχετη με τα συμφραζόμενα.
Στο βιβλίο «Πράξεις», οι μαθητές ρωτάνε λίγο πριν την «ανάληψη» του Ιησού: «Κύριε εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ;» (1:6).
Το ερώτημα αυτό έχει δύο στοιχεία. Μιλάει για άμεσο χρόνο, και αναφέρεται στο Ισραήλ. Μάλιστα, στην αποκατάσταση στο Ισραήλ. Αυτό θυμίζει πολύ έντονα την ιουδαϊκή αποκαλυπτική, όπου η βασιλεία είναι μια αποκατάσταση του Ισραήλ στην θέση που πρέπει, κατά τους Ιουδαίους. Οι μαθητές δεν ρωτάνε ούτε αυθαίρετα ούτε άσχετα σε σχέση με όσα γνώριζαν. Οι ίδιοι ζουν σε ένα περιβάλλον αποκαλυπτικό με την εσχατολογία να είναι βαθιά ριζωμένη μέσα τους. Αυτές οι αντιλήψεις, αντανακλούν τις πρώτες πεποιθήσεις, που αργότερα θα παραποιηθούν και θα πλαστογραφηθούν από τον Παύλο και από τους υπόλοιπους διαμορφωτές της χριστιανικής πίστης. Ο Ιησούς απαντά, «Οὐχ ὑμῶν ἐστιν γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ» (1:7). Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν» με τον συγγραφέα των «Πράξεων», είναι το ίδιο πρόσωπο. Όπως είχε αναφερθεί και παραπάνω, οι αντιλήψεις του συγκεκριμένου συγγραφέα είναι λιγότερο ενθουσιαστικές από ότι στους άλλους. Ο Ιησούς δεν λέει αν είναι κοντά ή μακριά ο καιρός. Είναι στην αποκλειστική εξουσία του Πατρός. Αυτή η απάντηση όμως, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με όσα είπε ο Ιησούς ενώπιον του θρησκευτικού συνεδρίου που τον δίκαζε. Διότι ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον» αναφέρει ότι ο Ιησούς τούς είχε πει ότι «από τώρα» θα τον έβλεπαν να κάθεται στα δεξιά της Δυνάμεως και να έρχεται πάνω στις νεφέλες του ουρανού. Δηλαδή, θα έβλεπαν οι ίδιοι στην εποχή τους, τόσο την ανάληψη όσο και την Β΄ Παρουσία του: «λέγω ὑμῖν ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (26:64).
Αυτό όμως δεν έγινε και το γνωρίζει ο συγγραφέας των «Πράξεων», που δρα σε μεταγενέστερη εποχή, όπου πιθανώς είχαν πεθάνει και οι άνδρες του συνεδρίου. Έτσι εξηγείται όχι μόνο η απάντηση του Ιησού που καταγράφει (ή καλύτερα επινοεί), αλλά και η πλαστογραφία στην οποία προβαίνει. Παίρνει λοιπόν το παραπάνω χωρίο και το παραποιεί. Έτσι, στο «κατά Λουκάν» ευαγγέλιο, η απάντηση του Ιησού είναι διαφορετική: «Απὸ τοῦ νῦν ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ» (22:69). Τώρα πλέον, οι άνδρες του συνεδρίου δεν έχουν σχέση ούτε με την ανάληψη ούτε με την Β’ Παρουσία.
Γ. Είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ο προφήτης Ηλίας;
Ένα ακόμα σημείο από τα ευαγγέλια που έχει άμεση σχέση με το θέμα μας, είναι η ταύτιση του Ιωάννη του Βαπτιστή με τον Ηλία. Το σημείο αυτό δεν έχει προσεχθεί ιδιαίτερα, αν και είναι πάρα πολύ διαφωτιστικό. Τα ευαγγέλια αντιφάσκουν και σε αυτό. Ο συγγραφέας του «κατά Ματθαίον» βάζει τον Ιησού να λέει ότι είναι. Ο συγγραφέας του «κατά Ιωάννην», βάζει τον Βαπτιστή να το αρνείται (1:19-27). Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν», λέει ότι δεν είναι το αυτό πρόσωπο, αλλά ότι έχουν το ίδιο πνεύμα (1:17).
Ο Ιησούς ταυτίζει τον Ιωάννη με τον Ηλία:
«ἀπὸ δὲ τῶν ἡμερῶν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ ἕως ἄρτι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτήν· πάντες γὰρ οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος ἕως Ἰωάννου προεφήτευσαν• καὶ εἰ θέλετε δέξασθαι, αὐτός ἐστιν Ἠλίας ὁ μέλλων ἔρχεσθαι» (Κατά Ματθαίον, 11:12-14).
«καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες Τί οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσιν ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον· δὲ Ἰησοῦς ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς, Ἠλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα• λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθεν καὶ οὐκ ἐπέγνωσαν αὐτὸν ἀλλ’ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν• οὕτως καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ’ αὐτῶν· τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς» (Κατά Ματθαίον, 17:10-13).
Και στα δύο χωρία ταυτίζεται ο Ιωάννης με τον Ηλία, και υπάρχει συσχέτιση με τα έσχατα, την βασιλεία των ουρανών. Για να καταλάβουμε αυτήν την σύνδεση, πρέπει να ανατρέξουμε στο βιβλίο «Μαλαχίας» της Παλαιάς Διαθήκης. Εκεί αναφέρεται ότι θα έλθει ο Ηλίας ο Θεσβίτης, λίγο πριν την Ημέρα του Κυρίου την Μεγάλη. Αυτή η μέρα περιγράφεται ως ημέρα εκδίκησης επί τους ασεβείς και θριάμβου για τους Ιουδαίους. Ας δούμε τα ίδια τα χωρία…
Διοτι ιδου ημερα Κυριου ερχεται καιομενη ως κλιβανος και φλεξει αυτους και εσονται παντες οι αλλογενεις και παντες οι ποιουντες ανομα καλαμη και αναψει αυτους η ημερα η ερχομενη λεγει Κυριος παντοκρατωρ και ου μη υπολειφθη εξ αυτων ριζα ουδε κλημα και ανατελει υμιν τοις φοβουμενοις το ονομα μου ηλιος δικαιοσυνης και ιασις εν ταις πτερυξιν αυτου και εξελευσεσθε και σκιρτησετε ως μοσχαρια εκ δεσμων ανειμενα και καταπατησετε ανομους διοτι εσονται σποδος υποκατω των ποδων υμων εν τη ημερα η εγω ποιω λεγει Κυριος παντοκρατωρ μνησθητε νομου Μωυση του δουλου μου καθοτι ενετειλαμην αυτω εν Χωρηβ προς παντα τον Ισραηλ προσταγματα και δικαιωματα και ιδου εγω αποστελλω υμιν Ηλιαν τον Θεσβιτην πριν ελθειν ημεραν κυριου την μεγαλην και επιφανη ος αποκαταστησει καρδιαν πατρος προς υιον και καρδιαν ανθρωπου προς τον πλησιον αυτου μη ελθω και παταξω την γην αρδην.
(Μαλαχίας, 4:1-6)
Το μήνυμα είναι εσχατολογικό, αφορά το Ισραήλ και ερμηνεύεται από τον Ιησού (ή τον ανώνυμο ευαγγελιστή) ότι η Ημέρα Κυρίου είναι ήδη οι ημέρες από την εμφάνιση του Ιωάννη του Βαπτιστή μέχρι την εποχή του Ιησού. Κατά συνέπεια, η βασιλεία των ουρανών έπρεπε να είχε έρθει ήδη από τότε, και μάλιστα με τρόπο εμφανή, όπως περιγράφει η περικοπή. Δεν συνέβη τίποτα.
Δ. Το σημάδι της παρουσίας και η «γενεά αύτη» – Ο Χρυσόστομος πλαστογραφεί τα περί της «τελευταίας» γενεάς
Οι μαθητές καθώς έδειχναν στον Ιησού τα οικοδομήματα του ιερού στην Ιερουσαλήμ, τα θαύμαζαν. Ο Ιησούς τους είπε ότι δεν θα έμενε πέτρα πάνω στην πέτρα. Αυτό έκανε εντύπωση στους μαθητές και όταν πήγαν στο Όρος των Ελαιών, τον ρώτησαν κατ’ ιδίαν, «πότε ταῦτα ἔσται καὶ τί τὸ σημεῖον τῆς σῆς παρουσίας καὶ τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος» (Κατά Ματθαίον, 24:3). Διαβάζοντας κανείς ολόκληρο το κεφάλαιο, πουθενά ο Ιησούς στην διδασκαλία που αναπτύσσει πάνω στο ερώτημα των μαθητών, δεν ξεχωρίζει την εποχή της καταστροφής του ιερού από την εποχή της συντέλειας. Ξεκινάει την διδασκαλία του λέγοντας στους μαθητές να μην πλανηθούν, καθώς πολλοί θα εμφανιστούν που θα ισχυριστούν ότι είναι ο Χριστός. Αυτό αντανακλά την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, όπου πολλοί είχαν εμφανιστεί διεκδικώντας τον τίτλο του «Μεσσία». Η συγκεκριμένη μερίδα οπαδών, όμως, έπρεπε να πιστεύει στον «συγκεκριμένο Χριστό». Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν», προσθέτει: «Πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὃτι Ἐγώ εἰμι καί Ὁ καιρὸς ἤγγικεν μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν» (21:8). Στην συνέχεια, τους μιλάει για πολέμους, πείνες, λοιμούς, σεισμούς. Οι άλλοι προσθέτουν ταραχές και φόβητρα από τον ουρανό. Αυτά είναι «ἀρχὴ ὠδίνων» (24:8). Αυτά που έχει πει ως τώρα, δεν είναι τα «σημεία», αλλά ο χρονικός προσδιορισμός στο «πότε». Άλλωστε, ένα και μοναδικό σημείο θα δώσει για την παρουσία του και την συντέλεια. Θα το δούμε παρακάτω. Στην συνέχεια, τους διδάσκει (τί άλλο!) ότι θα περάσουν θλίψεις και ταλαιπωρίες, θα τους μισούν όλα τα έθνη για το όνομά του. Θα αυξηθούν οι ψευδοπροφήτες, θα ψυχρανθεί η αγάπη, και πολλοί θα πλανηθούν (24:9-13). Οι άλλοι προσθέτουν ότι θα πρέπει να σταθούν ενώπιον βασιλέων και αρχόντων για να δώσουν την μαρτυρία τους υπέρ του Χριστού.
Στον στίχο 14, ο Ιησούς τους λέει κάτι πολύ σημαντικό: «καὶ κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσιν καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος» (24:14). Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε η χριστιανική απολογητική να ισχυριστεί ότι ο Ιησούς μιλώντας για το κήρυγμα της βασιλείας σε όλα τα έθνη, απομακρύνει το ενδεχόμενο σύνδεσης της συντέλειας με την εποχή του. Αυτό δεν είναι σωστό, γιατί το ερμηνεύουμε με τα σημερινά δεδομένα. Όμως την εποχή εκείνη, δεν είχαν την ίδια αντίληψη με μας για τον κόσμο και την οικουμένη. Για παράδειγμα, ο συντάκτης της «Προς Κολοσσαείς» επιστολής, θεωρεί ότι ήδη το ευαγγέλιο έχει κηρυχθεί σε όλον τον κόσμο, ασχέτως ότι ακόμα δεν ήξεραν για την ύπαρξη ούτε της Αμερικής, ούτε της Αυστραλίας: «τοῦ εὐαγγελίου οὗ ἠκούσατε τοῦ κηρυχθέντος ἐν πάσῃ τῇ κτίσει τῇ ὑπὸ τὸν οὐρανόν» (1:23). Συνεπώς, συνδέοντας ο Ιησούς την μαρτυρία του ευαγγελίου σε όλο τον κόσμο με το τέλος, όχι μόνο δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη μακρινή εποχή, αλλά επιπλέον προσδιορίζει το «τέλος» στην γενεά που τον άκουγε. Τους μιλάει για την καταστροφή του Ναού και της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους και για το «βδέλυγμα της ερημώσεως» (24:15-28).
Αυτά, ιστορικά συνέβησαν περίπου το 70 κ. ε. Ωστόσο, δεν πρέπει να μας εκπλήττει αυτό. Ο συγγραφέας του ευαγγελίου γράφει μετά τα γεγονότα, εκ του ασφαλούς. Απόδειξη για αυτό, είναι ότι σε άλλο σημείο του ευαγγελίου, αναφέρει ο Ιησούς στους Φαρισαίους ότι ο Ζαχαρίας ο γιος του Βαραχίου, φονεύθηκε από αυτούς μεταξύ του Ναού και του θυσιαστηρίου (Κατά Ματθαίον, 23:35). Αυτό συνέβη μεν, αλλά συνέβη λίγο πριν την άλωση της Ιερουσαλήμ και της καταστροφής του Ναού, σύμφωνα με τον Ιώσηπο: «Οἱ δὲ ἤδη διαμεμισηκότες τὸ φονεύειν ἀνέδην εἰρωνεύοντο δικαστήρια καὶ κρίσεις. Καὶ δή τινα τῶν ἐπιφανεστάτων ἀποκτείνειν προθέμενοι Ζαχαρίαν υἱὸν Βαρούχου» (Ιουδαϊκοί πόλεμοι, βιβλίο 4, 5:4). Πρόκειται σαφώς περί αναχρονισμού, εφόσον υποτίθεται ότι ο Ιησούς το λέει περίπου στο 32-33 κ.ε., ενώ αυτό συνέβη πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα.
Συνεχίζοντας, να σημειωθεί ότι ο Ιησούς λέει ρητά ότι οι μαθητές θα ζούσαν όταν θα συνέβαιναν αυτά: «Ὅταν οὖν ἴδητε τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως…» (24:15). Αλλά και παρακάτω: «ἐὰν οὖν εἴπωσιν ὑμῖν Ἰδού, ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐστίν, μὴ ἐξέλθητε• Ἰδού, ἐν τοῖς ταμείοις μὴ πιστεύσητε• ὥσπερ γὰρ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου» (24:26-27). Αφού τους απάντησε στο «πότε» θα καταστραφεί ο Ναός, έρχεται τώρα να τους πει για το σημείο: «Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς» (24:29-30).
Να προσεχθεί ιδιαίτερα, ότι μετά την θλίψη εκείνων των ημερών (όπου θα ζουν οι μαθητές), ευθέως θα σκοτιστεί ο ήλιος και η σελήνη, και τότε θα φανεί το σημείο του Υιού του ανθρώπου στον ουρανό. Συνεπώς, όλα αυτά γίνονται στην εποχή των μαθητών, όπως λέει και παρακάτω: «ἀμὴν λέγω ὑμῖν οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα ταῦτα γένηται» (24:34). Η γενεά αυτή, των ανθρώπων που άκουγαν. Μία γενεά είναι η χρονική διαφορά μεταξύ πατέρα και γιού. Δεν είναι κάτι σταθερό, αλλά κατά την κοινή λογική, πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 30-40 χρόνια. Έστω, 50. Όπως και να το κάνουμε, η γενεά δεν θα μπορούσε να υπερβεί τον πρώτο αποστολικό αιώνα. Στο «κατά Λουκάν», προστίθεται: «ἀρχομένων δὲ τούτων γίνεσθαι ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν» (21:28). «Οὕτως καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ» (21:31). Κι ενώ τα πράγματα είναι τόσο καθαρά, αλλά άβολα για την Εκκλησία, οι πατέρες έρχονται να ερμηνεύσουν ότι γενεά, είναι η γενεά των πιστών, και όχι των αποστόλων. Σύμφωνα με την παρερμηνεία του Χρυσοστόμου, «Πως ουν, φησίν, είπεν, “η γενεά αύτη”; Ου περί της τότε λέγων, αλλά περί της των πιστών» (ΕΠΕ τ. 12, ομιλία 77, «Εις το κατά Ματθαίον»). Συνεπώς, εξαλείφεται η ψευδοπροφητεία του Ιησού, πλαστογραφώντας το νόημα.
Παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα, πουθενά δεν δίδεται συγκεκριμένη χρονολογία για την καταστροφή του Ναού. Επίσης, και το «σημείο» για την συντέλεια που δίνει ο Ιησούς, δεν είναι συγκεκριμένο. Σύμφωνα με την ερμηνευτική παράδοση της Εκκλησίας, είναι ο σταυρός. Παρακάτω, ο Ιησούς μέσω παραβολών, προσπαθεί επιμελώς να αποφύγει συγκεκριμένες ημερομηνίες. Έτσι πάντα λειτουργούσαν και λειτουργούν οι «προφήτες» και οι «προφητείες» τους.
Ε. Οι άνδρες του συνεδρίου θα έβλεπαν την «Ανάληψη» και την «Δευτέρα Παρουσία» του Ιησού – Η πλαστογραφία του «Λουκά» και του Ζιγαβηνού
Ο Ιησούς αναφέρει ρητά στους άνδρες του συνεδρίου που τον δίκαζε, ότι θα τον έβλεπαν να έρχεται στην Δευτέρα Παρουσία του…
καὶ ἀναστὰς ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ, οὐδὲν ἀποκρίνῃ; τί οὗτοί σου καταμαρτυροῦσιν; ὁ δὲ ἰησοῦς ἐσιώπα. καὶ ὁ ἀρχιερεὺς εἶπεν αὐτῷ, ἐξορκίζω σε κατὰ τοῦ θεοῦ τοῦ ζῶντος ἵνα ἡμῖν εἴπῃς εἰ σὺ εἶ ὁ χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ θεοῦ. λέγει αὐτῷ ὁ ἰησοῦς, σὺ εἶπας: πλὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ.
(Κατά Ματθαίον, 26:62-64)
Ο συγγραφέας του «κατά Λουκάν» παίρνει την απάντηση του Ιησού όπως είναι διατυπωμένη στα προγενέστερα ευαγγέλια και την τροποποιεί πλαστογραφώντας την στο κείμενό του. Γράφει: «ἀπὸ τοῦ νῦν δὲ ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καθήμενος ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως τοῦ θεοῦ» (Κατά Λουκάν, 22:69). Αφαιρεί την αναφορά στην «ανάληψη» και στην «Β΄ Παρουσία», καθώς και την σύνδεση αυτών των «γεγονότων» με τους άνδρες του συνεδρίου. Ο μεσαιωνικός θεολόγος Ευθύμιος Ζιγαβηνός, του οποίου τις ερμηνείες περιλαμβάνει στα υπομνήματά του ο Π. Τρεμπέλας, υπομνηματίζοντας το «Κατά Ματθαίον», γράφει…
Απάρτι, αντί του, Μετά μικρόν. Δηλοί δε τον μέχρι της αναστάσεως αυτού καιρόν. Όψεσθέ με, τον παρ’ υμών αναιρούμενον, καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως της του Θεού, ήγουν σύνθρονον τω Θεώ Πατρί. Έτι δε και ερχόμενον κατά την Δευτέραν Παρουσίαν επί των νεφελών του ουρανού, ως Θεόν. Όψεσθε δε είπεν, ουχ ως δυναμένων ούτως ιδείν αυτόν, αλλ’ ως διαμαρτυρόμενος· η και προς τους μέλλοντας εξ αυτών πιστεύειν ο λόγος. Το δε Όψεσθε δηλοί και το, Γνώσεσθε. Φησί δε και ο Λουκάς ότι Από του νυν έσται ο Υιός του ανθρώπου καθήμενος εκ δεξιών της δυνάμεως του Θεού, τουτέστι, Βραχύς ο καιρός της κατ’ εμού επιβουλής· ουκ εις μακράν γαρ ανώτερος των επιβουλευόντων γενήσομαι.
(PG τ. 129, σ. 697)
Τι κάνει εδώ ο μεσαιωνικός μας θεολόγος; Ενώ ορθά αποδίδει το «απ’ άρτι» ως «μετά μικρόν» (=μετά από λίγο) και ορθά μας λέει ότι αυτά τα λόγια απευθύνονται στους άνδρες του συνεδρίου (διότι δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς), μετά μας λέει ότι ο Ιησούς δεν το είπε κυριολεκτώντας, αλλά διαμαρτυρόμενος! «Όψεσθε δε είπεν, ουχ ως δυναμένων ούτως ιδείν αυτόν, αλλ’ ως διαμαρτυρόμενος». Μετά, επιχειρεί μια παρερμηνεία, αφού «Το δε Όψεσθε δηλοί και το, Γνώσεσθε». Τώρα πλέον ο Ιησούς (σύμφωνα με την θεολογική αυτή ερμηνεία), δεν εννοούσε ότι θα τον έβλεπαν, αλλά θα το γνώριζαν. Και προς επίρρωσην αυτού, ο Ζιγαβηνός προχωράει και σε μια άλλη πονηριά. Φέρνει το παράλληλο χωρίο του «κατά Λουκάν», που σχολιάσαμε πριν. Όμως, αν ήθελε ο Ζιγαβηνός να είναι συνεπής ως προς τα κείμενα που ερμηνεύει και αφού χρησιμοποιεί την εκ παραλλήλου μέθοδο ερμηνείας, θα έπρεπε να αναφέρει και αυτό που γράφει ο συγγραφέας του «κατά Μάρκον»: «ὄψεσθε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου καθήμενον ἐκ δεξιῶν τῆς δυνάμεως καὶ ἐρχόμενον μετὰ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ» (14:62).
Στ. Εσχατολογία στο «κατά Ιωάννην» και στην «Α΄ Ιωάννου»
Στο «κατά Ιωάννη» ευαγγέλιο βλέπουμε μια διαφορετική εσχατολογία. Είναι το τελευταίο χρονικά ευαγγέλιο, γραμμένο προς τα τέλη του πρώτου αιώνος, και είναι απολύτως «φυσιολογικό» ο συγγραφέας του να μην συνδέει τα έσχατα με τα γεγονότα της άλωσης της Ιερουσαλήμ. Πουθενά δεν αναφέρεται σε αυτά (σε αντίθεση με τους προγενέστερούς του συνοπτικούς), αλλά στην εσχατολογία του ασχολείται με την «ανάσταση» και τον «αντίχριστο», του οποίου η δράση θα προηγηθεί της βασιλείας. Αυτά αναφέρονται περισσότερο στις επιστολές. Τις εσχατολογικές πλάνες του βιβλίου της «Αποκαλύψεως», θα τις δούμε ξεχωριστά, εφόσον δεν ανήκει στον συγγραφέα του ευαγγελίου και των τριών καθολικών επιστολών.
«μὴ θαυμάζετε τοῦτο ὅτι ἔρχεται ὥρα ἐν ᾗ πάντες οἱ ἐν τοῖς μνημείοις ἀκούσονται τῆς φωνῆς αὐτοῦ καὶ ἐκπορεύσονται οἱ τὰ ἀγαθὰ ποιήσαντες εἰς ἀνάστασιν ζωῆς οἱ δὲ τὰ φαῦλα πράξαντες εἰς ἀνάστασιν κρίσεως» (Κατά Ιωάννην, 5:28-29).
Το χωρίο αυτό δεν μπορεί να εκληφθεί μεταφορικά, σε αντίθεση με το προηγούμενο χωρίο «ἔρχεται ὥρα καὶ νῦν ἐστιν ὅτε οἱ νεκροὶ ἀκούσονται τῆς φωνῆς τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ καὶ οἱ ἀκούσαντες ζήσονται» (στ. 25). Εδώ, «νεκροί» είναι οι πνευματικά νεκροί. Όσοι από αυτούς ακούσουν την φωνή του Υιού του Θεού, θα ζήσουν. Στο παραπάνω χωρίο όμως, γίνεται αναφορά σε αυτούς που είναι στα μνήματα. Όλοι θα ακούσουν το πρόσταγμα της ανάστασης (όχι μόνο οι δεκτικοί) και θα πορευθούν είτε στην ανάσταση της ζωής είτε στην ανάσταση της κρίσεως. Στην εσχατολογία του συγγραφέα, δεν υφίσταται κρίση για τους πιστούς (3:18/ 5:24), σε αντίθεση με την παραβολή της τελικής κρίσης, όπως παρουσιάζεται στο «κατά Ματθαίον», κεφάλαιο 25. Εκεί η κρίση γίνεται για όλους, μόνο βάση των έργων. Η φράση «έρχεται ώρα», δεν θα έπρεπε να μας κάνει να νομίζουμε ότι αναφέρεται στο άμεσο μέλλον. Η εσχατολογία του είναι μια θολή εσχατολογία. Και σε άλλα σημεία του ευαγγελίου του αναφέρεται σε αυτήν την ημέρα, η οποία τοποθετείται κάπου όχι συγκεκριμένα. Κάπου κοντά και ταυτόχρονα μακριά. Κοντά ως όραμα, αλλά μακριά, εφόσον σε κάθε περίπτωση ο πιστός μέλλει να αναστηθεί από τον Ιησού.
«πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (6:40).
«οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (6:44).
Η στιχομυθία του Ιησού με την Μάρθα είναι χαρακτηριστική, όσον αφορά την «έσχατη» μέρα: «εἶπεν οὖν ἡ Μάρθα πρὸς τὸν Ἰησοῦν Κύριε εἰ ἦς ὧδε ὁ ἀδελφός μου• οὐκ ἂν ἐτεθνήκει ἀλλὰ καὶ νῦν οἶδα ὅτι ὅσα ἂν αἰτήσῃ τὸν θεὸν δώσει σοι ὁ θεός· λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς Ἀναστήσεται ὁ ἀδελφός σου· λέγει αὐτῷ Μάρθα Οἶδα ὅτι ἀναστήσεται ἐν τῇ ἀναστάσει ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (11:21-24).
Ο Ιησούς της λέει ότι θα αναστηθεί ο Λάζαρος. Η Μάρθα απαντά ότι ξέρει ότι θα αναστηθεί στην γενική ανάσταση, την έσχατη μέρα. Ενώ ο Ιησούς είναι παρών, το μυαλό της Μάρθας πάει για πολύ αργότερα. Η «έσχατη μέρα», φράση κλειδί στην εσχατολογία του συγγραφέα, είναι ταυτόχρονα επικείμενη και μακρινή. Ξεκάθαρη και θολή. Παρέχει άμεσα ελπίδα και απαιτεί αναμονή.
Πριν την έλευση της βασιλείας, επίκειται η δράση του αντίχριστου. Στις επιστολές παρατηρούμε το ίδιο μοτίβο. Η βασιλεία είναι κοντά και μακριά: «Παιδία ἐσχάτη ὥρα ἐστίν καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν» (Α΄ Ιωάννου, 2:18).
Είναι έσχατη ώρα, και ο αντίχριστος έρχεται (δεν ήρθε). Όμως, ήδη από τώρα (τότε), πολλοί αντίχριστοι υπάρχουν. Εδώ, η «έσχατη ώρα» δεν σημαίνει τον αμέσως μετά ερχομό του Ιησού. Προηγείται ο αντίχριστος που «έρχεται», ακόμα δεν έχει εμφανιστεί. Σαν να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο ο συγγραφέας και μαζί με αυτό να τονώσει την ελπίδα των πιστών. Ως αντίχριστους, προδρόμους του αντίχριστου, θέτει τους «αιρετικούς». «οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν» (2:22). Όπως κι αν έχει, τίποτα δεν εκπληρώθηκε. Η «έσχατη» ώρα ολοένα και μακραίνει. Ιστορικά, βλέπουμε ότι οι «αιρέσεις» υπεραυξήθηκαν σε σχέση με την τότε εποχή, αλλά ο αντίχριστος ακόμα έρχεται. Το «πνεύμα του αντίχριστου» ήταν ήδη παρόν από τότε (Α΄ Ιωάννου, 4:3), αλλά ο αντίχριστος ως πρόσωπο ποτέ δεν εμφανίστηκε.
Στο επόμενο, θα εξετάσουμε τις εσχατολογικές πλάνες από τις υπόλοιπες επιστολές, το βιβλίο της Αποκάλυψης, και κάποια πρωτοχριστιανικά γραπτά.