Επίσκοπος Γάζας, Πορφύριος – Ο «άγιος» καταστροφέας μνημείων
Ο γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, ποιμενάρχης της Γάζας, Πορφύριος (347–420), ζούσε για μια δεκαετία μια ζωή γεμάτη στερήσεις, πρώτα στη σκητική έρημο της Αιγύπτου, ύστερα στην Παλαιστίνη, έως ότου οι χριστιανοί της Γάζας παρακάλεσαν να τους δοθεί ένας ποιμένας «που να είναι ικανός να αντιμετωπίσει τους υπηρέτες των ειδώλων με έργα και με λόγια», όπως γράφει ο Μάρκος ο Διάκονος, ο βιογράφος του Πορφύριου. Έτσι, το 395 ο Πορφύριος έγινε επίσκοπος της Γάζας.
Η πόλη εξακολουθούσε να είναι εκείνη την εποχή -με την ανοχή του καθολικού αυτοκράτορα- ένα οχυρό της ειδωλολατρίας, διότι οι ειδωλολάτρες πολίτες της πλούσιας Γάζας πλήρωναν υψηλούς φόρους. Έτσι, ο Πορφύριος, αναλαμβάνοντας καθήκοντα, βρήκε εκεί οχτώ ναούς, ανάμεσά τους και το περίφημο Μαρνείο (ναός του Κρηταγενούς Διός), τον οποίο είχε ίσως ανεγείρει ο Αδριανός, με ένα πολυσύχναστο μαντείο.
Υπήρχαν συχνά συμπλοκές ανάμεσα σε ειδωλολάτρες και οπαδούς του επισκόπου -παρ’ ότι όλοι κι όλοι οι χριστιανοί ήταν 80. Αλλά το έτος 395, ο ιεράρχης πρόλαβε ακριβώς προτού βρέξει, να παρακαλέσει τον Θεό για βροχή, και 78 άντρες, 35 γυναίκες, 9 αγοράκια και 5 κοριτσάκια προσηλυτίστηκαν. Αλλά, παρ’ ότι στη διάρκεια του έτους προστέθηκαν και 35 αργοπορημένοι, η Γάζα δεν είχε και τώρα περισσότερους από πεντακόσιους χριστιανούς και έως το 398, καθώς φαίνεται, ούτε άλλον προσηλυτισμό, ούτε θαυματουργική βροχή ή κάτι παρόμοιο. Αλλά, εκείνη τη χρονιά ο Άγιος Πορφύριος κατάφερε μέσω του αυτοκράτορα Αρκάδιου να διατάξει κάποιον Ιλάριο, έναν υποβοηθό του μαγίστρου των οφικίων, να κλείσει επτά από τους οχτώ ειδωλολατρικούς ναούς, και πέρα από αυτό να σώσει μια διάσημη κυρία στο κρεβάτι της λεχώνας -η μητέρα μαζί με το βρέφος και άλλες 64 ψυχές προσηλυτίστηκαν στη μοναδική ψυχοσωτήρια θρησκεία. Αλλά κι αυτό δεν ήταν αρκετό, παρ’ όλον τον κόπο. Και το κλείσιμο του Μαρνείου, του κύριου ιερού του Μάρνα («του Κυρίου μας»), το εμπόδισε ο χρηματισμός του Ιλάριου. Ακόμη κι όταν ο άγιος έκανε ενέργειες στην αυτοκρατορική αυλή υπέρ της βασιλείας του Θεού στη Γάζα, ακόμη κι όταν κατά την επιστροφή του έπεσε και διαλύθηκε ένα άγαλμα της Αφροδίτης και δέχτηκαν την ορθή πίστη άλλοι 32 άντρες και 7 γυναίκες (ωστόσο και οι πλούσιοι ειδωλολάτρες, προαισθανόμενοι κακά, άρχισαν να εγκαταλείπουν τη Γάζα), οι δείκτες προσηλυτισμού ήταν θλιβεροί.
Έτσι, ο Άγιος Πορφύριος ταξιδεύει την άνοιξη του 401 στην Κωνσταντινούπολη, συνοδευόμενος από τον μητροπολίτη του, τον αρχιεπίσκοπο της Καισάρειας. Εκεί, οι πνευματικοί κύριοι της Εκκλησίας απευθύνονται στον ίδιο τον Άγιο Χρυσόστομο και τον ενημερώνουν για την καταστροφή των «ειδωλολατρικών ναών» της Γάζας. Φυσικά αυτά τα ακούει ο πατριάρχης με «χαρά και εγκαρδιότητα». Στα κηρύγματά του δίδασκε μεν αγάπη και πραότητα: «Μπορείς να κάνεις θαύματα, μπορείς να ανασταίνεις νεκρούς, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις· ποτέ δεν θα σε θαυμάσουν οι ειδωλολάτρες περισσότερο, παρά μόνο όταν σε δουν να είσαι πράος και ευγενικός στις συναναστροφές σου… Διότι, τίποτα δεν κερδίζει τις καρδιές όσο η αγάπη». (Τους ίδιους τόνους γνωρίζουμε βέβαια μέχρι αηδίας από αμέτρητους άλλους άγιους ανθρώπους, π.χ. από τον Αυγουστίνο, ο οποίος ωστόσο διδάσκει και την εκδίκηση, τη δίωξη, τους βασανισμούς, ανάλογα με τις ανάγκες του). Στην πράξη όμως, ο Άγιος Χρυσόστομος μαζί με τον Άγιο Πορφύριο -μέσω του ευσεβούς αρχιθαλαμηπόλου Αμύντα- κερδίζει υπέρ του καταστροφικού έργου και την αυστηρά καθολική αυτοκράτειρα Ευδοξία, μια γυναίκα η οποία επηρεάζει την εσωτερική και θρησκευτική πολιτική, παίρνοντας και το χρυσάφι της. Αλλά, παρ’ ότι το μοιράζουν επί τόπου στο παλάτι, ταμειακοί ενδοιασμοί, οι υψηλοί φόροι της Γάζας και οι συχνές δωρεές προς το δημόσιο ταμείο, κάνουν τον αυτοκράτορα να καθυστερεί την απόφασή του. Ύστερα όμως βάζουν τη γραπτή παράκληση για την καταστροφή των ναών στην αθώα ποδιά του νεογέννητου πρίγκιπα κατά τη βάπτισή του και τώρα ο Άγιος Πορφύριος κατάφερε να ισοπεδώσει οχτώ ολόκληρα χτίσματα ειδωλολατρικών θεών μέσα και έξω από τη πόλη.
Αυτό συνέβη με τη βοήθεια του στρατού και των ντόπιων χριστιανών. Σε δέκα ημέρες κατεδαφίστηκαν επτά ναοί, καταστράφηκαν είδωλα, οι θησαυροί των ναών κατασχέθηκαν. Μόνο το Μαρνείο πείσμωνε, προστατευόμενο ιδιαίτερα από τους ιερείς. Αλλά το νίκησαν με τη φωτιά και στη θέση του ανέγειραν μια εκκλησία, την Ευδοξιανή -κι αυτή με το χρυσάφι της αυτοκράτειρας, η οποία χάρισε και στον επίσκοπο της Καισάρειας χίλια χρυσά νομίσματα και άλλα δώρα, όπως επίσης έδωσε στο κάθε μέλος της επισκοπικής αποστολής εκατό χρυσά νομίσματα για τα ταξιδιωτικά έξοδά τους. Ο ευσεβής Πορφύριος, μετά την καταστροφή του Μαρνείου, έβαλε να πλακοστρώσουν τον χώρο μπροστά από τον ναό με τα μάρμαρα του αδύτου τα οποία θεωρούνταν ιερά, για να διαδηλώσει ιδιαίτερα τον θρίαμβο επί της ειδωλολατρίας, «ώστε εκείνα να μην ποδοπατιούνται μόνο από άνδρες, αλλά κι από γυναίκες, σκύλους, γουρούνια και άλλα ζώα», πράγμα που παρεμπιπτόντως μας υπενθυμίζει σε τι επίπεδο είχαν τοποθετήσει οι καθολικοί άγιοι τη γυναίκα, ανεξαιρέτως!
Αλλά, ο Άγιος Πορφύριος διέταξε να συντρίψουν και πολλά είδωλα σε σπίτια ιδιωτών και ταυτόχρονα να διοργανώσουν μια αστυνομική έφοδο για «βιβλία μαγείας» τα οποία έριξαν στη φωτιά. Ο ευσεβής επίσκοπος δεν δίστασε μάλιστα να κανονίσει και τους ναούς στα περίχωρα, όπως εικάζεται, χωρίς καν αυτοκρατορικό πληρεξούσιο.
Το «Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό» εξυμνεί ακόμη και τον 20ό αιώνα το «φλογερό ζήλο» του Αγίου Πορφύριου για την «εξάπλωση του Χριστιανισμού… Εκφράζοντας παράπονα στην Κωνσταντινούπολη δύο φορές (το 401 μάλιστα ο ίδιος αυτοπροσώπως) πέτυχε την αποστολή αυτοκρατορικών στρατευμάτων στη Γάζα, τα οποία κατέστρεψαν εκεί όλους τους ναούς των ειδωλολατρών». Και τον αγώνα του Πορφύριου εναντίον των μανιχαϊστών χαρακτηρίζει το λεξικό «αποτελεσματικό». Και κάπου-κάπου ο ευσεβής επίσκοπος όλο έκανε και κανένα θαυματάκι, αλλιώς δεν θα ήταν άγιος, όπως σε εκείνη την οπαδό του Μανιχαϊσμού την οποία σκότωσε με το σημάδι του σταυρού…
Πηγή: «Η εγκληματική ιστορία του Χριστιανισμού», τόμος Δ’ (Κάρλχαϊντς Ντέσνερ)