Ο παπάς (Ανδρέας Λασκαράτος)
Ο παπάς, οποίος είναι σήμερα, είναι μία ειδεχθής παραμόρφωση του ιερέως.
Η διαγωγή του μέσα στα ράσσα εϊν’ εκείνη που ήτο και πριν της μεταμφιέσεώς του. Ο παπάς τούτος εξακολουθεί να κλέφτη, να ψευδομαρτυρή, ν’ αφορκίζη, να είναι πόρνος, μέθυσος, χαρτοπαίκτης, βλάσφημος, κάποτε δε και πλήκτης, και πλαστογράφος…και να κάνη σαρακοστάδες.
Εκτελεί τις εκκλησιαστικές υπηρεσίες του κατά συνήθειαν, χωρίς να βάνη σ’ αυτές νόημα άλλο, εκτός εκείνου της εξασκήσεως έργου, αλλά έργου ακαταλήπτου δι’ αυτόν, ως και διά τους λοιπούς εκκλησιαζομένους άλλους.
Είναι άνθρωπος της υστέρας κοινωνικής τάξεως, εις την οποίαν στρατολογείται η παπαδουλιά μας, και είναι κάκιστης αναθροφής, κάκιστης διαγωγής, αμαθέστατος, γλιδής, βρόμιος και φιλάργυρος.
Το επάγγελμά του όθεν είναι μάταιο, αναξιότιμο, καταφρονεμένο. Όσοι το ορέγονται, θα είναι άξιοι διά αυτό· ανίκανοι δε και διά τις υποδεέστερες εκείνες εργασίες της ιδίας των τάξεως.
Ο άνθρωπος τούτος, ενδυμένος την παπαδοσύνη, μπαίνει μέλος εις σε μία φυλή η οποία ζη μέσα στην κοινωνία, αλλά χωρισμένη από την κοινωνία, με φορεσιά ιδιαίτερη, με συμφέροντα ιδιαίτερα, και με χαρακτήρα ιδιαίτερον ιδικόν της. Η φορεσιά του τον χωρίζει οφθαλμοφανώς από τη λοιπή κοινωνία. Τα συμφέροντά του είναι εναντία της πνευματικής αναπτύξεως και προόδου της κοινωνίας. Και ο χαρακτήρας του είναι εγωιστικός και αφιλάνθρωπος.
Χαίρεται παρομοίως όταν γεννιέται, όταν υπανδρεύεται, και όταν αποθνήσκη άνθρωπος. Όχι διότι γεννιέται, υπανδρεύεται, ή αποθνήσκει, αλλά διότι σ’ όλες τις περιστάσεις πιάνει χρήματα. Τα καλά και τα κακά της κοινωνίας, του είναι παρομοίως αδιάφορα.
Αλλά η παπαδοσύνη σήμερα είναι και αυτή έργον σαν όλα τ’ άλλα έργα· και ο παπαδωνόμενος εκλέγει στον παπαδισμόν του το έργον όπου του είναι καταλληλότερο, ζητώντας εις αυτό τη μεγαλύτερή του ωφέλεια, το μεγαλύτερό του συμφέρον.
«Ναν το πάρη ο Διάολος το έργο πόπιασα. Καλύτερο ήτανε το πρώτο μου», έλεγ’ ένας παπάς, πρώην ταμπακάς.
Ιδού ο παπάς μας οποίος είναι.
Πηγή: «Ιδού ο άνθρωπος» (Ανδρέας Λασκαράτος)