Τρελοκαμπέρω
Η λέξη «τρελοκαμπέρω» αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό και χρησιμοποιείται σήμερα για να δηλώσει, την παλαβή ή την απερίσκεπτη και ελαφρόμυαλη γυναίκα.
Παρ’ ότι το θηλυκό γένος της λέξεως μας παραπέμπει σε κάποια γυναίκα με το όνομα Καμπέρω, που προφανώς έμεινε στην ιστορία για την τρέλα της, εν τούτοις η αλήθεια είναι διαφορετική, αν και το κύριο πρώτο συστατικό της ετυμολόγησης παραμένει η τρέλα. Τρέλα όμως με θετική έννοια…
Οι ρίζες αυτής της λέξεως οδηγούν στον υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο. Ο Καμπέρος ήταν ένας από τους πρώτους Έλληνες πιλότους της Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας, που πραγματοποίησε πτήση στην Ελλάδα (για την ιστορία, ο πρώτος ήταν ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος στις 8 Φεβρουαρίου 1912). Ο Καμπέρος, αν και ήταν ο δεύτερος στη σειρά που πέταξε στους ελληνικούς αιθέρες (13 Μαΐου 1912), εν τούτοις ήταν ο πρώτος που πέτυχε παγκόσμια επίδοση πιάνοντας ταχύτητα 110 χλμ. την ώρα, μετατρέποντας ένα στρατιωτικό αεροπλάνο τύπου «Henry Farman», το οποίο ονομαζόταν «Δαίδαλος», σε υδροπλάνο.
Ο Καμπέρος έγινε ονομαστός για τις ριψικίνδυνες πτήσεις του και τους παράτολμους ελιγμούς που πραγματοποιούσε και που προκαλούσε τον θαυμασμό ακόμη και τον ξένων συναδέλφων του, τους οποίους ανταγωνίζονταν στα ίσα στον τομέα αυτό. Πραγματοποίησε την τελευταία του πτήση στις 20 Ιουλίου 1934, απαντώντας έτσι σε μια επίδειξη Άγγλων που είχε προηγηθεί.
Ο Καμπέρος πέθανε στα χρόνια της Κατοχής, το 1942 και σε ηλικία 59 ετών, από ασφυξία που είχε προκληθεί από διαρροή φωταερίου την ώρα που κοιμόταν. Στο μεταξύ όμως, λόγω της φήμης του ως παράτολμου αεροπόρου, είχε αποκτήσει κι ένα παρατσούκλι: Τρελοκαμπέρος.
Το παρατσούκλι αυτό, έγινε συνώνυμο της αποκοτιάς και του παράτολμου θάρρους. Στην πορεία του χρόνου όμως, έχασε την αρχική του σημασία, καθώς ως φαίνεται έγινε σύγχυση με την κλητική πτώση του ονόματος, έτσι ώστε να εκληφθεί σαν ονομαστική του ανύπαρκτου θηλυκού ονόματος «Τρελοκαμπέρω». Σ’ αυτό, προφανώς συνέβαλε η άγνοια της ύπαρξης και της ιστορίας του Καμπέρου, ταυτοχρόνως με την ύπαρξη ανάλογων όρων, όπως π.χ. τρελέγκω, που βοήθησε σ’ αυτόν τον μετασχηματισμό της αρχικής έννοιας και σημασίας.