Ανέκδοτο – Το παιδί τής μαμάς
Είναι ένας τύπος, ο Λάκης, ο οποίος ζει με την μάνα του. Τής έχει παθολογική λατρεία και θαυμάζει τα πάντα σ’ αυτήν.
Καθώς όμως, ήδη είναι μεγάλο παιδί, κάποια στιγμή βρίσκει και την γυναίκα τής ζωής του, την Τούλα, με την οποία ανοίγουν το δικό τους σπιτικό.
Σαν νεόνυμφος που είναι ακόμα όμως, έχει κάποιο πρόβλημα με την προσαρμογή στα νέα δεδομένα, καθώς αναπόφευκτα συγκρίνει στο καθετί την σύζυγό του με την μάνα του.
Σιδερώνει η Τούλα; Σχολιάζει ο Λάκης: «Ωραία σιδερώνεις, αλλά η μάνα μου έκανε τα ρούχα γυαλί!».
Καθαρίζει η Τούλα; Ανικανοποίητος ο Λάκης: «Δεν λέω… Καλό καθάρισμα κάνεις… Αλλά όταν γυάλιζε η μάνα μου το πάτωμα, μπορούσα ακόμη και να ξυριστώ κοιτάζοντάς το!».
Μαγειρεύει η Τούλα; Ο Λάκης έχει τον «καλό» τον λόγο στο στόμα: «Δεν μαγειρεύεις κι άσχημα, αλλά σαν το φαΐ τής μάνας μου, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο!».
Η Τούλα, όπως είναι φυσικό, κάποια στιγμή έχει βαρεθεί να την συγκρίνει ο Λάκης στα πάντα με την μάνα του και να είναι πάντα η χαμένη. Αποφασίζει λοιπόν, να τού βάλει «δύσκολα»…
Έτσι λοιπόν, πάει σ’ ένα κατάστημα εσωρούχων κι αγοράζει ότι πιο πρόστυχο βρίσκει κι όλα σε μαύρο χρώμα, που θεωρείται και το πιο ερεθιστικό. Γιατί, σκέφτηκε η Τούλα, τί θα πει ο Λάκης; Ότι, «πολύ καυλωτικό το στρινγκάκι σου, αλλά η μάνα μου φοράει τάνγκα και με “ανάβει” πιο πολύ»; Αποκλείεται… Δεν μπορεί να είναι τόσο μαμάκιας και μαμόθρεφτος…
Έτσι, όσο λείπει ο Λάκης τη δουλειά, η Τούλα στο σπίτι, ετοιμάζει το σκηνικό: Σβηστά φώτα, κεράκια, αρώματα και όλα τα σχετικά, φορώντας βέβαια στο τέλος και «τα πρόστυχα, τα μαύρα τα εσώρουχα».
Όταν επιστρέφει το βράδυ ο Λάκης από τη δουλειά, δεν βλέπει φώτα στο σπίτι κι αρχίζει να ανησυχεί. Ανοίξει την πόρτα τού σπιτιού και βλέπει πλήθος από αναμμένα κεράκια και την Τούλα ντυμένη με τα μαύρα τα εσώρουχα, να τον κοιτά σιωπηλή και με ένα μυστηριώδες βλέμμα…
Ακολουθούν μερικές στιγμές βουβής έντασης… Οπότε ο Λάκης, σπάζοντας τον πάγο τής σιωπής, ρωτάει γεμάτος αγωνία την γυναίκα του…
«Τί είναι όλα αυτά τα κεράκια; Κι εσύ γιατί φοράς μαύρα; Πες μου! Μήπως…έπαθε τίποτα η μάνα μου;;;»…