Παυλικός Χριστιανισμός – Ο Χριστός του απόστολου Παύλου

Απόστολος ΠαύλοςΟ Παύλος βασισμένος σε ό,τι κυκλοφορεί μέχρι την εποχή του γύρω από τις μεσσιανικές και εσχατολογικές κινήσεις και ομάδες περί του Μεσσίαχ (Χριστού) των Εβραίων, εγ­καινιάζει μία νέα μεσσιανική και εσχατολογική αί­ρε­ση τoυ Ioυδα­ϊσ­μoύ, τoν Παυλι­κό Χριστιανισμό. Έχομε ήδη αναπτύξει διάφορα δόγματα και θέσεις της θεολογίας αυ­τής της αιρέσεως. Εδώ θα αναπτύξομε άλλα τα περισσότερα των οποίων αφορούν τον Χρι­στό.

Όπως έχομε προείπει, ο Παύλος για να δώσει νέα ώθηση, νέα ζωή και να γλι­τώσει τον Χρισ­τιανισμό από την εξαφάνιση που τον περίμενε στην στατική του μορ­φή εντός της Ιουδαίας κα­τά τον 1ον αιώνα Κ. Ε., αλλά πιθανότατα και για δικούς τους προσωπικούς λόγους, για πρώτη φορά συλλαμβάνει την ιδέα να μετατρέψει τον Ιη­σού Χριστό, από τον προσδοκώμενο από­γονο του Δαυ­ίδ και άνθρωπο άξιον του Εβ­ραίου Θεού Γιαχβέχ που θα εχρίετο Μεσσίαχ βασιλεύς των Εβραίων και θα αναδη­μι­ουργούσε το χαμένο κράτος του μυθικού βασιλιά Δαυίδ (Πρός Ρω­μαίους α΄: 3, Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, κλπ.), στον μυθικό και θεωρητικό Ιη­σού Χριστό Σωτή­ρα, Υιόν του Εβραίου Θεού Πα­τρός Γιαχβέχ (Πρός Ρω­μαίους α΄: 4, κλπ.), που θα έσωζε, όπως υποθέτει, όλους τους ανθρώπους (Πρός Ρω­μαίους γ΄: 29-30, ι΄: 12-13, Πρός Γαλάτας γ΄: 28, Πρός Κο­λασσαείς γ΄: 11, κλπ.) από την κατάρα και την οργή του Γιαχβέχ. Έτσι εγ­καινίασε μια νέα θρησ­κεία εξέλιξη της προηγουμένης καταδικασμένης χριστιανι­κής αντιλήψεως κατά την οποίαν η σωτηρία ήταν μόνο για τους Εβραίους αλλ’ αυτοί την αρνήθηκαν συντριπτικά, όπως βλέ­πομε τον Ιησού Χριστό να λέγει πριν τον Παύ­λο, στα υστερόχρονα Ευαγγέ­λια: Ματ­θαίος ι΄: 5-6, ιε΄: 24, κη΄: 17, Μάρ­κος ζ΄: 27 αλ­λά βάζει νερό στο κρασί του ως προς τους εθνικούς στον επό­μενο στίχο, ιβ΄: 28-30.

Ας μην ξεχ­νάμε ότι στις Πράξεις θ΄: 2, ιθ΄: 9, 23, κδ΄: 5, 14, 22, κστ΄: 5, κλπ., οι ομοε­θ­νείς τού Παύλου αποκα­λούν την νέα θρησκεία του με την λέ­ξη «αί­ρεσιν» ή «οδόν» για την οποία στον στί­χο κη΄: 22 λέγουν: «αξιού­μεν δε πα­ρά σου ακούσαι ά φρονείς· περί μεν γαρ της αιρέσε­ως ταύ­της γνωστόν εστιν ημίν ότι πανταχού αντι­λέγεται.»!

Σε σχέση με τον κατοπινό Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, εισαγωγικώς και επιγραμματικώς αναφέρομε ότι: Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα από τα υποτι­θέμε­να «γεγο­νότα» των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων και ο Χριστός του δεν είναι ο γιος του τέκτονος (μαραγκού ή χτίστη) Ιωσήφ ή του Αγίου Πνεύματος και της Μαριάμ, με αδελφούς και αδελ­φές (Ματθαίος ιβ΄: 47, ιγ΄: 55-56, Μάρκος γ΄: 31-35, στ΄: 3, κ. α.), ο θαυ­μα­τοποιός Ιησούς, αλ­λά, όπως έχο­με ήδη μερι­κώς αναπτύξει και θα αναπτύ­ξομε πε­ρισσότε­ρο στο πα­ρόν μέ­ρος και ακολούθως, μέ­σα στις Επι­στολές και την θεολο­γία του παρου­σιά­ζει έναν ου­ράνιο, απεσταλμέ­νο, αιθέριο, γνωστικιστικό Χριστό. Δεν μας παραδίδει καμία διδασκαλία του Ιησού Χριστού αλλά ερμηνεύει το πλανώμενο εσχατολογικό κήρυγμα περί σταυρωθέντος, ανασ­τάν­τος και πάλιν ερ­χομένου Χριστού εντός των πλαισίων της δικής του θεολο­γίας. (Π. χ. βλέπε: Α΄ Πρός τιμόθεον α΄: 11, στ΄: 16, κλπ.).

Ο Παύλος είναι χρονολογικώς ο πρώτος συγγραφέας εντός του κα­νόνος της Καινής Δια­θή­κης. Όμως δεν μας παρέχει κα­μιά βιο­γραφική περιγραφή έστω και πε­ριληπ­τική για τη ζωή και τη δρά­ση τoυ Ιησού Χρι­στoύ. Δεν ανα­φέ­ρει ούτε ένα από τα θαύ­ματά τoυ. Ακόμα δεν μας μεταφέρει κα­μία θεολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού. Όσον δε αφορά το βά­π­τι­σ­μα και την θεία ευ­χαρι­στία, που ανα­φέραμε σε προη­γού­με­να μέρη και θα αναφερθούμε και στο πα­ρόν, εί­χε διαφορετική αντίληψη από αυτήν των κανο­νικών Ευαγ­γελίων.

Συνεχώς αναφέρει την φράση «(κατά) το ευαγγέλιον μου». Μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές υπάρχουν 79 στίχοι (εκτός και μου ξέφυγε κα­νέ­νας) που κά­νουν νύ­ξη για το ευαγ­γέ­λιο του Παύλου και το κήρυγμα τού ευ­αγ­γε­λί­ου αυτού. Στην Πρός Γαλάτας α΄: 11-12, ο Παύλος δηλώνει ευθέως ότι το Ευαγγέλιο που κηρύττει δεν το παρέλαβε από άνθρωπο αλλά από τον Ιησού Χρισ­τό δι’ αποκα­λύψε­ως! «Γνω­ρίζω δε υμίν, αδελφοί, το ευαγγέλιον το ευαγγελισθέν υπ’ εμού ότι ουκ έστι κα­τά άνθρωπον· ου­δέ γαρ εγώ παρά ανθρώπου παρέλαβον αυτό ούτε εδιδάχ­θην, αλλά δι’ αποκαλύ­ψεως Ιησού Χριστού.». Βλέπε και Α΄ Πρός Κορινθίους δ΄: 15, θ΄: 12-23, ιε΄: 1, κλπ. Δι’ αυτό το ευαγγέλιο, με απόλυτη εξουσία έχει ήδη τονίζει ότι έχει απόλυτη ισχύ και δεν μπορεί να υπάρξει άλλο διαφορετικό ακόμα και αν δοθεί από τους ίδιους τους αγ­γέλους: Πρός Γαλάτας 7-9, «ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσον­τες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευ­αγγέλιον του Χριστού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έσ­τω. ως προ­ειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρε­λάβετε, ανά­θεμα έστω.». Ελπίζω να καταλάβατε πλήρως αυτές εδώ τις φράσεις! Όποιος παραδί­δει ή παραλαμβάνει άλλο ευαγγέλιο να πάει στ’ ανάθεμα…

Πα­ρά τις δικαιολογίες του Παύλου με τις συχνές-πυκνές αποκαλύψεις, ο ερευ­νητής Charles B. Waite στο επιστη­μονικό βιβλίο του History of the Chri­stian Reli­gion to the Year Two Hundred (Ισ­τορία της Χριστιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος Διακόσια), αναγ­ρά­φει τους λό­γους διά τους οποίους αυτό το ευαγγέλιο πρέπει να συγ­­γράφτηκε γύρω στο +50 Κ. Ε. Δηλαδή κατά τον Waite πρόκειται για κάποιο πραγμα­τικό ευ­αγ­γελικό σύγγραμμα διαφορετικό από τα γνωστά ευαγγέλια και όχι απ­λώς το ευαγγελικό κήρυγμα του Παύλου. Αυτό πρέπει να ήταν τότε σε κυκλο­φορία και το χρησι­μο­ποιούσε ο Παύ­λος. Πρέπει να ήταν το πρώτο ευ­αγ­γέλιο, το οποίο αρ­γότερα απετέλεσε την βάση του Eυαγγελίου του Μαρκίωνος και ίσως μερική βάση του Κατά Λουκάν Ευαγ­γελίου, χωρίς όμως να ταυτί­ζεται καθ’ ολοκ­ληρίαν με αυτά. Άλλοι βέ­βαια διαφω­νούν με τον Waite και επιμένουν ότι εδώ πρόκει­ται για ευαγγελι­κό κή­ρυγμα. Μάλλον έχουν άδικο! Εκτός από την ισχυρή και βαρύνουσα άποψη του Waite υπάρ­χουν και άλ­λες πιθα­νές εκδοχές!

Ο σπου­δα­σμένος πλούσιος από την Σι­νώπη του Πόν­του Μαρ­κίων, ήταν φα­νατικός οπαδός του Παύλου και γνωστικός εσχατολόγος, αυστηρο­τά­των ηθών. Κατά το πρώτο ήμισυ του δευτέρου αιώνος έφτιαξε τον πρώτο κα­νόνα Καινής Δια­θήκης. Αυτός περι­είχε μό­νο τις δέκα πρώτες επιστολές του Παύλου από τις οποίες είχε αφαι­ρέσει όλα τα Εβ­ρα­ϊκά στοιχεία. Επίσης η σειρά τους ήταν άλ­λη από την εκ των υστέ­ρων καθιε­ρωμένη. Εκτός κανό­νος είχε θέσει τις επιστολές Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον, Πρός Τί­τον, Πρός Εβραί­ους, τα δύο τελευταία κε­φάλαια ιε΄, ιστ΄ της Πρός Ρω­μαίους επι­στο­λής, κ. ά.. Στον κα­νόνα ο Μαρκίων είχε βάλει μόνο ένα ευαγ­γέ­λιο ομοιάζον με το Κατά Λου­κάν Ευ­αγ­γέ­λιον, αλλά χωρίς να περιέχει κανένα Εβρα­ϊκό στοιχείο και θέ­μα­. Ο Εβ­ραϊκός Θεός Πατήρ Γιαχβέχ για τον Μαρκίωνα, ήταν κακό δαιμόνιο. Η εκκ­λη­σία της Ρώμης δεν εδέ­χθη τις προτάσεις του Μαρκίωνος και εξέ­βαλλε αυτόν από τους κόλ­πους της μεταξύ +142 – 144. Καθόλου παράξενο, διότι ακόμα αυτή την επο­χή οι χρισ­τιανικές εκκλησίες ήταν παραρτήματα ή προεκτάσεις των Ιουδαϊκών συνα­γωγών (Qahal) και οι περισσότεροι χριστιανοί ήταν Εβραίοι προσήλυτοι.

Όπως τα πράγματα δείχνουν, περί το +140-150 έγινε μια γερή επεξεργασία του Κα­τά Λουκάν Ευαγγελίου προς απάντηση κατά του Γνωστικού Μαρκίωνος, αν λά­βομε υπ’ όψη αυτά που γράφει ο Τερτυλλιανός στην πολεμική του Κατά του Μαρκίω­νος. Τότε οι συντάκτες προσέθεσαν τα δύο πρώτα κεφάλαια του Λουκά, τα οποία απ’ όλους τους ει­δικούς εκρίθησαν παρείσακτα και έρχονται σε αξεπέραστες αντιφάσεις με πολλά θέματα όλων των Ευαγγελίων. Μετά επισυνάφθηκαν οι Πράξεις (όχι στην μορφή που τις έχομε σήμερα) για να μας δείξουν τα εξής δύο αναληθή συμπεράσμα­τα: (α) Την χρυσή εποχή της χρι­στια­νι­κής εκκλη­σίας προτού εισχωρήσει η αίρε­ση και χαλάσει την ιδανική εικόνα και ομα­λή ροή. (β) Ότι ο Παύλος ανή­κε στην ορθόδοξη χριστιανική κίνηση των αποστό­λων της Ιερουσαλήμ και δεν ήταν διδάσκα­λος του Μαρκίωνος, όπως ο ίδιος Μαρκίων είχε ισχυρισθεί.

Μετά απ’ αυτά έγινε μια επ­εξεργασία και ανασύνταξη των Επιστολών του Παύλου για να ευθυγραμμίσει κατά το δυνατόν τα ανακύψαντα στοιχεία και την πο­λε­μική κα­τά του Μαρκίωνος με όλα όσα που ο Παύλος είχε γράψει.

Εκτεταμένα μέρη των ποιμαντορικών επιστολών, Α΄ και Β΄ Πρός Τι­μό­θεον και η Πρός Τί­τον, αναφέρονται σε θέματα του δευτέρου αιώνος, άγ­νωστα για τον Παύλο. Επομένως αυτά δεν μπορεί να εγράφησαν απ’ αυτόν. Τα υπό­λοιπα μέ­ρη των φαίνον­ται να είναι είτε δικά του είτε παραδόσεις που αναφέρονται σ’ αυτόν. Ακόμα η έρευ­να απέ­δειξε ότι η επιστολή Πρός Εβ­ραίους αποκλείεται να γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παρα­δέ­χονται όλοι οι επιστήμονες ανεξαιρέτως. Το παραδέ­χεται και ο καθηγητής θεολόγος Παν. Τρεμ­πέλας ενώ ταυτοχρόνως προωθεί την άπο­ψη ότι την επιστολή την έγραψε κά­ποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος μετά τον θάνατο του Παύλου καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύ­θε­ρα δε, τις θέσεις του Παύ­λου. Δεν μας παρέχει όμως κα­μία δικαιολόγηση της από­ψεως ταύτης. Ο Ωρι­γένης λέ­γει, ο «Θεός οίδε!» ποιος την έγραψε. Παρ’ όλα ταύτα, η επιστολή ακόμα και σήμερα απο­δί­δε­ται επισή­μως στον Παύλο απ’ όλες τις χριστιανικές εκκλησίες. Διά ταύτα λοιπόν, στην παρούσα ανάπτυξη, την συμ­πε­ριλαμ­βάνομε εντός των πλαισίων του Παύλου αφού έτσι απαι­τεί η χριστια­νική εκκ­λησία και κατήχηση.

٭٭٭

Παρά τις συχνές και πυκνές αναφο­ρές στην Πα­λαιά Διαθήκη εντός των Επι­σ­τολών, ο Παύ­λος ουδέποτε την χρησι­μοποιεί δι’ εξεύ­ρε­ση συγκεκριμένων προφητει­ών οι οποίες εξεπληρώθη­σαν στον Ιησού Χρι­στό, πράγ­μα που οι Ευαγγελισ­τές κά­νουν κατά κό­ρον. Βεβαίως, πολλές φο­ρές αναφέρει τον Μωυσή, ονόματα ολίγων προφητών, τις λέ­ξεις προφήτης – τες, προφη­τεία – τείες, εί­τε εντός άλλου περιεχομέ­νου είτε με άλ­λο νόημα ακόμα και αορίστως! Στις Επισ­το­λές του ο Παύ­λος δεν ομι­λεί για προφητείες και για προ­φήτες κατά την ευαγγελι­κή έν­νοια: «Τούτο δε όλον γέγο­νεν ίνα πληρωθή το ρηθέν υπό του Κυ­ρίου διά του προ­φήτου λέγον­τος·» (Ματ­θαίος α΄: 22, κ. α.), όπως κάνουν συνεχώς οι Ευαγγελισ­τές.

Ο μοναδικός σχετικός στίχος των Πρά­ξεων κστ΄: 27 «πιστεύεις, βα­σιλεύ Αγ­ρίππα, τοις προφήταις; οίδα ότι πιστεύεις.» είναι λόγια του κατά πολύ υστεροχρόνου συγ­γρα­φέα των Πρά­ξεων βαλμένα στο στόμα του Παύλου, πράγμα που έχει ξανακά­νει και με τον Στέφανο στον στί­χο ζ΄: 52 της απολογίας του. Αν ο συγγραφέας αυτός εί­ναι ο Λουκάς, τό­τε βέβαια ήταν ήδη πολύ συνη­θισ­μένος στις δήθεν προφητείες από τότε που έγραφε το Ευαγγέ­λιό του!

(Λόγω των πολλών και κραυγαλέων αντιφά­σε­ων μεταξύ του Κατά Λουκάν Ευ­αγγελίου και Πράξεων εί­ναι αδύνατον ο ίδιος συγ­γραφέας να έγραψε και τα δύο βιβ­λία. Π. χ., στο Ευαγγέλιο, κδ΄: 50-51, η ανάληψη έγινε 1 ή 2 μέ­ρες μετά την ανάσταση ενώ στις Πράξεις, α΄: 1-9, έγινε 40 μέρες μετά. Είναι δυνατόν ο ίδιος συγγραφέας να έγραψε κάτω μια τέτοια αντίφα­ση όπως και πολλές άλλες; Απαντήσετε! Εκτός πια οι παρεμβολείς και οι πλαστογράφοι αλλοίωσαν και τα δύο βιβλία σε τέτοιο βαθμό που τα έκαναν αγνώριστα!).

Ενώ λοιπόν ο Χριστός Μεσσίαχ των Ευαγγελιστών, αν εξαιρέσομε τις υστε­ρόχρονες προσθήκες και παραχαράξεις, είναι ένα κα­κοβαλμένο εντός ιστορικού πλαι­σίου μυθολογικό και κακοφτιαγμένο κατασκεύασμα περί κάποιου Ιησού που δή­θεν εκπληρεί προ­φη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός του Παύλου δεν είναι τέτοιο μυθο­λόγημα αλλά ένα άνευ ιστο­ρικού πλαισίου αποκύημα της φαντασίας και της θε­ολογί­ας του Παύλου, βασισμένο και αυτό στην Παλαιάς Διαθή­κης αλλά σε διαφορετι­κά χωρία της. Μερικά κύρια σημεία της θεολογίας του Παύλου έχουν ήδη αναπτυ­χθεί και πε­ρισσό­τερα θα αναπτυ­χθούν μέχρι το τέλος και το παράρτημα αυτού του κεφα­λαίου. Παρά την από­σταση και τις πολλές διαφορές μεταξύ των δύο αυ­τών προσεγγί­σεων του Εβραιο-Ιουδαϊκού Χρισ­τού, Μεσσί­αχ, που έγινε Ιησούς, και στις δύο υπάρ­χουν ολίγα ση­μαντικά κοινά ση­μεία, έσ­τω και αν αυτά περιγράφονται διαφο­ρετικά, όπως: η εξ ουρανού επάνοδος του Χριστού, η άμε­ση εσχα­το­λο­γία, η τυφλή πίστη στον Χρι­στό, ο φόβος, κ. ά.

Επιγραμματικώς και εν παρόδω αναφέρομε ότι, όπως πλέον είναι γνωστό με­τά τον Παύλο και το +70-73, οι Εβραιοχ­ριστι­ανοί προκειμένου να οικειοποιηθούν τον Μεσσίαχ των ορ­θοδόξων Εβραίων ανέτρεξαν στην Παλαιά Διαθήκη για να βρούνε δή­θεν προφητείες που δή­θεν αναφερόταν στον δικό τους Ιησού Χριστό. Αυτό ήταν το βαρύ επιχείρη­μα που αντέταξαν τότε κατά των αρχηγών και ιερέων των Ιουδαίων και δη των Φαρι­σαί­ων. Έτσι έπλε­ξαν σενάρια που ομοίαζαν κάπως με κείμενα Προφητών και Ψαλ­μών, σε άλλα κείμε­να έδωσαν λανθασμένες και αυθαίρετες ερμηνείες και άλ­λα τα παράφ­ρασαν όπως τους βόλευε. Απέτυχαν βεβαίως παταγωδώς με τους βιαστι­κούς και ανο­ήτους πα­ραλ­ληλι­σμούς διότι με μια παράλληλη μελέτη βλέπομε καθαρά τα λάθη και τις παραφ­ράσεις, και ότι τα κείμενα αυτά αναφέρονται σε άλλα θέματα και όχι στον χρισ­τιανικό Ιησού Χριστό. Π. χ., το όνομα Ιησούς δεν υπάρχει σε κανένα από τα χωρία που επικαλούνται, κλπ. Όλα αυτά διαπιστώνονται εύκολα και έχουν εκ­τεθεί από πολ­λούς μελετητές, Εβραί­ους και «Εθνικούς», στην διεθνή βιβλιογραφία. Σε πολλά δε σημεία οι Εβραιοχρι­στι­ανοί τα έχουν κάνει τόσο σαλάτα ώστε εύκολα βλέπει κανείς ότι δεν καταλάβαι­ναν τι έγρα­φαν και γελοιοποιούνται πλήρως. (Για πλήρεις αναλύ­σεις, λεπτομέρειες και απαντήσεις επ’ αυτού του μεγάλου ζητή­μα­τος των ψευτο-προ­φητειών, παραπέμπομε στη βιβλιογρα­φία.).

٭٭٭

Συνεχίζομε με το βιβλίο των Πρά­ξεων στο οποίο ευρίσκομε τα εξής σημαντι­κά σημεία:

θ΄: 22 «Σαύλος δε μάλλον ενεδυναμού­το και συνέ­χυνε τους Ιουδαίους τους κατοικούντας εν Δαμασκώ, συμβιβάζων ότι ού­τός εστιν ο Χρισ­τός.». (Πο­λύ περίεργος και ύποπτος αυτός εδώ ο στίχος! Χρήζει αναλύσεως και ερμη­νείας! Αυτή την φορά ο Παύλος δεν διώκεται από τις αρχές της πό­λεως της Δαμασκού και τον Βασιλέα Αρέτα, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 31-33, αλλά κυκ­λοφορεί άνετα κηρύττει και δημιουργεί σύγχυση! Πώς να συνέβη άραγε αυτή η αλλαγή;).

ια΄: 25-26 «εξήλθε δε εις Ταρσόν ο Βαρνάβας αναζητήσαι Σαύλον, και ευ­ρών αυτόν ήγα­γεν αυτόν εις Αντιόχειαν. εγένετο δε αυτούς ενιαυτόν όλον συναχ­θή­ναι εν τη εκ­κλησία και διδάξαι όχλον ικανόν, χρηματίσαι τε πρώ­τον εν Αν­τιοχεία τους μα­θητάς Χριστιανούς.»,

κδ΄: 5 «ευρόντες γαρ τον άνδρα τούτον λοιμόν και κινούντα στάσιν πάσι τοις Ιουδαίοις τοις κατά την οικουμένην, πρωτοστάτην τε της των Να­ζω­ραίων αιρέσεως,»,

κγ΄: 1-14, μελετήσετε αυτούς τους στίχους,

κε΄: 19 «ζητήματα δε τινα περί της ιδίας δεισιδαιμονίας είχον προς αυτόν και περί τινος Ιησού τεθνηκότος, ον έφασκεν ο Παύλος ζήν.», πράγμα που επαναλαμβάνεται στην Πρός Ρωμαίους στο κεφάλαιο στ΄ και ιδιαίτερα τους στί­χους 9-10 «ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσ­κει, θάνατος αυτού ου­κέτι κυριεύει. ό γαρ απέθανε, τη αμαρτία απέθα­νεν εφά­παξ, ό δε ζη, ζη τω Θεώ».

κη΄: 21-29, μελετήσετε αυτούς τους στίχους.

(Τα μεγαλύτερα και περιεκτικότερα χωρία την παραπομπή των οποίων αναγράψαμε εδώ, λόγω τους μή­κους των δεν τα παραθέσαμε. Αυτά πα­ρέ­χουν περισσό­τερες ισχυ­ρές πληροφορίες επ’ αυ­τού του θέ­ματος. Μόνοι σας μπορείτε να βρείτε και άλλα χω­ρία μέσα στις Πράξεις και τις Επι­στολές.).

Αυτά και άλλα χωρία, καθιστούν σαφές ότι η διδασ­καλία του Παύ­λου είναι μια πρωτοφανής Ιουδαϊκή αίρεση. Είναι μια έκφραση Παλαιοδιαθηκικών Ναζιραίων και όχι Ναζω­ραί­ων, όπως εσφαλ­μέ­νως αναγράφεται και έχει επικρατήσει. Όπως έχο­με δει, ο ίδιος ο Παύλος ομολογεί πολλές φορές ότι ήταν ζηλωτής (Ναζι­ραίος) του Νό­μου και του Ιουδαϊσμού (Πρά­ξεις κα΄: 20, κβ΄: 3, Πρός Γα­λά­τας α΄: 14, Β΄ Πρός Κoριν­θί­oυς ια΄: 2).

Πλείστα άλλα χωρία, τα οποία μπορείτε πολύ εύκολα να εντοπίσετε μέσα στις Πρά­ξεις και τις Επιστολές, μαρτυ­ρούν ότι οι ορ­θό­δοξοι και έννομοι Ιουδαίοι της Πα­λαιστίνης και όλης της αυτοκ­ρα­το­ρίας εδίωκαν τον Παύλο παντοιοτρόπως ένεκα της νέας αιρέσεως και διδασκαλίας που αυ­τός εισηγείτο. Σύμφωνα με τον Μωσαϊκό Νό­μο ο Παύλος έπρεπε να διωχθεί και να θανατωθεί (διά λιθοβολισμού) από τους ορθο­δό­ξους Ιουδαίους, Έξοδος κβ΄: 17, Δευτερονόμιον ιγ΄, ιζ΄, κλπ. Παρά ταύτα η Εβ­ρα­ϊκή Παλαιά Διαθήκη πα­ρα­μένει η κεντρική βάση και η πηγή του διαστρεβλωμέ­νου Ιου­δα­ϊκού και αιρετι­κού κηρύγματός του. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Ουσια­στικά έχομε να κάνομε με την αίρεση του Παυλι­κού Εβραι­ο­χριστιανι­σμού. Έτσι οι ανα­φορές του σε όλη την Πα­λαιά Δι­αθή­κη και τον Μωσα­ϊ­κό Νό­μo εί­ναι αναγκαία τόσο συ­χνές και πυκ­νές που αν κα­νείς ήθελε να τις αφαιρέσει από τις Επι­σ­τολές, τα μόνα υποτιθέμε­να γραπτά του, στο τέλος δεν θα έμε­νε σχεδόν τίπο­τα, ή ό,τι απέμενε θα καταντούσε τε­λεί­ως ασύνδετο και άνευ συγκε­κρι­μένου νοήματος. Το κή­ρυγμά του όμως και τους ανά την αυτοκρα­το­ρία Ιου­δαί­ους συνέχεε ή έκανε εχθ­ρούς του, από δε τους «εθνικούς» έπει­θε εξαιρε­τι­κά ολί­γους και άτομα ειδικών περιπ­τώσεων.

Για να εξετάσομε τα ανωτέρω θέματα λεπτομερέστερα με στοιχεία και αναφο­ρές:

٭٭٭

Εντός του παρόντος κειμένου, όπως και σε άλλα κείμενά μας, εντοπί­ζομε ελά­χιστα χωρία των Επιστολών του Παύλου τα οποία κάπως ενθυμίζουν ή ομοιά­ζουν με αντίστοιχα των Ευαγγελίων. Κυρίως αυτά είναι: (1) Περί αγάπης Πρός Ρωμαίους ιβ΄: 14 «ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη κα­ταράσθε.», ενθυμίζει έναν στί­χο από την επί του όρους ομιλία, αλ­λά όλο το κε­φά­λαιο ιβ΄ είναι κομμένο και ραμ­μένο από ειδι­κώς επι­λεγ­μέ­να χωρία της Παλαιάς Δι­α­θήκης. (2) Περί Θείας Ευχα­ρι­στί­ας, Α΄ Πρός Κορινθί­ους ια΄: 23-28.

Η συντριπτική πλει­ο­νότης των υπο­λοίπων εδαφίων όμως, ούτε ενθυμίζει ούτε καν έχει καμία ομοιότητα με οι­αδήπο­τε εδά­φια των Ευαγγελίων. Ακόμα εδάφια που πραγ­ματεύ­ονται ίδια θέ­ματα πα­ρου­σιάζουν μεταξύ τους και με τα Ευαγγέλια αγεφύ­ρω­τες διαφορές και αντιφάσεις. Π. χ., Η Δευ­τέ­ρα Παρου­σία και η Τελική Κρίση, Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς β΄: 1-12, κλπ..

Μια τέτοια κραυγαλέα και αγε­φύ­ρωτη διαφορά αποτελεί και ο Χριστός του Παύλου συγκρινόμενος με τον Χρισ­τό των Κανονικών Ευαγγε­λί­ων. Εδώ λοιπόν πα­ρουσιάζομε πληρέστερα και σα­φέστε­ρα τις συγκρίσεις και διαφορές που αφορούν αυ­τούς τους Χριστούς. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα από κοντά:

Ο Χρι­στός του Παύλου σε δύο στίχους μόνον, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3 και Β΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8, κα­τά­γεται «εκ σπέρματος Δαυίδ κατά σάρκαν». Δεν αναφέρει το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μιργιάμ. Απανταχού αλ­λού αναφέρεται ή εννοείται ως: θεϊκός, ουράνιος, μυ­θικός, προ­αιώνιος, προϋπάρ­χων, υπερφυσικός, προορισ­μέ­νος, απεσ­ταλ­μέ­νος, πνευμα­τικός, μυστικός, κοσμικός Υιός, παράγων της δημιουρ­γί­ας, η υποστηρί­ζουσα συμπαν­τική δύνα­μη, «ο Υιός, η ει­κών, η δύναμις, η σοφία, η δό­ξα του Πατρός». Βλέπε: Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους α΄: 24, η΄: 6, Β΄ Πρός Κο­ριν­θίους δ΄: 4, Πρός Κολασσαείς α΄: 15-20 «πρωτότοκος πάσης κτίσε­ως», «πρω­τότοκος εκ των νε­κ­ρών» (παρ’ όλον ότι αρ­κε­τοί «είχαν αναστη­θεί» πριν απ’ αυτόν). Ο στίχος Πρός Κο­λασσαείς α΄: 20 μας λέγει ότι το σύ­μπαν είναι ου­σι­α­στι­κά απο­ξε­νω­μένo από τον υπερ­βα­τικό Θεό. Ακόμα βλέπε και: Πρός Φιλιπ­πη­σίους β΄: 5-11, Α΄ Πρός Τιμό­θε­ον α΄: 11, Β΄ Πρός Τιμό­θε­ον α΄: 9-10 «του σώ­σαν­τος ημάς και κα­λέ­­σαν­τος κλή­σει αγία, ου κατά τα έργα ημών, αλλά κατ’ ιδί­αν πρό­θε­σιν και χάριν, την δο­θείσαν ημίν εν Χρι­στώ Ιη­σού προ χρόνων αιω­νίων, φανερω­θεί­σαν δε νυν διά της επιφανεί­ας του σω­τήρος ημών Ιησού Χρισ­τού, καταρ­γή­­σαν­τος μεν τον θάνατον, φω­τίσαντος δε ζωήν και αφ­θαρσίαν διά του ευ­αγγελί­ου», Πρός Εβραίους α΄: 2-3, κλπ. Όλα αυτά εί­ναι γνω­στικισ­τικά και παραφθαρμένα νεο­πλα­τω­νι­κά στοι­χεία, εκ των οποίων μερικά πρέ­πει να μπήκαν στις Επιστολές κατά τον πρώτο και δεύτερο αιώνα, όταν ο Γνωστικισμός κόν­τεψε να εξα­φανίσει τον ορθόδοξο Χριστιανισμό, και μερικά άλλα πρέπει να τα εί­χε βρει ο Παύλος στις μέρες του ήδη διαδεδομένα μεταξύ των χριστιανικών κοινο­τή­των και τα χρησιμοποί­ησε. Αργότερα, αυτά έγι­ναν ο «Λό­γος» στο πρώτο κεφά­λαιο του κα­­τά Ιωάννην Ευαγγε­λί­ου, το οποίο περιέχει πολλά στοι­χεία Γνωστικισμού. Αυτά επί­σης είναι σύμφωνα και με τον Γνωσ­τικισμό του Μαρκίωνος.

Ούτως, παρά την γενική και αόριστη αιθέρια φύση του Χριστού η οποία δια­χέεται και διαμηνύεται παντού εντός των Επιστολών του Παύλου, αντί της πλή­ρως σω­μα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευαγ­γε­λίων στα οποία, τρώγει, πίνει, συναναστ­ρέ­φε­ται μετά τελωνών και πορνών, θεραπεύει, διδάσκει, τσακώνεται, οργίζεται, λιγο­ψυχά, ξα­νατρώγει και ξαναπίνει μετά την ανάστασή του, κλπ., ο Παύλος στην Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, καταγράφει την κα­τά­φω­ρη αντίφαση με τον εαυτόν του και τους Ευαγγελιστές, ότι ο Χρι­στός,πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν» και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιο­πούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα …». Στην Πρός Φιλιππησί­ους β΄: 5-6 όμως τον παρου­σιάζει κατ’ ευθείαν ίσο με τον Θεό «τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ό και εν Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπ­άρ­χων ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ,»! (Έχομε να κάνομε με συ­νε­χείς αν­τι­φά­σεις, μπαλώ­ματα, ψεύδη, μπουρδουκ­λώματα, στρεψοδικίες, απάτες, …).

Η βάση της διδασκα­λίας και θεολογίας του Παύλου αφο­ρά:

(α) Την αρχική κατάρα και οργή του Θεού Γιαχβέχ λόγω του αμαρτή­ματος και της πτώσεως του Αδάμ (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 12- 14, όλο το κεφάλαιο στ΄, Α΄ Πρός Κο­ριν­θίους ιε΄: 22, 45, Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ια΄: 3, Α΄ Πρός Τιμό­θεον β΄: 13-14) που κα­ταράστηκε με αιώνιες τιμωρίες τους πάντες και τα πάντα εις πάντας τους αιώ­νας !

Η σωτηρία απ’ αυτά τα δεινά επιτυγχάνεται με το να ομολογούμε τον Κύριον Ιη­σού, και να πιστέψομε και να βάλομε στην καρδία μας ότι ο Θεός τον ανέστησε (Πρός Ρω­μαίους στ΄: 3-13 ειδικά στίχος 8 «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ,», ι΄: 9 «ότι εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση·»). Όμως όπως και πριν έτσι και μετά θα μας πει ότι όλοι μας θα σω­θούμε διά της θυ­σίας τού Ιησού Χριστού (Πρός Ρω­μαίους ε΄: 18 «Άρα ουν ως δι’ ενός παραπτώματος εις πάν­τας ανθρώπους εις κατάκριμα, ούτω και δι’ ενός δικαιώματος εις πάντας ανθρώπους εις δικαίωσιν ζωής.», στ΄: 3-13 ειδικά στίχος 7 «ο γαρ αποθανών δεδικαίω­ται από της αμαρτίας.», Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 22, κλπ.). Αλλά και πάλι αντιφατικά θα μας ανακοινώσει ότι η σωτηρία του καθε­νός εξαρτάται από την εύνοια και το έλε­ος του Θεού και τον προκαθορισμό του (Πρός Ρω­μαίους στ΄: 3-13, θ΄: 16-23 όπου εδώ μας αφη­γεί­ται και την τρομερή παραβολή του καραμέ­ως που όποια αγγεία θέλει τα δια­φυλάττει γερά και όποια δεν του αρέ­σουν τα κατασ­τρέφει.). Άντε να βρει κα­νείς άκρη με τον Παύλο!…

(β) Την αμαρτία και τον θάνατο, ως συμπαντι­κές δυνάμεις όπως έχομε προ­είπει, (Πρός Ρω­μαίους γ΄: 23 «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θε­ού,», ε΄: 12-14, 19, όλο το στ΄ κεφάλαιο ειδικά στίχος 23 «τα γαρ οψώνια της αμαρ­τίας θάνα­τος, … .», παρμένο από την Γένεσιν β΄: 17, ζ΄: 1-25, η΄ :1-12, Β΄ Πρός Κο­ρινθίους ε΄: 21, κλπ.). (Βλέπε και Ιωάννης ιστ΄: 8, Πράξεις ι΄: 42, Α΄ Ιωάννου α΄: 8.).

Ακόμα η αμαρτία προέρχεται κυρίως από την σάρκα (Πρός Ρω­μαίους ζ΄: 5, η΄: 6-8, 12-13 «Άρα ουν, αδελφοί, οφειλέται εσμέν ου τη σαρκί του κατά σάρκα ζήν· ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν· ει δε Πνεύματι τας πρά­ξεις του σώ­ματος θανατούτε, ζήσεσ­θε.», Β΄ Πρός Κορινθίους ε΄: 10, κλπ.) πράγ­μα που είναι αν­τιφατικό προς την δη­μιουργία τού Θεού του, γνωστι­κιστικό και πιθα­νώς σύμφωνο με την εσχατολο­γική παράνοια που διακατέχει τον ψυ­χοπαθολογικό Παύλο και το μίσος όλων των χριστιανών κατά του σώματος! Στην Πρός Ρω­μαίους α΄: 18-32, Πρός Εφε­σίους δ΄: 18-19, κ. α., βλέπομε και την προκαθορισμένη αμαρτία επί των ανθρώπων ένεκα της οργή του Θεού (γι’ αυτό κατά τον Ματθαίο στ: 13 πρέπει να παρακαλούμε: «και μη εισε­νέγκης ημάς εις πειρασμόν, αλλά ρύσαι ημάς από του πονηρού….»). Παρα­πάνω αναφέ­ραμε και το δόγ­μα του Προκαθορισμού και θα το ξαναδούμε στο παράρ­τημα στο τέ­λος του κεφαλαί­ου αυτού.

Από την άλλη μεριά και πάντα αντιφατικά, όπως συνηθίζει, θα μας πει ότι η αμαρτία καθορί­ζε­ται από τον Νόμο και δεν υπάρχει αμαρτία χωρίς τον Νόμο (Πρός Ρω­μαίους γ΄: 20 «… διά γαρ νόμου επίγνωσις αμαρτίας.», ε΄: 13 «άχρι γαρ νόμου αμαρτία ην εν κόσμω, αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όντος νόμου·», 20-21, στ΄: 15-13 ειδι­κά στίχος 15 «Τί ουν; αμαρτήσομεν ότι ουκ εσμέν υπό νό­μον, αλλ’ υπό χάριν; μη γένοιτο.», ζ΄: 7 «Τί ουν ερούμεν; ο νόμος αμαρτία; μη γένοι­το· αλλά την αμαρτίαν ουκ έγνων ει μη διά νόμου·», 8-24, Πρός Γαλάτας ε΄: 3, Α΄ Πρός τιμόθεον α΄: 9, κλπ.). Αλ­λά και πάλι θα μας πει ότι μόνο η αγάπη αρκεί για την εκπλή­ρωση του Νό­μου (Πρός Ρω­μαίους ιγ΄: 9-10 «το γαρ ου μοιχεύσεις, ου φονεύ­σεις, ου κλέψεις, ουκ επι­θυμήσεις, και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, αγαπή­σεις τον πλη­σίον σου ως σεαυτόν. η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται· πλήρωμα ουν νόμου η αγά­πη.»), πράγμα μακράν της πραγματικό­τητος της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και της Καινής, όπως καθένας μπορεί να διαπιστώσει εάν μελετήσει τον Μωσαϊ­κό Νόμο εν­τός της Πεντατεύχου και αυτά τα δύο βιβλία.

Άντε να βρει κανείς άκρη με τον Παύλο!… Μέσα στους στίχους Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 3-23 μπλέκει με ακατάστατες σοφιστείες, ασάφειες και στρεψοδικίες τρία πράγμα­τα ο αθεόφοβος! Την σωτηρία διά πίστεως, την σωτηρία δια χάριτος και την υπακοή στον νόμο! Για να μην λέγει κανείς ότι απομονώνομε στίχους έξω από τα συμφραζό­μενα, σας παρακα­λούμε να διαβάστε ολόκληρα τα κεφάλαια της Πρός Ρω­μαίους ε΄, στ΄ και ζ΄ και δεί­τε μόνοι σας και ειλικρινά αν μπορείτε να βρείτε την άκ­ρη και το τέ­λος του μπλεγ­μένου κουβα­ριού που παρουσιάζει εκεί μέσα!

(γ) Κά­ποιον Ιη­σού Χρι­στό που για να μας σώσει απέθα­νε επί σταυρού ή κρε­μασμέ­νος «επί ξύλου» (όπως το­νί­ζει ο Παύλος και η Καινή: Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλά­τας γ΄: 13, Α΄ Πέτρου β΄: 24, φράση παρ­μέ­νη από την Παλαιά Δια­θήκη, Γέ­νεσις μ΄: 19, Δευτερονόμι­ον κα΄: 22-23, Ιησούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, κλπ.), για τον οποί­ον ο Παύλος επιμέ­νει ότι ζει (Πράξεις κε΄: 19, Πρός Ρωμαίους στ΄: 9-10). Αυ­τός ο Παυ­λι­κός Χρισ­τός, κατά την άμε­ση εσχα­το­λο­γία του Παύ­λου, πρό­κειται να επανεμ­φανισ­τεί εν­τός ολίγου και θα σώσει από την κατάρα, την ορ­γή, την αμαρτία και τον θάνατο μό­νον όσους είχαν την τύχη και την θέληση να πιστέ­ψουν σ’ αυτόν! (Βλέπε τα εσχατολογικά μέρη των δύο Πρός Θεσσαολονικείς Επιστολών.).

Η θυσία του Χριστού είναι εξιλεωτική διά τις αμαρτίες μας, ανάλογη ή για αν­τικατάσταση των συχνών και πυκνών θυσιών πολλών και διαφόρων αρτιμελών και ακηλιδώτων ζώων που περι­γράφονται σ’ όλη την Παλαιά Διαθήκη διά τον εξευμενισ­μό του Γιαχβέχ (Πρός Ρω­μαίους η΄: 3). Στον ίδιο στίχο αναφέρει και ότι «…ο Θεός τον εαυτού υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρ­κός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί,». Δηλαδή ο σταυρωθείς Χριστός ήταν σε ομοίωμα σαρκός και όχι πραγμα­τική σάρκα. Άρα τί είδους θυσία ήταν αυτή; Το ότι ο πραγματικός ή σαρκικός Χρισ­τός δεν σταυ­ρώθηκε στην πραγματικότητα, αλλά κάποιο ομοίωμά του το πιστεύουν οι γνωστικοί και οι μουσουλμάνοι.

Αναφωνούμε λοιπόν αυτό που λέγει ο ίδιος ο Παύλος στην Πρός Ρωμαίους ια΄: 33: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού! ως ανεξερεύ­νητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού!». Στο τέλος αυτού του κεφα­λαίου έχομε παρα­θέσει ένα παράρτημα στο οποίο αναπτύσσομε πολύ περισσότερον μερικά απ’ αυτά τα δόγματα του Παύλου και με περισσότερες αναφορές από τον ίδιο και την Καινή Δια­θήκη. (Διαβάστε το Παράρτη­μα.). Μετά απ’ αυτές τις βάσεις ο Παύλος αναπτύσσει τα διάφορα επί μέρους ζητήματα, τις δικαιολογήσεις του και όλα τα σχετικά.

Στο κεφάλαιο ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίους, μετά την εισαγωγή, ο Παύ­λος τονί­ζει στους Κο­ρινθίους ότι υπάρχει το φυσικό και το πνευματικό σώμα. Το μεν πρώ­το αντιπροσω­πεύεται από τον Αδάμ, το δε δεύτερο από τον Χριστό. Ο Αδάμ ως γήινη ύπαρξη, χοϊ­κός, είναι φτιαγμένος από γήινα υλικά, ενώ Χριστός ως πνευμα­τική ύπαρ­ξη είναι φτι­αγμένος από ουράνια. Όπως έχομε δει και πρωτύτερα ο Παύλος για να βασίσει και να δώσει αιτία και ύπαρξη στην θεολογία του, αντιπαρα­βάλλει τον Αδάμ με τον Χριστό πολλές φορές, ιδίως στην Πρός Ρωμαίους κεφάλαια ε΄, στ΄, Β΄ Πρός Κορινθίους ε΄: 21, κλπ.

Το συμπέρασμα τού κε­φα­λαίου ιε΄ της Α΄ Πρός Κορινθίου εί­ναι ότι ο Χριστός ευρί­σκεται πλήρως στην πνευμα­τική σφαίρα και δεν αναφέρεται καθόλου ως φυ­σικός άνθρωπος. Πολλοί αντιτεί­νουν ότι το εννοεί! Αλλά σε ένα τόσο με­γά­λο θεολο­γικό κε­φάλαιο (58 στί­χων), κεφα­λαιώ­δους σημασίας για την θεολογία του Παύλου και απευ­θυνόμενο σε νεοφωτίσ­τους ευ­ρισκομένους σε μακρινή από την Ιου­δαία περι­οχή, μια τέτοια παράλειψη είναι αξιοσημεί­ω­τη και καθόλου εύλογη.

Βεβαίως η σύγκριση αυτή δεν έχει συμμετρία. Διότι ενώ δι’ ενός ανθρώπου, του Αδάμ, εισήλθε η αμαρτία στον κόσμο και αυτομάτως όλοι που υπήρξαν και όσοι θα υπάρξουν είναι αμαρτωλοί, είτε φταίνε είτε όχι, και θα τιμωρηθούν στην αιωνία κόλαση, αλλά από την άλλη μεριά η σωτηρία κάποιου διά της θυσίας ενός ανθρώπου ή Υιού του Θεού ή Θεού, του Ιησού Χρι­στού, δεν είναι αυτόματη. Ο κάθε κάποιος χρειάζεται να πράξει κάτι. Πρέπει να μπει στον κόπο, είτε του έρχεται είτε όχι, και να πιστέψει στη εξιλεωτική θυσία και ανάσταση του Ιησού και να τα βάλει στη καρ­διά του, ή να τον ευνοήσει ο ίδιος ο Πανάγαθος. Αλλιώς σωτηρία δεν έχει! (Πρός Ρωμαί­ους ι΄: 9, ζ΄: 16-23, κλπ). Πάρα Πολύ Ωραία!

Όπως έχομε δει πολλές φορές και θα δούμε ακό­μα, σε με­ρικά σημεία ο Παύ­λος λέγει άλλα αντί άλλων. Μερικές φορές ανακα­τώνει τον φυσι­κό και τον πνευματι­κό χώρο και στρεψοδικεί. Η στρεψο­δικία στον Παύλο είναι πολύ σύ­νηθες φαινόμενο. Αν όμως τα βάλομε όλα κά­τω η επικρα­τούσα ιδέα του Παύλου για τον Χρισ­τό είναι ότι ο Χρι­στός ήταν πνευμα­τικό σώμα και δεν τον είχε συλ­λάβει ως ύπ­αρξη επί της γης.

Ο γήινος Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων όμως, ουδέποτε ανέ­φερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το πα­ραμικρό. Ουδέπο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του (ποτήριον) αποτε­λούν εξιλε­ωτική θυσία για το αμάρτη­μα αυτό και πρέπει να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την αρχική κατάρα και οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχ­βέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέ­λια παρά μόνο στον Παύλο, την χριστιανική κα­τήχηση και δικαιολόγηση! Αυτό που γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης α΄: 39 «…ίδε ο αμ­νός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» το λέγει ο Ιωάννης ο Βαπτισ­τής και όχι ο Ιησούς. Αλλά και εδώ δεν υπάρχει το προπατορικό αμάρτημα ούτε υπονοεί­ται. Τα ονόματα Αδάμ, Εύα, κλπ., δεν υπάρχουν πουθενά στα Ευαγγέλια και στις Πράξεις!

Στην κατήχησή τους οι χριστιανοί, πολύ αργότερα, επεξέτειναν αυτό το δόγμα του Παύλου με το να αποσπάσουν, παραφράσουν και παρερμηνεύσουν τον στίχο της Γενέσεως γ΄: 15 «και έχθραν θήσω ανά μέσον σου και ανά μέσον της γυναικός και ανά μέσον του σπέρματός σου και ανά μέσον του σπέρματος αυτής· αυτός σου τηρήσει κεφα­λήν, και συ τηρήσεις αυτού πτέρναν.», που δεν είναι τίποτα άλλο παρά η κατάρα εναν­τίον και η τιμωρία κατά του φιδιού από τον Πα­τέ­ρα Θεόν Γιαχβέχ. Οι χριστιανοί προ­παγάνδισαν αυτόν τον στίχο ως δή­θεν εξαγγελία υποσχέσεως και προφητείας του Θε­ού Πατρός Γιαχβέχ περί μελλοντι­κής αποστολής και εξιλεωτικής θυσίας τού Σωτήρος Υιού του, όπως αξιωματικά έθεσε ο Παύλος, για να μας απαλλάξει από την αρχική οργή και κατάρα του. Πολύ θεϊκά ακούγονται όλα αυτά τα πράγματα! Τί λέτε;

Στην επι­στο­λή Πρός Εβ­ραίους ε΄, στ΄, ζ΄, κλπ., ο Παύλος ανα­πτύσ­σει μια πο­λύ βα­ρε­τή θε­ο­λο­γία για να μας πεί­σει ότι ο Χρι­στός σαν και­νο­φα­νής, ου­ρά­νιος και ανώ­τατος αρ­χιε­ρεύς προ­έρ­χε­ται από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ [Γέ­νε­σις ιδ΄: 17-23, Ψαλ­μοί ρθ΄ (ρι΄): 4] και όχι από την τάξη του Ααρών. Αυτό είναι αίρεση διότι οι Εβραίοι αρχιε­ρείς, σύμ­φω­να με τις θεϊκές επιταγές και τον Μω­σα­ϊ­κόν Νό­μον, όφειλαν να προ­έρ­χο­νται από την τά­ξη του πρώ­­­του αρ­χι­ε­ρέα των Εβραί­ων Αα­ρών, αδελ­φού του αρ­χη­γού, νο­μο­θέ­τη και προ­φή­τη Μω­υ­σή, της φυ­λής των Λευ­ϊ­τών [Ο(β)΄ Έξο­δος κη΄: 1-3, κθ΄, λη΄: 1, λθ΄: 21, μ΄: 10-14, Ο(β)΄ Λευ­ι­τι­κόν η΄: 1-36, θ΄: 1-4, ι΄, Ο(β)΄ Αριθ­μοί γ΄ ολόκληρο, η΄: 5-26, ιστ΄: 9-11, ιζ΄: 6-28, ιη΄: 7-23, κε΄: 10-13, λε΄: 1-8, Δευτερονό­μιον ιη΄: 1-14, κλπ. Η Mασ­σό­ρα έχει με­ρι­κές ανα­φο­ρές ίδιες και άλ­λες δια­φορετικές.]. Η προέ­λευ­ση τού Χρισ­τού ως ανω­τά­του αρ­χιε­ρέα από την τά­ξη του Μελ­χι­σε­δέκ έχει γίνει δόγ­μα της χριστι­ανικής εκ­κλη­σί­ας. Ο Ιησούς Χριστός είναι ανώτερος και αξιό­τερος (Θεός ήταν άλλωστε) του Μωυσέ­ως που έχρισε τον αδελφό του Αα­ρών, κατ’ εντολήν του Θεού Γιαχβέχ και Πατέρα του Ιησού Χριστού, πρώτον αρχιε­ρέα των Εβ­ραίων. Η νέα θρησκεία του Εβ­ραιοχριστιανισ­μού που εγ­καινιάζει εί­ναι και αυτή ανώ­τερη του Ιουδαϊσμού (πράγμα που είχε ξαναπεί στην Β΄ Πρός Κο­ρινθί­ους γ΄: 4-18). Η αόριστα αναφερομένη θυσία του Χριστού ανα­τρέπει και καταρ­γεί την αιματηρή κα­θημερινή θυσία του Ναού. Ο Μω­σαϊκός Νόμος και η Παλαιά Διαθή­κη, αν και δόθη­καν από τον ίδιο τον Θεό Πατέ­ρα Γιαχβέχ, τώρα καταργούνται και πάνω από όλα τί­θενται: η τυ­φ­λή πίστη, μια άμε­ση εσχα­το­λο­γία του καιρού εκείνου και η πλήρης απα­ξία του φυσικού κόσ­μου. [Η απαξία του φυσικού κόσ­μου είναι και αυτή αίρεση έναν­τι του ορθοδόξου Ιουδαϊσ­μού, ο οποίος κηρύττει Ψαλμός ιη΄ (ιθ΄): 1, 2: «Οι ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού, ποίησιν δε χει­ρών αυτού αναγγέλλει το στερέω­μα.», Ψαλμός ργ΄, (ρδ΄): 24 «ως εμεγα­λύνθη τα έργα σου, Κύριε· πάντα εν σοφία εποίησας, επληρώθη η γη της κτίσεώς σου.», και πάρα πολ­λά τοιαύτα. Ας βρούνε την άκρη με τις αμέτρη­τες αιρέσεις μεταξύ Εβραιοϊουδαϊσμού και Εβραιο­χριστιανισμού του ιδίου Θεού οι «σοφοί» χριστιανοί, εφ’ όσον όπως έχομε πολλές φορές ήδη ανα­φέρει και ο Παύλος και ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγελίων έχουν πολλαπλώς και αξι­ωματικά διαγράψει, υβρίσει και μωράνει τους μη χριστιανούς σοφούς και φιλοσό­φους. (Έτσι τους ήλθε και έτσι έκαναν!]

Γενικώς ο Χριστός στον Παύλο δεν είναι ο «ιστορικός» άνδρας με γή­ι­νη δράση, λυτρωτικό σχέδιο και «δική του» δι­δα­σκα­λία όπως τον παρουσιά­ζουν τα Ευαγγέ­λια. Ο Παύλος δεν μας παραδίδει καμία δι­δα­σκαλία και δράση του Ιησού Χρισ­τού όπως κά­νουν τα Ευ­αγ­γέ­λια, πα­ρά τις αν­τι­φά­σεις και τις ασυμφωνίες τους, αλλά κάνει μια δική του θεολογική ερμη­νεία περί κάποιου σταυ­ρω­θέν­τος και αναστάντος Χρισ­τού που ποτέ δεν είχε την τύχη να τον συνα­ντήσει επί της γης και να τον γνω­ρί­σει εν ζωή (π. χ., Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 11, στ΄: 16, κλπ.). Την θε­ολογία και το ευαγγέλιο που κηρύττει, ο ίδιος συχνά-πυκνά δηλώ­νει ότι τα πα­ρέ­λαβε από αποκαλύψεις και οράματα. Έτσι προσπαθεί να περάσει στους άλ­λους αυτά που λέγει και να τα δικαιολογήσει δι’ αυ­τών. Η θεολο­γία του Παύ­λου λοιπόν είναι αποκα­λυπτική και όχι βασισμένη στα «γεγονότα που τό­σοι πολλοί έζησαν» με τον Κύ­ριον Ιησού κατά την διάρκεια της δράσεώς του και στη θεολογία και την διδαχή που ο ίδι­ος ο Κύριος Ιησούς παρέ­δω­σε σε όλους. Πολύ περίεργο!

Ο Παύλος γρά­φει και κη­ρύτ­τει σε αν­θρώπoυς πoυ βρί­σκoνταν χι­λιά­δες χι­λιό­με­τρα μακριά από την Ioυ­δαία, οι οποίοι δεν εί­χαν ιδέα τι έγι­νε εκεί με τoν άν­δρα, όπως ομολογεί στους Αθηναίους, Πράξεις ιζ΄: 31 “…εν ανδρί ώ ώρισε,…”, και «…, άνθρωπος Χριστός Ιησούς» Α΄ Πρός Τι­μόθεον β΄: 5. (Δηλαδή όχι Θεόν ή Υιόν του Θεού! Οι αντιφάσεις τέλος δεν έχουν.). Εί­ναι όμως πoλύ πε­ρί­ερ­γo και ύποπτο το ότι δεν ανα­φέ­ρει τίπo­τα βιo­γρα­φι­κό ή ένα γε­γo­­νό­ς από τη ζωή και τη δρά­ση αυτoύ τoυ ανθ­ρώπoυ. Σε σχέση με όλα τα στοιχεία και τα συμ­βάν­τα που πε­ριέχουν τα Ευαγγέ­λια, αυτά που αναφέρει ο Παύλος στις Επιστολές του είναι τόσο ελάχιστα και ασα­φή ώστε να μην ημπορεί κανείς να μορφώσει κά­ποια εικό­να αυτού του ανθρώπου επί της γης. Όχι μόνο δεν παρουσιά­ζει την γήινη ιε­ραπο­στο­λική δράση και λυτρωτικό σχέδιο του Ιησού και τό­σα άλλα που έχομε ήδη αναφέ­ρει, αλλ’ ούτε καν την βιαστική και άδικη δίκη εναν­τίον του. Πουθενά δεν αναφέ­ρει τους Φαρι­σαίους, τους Σαδδου­καί­ους και τα επει­σόδια τους με τον Ιησού Χριστό! (Ο ίδι­ος, μόνο μία φορά μέσα στις επιστολές του, Πρός Φιλιππησί­ους γ΄: 5, λέγει ότι ήταν Φαρισαίος. Αυτό είναι όλο!).

Όπως έχομε ήδη ανα­φέρει και καταγράψει ο Παύλος έρχεται σε πολυάριθ­μες και αγε­φύρωτες αντιφάσεις με τα Ευαγγέλια και την Καινή Διαθήκη, ακόμα και με τον εαυτόν του! Σε διάφορα επίμαχα θέ­ματα δεν συμβουλεύεται τις θέσεις και τις εν­τολές του ιδίου του Ιησού. Π. χ., στο επί­μαχο ζή­τημα της δίαιτας, Πρός Ρω­μαίους ιδ΄: 14, κ. α., ο Παύλος δεν επικαλείται την θέση του Ιη­σού, Μάρκος ζ΄, κ. α., η οποία του ταίρι­αζε τέλεια. Στο ζήτημα της εφαρ­μογής του Μω­σαϊκού Νό­μου ο Παύλος δεν έλα­βε καθ’ όλου υπ’ όψη του την αντίθετη προς αυτόν θέση του Ιη­σού, Ματθαίος ε΄: 18, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, κλπ.! Για περισσότερα τέτοια θέματα εξετά­σετε και τα χωρία:

Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7 (περί του ψεύδους του Παύλου), στ΄: 3-5, Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς α΄: 15 (πε­ρί βαπ­τί­σ­ματος), στ΄: 12-13, ζ΄: 6, 12, 25 (εδώ δεν είχε εν­τολή ή αποκάλυψη από τον Κύριο, ενώ στα Ευαγγέλια ο Κύριος έδωσε ρητές εντολές περί γάμου και διαζυγίου), θ΄: 19-23, ι΄: 23. Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ε΄: 13, ια΄: 17, ιβ΄: 16, Πρός Φι­λιππησίους α΄: 15-18, κλπ.

Ακόμα και για την προσευχή στην Α΄ Πρός Τιμόθεον β΄: 8 γράφει: «Βούλο­μαι ουν προσεύχεσθαι τους άνδρας εν παντί τόπω, επαίροντας οσίους χείρας χω­ρίς οργής και διαλογισμού.». Ο Χριστός όμως στον Ματθαίον στ΄: 5-8: «Και όταν προσεύχη, ουκ έση ώσπερ οι υποκριταί, ότι φιλούσιν εν ταις συναγωγαίς και εν ταις γωνίαις των πλατειών εστώτες προσεύχεσθαι, όπως αν φανώσι τοις ανθρώποις· αμήν λέγω υμίν ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. συ δε όταν προσεύχη, είσελθε εις τον τα­μιείόν σου, και κλείσας την θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω εν τω κρυπ­τώ, και ο πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ αποδώσει σοι εν τω φανερώ …». Ιδού η αντίφαση μεταξύ Χριστού και Αποστόλου ακόμα και στο πως να προσεύχονται!

Βγάζομε λοιπόν αβίαστα το συμπέρασμα: «Ο Παύλος πουθενά δεν μας πα­ρα­δίδει μια κά­ποια θε­ολογία ή διδαχή του Ιη­σού Χριστού, ούτε στηρίζει τις από­ψεις και τις εν­το­λές του στις εντολές και τις θέσεις του Ιησού. Απλώς μας παρα­δίδει δι­κές του “απο­κα­λύ­ψεις” και έρχεται σε πολλές αντιφάσεις με το ίδιο τον Θεό Ιησού Χρι­στό των Ευαγγε­λίων, για τη ζωή και τη δράση του οποίου δεν πα­ραθέτει τίπο­τα!».

٭٭٭

Ο Παύλος κινεί την χριστολογική θε­ολογία του γύρω από έναν τυπικό άξονα: «τελευταίο δείπνο, σταύ­ρωση, ταφή, ανάσταση, επ­ανεμφάνι­ση»! Ο άξονας αυτός είναι γυμνός διό­τι δεν τίθεται εντός ιστορι­κού πλαισίου και δεν παραθέτει κα­μία συγκινητι­κή ή παραστατική αναφο­ρά ή λεπτομέρεια όπως κά­νουν τα Ευαγγέλια!

Έτσι, στις παρακάτω ανα­φο­ρές, οι οποίες εί­ναι ασα­φείς, ελ­λι­πέ­σ­τα­τες και αν­τιφα­τι­κές ή άσχε­τες με τα Ευαγγέλια, μας λέγει ελάχιστα, ατεκμηρίωτα και εκτός ισ­τορικού πλαισίου πράγματα για τα εξής θέματα:

(1) Εκτός του ότι ο Χρι­στός, πρoήλ­θε «εκ σπέρ­μα­τος Δαυ­ίδ κα­τά σάρ­καν», Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 3-4 και Β΄ Πρός Τι­μό­θε­oν β΄: 8, και ό­χι από το Άγιο Πνεύ­μα με τη βo­ή­θεια της Παρθένου Εβραιοπούλας Μι­ργι­άμ, όπως καταφατικά μας λένε ο Ματ­θαίoς α΄: 18 και ο Λουκάς α΄: 34-35, και μετά «α­πε­δεί­χθη Υιός Θεoύ εν δυ­νάμει κατά πνεύ­μα …», πoυ­θε­νά δεν ανα­φέ­ρει κα­νέ­να άλ­λo στoι­χείo για τη γέν­νη­ση του Ιησού Χριστού. Πoυ­θε­νά δεν υπάρ­χει η μά­να τoυ Χρι­στoύ Μι­ργιάμ και o υπoτι­θέ­μενoς (ή πραγ­μα­τι­κός, πoιός ξέ­ρει;) πα­τέ­ρας τoυ Iω­σήφ (ή τo Άγιo Πνεύμα, αν θέ­λε­τε).

Με την Πρός Γα­λά­τας Επιστολή ο Παύλος απευθύνεται προς τους Εβραίους της Γαλατίας της Μι­κράς Ασίας και προσπαθεί να τους συγκρατήσει στην ομάδά του διότι άρχισαν να διαφεύγουν και να παρασύρονται σε άλλες αιρέσεις. Στον στίχο δ΄: 4 τους λέ­γει κάτι που μερικοί το θεωρούν ιστορική μαρτυρία: «ότε δε ήλ­θε το πλή­ρω­μα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον υιόν αυτού, γενόμενον εκ γυ­ναι­κός, γενόμε­νον υπό νόμον, ίνα τους υπό νό­μον εξα­γορά­ση, ίνα την υιοθεσίαν απο­λά­βω­μεν.». Αυτή είναι μια αόριστη φράση διότι δεν παρέχει κανένα συγκεκριμένο ισ­τορικό στοιχείο. Δεν κάνει καν τον κό­πο να ανα­φέ­ρει στους Ιου­δαίους αυτούς: Πό­τε ακριβώς ήλθε αυ­τό το πλή­ρωμα ή ποια ήταν η γυναίκα αυτή, η μάνα του Υιού του Θεού. Δεν χρειά­ζε­ται πολ­λή θεολογία για να κα­τα­λά­βει κα­νείς ότι αν κάποιος γεν­νή­θη­κε, σί­γου­ρα κά­ποια γυ­ναί­κα τον εγέννησε. Δεν αναφέρει ότι είχε προ­φητευ­θεί, από τον Ησαΐα (εσ­φαλμένως βεβαίως, Κατά Ματ­θαίον Ευαγ­γέλιον 1: 23), και δεν αναφέρει τίποτα απο­λύτως για τον ευαγ­γελισμό της, τα εκστασια­κά «γε­γο­νό­­τα» της γεν­νήσεως, κλπ., λες και οι παρα­λήπτες της επιστολής τα ήξεραν ήδη όλα τέ­λεια. Που­θε­νά δεν υπάρ­χει η Βη­θλε­έμ, η σφαγή των νηπίων, η Αίγυπτος, η Ιερουσαλήμ (πε­ριτομή, δωδε­καε­τής στον Ναό, κλπ.), η Ναζαρέτ και που­θε­νά δεν τον ανα­φέ­ρει ως Να­ζω­ραί­ο ή Ναζαρη­νό. Ακόμα τους λέγει: «ίνα τους υπό νό­μον εξα­γορά­ση», δηλαδή αυτούς που τελούν υπό τον Μω­σαϊκόν Νόμον και άρα τους Εβραίους. Το ρήμα «απολάβωμεν» είναι σε πρώτο πρόσωπο (μεταξύ αυτού και αυτών δηλαδή) και συνεπώς τους λέγει ότι το ζή­τημα του Χριστού είναι Εβραϊκή υπόθεση. Την εντολή «διά πάντα τα έθνη» δεν τους την αναφέρει παρ’ όλον ότι αυτο­βαπτίστηκε απόστολος των εθνών. (Αυτή ήταν κατο­πινό παραμυθάκι.). Περί­εργα πράγμα­τα; Τί λέ­τε;

(2) Στην Πρός Ρωμαίους στ΄: 3-5 όπου για πρώτη φορά αναφέρει το βάπτισ­μα λέγει: «ή αγνο­είτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν; Συνετά­φη­μεν ουν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θά­νατον, ίνα ώσ­περ ηγέρθη Χρισ­τός εκ νεκ­ρών διά της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν και­νότητι ζωής περιπατή­σωμεν. ει γαρ σύμφυτοι γεγόνα­μεν τω ομοιώματι του θανά­του αυ­τού, αλ­λά και της ανα­στάσεως εσόμεθα,». Δηλαδή δεν αναφέρει τίποτα περί του βαπ­τίσμα­τος του Ιησού κα­τά το οποίο «έγιναν εκείνα τα τρομακ­τικά γεγονότα». Η έν­νοια που αποδίδει στο βάπτισμα εδώ («εις τον θά­να­τον αυτού εβαπτίσθημεν») είναι διαφορετική απ’ αυτή που προσδίδουν τα Ευαγγέλια.

Εδώ αναφέ­ρει περίεργα, αποκρυ­φιστι­κά και θεολογικά ανά­κατα που θυμί­ζουν μυ­στήρια αρ­χαί­ων θρησκειών και τα οποία ετελούντο συνεχώς κατά την εποχή του Παύλου. Την ίδια εποχή είχαμε θανάτους, ταφές και αναστάσεις πολλών και διαφό­ρων θεοτήτων με πολυάρι­θμους συγκρητισμούς μεταξύ των!

Ο Παύλος πάντα ενεργεί όπως μιλά στην Πρός Γαλάτας γ΄: 26-27 “πάντες γαρ υιοί Θε­ού εστε διά της πίστεως εν Χριστω Ιησού· όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χρισ­τόν ενεδύσασθε.”. Δηλαδή μιλά με αοριστίες και με οδηγό μόνο την πίστη. Ποτέ δεν αναφέρει ένα «ιστορικό γεγονός», όπως η βάπτιση του Ιησού που εγκαινίασε το μυστήριο του Βαπτίσμα­τος!

Άρα δεν γνωρίζει τίποτα για την βάπτιση του Ιησού από τον Ιωάννη τον Βα­πτιστή, τον οποίον επίσης ουδέποτε ανα­φέρει, και δεν γνωρίζει τίποτα για «τα εκ­θαμβωτικά συμβάν­τα που την συνόδεψαν»!

Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 14-17 γράφει: «ευχαριστώ τω Θε­ώ ότι ουδέ­να υμών εβάπτισα ει μη Κρίσπον και Γάϊον, ίνα μη τις εί­πη ότι εις το εμόν όνομα εβάπ­τι­σα. εβάπτισα δε και τον Στεφανά οίκον· λοι­πόν ουκ οί­δα ει τινα άλ­λον εβάπτισα. ου γαρ απέστειλέ με Χριστός βαπτίζειν, αλλ’ ευαγ­γελίζεσθαι, ουκ εν σο­φία λόγου, ίνα μη κενωθή ο σταυρός του Χριστού.», ερχόμενος έτ­σι σε κατάφορη αντίφα­ση με τον Χρισ­τό των Ευαγγελίων, Ματθαίος κη΄: 19 «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπ­τίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύμα­τος,», Μάρκος ιστ΄: 16, και Πρά­ξεις β΄: 38, και αρνούμενος την σημασία του βαπτίσματος που διακηρύσσεται στα Ευαγγέλια.

Αυτά έρχονται σε αντίφαση με τα ακατάστατα και ανυπόστατα που γράφει ο συγγραφέας των Πράξε­ων ιθ΄: 1-5, για τον Παύλο ομιλούντα περί Αγίου Πνεύματος, του βαπτίσματος που εκτελούσε ο Ιω­άννης και του βαπτίσματος των Ιουδαίων και μαθητών του Απολλώ της Εφέσου εις το όνομα του Κυρίου Ιησού, για τα οποία ο Παύλος δεν γράφει ούτε λέξη στις Επιστολές του. Αυτοί ομολογούν ότι εβαπτίσθη­καν στο Βάπτισμα του Ιωάννου αλλά δεν άκουσαν τίποτα διά το Άγιο Πνεύμα. Πώς είναι δυνατόν;

(3) Ομιλεί για κάποιον μυ­στι­κό δεί­πνo και θείαν ευχαρι­στί­αν του Κυρίου Ιησού την νύκτα που «πα­ρε­δί­δετο», Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-26, «εγώ γαρ παρέ­λαβον από του Κυ­ρίου ό και πα­ρέδωκα υμίν, ότι ο Κύριος Ιησούς εν τη νυκτί ή παρε­δίδοτο έλα­βεν άρτον και ευ­χα­ρι­στήσας έκλασε και είπε· λά­βετε φάγετε· τούτό μου εστι το σώμα το υπέρ υμών κ­λώ­μενον· τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν. Ωσαύ­τως και το ποτήριον μετά το δειπ­νή­σαι λέγων· τούτο το ποτή­ριον η καινή δια­θή­κη εστίν εν τω εμω αίματι· τούτο ποι­εί­τε, οσάκις αν πίνητε, εις την εμήν ανάμ­νη­σιν. οσάκις γαρ αν εσ­θίητε τον άρ­τον τού­τον και το ποτήριον τούτο πί­νητε, τον θάνατον του Κυρίου καταγ­γέλλετε, άχρις ου αν έλθη.».

Υπάρχουν όμως μερικά πολύ παράξενα και ανώμαλα σημεία:

(α) Ο προ­δότης Ιούδας και ο ρό­λος που έπαιξε στο θείο δράμα δεν αναφέ­ρονται απολύτως πουθενά στον Παύ­λο. Ο Παύλος δεν γνωρίζει τίποτα περί Ιούδα του ρόλου και της προδοσίας του. Έτσι δεν αναφέρει πουθενά ούτε μια λέξη γι’ αυτόν! Ούτε καν το όνομά του! Τί λέτε; Πε­ρίεργο;

(β) Στον στίχο 23 ομολο­γεί ότι «εγώ γάρ παρέ­λαβον από τού Κυ­ρίου ό καί παρέ­δωκα υμίν»! Δηλαδή αυτό το τό­σο γνωστό και δια­δεδομένο «γε­γο­νός της ευχα­ρισ­τίας» μεταξύ των μαθητών και όλων των τότε πι­σ­τών στον Ιη­σού Χριστό, ο Παύ­λος δεν το ήξερε αλλά το έμαθε από τον Κυρίον δι’ απο­κα­λύψεως. Δεν έτυχε να του το πει κανένας. Όπως μας λέγει στην Πρός Γα­λά­τας α΄: 18-20 είχε ήδη συνομι­λήσει με τον Πέ­τ­ρο και τον Ιάκωβο τον αδελ­φό­θε­ον, κ. ά. Όμως χρει­α­ζόταν ειδική αποκά­λυψη για έναν τόσο γνω­σ­τό και διαδεδομένο γεγονός με­ταξύ των μα­θητών και όλων των τότε χρισ­τιανών! Γιατί;

(γ) Τελειώνει το λογύδριο του Κυρίου Ιησού με την φράση «άχρις ου αν έλ­θη.». Αυ­τή δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόριστο χρόνο!

(δ) Ενώ στην Πρός Εβραίους ζ΄: 1-3 και θ΄: 19-20 έχει πάλι την ευ­και­ρία να μας δώ­σει τα στοιχεία της ευχαριστίας, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτα.

(ε) Το εγχειρίδιο της εκκλησίας κατά το τέλος του πρώτου αιώνα, Δι­δαχή (των Δώ­δε­κα Αποστόλων), δεν περιέχει τίποτα για ευχαριστία, θάνα­το και ανάσταση. Ούτε καν στο κεφάλαιο 11 στο οποίο δίνει οδηγίες στους απο­στόλους, ιεροκήρυκες και προφή­τες τι πρέπει να διδάσ­κουν στις περιοδείες των. Τα ίδια ισχύουν με το Eυαγγέ­λιο του Θωμά και το ανασυν­ταγ­μένο κεί­με­νο κείμενο Q.

Στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ι΄: 20-21 όμως, διαβλέπομε ότι υπήρχαν θείαι ευχα­ριστίαι και άλλων θρησκειών. Απο­δεδειγμένα υπήρχαν στον Μιθ­ραϊσμό, σε διάφορα Μυστή­ρια, στον Ορφισμό, κλπ. Αυτό που γράφει ο Ιωάννης στ΄: 56 «ο τρώγων μου την σάρ­κα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει, καγώ εν αυτώ.» είναι αυτολεξεί παρμέ­νο από την Μιθραϊκή θεία ευχαριστία!

Απ’ ότι φαίνεται λοιπόν, ο Παύλος είχε συμμετάσχει σε κάποιο δείπνο ευχαρι­στίας και μυστηρίων, πράγμα πολύ σύνηθες εντός του τεραστίου συγκρητισμού θρησ­κειών που υπήρχε τότε. Τον καιρό εκείνον δρούσαν πολλές αποκρυφιστικές, μυστικές ή αφανείς μεσσιανικές, εσχατολογικές και χριστολογικές οργανώσεις που επεδίδοντο και αυτές σε τέτοιου είδους μυστήρια. Ο Παύλος με­τά πάσαρε στους άλλους την εμ­πειρία του καλυμμένη πίσω απ’ αυτές εδώ τις αχρείαστες αποκαλύ­ψεις. Αυτό το δή­θεν μυστήριο, με την πα­ταγώδη αποτυχία των ανοήτων και τρελών Εβραιοχρι­στιανι­κών εσχατολογιών, με την πάροδο του χρόνου αντικατέστησε τα κοινά συσσί­τια των αγαπών του Εβιωνιτι­κού Χριστιανισ­μού, δήθεν προς ανάμνηση του μυ­στικού δείπ­νου του Ιησού. Δεν υπήρχε απολύ­τως κανένας λόγος ο δείπνος αυτός να είναι μυστικός, διότι ήταν το πατροπαράδοτο Εβραϊκό σεδέρ, δη­λαδή το δείπνο του Πάσχα όπως και τα συνοπτικά Ευαγγέλια δηλώνουν, και ούτε ένας τόσο καθιερωμένος και πασίγνωσ­τος δείπνος χρειαζόταν αποκαλύψεις που δεν ξέρα­με για να μας τις ανακοινώσει ο Παύλος.

Αυ­τά τα χωρία έγιναν αργότερα η αφορ­μή για την πλήρη σκηνή του μυστι­κού δείπ­νου και της θείας ευχαριστίας εν­τός δήθεν ιστορικού πλαισίου από τους συνοπτι­κούς ευ­αγγελιστές, αλλ’ όχι κι’ από τον Ιωάννη. Είναι εξαι­ρετικά περίεργο το γεγο­νός ότι το Κα­τά Ιωάννην Ευαγ­γέ­λιο δεν παραθέτει την πα­ράδοση του «ακρογωνι­αίου μυσ­τηρίου της θείας ευχα­ρισ­τίας»! Πώς έγινε και ξέφυγε αυτό το πράγμα από τον επι­στήθιο μαθη­τή, ευαγγελιστή, θεολόγο και αυ­τόπτη μάρτυρα Ιωάννη, παρ’ όλον ότι αναφέρει τον Μιθραϊκό στίχο στ΄: 56 που μόλις αναγράψαμε; Παντού αντιμε­τωπίζο­με περίεργα πράγματα!

(4) Παρ’ όλο που πρώ­τος απ’ όλους ο Παύλος ανα­φέ­ρε­ται στα σε­πτά πά­θη του Χρι­στού δεν μας παρέχει μια έστω υποτυπώδη πε­ρι­γρα­φή τους ή έστω ένα γε­γο­νός ή μια λεπτομέρεια (Πρός Εβ­ραίους β΄: 5-18, θ΄: 26). Δεν αναφέ­ρει τίποτα για: Σύλλη­ψη, συνοπτική και άδικη Δίκη, Πραιτώριο, Πιλάτο, Εκατόνταρχο, Γολγοθά, Κρανίου Τόπο, Ιω­σήφ Αριμαθαία, Νικόδημο, Άν­να, Καϊάφα, Ιερου­σα­λήμ, Κενό Τά­φο, Μυροφό­ρες, κλπ.

Αυ­τή η σιωπή είναι καθ’ όλα ύπο­πτη και ενδεικτική διότι, όταν ο Παύ­λος ομι­λεί και καυχιέται για τα δικά του πάθη, Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 23-33, Β΄ Πρός Τιμό­θεον δ΄: 5-8, δίνει αρκετές λεπ­τομέ­ρειες έστω και εν συντομία. Για τον Κύριον του όμως δεν είχε την ευαισθη­σία να γράψει κάτι, αφού αυτός πρώτος έγραφε σε ανθρώ­πους που δεν είχαν ιδέα και ζούσαν πολύ μακριά από την Παλαιστίνη. Απλώς θέ­λει να κά­νει θε­ο­λο­γία την οποία πρέ­πει να αποδε­χ­θούν αυ­τοί προς τους οποί­ους απευθύ­νεται.

Στην θε­ο­λο­γία του Παύλου ο Χρι­σ­τός, (αν και Θεός ομο­ού­σι­ος τώ Πα­τρί), προκειμέ­νου να υποστεί το πάθος έγι­νε για μι­κρό χρο­νι­κό διάστημα κα­τώ­τε­ρος των αγ­γέ­λων (Πρός Εβραίους β΄: 7). Τα ίδια υμ­νολογούνται και στην Πρός Φιλιππησίους β΄: 5-11, γ΄: 10, όπου τίθεται για πρώτη φορά το δόγμα της κενώσε­ως των θεϊκών ιδιοτήτων του Χριστού προκειμένου να υποστεί το πάθος. Στην δε Πρός Ρωμαίους η΄: 3 έχει δηλώσει ότι: «…ο Θεός τον εαυτού υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρ­κός αμαρ­τίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί,». Δηλαδή ο σταυρωθείς Χριστός ήταν σε ομοίωμα σαρκός και όχι πραγματική σάρκα, στοιχείο που πιστεύουν οι γνωστικοί και οι μουσουλμάνοι. Με­λε­τή­στε όλους αυ­τούς τους στί­χους για να μά­θε­τε πόσο συνεπώς θε­ολο­γεί­ ο πρώτος θεολό­γος του Χριστιανισμού και μετά διαλέ­γετε και παίρνετε! (Βλέπε και Α΄ Πρός Κοριν­θίους ια΄: 23, ιε΄: 3-7, 35-58, κλπ.).

Από τις Επιστολές, καθίσταται σαφές ότι ο Παύλος παρουσιάζεται σαν να μην έχει ιδέα για τα γεγονότα που συνέβησαν ανάμεσα στον Ιησού και τον Ρωμαίο διοι­κητή Πιλάτο, την Ρωμαϊκή φρουρά και τους στρατιώτες όπως μας τα περι­γρά­φουν τα Ευαγγέ­λια. Πουθε­νά σε όλες τις κύριες επιστολές δεν υπάρ­χει το όνομα του Πιλάτου. Υπάρχει μια μο­ναδική και μινι­μα­λι­στική αναφορά στο όνομα Πιλάτος στην Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, στην οποία γράφει: «…Χριστού Ιησού του μαρτυρήσαντος επί Ποντί­ου Πιλάτου την καλήν ομολογίαν,», τίπο­τα άλ­λο. Η άσχετη αυτή αναφορά μαζί με τους στί­χους στ΄: 12-13-14 «αγωνίζου τον καλόν αγώνα της πίστεως· επιλαβού της αι­ωνίου ζωής, εις ην και εκλήθης και ωμολόγησας την καλήν ομολογίαν ενώπιον πολλών μαρτύρων. παραγγέλλω σοι ενώπιον του Θεού του ζωοποιούντος τα πάντα και Χριστού Ιησού του μαρτυρήσαντος επί Ποντίου Πιλάτου την καλήν ομολογίαν, τηρήσαί σε την εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,», θεωρείται παρεμβο­λή από τους αμερόληπτους ερευνητές.

Η λέξη «μαρτυρήσαντος», εδώ σημαίνει ότι έδωσε μαρτυ­ρία και «την καλήν ομολογί­αν», όπως επεξηγεί το ίδιο το κείμενο και όχι ότι υπέστη μαρτύριο και πάθος. (Η λέξη «επί» έχει την χρονική έννοια, όταν δηλαδή ο Πιλάτος ήταν στα πράγματα!). Στους τρεις αυτούς στίχους ο Παύλος παρακινεί τον Τιμόθεο να κάνει και αυτός μια ανάλο­γη μαρτυρία και ομολο­γία όπως και ο Ιησούς Χριστός και δεν έχουν να κά­νουν τίπο­τα με την υποτιθέ­μενη δίκη και πά­θος και κάνει έναν ατυχή και ανάρμοστο πα­ραλληλισμό Τιμοθέου-Ιησού και Θεού-Πιλάτου. Ακόμα ο Ιησούς των συνοπτικών Ευαγγελίων δεν ωμολόγησε απολύτως καμίαν καλήν ομολογίαν ενώπιον του Πιλάτου, το δε Ευαγ­γέλιο του Ιωάννου είναι κατά πολύ υστερότερο του Παύλου και των ποι­μαντορικών επιστολών «του» για να το επικαλεσθούμε. Άρα η παραχάραξη αυτή πρέπει να έλαβε χώρα κατά τα μές του 2ου αιώνος!

Αμέσως μετά στον στίχο 16, δηλώνει το εξής άκρως περίεργον: «ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύνα­ται·… ». Δηλαδή ένας γνωστικιστικός, αιθέριος Χριστός που κανείς δεν είδε και κα­νείς δεν μπορεί να δει. Μα καλά ο Παύ­λος δεν είχε ακούσει για τα θαύματα και την δράση του ιστορικού Ιησού των Ευαγγε­λίων; Νωρίτερα στην ίδια επιστολή α΄: 11, γράφει «κατά το ευαγγέλιον της δόξης του μακαρίου Θεού, ό επιστεύθην εγώ.», δη­λαδή δεν ήταν ο Ιησούς η πηγή της διδα­σκα­λίας του Παύλου αλλά κάποιο Ευαγγέλιο της δόξης του Θεού! Ο Παύλος δεν μας μεταφέρει καμία διδασκαλία του Ιησού Χρισ­τού παρ’ όλον ότι αυτός έγραψε πρώτος! Άντε κανείς να ξεμπερδέψει αυτόν τον ανε­μόμυ­λο αν­τιφάσεων και ασυναρτησι­ών.

Αλλά και οι τρεις λέξεις «επί Ποντί­ου Πι­λάτου» μό­νες τους, άνετα και βολι­κά σφη­νώνονται εκεί, όπως και οι τρεις στί­χοι κατά τους ερευνη­τές, από έναν υστε­ρόχρονο διορθωτή, πράγ­μα σύνη­θες. Αλλιώς, πώς και γιατί δεν αναφέρει τίποτα απο­λύ­τως περί Πιλάτου στις κύ­ριες, εκτενείς και θεολογικές Επι­στολές του που τις έγρα­ψε για να διδάξει και να ενημερώσει ολόκλη­ρες ομάδες ατόμων και όχι μεμονω­μένα άτομα; (Για πε­ρισσότερες λεπτομέρειες βλέπε: Earl Doherty, Jesus: Neither God Nor Man – The Case for a Mythical Jesus, Age of Reason Publications, First Εdition, 2009, σελίδες 660-662.).

Μην ξεχνάτε ότι, όχι μόνο δεν έχομε πρωτότυπα αλλά και ό,τι έχομε είναι από +350 και μετά! Αυτές οι ίδιες τρεις λέξεις εμφανίστηκαν στο 4ο άρ­θρο του Συμ­βόλου της Πίστε­ως, όπως αυτό θεσπίστηκε από την σύνοδο της Νικαίας το +325 και μετά, ως εξής: «στραυρω­θέντα τε υπέρ ημών επί Ποντίου Πιλάτου καί πα­θόντα καί ταφέν­τα»! Άλλη μία ένδει­ξη υστερόχρονης παρεμβολής.

Αν ο Παύλος εγνώριζε τα γεγο­νότα που αφορούσαν τον Πι­λά­το και τον Ιη­σού, τότε θα έπρε­πε να τα έχει ήδη αναφέ­ρει πολλές φορές μέσα στις προη­γούμενες εκτενείς και κύ­ριες επι­στολές του. Αυτό είναι ένα από τα ισχυρά στοι­χεία που φανε­ρώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων ήταν άγ­νωστος στον Παύ­λο.

Ακόμα ο Παύλος παρουσιάζεται να αγνο­εί πλήρως τις φο­βερές διαμά­χες και συμπ­λο­κές της Ρω­μαϊ­κής εξου­σίας με τον Εβραϊκό λαό. Αλλιώς έκανε τε­λείως τα στραβά μάτια και ήταν προδότης του Εβραϊκού λαού. Ο Παύ­λος, αν και σύγ­χρονος του Ιωσή­που και γράφει πριν από τον Ιώσηπο, αγνοεί παντε­λώς όλες τις τα­ραχές και διαμάχες που είχαν συμβεί μέχρι τις μέρες του, αν και πολλές απ’ αυτές είχαν σχέση με τον Ιησού. Περίερ­γο! Ο Ιώση­πος Φλάβιος αρ­γότερα θα κα­ταγ­ρά­ψει τις περισσότε­ρες και κυριό­τε­ρες απ’ αυτές. Αλ­λά και στα κα­τοπινά Ευαγγέλια σώζον­ται ολίγες τέ­τοιες νύξεις και μικ­ρές περιγραφές τέτοι­ων δια­μαχών. Αυτό απο­τε­λεί ένα ισχυρό στοιχείο κατά της ιστο­­ρικότητας του Παύλου, ή υπέρ της ψευ­δο­λο­γίας ή της συνωμο­σίας του. Ακό­μα δεικ­νύει ότι ο Παύλος αγνοεί τις αφηγήσεις, τις παραδόσεις και τα «γεγονότα» των Κανο­νι­κών Ευαγγελί­ων. Συνεπώς έχομε να κάνομε με μυθολογίες!

Αλλά και τα ελάχιστα στοιχεία που έχομε ήδη αναφέρει, Πρός Ρω­μαίους α΄: 3, Πρός Γαλάτας δ΄: 4-5 Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, Β΄ Πρός Τι­μό­θεον β΄: 8, τα οποία μπο­ρούν να θεω­ρηθούν κάπως ιστο­ρι­κοπούντα, αναφέ­ρονται τό­σο αστή­ρικ­τα και ξε­κάρφω­τα, χωρίς κα­νένα ιστορικό πλαί­σιο, που μόνο επι­νοήσεις του γράψαν­τος, ή αν­τανακλάσεις και προσαρμογές χωρίων της Πα­λαι­άς Διαθή­κης (πράγμα που ο Παύλος το συνηθίζει πολύ συχνά μέσα στις Επιστολές του), ή αντα­νακλάσεις των τό­τε μυθο­λογιών περί διαφόρων σωτηριακών παγανιστικών θεών, ή υσ­τερόχ­ρονες παρ­εμβολές, μπορούν να θεωρη­θούν.

(5) Η σταύ­ρω­ση αναφέρεται στα χωρία: Πρός Ρω­μαί­ους στ΄: 6, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους α΄: 17-18, 23, β΄: 2, 8, Β΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιγ΄: 4, Πρός Γαλά­τας γ΄: 1, 13, ε΄: 11, 24, στ΄: 12, 14, Πρός Εφεσίους β΄: 16, Πρός Φιλιπ­πη­σί­ους β΄: 8, γ΄: 18, Πρός Κολασ­σα­είς α΄: 20, β΄: 14, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς β΄: 15, Πρός Εβραίους στ΄: 6, ιβ΄: 2.

Ο Παύλος αναφέρει την σταύρω­ση του Ιησού Χριστού απλώς και αορίστως διά της ονο­μασίας της ή τεχνηέντως και βολικώς ως την αρχαία Εβραϊκή τιμωρία τού κρεμάσμα­τος «επί ξύλου» (δένδρου) της Παλαιάς Δια­θήκης, πράξη που εθεωρεί­το κατάρα από τους δεισιδαίμονες Εβραίους: Γένεσις μ΄: 19, Δευ­τερονόμιον κα΄: 22-23 «Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και απο­θάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου, ου κοιμηθήσεται το σώ­μα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμέ­νος υπό Θεού πας κρεμά­μενος επί ξύλου·…», Ιη­σούς του Ναυί η΄: 29, Εσθήρ η΄: 7, Πρά­ξεις ε΄: 30, ι΄: 39, Πρός Γαλάτας γ΄: 13 «Χριστός ημάς εξη­γό­ρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγρα­πται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·». Όπως αναλύσαμε παραπάνω, ο Παύλος, εδώ και παντού, βλέπει και κηρύττει έναν Χριστό να θυσιάζε­ται ως εξιλε­ωτική θυσία για την αμαρτία του Αδάμ και όλων των απογόνων του, και για τον κα­τευνασμό της τρομερής οργής και κατάρας του Γιαχβέχ. (Βλέπε και Α΄ Πέτ­ρου β΄: 24, κλπ.).

Στην Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 23, β΄: 2 όμως, όπως και στην Πρός Γαλάτας γ΄: 3, με μεγάλη οργή και απολογητική μανία προς τους έτοιμους να αποσκυτρήσουν αν­τάρτες των εκεί Παυλικών ομά­δων αναφωνεί: «ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσ­ταυ­ρωμέ­νον,». Δεν ομιλεί σε παρελθόντα χρόνο για τον συγκεκριμένο σταυρωθέντα Ιη­σού Χρι­στό, όπως κάνει το Σύμβολο της Πίστεως της Νικαίας αργότερα, το έτος +325, αλλά για «Χριστόν εσ­ταυ­ρω­μένον». Ούτε καν χρησιμοποιεί οριστικό άρθρο, πράγμα που το κάνει συχνάκις. Κηρύττει «Χριστόν» και όχι «τον Χριστόν»!

Έτσι δήθεν κατα­φέρνει να αποφύγει να δώσει την ιστορική επεξήγηση που απαιτείται άμε­σα από τις ανέλπιστες και επικίνδυνες περιστάσεις που προέκυψαν, τό­σο στους Κο­ρινθίους όσο και στους Γαλάτες Εβραιοπαυλοχριστιανούς αντάρτες των ομάδων του. Όπως παντού έτσι και εδώ δεν θέτει κανένα ιστορικό πλαί­σιο και μιλά γενικά και αό­ριστα χωρίς, ούτε εδώ ούτε και ποτέ του, να αναφέ­ρει οτιδήποτε περί των συμβάν­των που προηγή­θηκαν της σταυ­ρώσεως ή που την συνόδευσαν όπως: σύλ­ληψη, άδικη δί­κη, εξευτελι­σμό και δάρσιμο, με­τα­φορά στον Γολγοθά ή Κρανίου τό­πο, σκότος, σεισ­μός, τα τε­λευταία λό­για του Ιησού, ανάσταση νεκ­ρών αγίων, σχίσι­μο του κατα­πετάσ­μα­τος, τον διαμερισμό των ρούχων του Ιησού, κλπ. Αντ’ αυτών στους στί­χους α΄: 19-25 της Α΄ Πρός Κοριν­θίους, γρά­φει τις προβατοποιούσες σαχλα­μά­ρες: «γέγρα­πται γαρ· απο­λώ την σο­φίαν των σοφών, και την σύνεσιν των συνετών αθε­τήσω. που σοφός; που γραμ­ματεύς; που συζητητής του αιώνος τούτου; ουχί εμώρα­νεν ο Θεός την σοφίαν του κόσ­μου τού­του; επειδή γαρ εν τη σοφία του Θε­ού ουκ έγνω ο κόσμος διά της σοφί­ας τον Θεόν, ευ­δόκησεν ο Θεός διά της μωρί­ας του κηρύγματος σώσαι τους πι­στεύον­τας. επει­δή και Ιουδαίοι σημείον αιτούσι και Έλληνες σοφίαν ζη­τούσιν, ημείς δε κηρύσ­σο­μεν Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδα­λον, Έλλησι δε μωρίαν, αυ­τοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν· ότι το μω­ρόν του Θε­ού σοφώτερον των ανθρώπων εστί, και το ασθενές του Θεού ισχυ­ρότερον των ανθρώ­πων εστί.». Πολλές άλλες τέτοιες σαχλαμάρες και στρεψοδικίες υπάρχουν πριν και με­τά και στις δύο επιστολές. Πολύ θα θέλαμε να γνω­ρίζαμε τι επι­τυχία είχαν αυτές οι δύο επι­στολές στις δύο ομάδες που τις έστειλε.

Παρ’ όλα ταύτα ο Παύλος γράφει πρώτος και ως εκ τού­του ευρίσκεται χρονι­κά πιο κοντά στα υποτιθέμενα «γεγο­νότα» και απευθύνεται σε ομάδες που βρίσκον­ται μακρυά και δεν γνωρίζουν τίποτα απ’ αυτά! Πως μπορεί λοιπόν αυτό να εννοηθεί; Συνεπώς δεν ομιλεί για την συγκεκριμένη σταύρω­ση των Ευαγγελίων, αλλ’ ομι­λεί για κάποιο αόριστο, φανταστικό ή υποθετικό συμβάν που το ενε­πνεύσθηκε από τις παραπάνω ανα­φο­ρές της Παλαιάς Διαθήκης για να στηρίξει επ’ αυτού την αίρεση και την διδασκαλία που εγκαινιάζει περί θυσίας και εξιλεώ­σεως και ακολούθως το επεν­δύει με μια γνωστι­κίζου­σα, δαιμονο­λογική και εσχατολογική θεο­λογία και αναγ­καστικά στρέ­φεται κατά των σοφών και της σοφίας.

Σύμφωνα μ’ αυτήν την θεολογία, στην Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους β΄: 8, γράφει: «ην ουδείς των αρ­χόντων του αιώ­νος τούτου έγνωκεν· ει γαρ έγ­νωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσ­ταύρω­σαν·». Δι’ αυ­τό το χωρίο ο Γνω­στικός Μαρκίων, ο ημιγνωστικός Ωριγέ­νης, κ. π. ά., εξηγούν ότι εν­νοεί τους δαίμονες και τις υπερφυσι­κές κακές δυνά­μεις και όχι τους ανθ­ρώπους, τον λαό και τους άρχον­τες των Ιουδαίων και των Ρω­μαίων. Άρα, παρά τις διαφορές και τις αντιφάσεις τους, δεν έχομε εδώ να κάνομε με την σταύρωση που εκθέτουν οι Ευαγγελιστές και οι Μαθητές, αλλά με σταύ­ρωση της φαντασίας του Παύλου!

Τον καιρό εκείνο, η πίστη ότι οι δαίμονες έλεγ­χαν όλο τον κόσ­μο ήταν πάρα πολύ δι­αδεδομένη μεταξύ των Εβ­ραϊκών και γνωστικι­στικών αιρέσεων. Στο ήμισυ αυ­τού του κεφαλαίου, ο Παύλος ασ­χολείται με συστά­σεις περί της πάλης κατά των πονηρών πνευμά­των. Στην Α΄ Ιω­άν­νου ε΄: 18-19 διαβά­ζομε: «Οίδαμεν ότι πας ο γε­γεννημένος εκ του Θεού ουχ αμαρτάνει, αλλ’ ο γεννη­θείς εκ του Θεού τηρεί εαυτόν, και ο πονηρός [ο διάβολος] ουχ άπτεται αυτού. Οίδα­μεν ότι εκ του Θεού εσμεν, και ο κό­σμος όλος εν τω πονηρώ κείται.».

Όχι όμως μόνον ο κό­σμος αλλά και οι ουρανοί: Πρός Εφεσί­ους στ΄: 12 «ότι ουκ έστιν ημίν η πάλη προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τας αρχάς, προς τας εξου­σίας, προς τους κοσμοκράτο­ρας του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευμα­τικά της πο­νηρίας εν τοις επου­ρανί­οις.». Αυτή η ίδια πεποί­θηση μαρτυ­ρεί­ται πά­ρα πολλές φορές σ’ ολόκληρη την Καινή Δια­θήκη, στην απόκρυ­φη βι­βλιογ­ραφία και στην ηλίθια δαι­μονολογία του και­ρού αυτού. Έτ­σι επίσ­τευαν ότι η νέα αποκα­λυπτική εποχή είναι προ των θυρών και η εκ του καλού Θεού αποστολή της θα ανατρέψει τους δαίμονες και τις κακές δυ­νάμεις και θα επι­φέρει νέα τά­ξη πραγμά­των τόσο στη γη όσο και στον ουρανό.

(6) Για την τα­φή, Πρός Ρω­μαί­ους ιστ΄: 4, Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 4, οι Φαρι­σαίοι Ιω­σήφ ο απ’ Αρι­μαθαίας και ο Νικόδημος, οι γυναίκες, κλπ., δεν αναφέρονται απολύ­τως πουθενά, όπως και τίποτα άλλο.

(7) Το σπουδαιότερο και ισχυρότερο εργαλείο πειθούς για τον Παύλο είναι η ανάσταση: Πρά­ξεις ιζ΄: 31-32, κγ΄: 6, κδ΄: 15, 21, Πρός Ρω­μαίoυς α΄: 4, γ΄: 25, δ΄: 25, στ΄: 4-5, 9, Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς ιε΄: 1-28, 32, 42, 50-54, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς γ΄: 10-12, Α΄ Πρός Θεσσα­λoνι­κείς α΄: 10, δ΄: 13-18, Β΄ Πρός Τι­μό­θεoν β΄: 18, Πρός Εβραίoυς στ΄: 2, ια΄: 35.

Με αυτό το εργαλείο προσπαθεί να πείσει τους πάντες και τα πάντα ότι πρέπει να πιστεύουν όλα όσα τους διδάσκει. Ο εκ του Δαυίδ κατά σάρκαν Ιησούς ήταν ο Χριστός που τον ανέδειξε ο Θεός σε Υιόν του με το να τον αναστήσει. Ως εκ τούτου άπαντες πρέπει να πιστεύουν στην δευτέρα έλευσή του και στην ανάσταση νεκρών. Εάν δεν πιστεύομε όλα αυτά τότε η πίστη μας είναι κενή! Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφά­λαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10, κλπ.

Στην Πρός Ρω­μαί­­ους γράφει τους περίεργους στίχους, ι΄: 6-7 «η δε εκ πίσ­τεως δικαιοσύνη ούτω λέγει· μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβή­σεται εις τον ουρα­νόν; τούτ’ έστι Χριστόν κατα­γαγείν· ή τις καταβήσεται εις την άβυσ­σον; τούτ’ έστι Χρισ­τόν εκ νεκρών αναγα­γείν». Τί να εννοεί άραγε;

Ο Παύλος δεν ανα­φέρει καμία λειτουργική και λυτρωτική δράση του Χριστού ως αν­θρώπου επί της γης. Έτσι παρά τα ελλιπή και ασαφή λόγια του στην Α΄ Πρός Κοριν­θίους ιε΄: 3-8, σε πολ­λά άλ­λα σημεία ανα­φέ­ρει την ανάσταση του Χριστού ως ζήτημα συ­ναισθημα­τισμού (της καρδίας) και πίστεως και όχι ως το «γεγονός» σωμα­τικής αναστά­σεως του Ιησού Χριστού. Έλαβε χώρα από την γη κατ’ ευ­θείαν στον ου­ρανό και από σώ­μα κατ’ ευθείαν σε πνεύμα! Δεν μεσολάβησε η παρεπιδημία του Ιη­σού στη γη και δεν συνέβη κα­μία επαν­εμφά­νιση διότι έτσι το θέ­λησε ο Θεός. Αυτό είναι άλλη μια αντί­φαση με τα Ευαγγέλια αλλά και με τον εαυτόν του. Προς ταύτα βλέπε: Πρός Ρωμαίους ι΄: 6-10, Α΄ Πρός Κοριν­θί­ους ιε΄: 3-8, 12-16, Πρός Εφεσίους α΄: 20, Πρός Φιλιππησίους β΄: 6-11, Α΄ Πρός Θεσσαλο­νι­κείς δ΄: 14, Πρός Εβ­ραίους ι΄: 12. (Βλέ­πε και Α΄ Πέτρου γ΄: 18).

(Ο Παύλος εκτός από ψέματα, βία, δολιότητες, κλπ., προκαλούσε και τον συν­αισθηματισμό εάν αυτός απέδιδε. Η γνώση, η κρίση, η λογική δεν είχαν θέση στον Παύλο, παρά η πίστη, ο συναισθηματι­σμός και το παραλή­ρη­μα· η τρέλα δη­λαδή. Πά­ρα πολύ ωραία!)

Σε πολλούς στίχους ο Παύλος αναφέρει το σώμα του Χριστού. Αλλά γι’ αυ­τόν το σώμα του Χριστού ήταν ή ομοίωμα ή μυστικισμός ή αλληγορία! Π. χ. διαβάσ­τε: Πρός Ρωμαίους η΄: 3, Α΄ Πρός Κορινθίους ιβ΄: 12, 27, Πρός Εφεσίους ε΄: 30, Πρός Κολασσαείς β΄: 9, 17, κλπ.

Τις Μυροφόρες γυ­ναί­κες των Ευαγγε­λί­ων που ήταν οι πρώτοι μάρτυρες της ανασ­τά­σεως και σ’ αυτές πα­ρουσιάστηκε πρώτα κατά τον Ματθαίον κη΄: 9-10, ενώ κατά τον Ιωάννην κ΄: 14-17 πρώτα παρουσιάστηκε μόνο στην Μαγδα­ληνή, δεν τις αναφέ­ρει πουθενά. Αλλά και η έννοια και η παράδοση του κενού τάφου για τον Παύ­λο ήταν άγνωστες! (Βεβαίως, και στα Ευαγγέλια αυτά τα επεισόδια είναι πολύ κακογ­ραμμένα.).

Σoβα­ρό­τατo ζήτημα δημιουργείται από τo γεγoνός ότι o Παύλoς εκή­ρυτ­τε και έγ­ρα­­φε το νέο μήνυμά του μό­νo με βά­ση την ανά­στα­ση κάποιου αόριστα εσταυ­ρωμέ­νου ή κρεμασμένου Χρι­στoύ. Αν και αυτό ήταν το κυριότερο πειστήριο του ακόμη και ο ίδιος έχει σοβαρό πρό­βλημα, διότι στην Πρός Φιλιππησίους γ΄: 10-12 γράφει: «του γνώναι αυτόν και την δύναμιν της αναστάσεως αυτού και την κοινωνί­αν των παθημάτων αυτού, συμμορφούμενος τω θανάτω αυτού, ει πως καταντήσω εις την εξα­νάστασιν των νεκ­ρών. ουχ ότι ήδη έλαβον ή ήδη τετελείωμαι, διώκω δε ει και καταλά­βω, εφ’ ω και κα­τελήφθην υπό του Χριστού Ιησού.». Μας λέει δηλαδή, ότι ακό­μη και ο αυτός δεν έχει καταλάβει κα­λά-καλά την ανά­σταση και προσπαθεί να την καταλάβει. Περίεργα πράγματα για έναν θεόπνευστο απόστολο, σκεύος της εκλογής του ιδίου του Ιησού Χριστού που κηρύττει με βάση την ανάσταση.

Πώς να την καταλάβει ο δυστυχής, αφού ο Χρισ­τός είχε αι­θέρια φύση αντί της πλή­ρως σωμα­τικής του Ιη­σού των κανονικών Ευ­αγ­γε­λίων; Αυτή η αντί­λη­ψη ήταν πολύ δια­δε­δο­μένη μεταξύ διαφόρων αιρέσεων των πρώ­των αιώ­νων, ιδίως των Γνω­στικών, και ήταν ο ήλιος της δικαιοσύνης της κοι­νότητας του Qumran!

Τέλος, στον άξονα της θεολογίας του περιλαμβάνει και μια κάποια άμεσα εσ­χατολογική ανάσ­τα­ση σωμάτων! Ομιλεί, κηρύττει και προσπαθεί να πείσει με βάση όχι μό­νο την ανάσ­τα­ση τού Ιησού Χριστού, αλ­λά και την ανάσ­ταση νεκρών και σω­μάτων: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς β΄: 1-12, κλπ. Μέσα στις αναφορές που έχομε αναγράψει βλέπομε ότι η ανάσταση των τεθνεώτων, για τον Παύλο, θα «εγένετο εν σαρκί», αλλά με ορισμέ­νες αναγκαίες φυσικές μετατροπές στα ήδη γνωστά αν­θ­ρώ­πι­να σώματα… Τα εκ φύσε­ως ανθρώπι­να σώματα αποτελούν «ασχημοσύνην» στον Εβραι­ο­γνωστικοχρι­στιανισμό και έτσι τα αναστημένα σώματα χρειάζονται επιδιορθώσεις…

Ενώ ενταύθα θα τον υπο­βοηθούσε τέλεια, δεν ανα­φέ­ρει πουθενά έστω μια από τις αναστάσεις που έκανε ο ίδιος ο Ιησούς, όπως της θυ­γα­τέ­ρας του Ιαείρου Μάρκος 5: 35-43, του υιού της χήρας στη Ναΐν Λουκάς 7: 11-17, ούτε καν την ανά­στα­ση τoυ «τε­τρα­η­μέρoυ» φίλoυ τoυ Χρισ­τoύ Λα­ζά­ρoυ Ιωάννης 11: 1-44. (Για την τε­λευταία ίσως να δι­και­o­λo­γεί­ται αφoύ και τα τρία πρώ­τα Ευ­αγ­γέ­λια την έχoυν αγνο­ήσει! Σκε­φτεί­τε ότι ακόμα και ο Ματ­θαί­ος που ήταν ένας από τους δώ­δε­κα μα­θη­τές και συ­νε­πώς εί­δε αυ­τό το εκ­θαμ­βω­τι­κό θαύ­μα με τα μά­τια του μα­ζί με τους άλ­λους, δεν το γρά­φει στο Eυαγ­γέ­λιό του! Φαί­νε­ται ότι αυτό το θαύμα δεν τον εν­τυ­πω­σί­α­σε αρκε­τά ενώ τον είχε εντυ­πωσι­ά­σει η θεραπεία του πυ­ρετού της πεν­θεράς του Πέ­τρου, Ματθαίος η΄: 14-15. Καταπληκτικό!). Ούτε ανα­φέρει πουθε­νά την ανάσταση των Αγίων της Μεγάλης Παρασκευής, Ματθαίος 27: 52-53. Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν θυμάται το θαύμα της αναστά­σεως του νεκ­ρού Ευτυχούς, το οποίο ο ίδιος διέπ­ραξε στην Τρω­ά­δα, Πράξεις κ΄: 7-12. Υπήρχε καλλίτε­ρο επιχείρημα απ’ αυτό για να πείσει όποιους ήθελε; Παρά ταύτα, ο Παύλος προσπα­θεί να πείσει όσους αμφέ­βαλ­λαν για την ανάστα­ση σωμάτων με οτιδήποτε άλλα μέσα εκτός απ’ αυτά τα καταπλη­κτικά θαύματα.! Περίεργα πράγματα!

Αλλά και μεταξύ των μελών των ομάδων του Παύλου είχε δημιουργηθεί τερά­στιο πρόβλημα με την ανάσταση. Στις δύο επιστολές Πρός Κορινθίους όπως και Β΄ Πρός Τιμόθεον 2: 17-18: «… ων εστιν Υμέναιος και Φι­λητός, οίτινες περί την αλή­θει­αν ηστόχη­σαν, λέγοντες την ανά­στα­σιν ήδη γεγονέναι, και ανατρέπουσι την τινων πίστιν.», βλέπομε ότι μετα­ξύ των οπαδών του Παύλου υπήρχαν πολλοί που είχαν ή εσχημάτισαν διαφορετικές αντιλήψεις για την ανάσταση ή τις αναστάσεις, μέσα σ’ αυτή την τεράστια ακαταστασία περί αναστάσε­ων που είχε δημιουργήσει ο Παύλος και ο Εβραιογνωστικοχριστιανισ­μός γενικότερα. Έτσι δημιουρ­γώνταν πολλές ταρα­χές, διαμάχες και αιρέσεις μεταξύ των ολίγων με­λών των ομάδων του Παύλου. Έτσι ο Υμέναιος και Φι­λητός διαδίδουν ότι η ανάσταση έγινε και πέρασε η μόδα της, ό,τι και αν σημαίνει αυτό μέσα στο κεφάλι τους, και ανατρέπουν την πίστη πολλών. Ο Παύλος και πάλι προσπαθεί απεγνωσμένα να επιβάλλει την δική του αντίληψη. Έτσι τον μεν Υμέναιο τον έστειλε στον διάολο όπως ο ίδιος το τονίζει στην Α΄ Πρός Τιμό­θεον 1: 20 «ων εσ­τιν Υμέναιος και Αλέξανδ­ρος, ους παρέδωκα τω σατανά, ίνα παι­δευ­θώσι μη βλασφη­μείν.», τους δε Κορινθίους Εβραίους οπαδούς του, προσπαθεί να τους συγκρατήσει όσο μπορεί. Με­λετήσετε ολό­κληρες τις δύο Πρός Κορινθίους Επισ­τολές για να δείτε τι κακό έγινε! Αλλιώς δώσε­τε προσοχή τους στίχους Α΄ Πρός Κo­ριν­θίoυς κεφάλαιο ιε΄ και Β΄ Πρός Κoρινθίoυς δ΄: 13-18, ε΄: 1-10.

(8) Η μετά την ανάσταση επα­νεμ­φά­νι­ση τού Ιησού αναφέρεται μόνο στην Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ιε΄: 5-8 «και ότι ώφθη Κηφά, είτα τοις δώδεκα· έπει­τα ώφθη επάνω πεντακοσίοις αδελφοίς εφάπαξ, εξ ων οι πλείους μέ­νουσιν έως άρτι, τι­νές δε και εκοι­μήθησαν· έπειτα ώφθη Ιακώβω, είτα τοις απο­σ­τό­λοις πάσιν· έσχατον δε πάν­των ωσπε­ρεί τω εκτρώματι ώφθη καμοί.». Αυτό είναι όλο!

Εδώ μιλάει περί μερικών επανεμφανίσεων του Χρι­στού στους 12, σε άλ­λους 500, τον Ιά­κωβο και τον ίδιο που τα Ευ­αγ­γέλια αγνο­ούν. Κάνει το λά­θος με τους 12, διότι είχαν μείνει 11 εφ’ όσον ο προδότης Ιούδας ήταν ήδη νεκ­ρός και ο Ματθίας των Πράξεων α΄: 13-26, δεν τον εί­χε ανα­π­λη­ρώ­σει όταν «εγέ­νον­το» οι επανεμφανί­σεις του Ιησού. Η αναπλήρωση έγινε μετά την ανάληψη όπως μας «εξιστορούν» οι Πράξεις α΄: 9-26! Βλέπομε και πάλι ότι ο Παύ­λος δεν είχε ιδέα πε­ρί του Ιούδα, της προδοσίας και της τύχης του και γι’ αυτό δεν τον ανα­φέρει πουθενά!

Ο Παύλος όχι μόνο δεν γνωρίζει τον Ιούδα και το ρόλο του αλλά και δεν συν­διαλέγεται μ’ αυτούς τους 12 στην υπόλοιπη δρά­ση του. Εκτός δύο περιστατικών με τον Πέτρο (στην Πρός Γαλάτας α΄: 18, β΄: 11-21), τους αγνοεί παντελώς. Βγάλε­τε μό­νοι σας συμπέρασμα!

Στον ίδιο τον Παύλο ο Χρι­στός εμφανίστηκε σαν οπ­τασία, όπως έχομε ήδη δει σε τρία σημεία των Πράξεων, πα­ρά σαν ανθρώ­πι­νο σώ­μα. Προς τους Εβραιοχρισ­τια­νούς της Κορίν­θου γράφει από την Έφεσο και δεν κά­νει τον κόπο να τους πληρο­φο­ρή­σει πως, που, πότε, τον είδαν ο ίδιος και αυτοί που ισχυρίζεται. Άσε τους Εβραίους της Κο­ρίνθου που ζούσαν πάνω από χίλια χιλι­όμετ­ρα μακριά απ’ την Παλαιστί­νη και δεν είχαν ιδέα, να βρούνε αυτοί την άκρη για τα ερωτήματα αυτά και αυτοί να βρούνε και να εξετάσουν τους μάρ­τυ­ρες για τους οποίους γράφει ότι ζούσαν ακόμα! Γι’ αυ­τές τις παρουσιάσεις ο Παύλος δεν μεταφέρει απολύ­τως κα­μία ιστο­ρική πληροφορία, λες και μιλούσε σε ανθρώπους που ήδη ξέ­ρανε πως είχαν τα «γεγονότα», ενώ δεν εί­χαν ιδέα!

Έτσι έχομε πάλι μια μεγάλη αντίφαση με τα Ευαγγέλια όπου ο Χριστός πα­ρουσιάστηκε πρώτα στην Μαγδαληνή όπως με στόμφο τονί­ζει ο Ιωάννης 20: 1-18, ή στις Μυροφόρες όπως τονίζει ο Ματθαίος 28: 1-10. Οι Μυρο­φό­ρες βε­βαίως εκτός από τα Ευ­αγγέ­λια δεν αναφέρονται πουθενά αλλού στην υπόλοιπη Καινή Διαθήκη.

(9) Η ανά­λη­ψη όπως περιγράφεται στα Ευαγγέλια του Μάρκου 16: 19 και του Λουκά 24: 50-51 και στις Πράξεις 1: 6-11, δεν υπάρ­χει πουθενά στον Παύλο. Απλώς πό­τε-πό­τε γρά­φει ότι ο Ιησούς ανέ­βει στον ου­ρα­νό και ευ­ρί­σκε­ται μα­ζί με τον πα­τέ­ρα του ή στα δεξιά του: π. χ. Πρός Ρω­μαί­­ους η΄: 34, Πρός Εφε­σί­ους α΄: 20, δ΄: 8-10, Πρός Κολασσαείς γ΄: 1, Α΄ Θεσ­σα­λο­νι­κείς α΄: 10, Πρός Εβραίους η΄: 1, ι΄: 12, κ. α. Τί­ποτα άλλο!

(10) Η Παρουσία του Κυρίου και η Τελική Κρίση αναφέρεται στις: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 29-58, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς δ΄: 13-18, ε΄: 1-11, Β΄ Πρός Θεσσαλο­νικείς β΄: 1-12, κλπ. Πουθενά δεν την αναφέρει ως Δευτέρα Παρουσία, αλλά απλώς Παρουσία, λες και δεν υπήρχε πρώτη! Όπως την περιγράφει στις δύο Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς Επι­στολές είναι όμοια με την περιγραφή της καθόδου του Υιού στο απόκ­ρυφο και ψευδε­πίγραφο βιβλίο Ανάληψις του Ησαΐα και όχι με αυτά που γράφει το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο 25: 31-46 και η Αποκάλυψις του Ιωάν­νου! Η περιγ­ρα­φή της Δευ­τέ­ρας Παρουσίας και της Τελικής Κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την Παρουσία που πε­ριγ­ράφει ο Παύλος στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς δ΄.

Η φράση «άχρις ου αν έλ­θη.», στην Α΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 26, δεν υπονοεί ανάσταση μετά από 36 ώρες (ή τρεις ημέρες), αλλά κά­ποια Παρουσία μετά από αόρι­στο χρόνο!

Η λέξη «κόλαση» και οι φράσεις με «αιώνια τιμωρία» και «αιωνίους βασα­νισμούς» που υπάρχουν σωρηδόν στα Ευαγγέλια δεν απαντώνται πουθενά στον Παύ­λο. Τεράστιες οι διαφορές μεταξύ Παύλου και Ευαγγελίων σε όλα τα σημεία και σ’ όλα τα μέτωπα, πράγμα που αποδεικνύει την διαφορετική εξέλιξη των διαφόρων Χρι­στιανισμών και συνεπώς το ψευδές ολοκλήρου του χριστιανικού οικοδομήματος. Με­ταξύ Παύλου και Ευαγγελιστών «χάσμα μέγα εστήρικται», θα έλεγε ο Λουκάς ιστ΄: 26.

Η άμεση εσχατολογική και καταδικαστική ρήση κατά των συμπατριωτών του στην Α΄ Πρός Θεσ­σαλο­νι­κείς β΄: 13-16, «Διά τούτο και ημείς ευχα­ρισ­τού­μεν τω Θεώ αδιαλείπτως, ότι πα­ραλα­βόντες λόγον ακοής παρ’ ημών του Θεού εδέξασθε ου λόγον ανθρώπων, αλλά κα­θώς εστιν αληθώς, λόγον Θεού, ος και ενερ­γείται εν υμίν τοις πι­σ­τεύουσιν. υμείς γαρ μι­μηταί εγενήθητε, αδελφοί, των εκκλησ­ι­ών του Θεού των ου­σών εν τη Ιουδαία εν Χρι­στώ Ιη­σού, ότι τα αυτά επάθετε και υμείς υπό των ιδίων συμφυλετών καθώς και αυτοί υπό των Ιου­δαίων, των και τον Κύ­ριον αποκτει­νάντων Ιησούν και τους ιδίους προφή­τας, και ημάς εκδιωξάντων, και Θεώ μη αρεσ­κόντων, και πάσιν ανθ­ρώποις εναντί­ων, κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώ­σαι αυτών τας αμαρτίας πάντοτε. έφθασε δε επ’ αυτούς η ορ­γή εις τέ­λος.», θεωρείται παρεμβολή κυρίως για τους εξής λόγους:

(α) Τα πολύ σοβαρά συμβάντα που αντανακλούν τα λόγια αυτά αναφέρονται μόνο εδώ και πουθενά αλλού στα γραπτά του Παύλου. Αν ήταν δικά του τότε έπρεπε να τα αναφέρει πολλές φορές σε σημεία που ταίριαζαν πλήρως λόγω της βαρύτητας και της σημασίας των. Παρά ταύτα και παρά την οργή, το μίσος και τα κατσαδιά­σματα που ο Παύλος εκ­φράζει εναντίον πολλών, πουθενά αλλού δεν εκφ­ράζεται με τόσο έντονα λό­για οργής και μί­σους εναν­τίον των ομοεθ­νών του. Μάλιστα δε στην Πρός Γα­λάτας β΄: 15 τους επαινεί με τα λό­για: «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθ­νών αμαρτω­λοί,»! Στην δε Πρός Ρωμαίους ια΄: 1-2 εντελώς αντίθετα γράφει ότι ο Θεός δεν εγ­κα­τέλει­ψε τον απ’ αρχαίων χρόνων προορισμένο λαόν του: «Λέγω ουν, μη απώσατο ο Θεός τον λαόν αυτού; μη γένοιτο· και γαρ εγώ Ισραηλίτης ειμί, εκ σπέρματος Αβ­ραάμ, φυλής Βενιαμίν. ουκ απώσατο ο Θεός τον λαόν αυτού ον προέ­γνω…»

(β) Μέσα στους στίχους αυτούς υπονοεί­ται η καταστροφή της Ιερου­σαλήμ και της Ιουδαίας (66-73 Κ. Ε.), η οποία έγινε μετά τον θάνατο του Παύλου. (Αν και υπ­άρ­χουν μερικοί ερευνη­τές που ισχυρίζονται ότι ο Παύλος απέθανε μετά απ’ αυ­τή την καταστροφή, η θέση αυτή έρχεται σε αγεφύρωτη αντίθεση με την επίσημη θέ­ση όλων των χριστιανι­κών εκκλησιών εδώ και 2000 χρόνια!).

(γ) Η φράση «κω­λυόντων ημάς τοις έθνεσι λαλήσαι ίνα σω­θώσιν, εις το αναπληρώσαι αυτών τας αμαρ­τίας πάντοτε.» αντανακλά τις διαμάχες και αντιθέσεις των ραββινικών Ιουδαίων και Εβραιοχριστια­νών που προέκυψαν μετά το +73 και τις περισσότερες φορές έχουν να κάνουν και με Ιουδαίους της διασποράς και όχι της Ιουδαίας. Την δε βαριά κατηγορορία «τον Κύ­ριον αποκτει­νάντων Ιησούν και τους ιδίους προφή­τας,» έπ­ρεπε να την είχε προαναφέρει στο ια΄ κεφάλαιο της Επιστολής Πρός Ρωμαίους, λόγω του σχετι­κού ή αναλόγου περιεχομένου και όχι εκεί να γράφει άλλα!

(δ) Εδώ η ευθύνη της θανατώσεως του Ιησού ρίπτεται εξ’ ολοκλήρου επάνω στους Ιου­δαίους. Στα Ευαγγέλια όμως η ευθύνη ανήκει και στους Ιουδαίους και στους Ρω­μαί­ους κατά μέγα μέρος. Πως είναι δυνατόν να έχει κάνει ένα τέτοιο σφάλμα ο πρώ­τος επίσημος χρισ­τιανός συγγραφέας Παύλος; Αυτό μας λέγει ότι η παρεμβολή αυτή έγινε κατά τον δεύτερο αιώνα (πιθανότατα από κάποιον θεσσαλονικέα Εβραιοχριστι­ανό, με­ρικά χρόνια μετά την δεύτερη Ιουδαϊκή καταστροφή του 132-135 Κ Ε.) όταν πλέον οι Εβραιοχριστιανοί άρχι­σαν να καλοπιάνουν τους εθνικούς και ένεκα του αν­ερχομένου μίσους των εναντίον των ομοαίματών τους προπαγάνδισαν την παράδοση ότι ολόκληρη η ευθύνη επιπίπτει στους Ιουδαίους που τότε εκπροσωπεύονταν από τον Φαρισαϊκό Ραββινικό Ιουδαϊσ­μό.

(ε) Από τους ειδικούς και συγκριτικούς φιλολόγους η γλώσσα των στίχων αυτών διε­γνώσθη ως μη Παυλική. Αν αυ­τοί οι στίχοι αγνοηθούν τελείως και από τον προηγού­μενο στί­χο πά­με στον αμέ­σως επόμενο, η ροή και το νόημα του γραπτού λόγου συ­νεχίζονται ομα­λώς. Με αυτούς τους στίχους η ροή διακόπτεται.

(Για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε: Earl Doherty, Jesus: Neither God Nor Man – The Case for a Mythical Jesus, Age of Reason Publications, First Edition, 2009, σελίδες 657-659.).

***

Ποιος να ξέ­ρει άραγε πώς συν­δέ­ο­νται όλα αυ­τά με­τα­ξύ τους. Πρέπει να συν­δέ­ο­ν­ται διά πλαστογραφιών και υστεροχρόνων παρεμβολών. Δυστυχώς δεν έχομε τα πρω­τότυπα για να ελέγξομε! Π. χ., το ίδιο συμβαίνει και με τις δύο αντι­φα­τι­κό­τα­τες γε­νε­α­λο­γί­ες του Χρι­στού, η μία στον Ματ­θαίο α΄: 1-20 και η άλ­λη στον Λου­κά γ΄: 23-38. Με­λε­τήστε τις, εί­ναι για γέλια! Γι’ αυτό και ο Παύλος παραγγέλλει στον Τιμό­θεον και τον Τίτον να αποφεύγουν τις συ­ζητή­σεις και τις εξετάσεις των γενε­α­λο­γιών (Α΄ Πρός Τιμόθεον α΄: 4, Πρός Τίτον γ΄: 9). Κάτι ήξερε!

Ο Παύλος οσάκις αναφέρεται σε κάποιον συμβάν περί Ιησού Χριστού ουδέ­ποτε το θέτει εντός οιουδήποτε ιστορικού πλαισίου. Όλα όσα ανα­φέ­ρει είναι άνευ ισ­τορικής δεοντολογίας και ιστο­ρι­­κού πε­ριεχομένου. Γράφει αοριστίες και άντε τρέχα βρες τις ή πίστευε στις αποκαλύψεις του! Π. χ. γράφει: «παρέδωκα γάρ υμίν εν πρώ­τοις ό καί παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ τών αμαρτιών ημών κατά τας γρα­φάς και ότι ετάφη, καί ότι εγήγερται τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς», Α΄ Πρός Κο­ρινθίους ιε΄: 3-4, κλπ. Η φράση «κατά τάς γραφάς» επαναλαμβάνειται στο 5ο άρθρο του Συμβό­λου της Πίστεως ως εξής: «και αναστάν­τα τή τρίτη ημέρα κατά τάς γραφάς». Όπως και στην περίπτωση Α΄ Πρός Τιμόθεον στ΄: 13, «…Ιη­σού Χρι­στόν μαρτυρήσαν­τα επί Πον­τίου Πιλάτου…» που εξετάσαμε παραπάνω, έτσι και εδώ έχομε αντιγραφή!

Ο ίδιος ο Παύλος δεν εξη­γεί ποιες είναι αυτές οι γραφές. Για την σταύρωση και τα πάθη οι ευ­αγγελισ­τές μερι­κά χρόνια (15 – 150) μετά τον θάνατο του Παύλου, βρήκαν μερι­κές δήθεν προφη­τείες στην Παλαιά Διαθήκη, πλαστά αποκυήματα της φαντασίας, της διαστροφής και της συ­νωμο­σίας των. Αλ­λά για την ανάσταση την τρί­τη ημέρα «κατά τάς γραφάς», τις επανεμφανίσεις και την ανάληψη δεν υπάρ­χουν ούτε πλαστές προ­φητείες ούτε γραφές που να αναφέρονται εντός της Καινής Δι­αθήκης. Αργότερα οι χριστιανοί απο­λο­γητές δήθεν ανεκάλυψαν τους προφητικούς στίχους: Ψαλμοί β΄: 7, ιστ΄ (ιε΄): 10, Ησα­ΐας νγ΄: 10 και Ωσηέ στ΄: 2, οι οποίοι δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την τριήμερη ανάσταση του Ιη­σού Χριστού. (Γι’ αυτό οι Καθολικοί λέ­νε ότι αυτοί οι στίχοι την υπαινίσσονται.).

Η αοριστία της φράσεως «κατά τάς γρα­φάς» και το κενό που αφήνει είναι σκόπιμα και παραπλανητικά. Προήλθε είτε από τον ίδιο τον Παύ­λο, αν όντως αυτός έγραψε αυτές τις γραμμές, είτε από τους υστερο­χ­ρό­νους συντάκτες και παρεμβολείς. Αυτοί προσπαθούσαν, όσο ήταν δυνατό, να δικαιολογή­σουν με δήθεν προφη­τείες της Παλαιάς Διαθήκης ότι ο Ιησούς ήταν ο πραγματικός αναμενόμενος Μεσσίας, Χρισ­τός, και συνεπώς ο Χριστιανισμός είναι η μόνη εξ αποκα­λύ­ψεως αληθινή θρησ­κεία!

Πά­νω σ’ αυτές τις πα­­­ρα­τη­ρή­σεις έχoυν γρα­φτεί πoλλά βι­βλία και απoτελoύν ένα ισχυ­ρό­τατo επι­χεί­ρη­μα των μυ­­θι­κι­στών περί τoυ ότι o Χρι­στός εί­ναι μυθoλo­γι­κό πρόσωπo. Διό­τι ας μην ξε­χνά­με ότι τα πρώ­τα γρα­πτά της Και­νής Δια­θή­κης, σύμ­φω­να με ομόφωνο συμπέρασμα όλων των Χριστιανών θε­oλό­γων και των ειδικών επι­στη­μό­νων, εί­ναι oι Επιστo­λές τoυ Παύλoυ. Αυτές δε, τις έγρα­ψε για αν­θρώπoυς πoυ βρί­σ­κoνταν πoλύ μακριά από την Ioυ­δαία. Αυτοί πάλι ως νεο­φώτι­στοι, δεν εγνώ­ρι­ζαν τί­πoτα πε­ρί Iησoύ, εκτός ίσως από αυτoύς πoυ ήταν στη Ρώ­μη οι οποίοι ίσως να είχαν ακούσει λίγα πράγματα πριν τους τα γράψει ο Παύλος, όπως ο ίδιος ομολογεί στην Πρός Ρωμαίους ιε΄: 20.

Συνεπώς: Ο Παύλος έχει κατά νουν άλ­λον Ιησού Χριστό απ’ αυτόν που έχουν οι Ευαγγελιστές, χωρίς με αυτό να υπονοούμε ότι οι Ευαγγελιστές συμφωνούν μετα­ξύ των. Αφήνομε λοιπόν στους χρισ­τιανούς απολογητές να μας ξε­καθαρίσουν ποιος έχει τελικά δίκιο! Ο Παύ­λος ή ποιος από τους Ευαγγελιστές! Ενώ ο καθένας θα επι­κα­λείτο τα εκκωφαντικά «πεπραγμένα» του «ιστορικού» Ιη­σού των Ευαγγελιστών, «γε­γονότα» που θα είχαν αφήσει εσαεί άναυδους τους πάντες και τα πάν­τα, ο Παύλος δεν κάνει καμία χρήση αυ­τών! Αυτή είναι η στάση την οποίαν πα­ρατη­ρούμε διάχυτη μέσα στα γραπτά του Παύλου! Τί συμβαίνει λοι­πόν;

Ο Παύλος δεν γνωρίζει τον γήινο, ιστορικό όπως υπο­τίθεται, Ιησού Χριστό των Κανονικών Ευαγγελίων, γεγονός που απο­δεικνύει ότι τόσον ο Ιησούς Χρι­στός των Ευαγγελιστών όσο και του Παύλου είναι μύθος, δηλαδή ψέμα! Απ’ όσα γράφει ο Παύλος ένα συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι αν ήταν ειλικρινής, τότε στο νου του είχε κά­ποι­ον αποκρυ­φιστικό, άυλο, πνευματιστικό Χριστό και απευθυνόταν προς αποκρυφιστι­κές οργανώ­σεις (cults), αιρέσεις του Ιουδαϊσμού τύπου «υιών φωτός» και Qumran, Α΄ Πρός Θεσσαλονικείς ε΄: 5 «πάντες υμείς υιοί φωτός εστε και υιοί ημέ­ρας. ουκ εσμέν νυκτός ουδέ σκότους.». Ο Χρισ­τός του Παύ­λου είναι ανάλογος με όλους εκείνους τους παγανιστικούς σωτηριολογι­κούς θεούς της εποχής εκείνης, οι οποίοι κατά την Άνοιξη έτρωγαν ένα δείπνο, έκα­ναν μια ευχα­ριστία, έπασχαν, θάπ­τονταν και μετά από τρεις μέρες ανασταίνον­ταν.

Επομένως με βάση όσα στοιχεία έχομε ήδη εξετάσει βγαίνει και το συμπέρα­σμα ότι: Οτιδήποτε γράφει και κηρύττει ο Παύλος δεν είναι ιστορικές μαρτυρίες. Εάν λοιπόν νομίζει ότι ομιλεί αληθώς, τότε αυτά που λέει είναι αποκυήματα της φαντα­σί­ας, πίσ­τε­ως, φα­νατισμού και θεολογίας του, τα οποία αν και δεν τα έμαθε από προη­γούμενες πα­ραδόσεις εντούτοις τα πιστεύει ως αληθή. Εάν πάλι ομιλεί όντως αληθώς, τότε οι παραδόσεις των Ευαγγελίων είναι ψευδείς και πρέπει να καταγγελθούν και να απορριφθούν! Αν όμως οι παραδόσεις των Ευαγ­γελίων είναι σωσ­τές, τότε ο Παύλος ομιλεί ψευδώς, πράγμα που το συνηθί­ζει, και πρέπει να καταγγελθεί και να απορριφ­θεί ως ψεύ­της! Αυτό το χριστιανικό δίλημμα αρκεί για να καταρρεύσει ολόκ­ληρος ο Χριστιανισμός!

***

Ειρήσθω επί τη ευκαιρία ότι, αυτή η σιωπή γύρω από τα βιογραφικά στοιχεία και την ανθρώπινη, γήινη, ιε­ραποστολική και σωτήρια δράση του Ιησού Χριστού δεν απαντάται μόνο στον Παύλο, αλλά και σε όλες τις επτά Κα­θολικές Επιστολές της Και­νής Διαθήκης, στην Επιστολή Α΄ Κλήμεντος (που αποδίδεται στον Πάπα Ρώμης, κατά το τέλος του 1ου αιώνα), Επι­στολή του Βαρνάβα, κ. ά. Ιδού μερικά χτυπητά παρα­δείγ­ματα: Στην επιστο­λή Α΄ Πέτ­ρου β΄: 21-25, στην Α΄ Κλήμεν­τος κεφάλαιο 16, και Βαρ­νάβα ε΄: 8, απαντάμε παραφ­ράσεις μερι­κών στοι­χείων του κεφαλαίου 53 του δευτέ­ρου (ή τρί­του) Ησαΐα που κάπως θυμίζουν τα Ευαγγέλια και τίπο­τα παραπάνω. Στην Α΄ Πέτρου γ΄: 18 «ότι και Χρισ­τός άπαξ περί αμαρτιών έπαθε, δίκαιος υπέρ αδίκων, ίνα ημάς προσαγάγη τω Θεω, θανα­τωθείς μεν σαρκί, ζωοποιηθείς δε πνεύματι·», έχομε ότι ο Χριστός θανατώ­θηκε κατά σάρκα αλλά ζωοποιήθηκε κατά πνεύμα. Δηλα­δή δεν αναστήθηκε κατά σάρκα όπως φωνά­ζουν οι ευαγγελιστές! Στην Α΄ Ιωάννου ε΄: 6-12 δεν γίνεται κανέ­νας λόγος για την «εν σαρκί» ανάσταση και την «εν σαρκί» επα­νεμφάνιση, αλλά όλα γί­νονται με την βοήθεια της πίστεως και την μαρτυρία του Αγί­ου Πνεύματος! Σαν να μην τα είδε κανείς! Στην Β΄ Πέτ­ρου α΄: 16-18 το σημαντικό γε­γο­νός είναι η μεταμόρφω­σις εις το ιερόν όρος και δεν ανα­φέρει τίποτα για ανάστα­ση. Είναι αξιοπα­ρατήρητο λοιπόν ότι όλες οι παρατη­ρήσεις και τα συμπεράσματα πε­ρί ελλείψεως ισ­τορικών πλαισίων, αορισ­τι­­ών, αν­τιφάσε­ων προς τα Ευαγγέλια καθώς και μετα­ξύ των που απαντάμε απανταχού στις Επιστολές του Παύλου, ισχύουν ομοί­ως και στις επτά Κα­θο­λικές Επιστο­λές της Και­νής Διαθή­κης! Όπως και ο Παύλος έτσι και όλοι οι συγγρα­φείς των Καθολικών Επιστο­λών, κ. ά., δεν αναφέρουν τίποτα για τον Ιησού ως διδάσ­καλο ή θαυματοποιό!

Ακόμα, σ’ όλα αυ­τά τα πρώτα κείμενα της Και­νής Δι­α­θήκης, τα οποία όπως υποτίθεται εγρά­φησαν από τους πρώτους και με­γαλυτέρους αποστό­λους του Χριστια­νισ­μού, δεν ανα­φέρεται πουθενά και από κανέ­ναν ούτε μια επίσκε­ψη ούτε ένα προσ­κύ­νημα στα μέρη όπου εγεννήθηκε, έδρασε, έκανε θαύματα, έπαθε, ετάφη και ανέσ­τη ο Υιός του Θεού, Ιησούς Χρισ­τός! Σύμπτωση;…

Αν, προτού γνωρίσομε τι γράφουν τα Ευαγγέλια, μελετήσομε όλες τις Επιστο­λές της Καινής Διαθήκης (14 του Παύλου και 7 Καθολικές), οι οποίες μάλιστα εγρά­φησαν πριν από τα Ευαγγέ­λια, τότε δύσκολα σχηματίζομε την εικό­να κάποιου υπάρ­ξαντος ανθρώπου, διδασκάλου, θαυματοποιού και πουθενά δεν υπάρχει η ει­κόνα κά­ποιου του οποί­ου τον τάφο βρήκανε κενό ή κάποιου που αναστή­θηκε «εν σαρκί»! Συ­νε­χώς βλέ­πομε την επενέρ­γεια της πίστεως και του Αγίου Πνεύματος, αποκαλύ­ψεις, οράματα, και πνευ­ματικά εφευρήματα. Π. χ. βλέπε: Πρός Ρωμαίους γ΄: 26, ιδ΄: 24-25, Πρός Εφεσίους γ΄: 5, Πρός Κολασσαείς β΄: 2, κλπ., Α΄ Πέτρου α΄: 20 καθώς και τα χω­ρία Πρός Ρωμαίους γ΄: 21-26, Πρός Εβραίους θ΄: 26, ομιλούν σε ενεστώτα χρό­νο. Δεν υπάρχει τίπο­τα το ιστορικο­ποι­ούν. Στα χωρία Πρός Ρωμαίους α΄: 1-4, ι΄, ια΄, Α΄ Πρός Κορινθίους α΄: 21-31, Β΄ Πρός Κορινθίους γ΄: 7-11, Πρός Τίτον α΄: 3, ο Παύλος αναφέρει θέματα στα οποία μόνος του δημι­ουρ­γεί την ευκαιρία να μιλήσει για τη ζωή και τη δράση του Ιησού, εντούτοις δεν λέγει τίποτα.

Οπότε, τί ιστορική βάση περί Χριστιανισμού ή ιστορική απόδειξη περί Ιησού Χριστού μπορεί να αποτελεί η Καινή Δια­θήκη; Καμία! O Χριστός των Επιστολών του Παύλου, των Καθο­λι­κών Επιστολών, καθώς και ενός μεγάλου μέρους του Κα­τά Ιωάννην Ευαγγελίου είναι ένας αφηρημένος γνωστικιστικός Χριστός και όχι ο Χριστός που έχει την ανθρώπινη μορ­φή και δράση των τριών πρώτων Συνοπτι­κών Ευαγγελιστών. Σε όλη την Καινή Δια­θήκη υπάρχει η συνεχής αντίφαση του αν ο Χριστός ήταν δημιούργημα ή δημιουργός· είναι ίδιος με τον δημιουργό ή απαύγασμα τού δημιουργού και το τελειότερο μέσο επι­κοινωνίας με την δημιουργία του. Άκρη δεν βρίσκεις και μπορείς να δικαιολογήσεις ή να αναιρέσεις κάθε απάντηση επ’ αυ­τού του ερωτήματος! Μετά μιλάνε για θεοπνευστία και ιστορικότητα!

Το Σύμβολο της Πίστεως, της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου της Νικαί­ας, +325 και μετά, χειροτέρεψε αυτή την αντίφαση! Π. χ: Α΄ Πρός Κορινθίους ιε΄: 23-24 «απ­αρχή Χριστός, έπειτα οι Χριστού εν τη παρουσία αυτού· είτα το τέλος, όταν παρα­δώ την βασι­λείαν τω Θεώ και πατρί, όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πά­σαν εξουσί­αν και δύνα­μιν.» έρχεται σε αντί­φα­ση με το Σύμβολο της Πίστεως, άρθρο 2, «Καί εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τόν υιόν τού Θεού τόν Μονογενή, τόν εκ τού Πα­τρός γεν­νηθέντα πρό πάντων τών αιώνων. Φώς εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ού ποιηθέντα, ομοού­σιον τώ Πατρί δι’ Ού τά πάντα εγένετο.», κ. ο. κ. Όλα αυτά έγιναν αιτίες πολλών αιρέ­σε­ων, δι­ωγμών, φόνων, καταστροφής και δι­αστροφής.

Παρατηρούμε ακόμα τα εξής:

(α) Τα τέσσερα Κανονικά Ευαγ­γέ­λια και η Αποκάλυψις γρά­φτηκαν με­τά τoν θά­νατo τoυ Παύλoυ και αγνooύν τoν Παύλo. Ίσως δι­καιoλoγη­μέ­να, αλ­λά ίσως και όχι. Πoιος ξέ­ρει θε­τι­κά; Κα­νείς! Μό­νo oι Πρά­ξεις τoν ανα­φέ­ρoυν, τις oπoί­ες, κα­θώς η επί­ση­μη εκκλη­σία έχει διαδώσει, τις έγρα­ψε o Ευ­αγγελιστής Λoυ­κάς (ο ια­τρός άραγε, Πρός Κο­λασ­σα­είς δ΄: 14, κλπ.;) ως συ­νέ­χεια τoυ Ευ­αγ­γε­λίoυ τoυ, χωρίς να υπάρχει καμία από­δειξη γι’ αυτό.

(β) Άλλο σοβαρό ζήτημα είναι ότι η Απο­κά­λυψις δεν αναφέρει ού­τε τον Παύ­λο ούτε και τις εκκλησίες τις οποίες ίδρυσε, αν και γράφτηκε αρκετά χρό­νια μετά τον Παύλο. Δεν του παρέχει κα­μία τιμη­τική θέση ακόμα και στον στίχο κα΄: 14, στον οποίον ανα­φέρει τιμητικώς τους άλλους μαθητές, παρ’ όλο ότι αυτός ήταν «σκεύος της εκ­λογής» του ιδί­ου του Ιησού Χριστού και Θεού, Πρά­ξεις θ΄: 15. Επίσης, η περιγ­ρα­φή της δευ­τέ­ρας παρουσίας και της τελικής κρίσεως στην Αποκάλυψιν κ΄, κα΄ δεν συμ­φωνεί με την περιγ­ραφή που δί­δε­ται από τον Παύλο στην Α΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς κεφάλαιο ιε΄ και στην Α΄ Πρός Θεσσα­λο­νικείς κεφάλαιο δ΄.

(γ) Το ίδιο και οι επτά Κα­θο­λι­κές Επι­στολές, εκτός από τους δύο πολύ περί­ερ­γους στί­χους της Β΄ Πέτρου γ΄: 15-16 που θεωρούνται παρεμβολή, δεν ανα­φέρουν τί­ποτα περί Παύλου. Μάλιστα δε, η Επιστολή του Ιακώβου είναι τόσο αν­τί­θετη με πολ­λές από τις διδασκαλίες του Παύλου ώστε ο Μαρτίνος Λούθηρος επεδί­ω­ξε να την θέ­σει, μαζί με την Αποκά­λυ­ψιν του Ιωάννου, εκτός του Κανόνος της Καινής Δια­θή­κης. Δεν τα κατά­φερε όμως.

Δεν νομίζετε ότι κάτι περίεργο και πολύ σοβαρό συμ­βαί­νει πίσω απ’ όλα αυ­τά; Όσα λoι­πόν δε­χό­μα­στε εδώ προς στιγμήν, για τo χατίρι των χρι­στιανών θεoλό­­­­γων και για να μην επεκ­ταθούμε σε ιστορική αναζήτηση και ανάπλαση, τα δεχό­μα­στε με όλες τις επι­φυλάξεις. Αυ­τά τα σoβα­ρά προβλήματα και εύλογα ερωτήματα που εκ­θέ­τομε ας φρoν­τίσoυν να τα λύ­σoυν και απαντήσουν με σιγουριά και απόδειξη oι φωσ­τήρες της χρι­στι­α­νικής πί­στε­ως.

***

Ανακεφαλαιώνομε λοιπόν και λέμε: Πέραν πολύ ολίγων στίχων που θυ­μί­ζουν στίχους των Ευαγγελίων, τουλάχιστον το 99% του έργου του Παύλου δεν έχει να κά­νει με: τη ζωή, τη δράση, τη διδασκαλία, τα θαύματα, τα γεγονότα των παθών, της ανασ­τά­σεως, των επανεμφανίσεων και της αναλήψεως τού Ιησού Χριστού των Ευαγ­γελίων.

Οι ολί­γοι στίχοι οι οποίοι θυμίζουν κάτι από τα Ευαγγέλια πρέπει να είναι: εί­τε παρ­εμ­βολές, είτε κοινότοπες φρά­σεις και περιγραφές της εποχής εκείνης τις οποίες επα­να­λαμβάνει ο Παύλος, είτε σκόπιμες αυθαιρεσίες του, είτε τις λαμβάνει από την Παλαιά Διαθήκη και τις προσαρμόζει κατά το δοκούν, είτε πολύ πιθανόν οι μεταγενέ­στεροι Ευαγγε­λιστές τις πήραν από τον Παύλο και την Παλαιά Διαθήκη, την οποίαν όπως ο Παύλος έτσι και αυτοί την εχρησιμοποίησαν κατά κόρον.

Αυ­τοί οι στίχοι αποτελούν ολιγότερο του 1% του έργου του Παύλου. Οπό­τε και αν ακόμα τους παραδεχθούμε ως αυθεντικούς και όχι παρεμβολές ή σκόπι­μες αυ­θαιρεσίες του ιδίου ή άλλων, μένει κα­νείς άναυδος από τον Χριστό που ο Παύ­λος πα­ρουσιάζει στο υπόλοιπο 99% του έργου του. Οι διδα­σ­καλίες που σποραδικά με­ταφέ­ρει είναι δικές του επινοήσεις και κατά μάλ­λον ή ήττον αναμασήματα στίχων της Πα­λαι­άς Διαθήκης που αυτός ειδικώς επέλεξε. Ούτε την δι­δα­σκαλία του Χριστού, αυ­τήν έςςτω που περιέχεται στα σκόρπια Κυριακά Λόγια, μας με­τα­φέρει. Φτάνει δε στο ση­μείο να λέγει: Α΄ Πρός Κο­ριν­θί­ους ζ΄: 6 «τούτο δε λέγω κατά συγγνώμην, ου κατ’ επι­τα­γήν.», 12 «τοις δε λοιποίς εγώ λέγω, ουχ ο Κύ­ριος· ει τις αδελφός γυναίκα έχει άπιστον, και αυτή συνευδοκεί οικείν μετ’ αυτού, μη αφιέτω αυτήν·», 25 «Περί δε των παρθένων επι­ταγήν Κυ­ρίου ουχ έχω, γνώμην δε δίδωμι ως ηλεημένος υπό Κυ­ρίου πι­στός είναι.», Β΄ Πρός Κορινθίους ια΄: 17 «ό λαλώ, ου λα­λώ κατά Κύριον, αλλ’ ως εν αφροσύνη, εν ταύτη τη υποστάσει της καυχήσεως.», κλπ. Εδώ δηλαδή ο Παύλος ομο­λογεί ότι δεν έχει επι­ταγές του Κυρίου, αλλ’ ούτε και αποκαλύψεις ή θεο­π­νευστία! Προσέτι ομολογεί εν πάση ειλικρινεία ότι μας λέγει δικά του λόγια! Μετά όμως έρχε­ται στην Β΄ Πρός Τιμόθεον Επισ­το­λήν και γράφει γ΄: 16: «πάσα γραφή θεό­πνευσ­τος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς παιδείαν την εν δικαιοσύνη,». Βγάλε­τε μόνοι σας συμπέρασμα με τις αντιφάσεις αυτού του αλλο­π­ρόσαλλου ατό­μου!

Ο Παύλος πάρα πολλές φορές προσ­πα­θεί να πείσει τους άλλους επί πολλών «συμβάντων, γεγονότων» και ζητημάτων της θεολογίας του, διά του τεχνάσ­ματος των αποκαλύψεων και οραμάτων που ισχυρίζεται πως είχε. Για μ­ερικά όμως, οι απο­καλύ­ψεις και τα οράματα ήταν εντε­λώς αχρεί­ασ­τα διότι τα πράγ­ματα που του αποκα­λύφ­θηκαν ήταν κοινώς δια­δεδομένα και γνωστά μεταξύ των τότε χριστιανών και οπα­δών του Ιησού Χριστού, όπως μαρ­τυρούν τα Ευαγγέλια, οι Πράξεις και μερικές από τις άλλες Επιστολές!

Τί γενικό συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει από την σύγκριση των αφηγή­σεων του Παύλου με τις αφηγήσεις των Ευαγ­γε­λίων; Αυτά τα στοιχεία εί­ναι ισχυρώς δι­αφω­τισ­τικά διά τις ψευδαισθή­σεις, παραισθήσεις, τα ψέματα του Παύλου, τα μυθεύ­ματα των Ευαγγελίων και ολόκλη­ρης αυτής της φτια­χ­τής, επι­νοημέ­νης και ψευ­δούς θρησκείας του Παυλικού Εβραιοχρι­στιανι­σ­μού! Τονίζομε λοιπόν και πάλι ότι:

Καίριο πλήγμα κατά της ιστορικό­τη­τος του Ιησού Χριστού είναι ο Χρισ­τός του Παύλου. Όλα τα ανωτέρω πε­ριληπτικά στοι­χεία φανερώ­νουν ότι ο Ιησούς Χριστός των Ευαγγε­λίων όπως και οιοσδήποτε αφανής αλλά υπ­άρξας Ιησούς Χριστός ήταν άγνω­στος στον Παύλο. Τότε όμως αν δεχθού­με ότι ο Παύ­λος είναι ιστορικό πρόσωπο κατά την εποχή που διατείνονται ότι έζησε, έδ­ρασε και μας πα­ρέδωσε τα γραπτά του, αναγκαστικά πρέπει να δεχθού­με ότι ο Ιησούς Χριστός, όπως τον παρουσιάζουν ο Παύλος και τα Ευαγγέλια, δεν ήταν ιστο­ρικό πρόσωπο αλλά μια μυ­θο­λογική διαπλο­κή! Αν πάλι ο Παύ­λος με τις αποκαλύψεις και τα οράματά του έχει δίκιο, τότε τα Ευαγγέλια αποτελούν προφανή μυ­θο­λογική διαπλοκή! Δεν μέ­νει παρά να συμπε­ράνομε ότι τα πάντα είναι μυ­θο­λογικές διαπλοκές.

Συνεπώς και ο Παύλος και ο Ιησούς είναι χρι­σ­τιανικά μυθιστορήματα και τί­πο­τα παραπάνω. Δηλαδή ψευτιές! Βεβαίως τα γραπτά που αποδίδονται στον Παύλο κα­θώς και οι προηγούμενες πηγές και παραδόσεις, όποιες κι’ αν ήταν αυτές, πρέπει να έθεσαν τις βάσεις και τις νύξεις της συγγραφής και της μυθολογίας των υστεροχ­ρό­νων τεσσά­ρων Κανονι­κών Ευαγγελίων. Μετά τον πλήρη και αμετάκλητο διαχωρισ­μό Χριστιανών και Ιουδαίων (+135 Κ. Ε.) και την οικτρή αποτυχία της εσχατολογίας των πρώτων, οι νέες κα­ταστά­σεις που προέκυψαν απαιτούσαν νέα κείμενα διαφορετι­κά απ’ αυτά του Παύ­λου και προπάντων ιστορικοποιούντα για την δικαιολόγηση και επιβίωση τής Εβραι­οχριστια­νικής αιρέσεως! Αυτή η αναγκαιότητα επεβάλετο όχι μό­νο για την συγκρά­τηση των οπαδών εντός της αιρέσεως αλλά και από την επιχει­ρη­μα­το­λογία εναντίον της τόσο των Ιουδαίων όσο και των Εθνικών! Έτσι τα υστε­ρόχ­ρονα Ευαγ­γέλια διατήρησαν αναγκαστικά τα ελάχιστα σημεία που έκριναν σκόπιμα από τον Παύλο αφού όμως πρώτα τα επεξεργάστηκαν κατά τις απ­αιτήσεις του καιρού των. Τα επεξέ­τειναν και τα ανάπλασαν εντός δήθεν «ιστορικών» σκηνών και πλαισί­ων. Ακόμη έλαβαν χώρα μερικές σκόπιμες και αναγκαίες παρεμβολές στα γραπτά του Παύλου.

Ο Χριστιανισμός είναι εν γένει μια από τις αιρέσεις του Ιουδαϊσμού. Αν λοι­πόν θεωρήσομε ως ορθόδοξο τον Χριστιανισμό των Ευαγγελίων, τότε ο Παύλος εδη­μιούργησε μια αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως… Ειδάλλως ο Χριστιανισμός των Ευαγγελίων αποτελεί αίρεση της αιρέσεως, της αιρέσεως… Κουλουβάχατα δηλαδή …! Αυτή η αντίφαση έχει δημιουργήσει αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ Καθολικών-Ορθοδό­ξων και Διαμαρτυρομένων

Τα συμπεράσματα που αναπτύξαμε στο παρόν μέρος και οι διαφορετικοί Χρι­στοί της Και­νής Διαθήκης (Παύλου, Συνοπτικών Ευαγγελίων και Κατα Ιωάννην Ευαγ­γελίου), τί ειρωνεία, απο­τελούν το βαρύ­τερο επιχείρημα των μυ­θι­κι­στών κατά της ισ­τορικό­τητος του Ιησού ή του Παύλου αναλόγως. (Μεταξύ των τριών Ιω­αννι­κών Επι­στολών, κυρίως όμως της πρώτης, και του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου τα προ­βλήματα είναι παρόμοια και το ίδιο ισχυρά με αυτά που αναπτύξαμε εδώ.). Αυτό το επι­χείρη­μα είναι εξαιρετικά ισχυρό ή μάλλον απροσ­πέλαστο για τους γνώστες και ει­λικ­ρινείς ερευνη­τές Χριστιανούς, πολλοί των οποίων, μεταξύ αυ­τών και ο υποφαι­νό­με­νος, τε­λικά απε­σκίρτησαν από την Εβραιογνωστικοχ­ριστιανι­κή μάστιγα, έγιναν πο­λέ­μιοί της και την εξέθεσαν θαρραλέα με ομιλίες, ερευνητικές ερ­γασίες, εμ­περιστα­τωμένα συγγράμμα­τά και την κατήγγειλαν!

Αναγνώ­σ­τες τί λέ­τε, έπραξαν κα­λώς ή κακώς;

Ιωάννης Νεοκλής Φιλάδελφος Μ. Ρούσσος

 


 

– ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ –

Συνεχίζομε περί Παύλου με την μετάφραση των συνοπτικών αλλά πολύ περιε­κτικών σελί­δων 520-528, του εξαι­ρε­τι­κού ερευνητικού συγγράμματος:

History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (Ιστορία της Χρισ­τιανικής Θρησκείας μέχρι το Έτος 200). By: Charles B. Waite, A. M., Fifth Edition – Revised. Chicago, 1900.
Ο συγγραφέας εξετάζει και παρουσιάζει μερικά μόνο από τα δόγματα τού Παύλου· όχι όλα! Άλλα δόγματά του έχομε ήδη εξετάσει και παρουσιάσει στο παραπάνω κεί­μενο και αλλού.
Ο μεταφραστής, χάριν πληρεστέρας εκθέσεως του θέματος, έθεσε εντός αγκυ­λών [ ] μερικές επιπλέον δικές του ση­μει­ώσεις, πλη­ρο­φορίες και αναφορές εντός του κειμέ­νου της μετάφρασης, τις οποίες εύκολα μπορείτε να εντοπίσετε.

ΔΟΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ
[με συμπληρωματικές αναφορές απ’ όλη την Καινή Διαθήκη]

Η διά ΑΙΜΑΤΟΣ ΕΞΙΛΕΩΣΗ. ―Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς το πως δύναται οιοσ­δή­ποτε να αρνηθεί το ότι ο Παύλος εδίδαξε το δόγμα της εξιλέωσης. Οι απόψεις του εκφράζονται με ικανώς σαφή γλώσσα στα επόμενα χωρία, όλα τα οποία ελήφθη­σαν από τις επιστολές του, τις οποίες οι Γερμανοί κριτικοί παραδέ­χον­ται ως γνήσιες:

«όν προέθετο ο Θεός ιλαστήριον διά της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις έν­δειξιν της δικαιοσύνης αυτού διά την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων» ―Πρός Ρωμαίους 3: 25.

«έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. μό­λις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται· υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά απο­θανείν. συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλω μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού· ου μόνον δε, αλλά και καυχώμενοι εν τω Θεώ διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ου νυν την καταλλαγήν ελάβομεν.» ―Πρός Ρωμαίους 5: 6-11.

«ός γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ’ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυ­τόν, πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται;» ―Πρός Ρωμαίους 8: 32.

«παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς» Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3.

«του δόντος εαυτόν υπέρ των αμαρτιών ημών, όπως εξέληται ημάς εκ του ενε­στώτος αιώνος πονηρού κατά το θέλημα του Θεού και πατρός ημών,» ―Πρός Γα­λά­τας 1: 4.

Βλέπε επίσης: ―Πρός Γαλάτας 3: 13, «Χριστός ημάς εξηγόρασεν εκ της κατάρας του νόμου γενόμενος υπέρ ημών κατάρα· γέγραπται γαρ· επικατάρατος πας ο κρεμάμενος επί ξύλου·». [Βλέπε και Γένεσις 40: 19, Δευτερονόμιον 21: 22-23, Ιη­σούς του Ναυί 8: 29, Εσθήρ 8: 7, και Πράξεις 5: 30, 10: 39, Πρός Γαλάτας 3΄: 13, Α΄ Πέτρου 2: 24.].

[Α΄ Πρός Κορινθίους 15: 3 «παρέδωκα γαρ υμίν εν πρώτοις ό και παρέλαβον, ότι Χριστός απέθανεν υπέρ των αμαρτιών ημών κατά τας γραφάς,».

Πρός Εφεσίους 1: 7 «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των παραπτωμάτων, κατά τον πλούτον της χάριτος αυτού,»

Πρός Εβραίους 9: 11-22 «Χριστός δε παραγενόμενος αρχιερεύς των μελλόντων αγαθών διά της μείζονος και τελειοτέρας σκηνής, ου χειροποιήτου, τούτ’ έστιν ου ταύ­της της κτίσεως, ουδέ δι’ αίματος τράγων και μόσχων, διά δε του ιδίου αίματος εισήλ­θεν εφάπαξ εις τα Άγια, αιωνίαν λύτρωσιν ευράμενος. ει γαρ το αίμα ταύρων και τρά­γων και σποδός δαμάλεως ραντίζουσα τους κεκοινωμένους αγιάζει προς την της σαρ­κός καθαρότητα, πόσω μάλλον το αίμα του Χριστού, ος διά Πνεύ­ματος αιωνίου εαυ­τόν προσήνεγκεν άμωμον τω Θεω, καθαριεί την συνείδησιν υμών από νεκρών έργων εις το λατρεύειν Θεώ ζώντι; Και διά τούτο διαθήκης καινής μεσί­της εστίν, όπως, θανά­του γενομένου εις απολύτρωσιν των επί τη πρώτη διαθήκη πα­ραβάσεων, την επαγγελίαν λάβωσιν οι κεκλημένοι της αιωνίου κληρονομίας. όπου γαρ διαθήκη, θάνατον ανάγκη φέρεσθαι του διαθεμένου· διαθήκη γαρ επί νεκροίς βε­βαία, επεί μήποτε ισχύει ότε ζη ο διαθέμενος. Οθεν ουδ’ η πρώτη χωρίς αίματος εγκε­καίνισται· λαληθείσης γαρ πάσης εντολής κατά τον νόμον υπό Μωϋσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων μετά ύδατος και ερίου κοκκίνου και υσσώπου, αυτό τε το βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε λέγων· τούτο το αίμα της διαθήκης ης ενετείλατο προς υμάς ο Θεός. και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχεδόν εν αίματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις.»

Πρός Εβραίους 10: 10 «εν ω θελήματι ηγιασμένοι εσμέν διά της προσφοράς του σώματος του Ιησού Χριστού εφάπαξ.»]

[Για το ίδιο δόγμα βλέπε και: Ματθαίος 26: 28, Α΄ Ιωάννου 1: 7, και Α΄ Πέτρου 1: 18.]

ΔΙΚΑΙΩΣΗ διά ΠΊΣΤΕΩΣ. ―Ο Παύλος ήταν εξ ίσου καθαρός στην αναγ­γε­λία αυτού του δόγματος. Π. χ. βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 1: 16, «ου γαρ επαισχύνομαι το ευαγγέλιον του Χριστού· δύ­ναμις γαρ Θεού εστιν εις σωτηρίαν παντί τω πιστεύοντι, Ιουδαίω τε πρώτον και Έλ­ληνι.»,

Πρός Ρωμαίους 3: 22-24, «δικαιοσύνη δε Θεού διά πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας· ου γαρ εστι διαστολή· πάντες γαρ ήμαρ­τον και υστερούνται της δόξης του Θεού, δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι διά της απολυτρώσεως της εν Χριστω Ιησού,»,

Πρός Ρωμαίους 3: 30, «επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν διά της πίστεως.»,

Πρός Ρωμαίους 4: 5, «τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή, λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην,»,

Πρός Ρωμαίους 4: 16 «δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βε­βαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστι πατήρ πάντων ημών,»,

Πρός Ρωμαίους 5: 1, «Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν διά του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού,»,

Πρός Γαλάτας 2: 16 «ειδότες δε ότι ου δικαιούται άνθρωπος εξ έργων νόμου εάν μη διά πίστεως Ιησού Χριστού, και ημείς εις Χριστόν Ιησούν επιστεύσαμεν, ίνα δικαιωθώμεν εκ πίστεως Χριστού και ουκ εξ έργων νόμου, διότι ου δικαιωθήσεται εξ έργων νόμου πάσα σάρξ.».
Κλπ.

[Πρός Ρωμαίους 3: 27-28 «Πού ουν η καύχησις; εξεκλείσθη. Διά ποίου νό­μου; των έργων; ουχί, αλλά διά νόμου πίστεως. λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.».

Πρός Ρωμαίους 6: 8 «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συ­ζήσομεν αυτώ,».

Πρός Ρωμαίους 10: 9 «ότι εάν ομολογήσης εν τω στόματί σου Κύριον Ιη­σούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση·».

Πρός Εφεσίους 2: 7-8 «ίνα ενδείξηται εν τοις αιώσι τοις επερχομένοις τον υπερβάλλοντα πλούτον της χάριτος αυτού εν χρηστότητι εφ’ ημάς εν Χριστω Ιησού. τη γαρ χάριτί εστε σεσωσμένοι διά της πίστεως· και τούτο ουκ εξ υμών, Θεού το δώρον,».

Για το ίδιο δόγμα έχομε και: Ιωάννης 3: 16-18, 11: 25-26, Πράξεις 10: 43, 16: 31.

Αυτά έρχονται σε καθαρή αντίφαση με τον Ιάκωβον, Καθολική Επιστολή Ιακώβου 2: 17 «ούτω και η πίστις, εάν μη έργα έχη, νεκρά», 2: 20, κλπ.]

[ΔΙΚΑΙΩΣΗ δι’ ΕΡΓΩΝ ―Βεβαίως ο συνεχώς φάσκων και αντιφάσκων Παύλος δεν αντιφάσκει μόνο με τον Ιάκωβον αλλά και με τον εαυτόν του. Σε δυο σημεία αντιφατικώς λέγει ότι μπορούμε να σωθούμε και με έργα:

Πρός Ρωμαίους 2: 5-7 «κατά δε την σκληρότητά σου και αμετανόητον καρδί­αν θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά έργα αυτού, τοις μεν καθ’ υπομονήν έργου αγα­θού δόξαν και τιμήν και αφθαρσίαν ζητούσι ζωήν αιώνιον,» και 2: 13 «ου γαρ οι ακροα­ταί του νόμου δίκαιοι παρά τω Θεω, αλλ’ οι ποιηταί του νόμου δικαιω­θή­σονται.».

Για το ίδιο δόγμα βλέπε και Επιστολή Ιακώβου 2: 14-26.

Μετά απ’ αυτές τις αντιφάσεις και τις τρικλοποδιές βρείτε ‘σεις την άκρη. Τί να πρωτοπεί και να πρωτοθαυμάσει κανείς με αυτόν τον Παύλο! Σε όλα τα ζητήματα φάσκει και αντιφάσκει. Οι αντιφάσεις και δολιότητές του ανέρχονται σε εκα­τοντάδες. Για την μνημειώδη αντιφατικότητα και κατά συνέπεια ψευδολογία του Παύ­λου όπως και όλης της Καινή Διαθήκης εδώ θα περιοριστούμε στο παράδειγμα του Μωσαϊκού Νόμου. Μελετήσετε τα παρακάτω αποσπά­σμα­τα με τη σει­ρά που τα παραθέτομε και αφού τα κατανοήσετε βγάλετε μόνοι σας τα συμπερά­σματά σας:

Πρά­ξεις 13: 39, και από πάντων ων ουκ ηδυνήθητε εν τω νόμω Μωϋσέως δι­καιω­θή­ναι, εν τούτω πας ο πιστεύων δικαιούται.

Ματ­θαί­ος 5: 17-18, Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προ­φήτας· ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. αμήν γαρ λέγω υμίν, έως αν παρέλθη ο ου­ρα­νός και η γη, ιώτα εν ή μία κεραία ου μη παρέλθη από του νόμου έως αν πάντα γέ­νη­ται. (Και Λουκάς 16: 17.)

Πρός Ρω­μαί­ους 6: 14, αμαρτία γαρ υμών ου κυριεύσει· ου γαρ εστε υπό νό­μον, αλλ’ υπό χάριν.

7: 1, Η αγνοείτε, αδελφοί· γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ. ότι ο νόμος κυριεύει του αν­θ­ρώπου εφ’ όσον χρόνον ζη;

7: 6, νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατειχόμεθα, ώσ­τε δου­λεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος.

Πρός Γα­λά­τας 3: 10, Οσοι γαρ εξ έργων νόμου εισίν, υπό κατάραν εισί· γέγρα­πται γαρ· επικατάρατος πας ος ουκ εμμένει εν πάσι τοις γεγραμμένοις εν τω βιβλίω του νό­μου του ποιήσαι αυτά·

Πρός Ρω­μαί­ους 4: 14-15, ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία· ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται· ου γαρ ουκ έστι νόμος, ου­δέ παράβασις.

Πρός Γα­λά­τας 3: 19, Τί ουν ο νόμος; των παραβάσεων χάριν προσετέθη, άχ­ρις ου έλθη το σπέρμα ω επήγγελται, διαταγείς δι’ αγγέλων εν χειρί μεσίτου.

Α΄ Ιω­άν­νου 3: 4, Πας ο ποιών την αμαρτίαν και την ανομίαν ποιεί, και η αμαρ­τία εστίν η ανομία.

Πρός Ρω­μαί­ους 7: 12, ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή.

7: 14, οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν· εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπ­ρα­μένος υπό την αμαρτίαν.

Πρός Γα­λά­τας 3: 22-23, αλλά συνέκλεισεν η γραφή τα πάντα υπό αμαρτίαν, ίνα η επαγγελία εκ πίστεως Ιησού Χριστού δοθή τοις πιστεύουσι. Προ δε του ελθείν την πίσ­τιν υπό νόμον εφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εις την μέλλουσαν πίστιν απο­καλυφθή­ναι. (Καλλίτερα και πληρέστερα μελετήσετε ολόκληρο το κεφάλαιο 3 της Πρός Γαλά­τας Επιστολής.).

Πρός Ρω­μαί­ους 3: 19, Οίδαμεν δε ότι όσα ο νόμος λέγει τοις εν τω νόμω λα­λεί, ίνα παν στόμα φραγή και υπόδικος γένηται πας ο κόσμος τω Θεώ,.

Εκτός από ολίγες εξαιρέσεις, τα περί Μωσαϊκού Νόμου τουΠαύλου έρχονται σε κατάφορη αντί­θε­ση με τον ίδιο το Ιησού Χριστό των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελί­ων, ο οποίος όχι μόνο υποστηρίζει τον Νόμο αλλά και λέγει ότι μπορεί κανείς να κερδίσει την αιώνια ζωή διά της τηρήσεως των εντολών του νόμου και του ιδίου. Διαβάστε προσεκτικά: Ματθαίος ε΄: 17-19, ιθ΄: 17, Μάρκος ι΄: 19, Λουκάς ι΄: 26, Ιωάννης ιδ΄: 15, ιε΄: 10, κλπ. Ο Ιάκωβος μάλιστα στην Επιστολή του β΄: 10, έφτασε στην ακρότητα να μας πει ότι το να πα­ρα­βιάσεις μόνο μια εντολή του νό­μου είναι το ίδιο με το να παραβιάσεις όλο τον νόμο «όστις γαρ όλον τον νόμον τηρήση, πταίση δε εν ενί, γέγονε πάντων ένο­χος.». Ποιόν να πιστέψομε; Τον Παύλο, τον Ιάκωβο ή τον Ιησού; Ας μας απαντή­σουν οι φω­σ­τήρες της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστι­γας!]

ΕΚΛΟΓΗ ΚΑΙ ΠΡΟΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ. ―Αυτά τα δόγματα διεκηρύχθησαν από τον Παύλο σε γλώσσα, εάν είναι δυνατόν ακόμα περισσότερο σαφή [από τη γλώσσα των προηγουμένως αναφερθέντων δογμάτων]. Π. χ., βλέπε:

Πρός Ρωμαίους 8: 28, «Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν·»,

Πρός Ρωμαίους 8: 30, «ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε, τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»,

Πρός Ρωμαίους 9: 11-24, «μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ’ εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη, ουκ εξ έργων, αλλ’ εκ του κα­λούντος, ερρέθη αυτη ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι, καθώς γέγραπται· τον Ια­κώβ ηγάπησα, τον δε’Ησαύ εμίσησα. Τί ουν ερούμεν; μη αδικία παρά τω Θεω; μη γέ­νοιτο. τω γαρ Μωϋσή λέγει· ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω. άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού. λέγει γαρ η γρα­φή τω Φαραω ότι εις αυτό τούτο εξήγειρά σε, όπως ενδείξωμαι εν σοί την δυναμίν μου, και όπως διαγγελή το όνομά μου εν πάση τη γη. άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει. Ερείς ουν μοι· τι έτι μέμφεται; τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέ­στη­κε; μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεω; μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως; ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ό μεν εις τιμήν σκεύος, ό δε εις ατιμίαν; ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μα­κροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν, και ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους, ά προητοίμασεν εις δόξαν, ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιουδαίων, αλλά και εξ εθνών,»,

Πρός Ρωμαίους 11: 5-7, «ούτως ουν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ’ εκλογήν χάριτος γέγονεν. ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων· επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. ει δε εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις· επεί το έργον ουκέτι εστίν έργον. Τί ουν; ό επιζητεί Ισ­ρα­ήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δε εκλογή επέτυχεν· οι δε λοιποί επωρώθησαν,».
Κλπ.

[Πράξεις 13: 48 «ακούοντα δε τα έθνη έχαιρον και εδέξαντο τον λόγον του Κυρίου, και επίστευσαν όσοι ήσαν τεταγμένοι εις ζωήν αιώνιον·»

Αν και λέγει: Α΄ Πρός Τιμόθεον 2: 3-4 «τούτο γαρ καλόν και απόδεκτον ενώ­πιον του σωτήρος ημών Θεού, ος πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγ­νω­σιν αληθείας ελθείν.».

Πρός Τίτον 2: 11-13: «Επεφάνη γαρ η χάρις του Θεού η σωτήριος πάσιν ανθρώποις, παιδεύουσα ημάς ίνα αρνησάμενοι την ασέβειαν και τας κοσμικάς επιθυ­μί­ας σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς ζήσωμεν εν τω νυν αιώνι, προσδεχό­μενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού,».

Αλλά και πάλι λέγει: Πρός Ρωμαίους 9: 22 «ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι το δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν,» και

Πρός Ρωμαίους 9: 27 «Ησαΐας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ· εάν ή ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα σωθήσεται·»]

Στην Β΄ Πρός Κορινθίους 4: 4 «εν οίς ο θεός του αιώνος τούτου (διάβολος, σα­τανάς) ετύφλωσε τα νοήματα των απίστων εις το μη αυγάσαι αυτοίς τον φωτισμόν του ευαγγελίου της δόξης του Χριστού, ος εστιν εικών του Θεού.», ο Θεός αφήνει τον σατα­νά να δρά κατά των ανθρώπων και έτσι να χάνουν την σωτηρία. Άρα το σωτήριο σχέδιο του δεν πήγε καλά και κατά μάλλον ή ήττον απέτυχε.

Για το ίδιο δόγμα βλέπε και: Μάρκος 4: 11-12, Λουκάς 8: 10, Ιωάννης 6: 44, 65, 12: 40, Α΄ Ιωάννου 5: 18, Α΄ Πέτρου 1: 20 και Β΄ Πέτρου 2: 9.]

ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΔΟΓΜΑΤΩΝ ΑΥΤΩΝ

Η θυσία ως εξιλέωση των αμαρτιών, ήταν ένα δόγμα πολύ γνωστό στους Ιουδαίους (Εβραίους). Είχε επικρατήσει μεταξύ όλων των εθνών της αρχαιότητας. Η πρακτική αυτή είχε την αρχή της, καθώς είναι γνωστόν, στην υποτιθεμένη ανάγκη της εξευμενίσεως ενός οργισμένου θεού. Για τον κατευνασμό της θεϊκής οργής γινόταν προσφορές, αρχικά από τους καρπούς της γης, μετά των ζώων. Μεταξύ των Ιουδαίων το επικρατούν δόγμα αναφέρετε στην επιστολή Πρός Εβραίους 9: 21-22: «και την σκηνήν δε και πάντα τα σκεύη της λειτουργίας τω αίματι ομοίως ερράντισε. και σχε­δόν εν αί­ματι πάντα καθαρίζεται κατά τον νόμον, και χωρίς αιματεκχυσίας ου γίνεται άφε­σις.». [Καλλίτερα ακόμα ξαναδιαβάσετε ολόκληρο το χωρίο Πρός Εβραίους 9: 11-22, το οποίο παραθέ­σαμε ανωτέρω.]

[Αυτό είναι παρμένο από πολλά σημεία της Παλαιάς Διαθήκης. Π. χ. Μελετεί­στε: Έξοδος 29: 36, Λευιτικόν 5: 11-13, 8: 15, 19, 14: 2-57, 15: 3-30, 16: 14-15, 18-19, 26-27, 17: 11, Αριθμοί 6: 10-14, 19: 17-18, 31: 22-24. Ακόμα βλέπε: Πρός Εφε­σίους 1: 7, «εν ω έχομεν την απολύτρωσιν διά του αίματος αυτού, την άφεσιν των πα­ραπτωμάτων, κα­τά τον πλούτον της χάριτος αυτού,», Ματ­θαίος 26: 28, «τούτο γαρ εστι το αίμά μου το της καινής διαθήκης το περί πολλών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών.», κλπ. Ει­ρήσθω εν παρόδω ότι η έρευ­να απέδειξε η επιστολή Πρός Εβραί­ους δεν γρά­φτηκε από τον Παύλο. Αυτό το συμπέρασμα το παραδέχεται και ο Τρεμ­πέλας, ο οποίος συμφωνεί με την άποψη ότι την επιστολή την έγραψε κάποιος ακό­λουθος του Παύλου ο οποίος καταγράφει από μνήμης μεν, πιστά και ελεύθερα δε, τις θέσεις του Παύλου.].

Εάν το αίμα αμνών και τράγων ημπορούσε να κατευνάσει την οργισμένη Θε­ό­τητα και να την παρακινήσει να συγχωρέσει τις αμαρτίες του λαού, πόσο φυσική ήταν η μετάβαση στην ιδέα, ότι ο θάνατος ενός προσώπου έκτατης αρετής, και ιδιαι­τέρως ενός που εθεωρείτο ότι ο ίδιος είναι Υιός του Θεού, θα κατεργαζόταν την συγ­χώ­ρηση των αμαρτιών όλου του κόσμου. Όσο πιο μεγάλη η θυσία, τόσο περισσότερο επεκτεταμένος ο εξευμενισμός.
Οι αρχαίοι ήσαν οικείοι, επίσης, με τη ιδέα της θυσίας υπό τη μορφή σταύ­ρω­σεως. Απ’ αυτές τις σταυρώσεις οι πιο σημαντικές ήταν: του Κρισνά της Ινδίας, Π.Κ.Ε. γύρω στο 1200· του Ινδουιστή, Βούδα Σάκια, Π.Κ.Ε. 600· του Θουλή της Αι­γύπτου, Π.Κ.Ε. 1700· και του Μίθρα, της Περσίας, Π.Κ.Ε. 600.
Είναι δυνατόν ο Παύλος να μην είχε ακούσει τίποτα για αυτούς τους αρχαίους σωτήρες; Εν τούτοις δεν ήταν ολιγότερο ειλικρινής με το να πιστεύει ότι ο αληθινός σω­τήρας είχε τώρα παρουσιαστεί. Είναι αληθές ότι ο ίδιος ο Ιησούς, ουδεμία φορά κατά την διάρκεια της προκαταρκτική ανακρίσεως, είτε μπροστά στο συνέδριο, είτε μπροστά στον Πιλάτο, είτε καθ’ οδόν προς την εκτέλεση, είτε κατά την σταύρωση, έδωσε κανέναν υπαινιγμό ότι επρόκειτο να αποθάνει διά τις αμαρτίες του κόσμου.
Παρ’ όλα ταύτα, ο Παύλος, ο οποίος δεν είχε λάβει μέρος στα Μεσσιανικά όνειρα των άλλων αποστόλων, του ίδιου του Ιησού, λογικώς παρακινήθηκε να θεω­ρή­σει τα πάθη κατά την σταύρωση ως μία θυσία. Εάν επρόκειτο να εγκαταλείψει μια θρησκεία εξιλέωσης, έπρεπε τότε να αρπάξει μια άλλη, η οποία συμπεριλάμβανε μια εξι­λέωση ακόμη υψηλότερου χαρακτήρα.
Αυτή η ιδέα της εντεταλμένης εξιλέωσης, στην οποίαν ο Παύλος οδηγήθηκε φυσικά και λογικά, κατά την μετάβαση του από την Ιουδαϊκή στην Χριστιανική πί­στη, έγινε σ’ αυτόν η απορροφούσα σκέψη, η εμψυχωτική αρχή της επακόλουθης ζω­ής του. Από τότε και μετά επρόκειτο να γνωρίζει μόνο τον Ιησού και αυτόν εσταυ­ρω­μένο διά τις αμαρτίες του κόσμου.
Για την εξιλέωση, η δικαίωση διά πίστεως δεν ήταν τίποτα πλέον παρά ένα παρεπόμενο συμ­πέρασμα. Η θυσία έπρεπε να δίνει αποδεκτή από εκείνον διά τον οποίον είχε γίνει. Εάν η πίστη του ήταν αρκετή, θα πλενόταν και θα καθαριζόταν από το αίμα του Ιησού.
Ο προκαθορισμός δεν ήταν τίποτα άλλο παρά μια άλλη μορφή του δόγματος περί μοιραίου των Εσσαίων. Αν και ήταν μορφωμένος Φαρισαίος ο Παύλος είχε υιο­θετήσει πολλές απόψεις των Εσσαίων, και ήταν κορεσμένος μέχρις εσχάτων από την μοιρολατρία αυτής της αίρεσης.
Υπάρχουν άλλα δόγματα του Αποστόλου τα οποία μέχρι στιγμής έχουν παρα­κρατηθεί­ στην αφάνεια, αλλά είναι μεγάλης σημασίας για την ανάπτυξη της Χριστι­α­νικής θρησκείας που επακολούθησε. Αυτά λοιπόν πρέπει τώρα να εξετάσομε.

[Ο Ιησούς Χριστός των τεσσάρων κανονικών Ευαγγελίων, ουδέποτε ανέφερε τον Αδάμ και το προπατο­ρικό αμάρτημα σε οτιδήποτε έστω και το παραμικρό. Ουδέ­πο­τε εδήλωσε ότι τα προκαθορισμένα πάθη του αποτελούν εξιλεωτική θυσία για το αμάρ­τη­μα αυτό και έπρεπε να λάβουν χώρα για να σω­θεί το ανθρώπινο γένος από την κατά­ρα και την οργή του Θε­ού Πατ­ρός, Γιαχβέχ. Αυτά δεν υπάρχουν στα Ευαγγέλια, παρά μόνο στον Παύλο και μετέπειτα στην χριστιανική κατήχηση και δικαιολόγηση!
Τα θεολογικά δόγματα τού Παύλου είναι καινοφανή για τον Εβραϊσμό. Οι Εβ­ραίοι ουδέποτε φαντάστηκαν έναν Μεσσίαχ Υιόν του Γιαχβέχ ή ομοούσιον με τον Θεό Πατέρα Γιαχβέχ, για να εξιλεώσει όλο τον κόσμο από το αμάρτημα του Αδάμ και της Εύας. Ο Μεσσίαχ των Εβραίων ήταν ένας άνθρωπος ειδικά επιλεγμένος από τον Γιαχβέχ για να επανιδρύσει το χαμένο κράτος του Δαυίδ και να εγκαθιδρύσει ει­ρήνη και την ευτυχία στον εκλεκτό λαό του. Για τις αμαρτίες τους είχαν την ημέρα του εξιλασμού. Η κατάργηση ή ακόμα η αλλοίωση του Μωσαϊκού Νόμου ήταν θανά­σιμο αμάρτημα για τους Εβραίους. Η καταγωγή του Ιησού ως Μεγάλου Αρχιερέως από τον Μελχισεδέκ και όχι τον Ααρών ήταν μεγάλη παράβαση του θεϊκού Νόμου όπως και η κατάργηση της περιτομής, κ ά.
Ο Παύλος ομολογεί ότι ήταν Εβραίος και ζηλωτής του Νόμου. Φαρισαίος που μορφώθηκε «παρά τους πόδας» του μεγάλου διδασκάλου Φαρισαίου Γαμαλιήλ. Τότε γεννιέται το ερώτημα πώς στις κύριες και μεγάλες επιστολές του (Πρός Ρωμαίους, δύο Πρός Κορινθίους, Πρός Γαλάτας, Πρός Εβραίους) αναπτύσσει τόσο καινοφανή και αντίθετα προς τον Εβραϊσμό δόγματα; Πως του κατέβηκαν μαζί με τα ψεύδη και τις στρεψοδικίες του; Αν είναι δικά του τό­τε είναι προφανές ότι ο Παύλος αποσπά­σ­θηκε από τον ορθό­δοξο Ιουδαϊσμό και έκανε δική του αίρεση για λόγους που δεν έχο­με εξα­κριβώσει με αποδείξεις. Μήπως όμως δεν είναι δικά του αλλά χρισ­τιανικά δόγ­ματα που παρ­εισέφρησαν αργότερα και τα έβαλαν στις Επι­σ­τολές του Παύλου;

Έχομε ήδη αναφέρει ότι πολλοί επιστήμονες αμφισβητούν την ύπαρξη του Παύλου και άλλοι όλες τις Επιστολές του. Μήπως αυτή η τρομερή αντίφαση είναι μια ισχυρή ένδειξη του ότι έχουν δίκιο; Ή μήπως έχουν δίκιο οι Εβιωνίτες για όσα του κα­ταμαρτυρούν;]

ΔΟΓΜΑΤΑ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ.

«ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΔΙΑ ΤΗΝ ΣΩΤΗΡΊΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ·
Η΄, ΝΑ ΦΟΝΕΥΣΕΙΣ ΤΟ ΣΩΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΘΕΙ Η ΨΥΧΗ.»

«Όλως ακούεται εν υμίν πορνεία, και τοιαύτη πορνεία, ήτις ουδέ εν τοις έθνε­σιν ονομάζεται, ώστε γυναίκά τινα του πατρός έχειν.
και υμείς πεφυσιωμένοι εστέ, και ουχί μάλλον επενθήσατε, ίνα εξαρθή εκ μέ­σου υμών ό το έργον τούτο ποιήσας!

εγώ μεν γαρ ως απών τω σώματι, παρών δε τω πνεύματι, ήδη κέκρικα ως πα­ρών τον ούτω τούτο κατεργασάμενον,
εν τω ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού συναχθέντων υμών και του εμού πνεύματος συν τη δυνάμει του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού
παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού

«τι γαρ μοι και τους έξω κρίνειν; ουχί τους έσω υμείς κρίνετε; τους δε έξω ο Θεός κρίνει. και εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών.» ―Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 1-5, 12-13.

[Στον στίχο 1 έχομε την πληροφορία μόνο τι ήταν το αδίκημα κάποιου. Ότι δηλαδή κάποιος γιος είχε σεξουαλικές σχέσεις με την μητριά του. Δεν αναφέρεται τί­ποτα για τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη, αν ήταν όντως ή όχι ένο­χος ο αδικήσας γιος, και αν τελικά ένοιαξε τον πατέρα του που μάλλον υπο­νο­είται πως ήταν ο αδι­κη­θείς χωρίς να εί­ναι σίγουρο. Ο αδικηθείς μπορεί να ήταν η γυ­ναίκα του πατέρα, δηλα­δή η μητριά του γιου. Αν εμβα­θύ­νομε στον τρόπο με τον οποίον ο Παύ­λος αναφέρει εδώ τα συμβάντα, φαίνεται αρκετά αμφίβο­λο ότι ένοιαξε κα­θόλου τον πατέρα και μάλλον όλα να έγιναν κοινή συναινέσει. Π. χ., στον στίχο Α΄ Πρός Κορινθίους 5: 6 ο Παύλος αντιδρά ως εξής: «Ου καλόν το καύχημα υμών. ουκ οίδατε ότι μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί;». Δεν βλέπομε κανέναν να διαμαρτύρεται για αδίκημα, αλλά αντιθέτως ο στίχος 2 φανερώνει σαφώς ότι κανένας από τη σύ­ναξη της Κορίν­θου δεν νοιάστηκε για το συμβάν και επομέ­νως δεν υπήρχε ούτε αδι­κήσας ούτε αδι­κηθείς. Όλα αυτά για τον Παύλο είναι ψιλά γράμματα και παραβλέ­πονται. Άλλο είναι το ζή­τημα που τον καίει όπως θα δούμε στη συνέχεια και αυτός μόνος, από ό,τι είχε ακού­σει και εν τη απουσία του, το θέτει ως έσχατο έγκλημα. Έτσι το ποινικό δίκαιο, ο ασ­τικός κώ­δι­κας και η εγκε­κριμένη δικαστι­κή διαδικασία δεν έχουν καμία θέση για τον Παύλο. Το μό­νο που τον νοιάζει είναι το καταστατικό της εκκλησίας όπως το εννοού­σε αυτός και μόνον. Όπως θα δούμε στη συνέχεια η κατάληξη ήταν πά­ρα πολύ λυπη­ρή για όλους, όπως σαφώς δηλώνεται στην Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-11. Η θανά­τωση τού γιου, την οποία επιζητούσε επιμόνως ο Παύλος, θα ήταν άκρως οδυνηρή και κα­τα­στροφική για τον πατέρα όταν μάλιστα ό,τι και αν έκανε ο γιος του όπως διαφαί­νε­ται δεν τον ενόχλησε πολλώ μάλλον να τον αδίκησε. Μετά, οι Χρισ­τια­νοί κοκορεύον­ται για μετάνοια και συγχώρεση. Εδώ δεν εδόθη καμία ευκαιρία!]

Τί εννοεί ο Παύλος εδώ; Διάφοροι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρό­τε­ρο από την έξωση εκ της εκκλησίας.
Εντούτοις, δεν ήταν τέτοια η γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο απόστολος, για τον κατ’ ευθείαν αποκλεισμό από την εκκλησία. Οι αδελφοί έπρεπε να:
«αποσυρ­θούν» εφ’ εαυτού των απ’ τέτοιους πονηρούς (Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατρι­βαί διε­φθαρμένων ανθρώ­πων τον νουν και απεστερημένων της αλη­θείας, νομιζόντων πορι­σμόν είναι την ευσέ­βειαν. αφίστασο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Παραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κατά την παρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.»)·

ή από τέτοιους έπρεπε να «απομακρυνθούν» (Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχον­τες μόρ­φωσιν ευσεβείας, την δε δύναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.»·

ή έπρεπε να τους αποφεύγουν (Πρός Ρωμαίους 16: 17 «Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ’ αυτών·»)·

ή να τους «ση­μειώνουν» ή να τους «προειδοποιούν» και «να μην κάνουν καθόλου παρέα» μαζί τους (Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 3: 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστολής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εν­τραπή·» ).

[Ακόμα βλέπε: Β΄ Πρός Κορινθίους 6: 14-15, «Μη γίνεσθε ετεροζυγούντες απί­στοις· τις γαρ μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί προς σκότος; τις δε συμφώ­νησις Χριστώ προς Βελίαλ; ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου;», (και Α΄ Ιωάννου 2: 12-17, Β΄ Ιωάννου 10-11).

Και ο Ιησούς σε μερικά σημεία είχε ανάλογη γλώσσα για επίλυση διαφορών. Ματ­θαίος 5: 22-26, «Εγώ δε λέγω υμίν ότι πας ο οργι­ζό­με­νος τω αδελφώ αυτού εική ένο­χος έσται τη κρίσει· ος δ’ αν είπη τω αδελφώ αυτού ρα­κά, ένοχος έσται τω συν­ε­δρίω· ος δ’ αν είπη μωρέ, ένοχος έσται εις την γέενναν του πυρός. Εάν ουν προ­σ­φέ­ρης το δώρόν σου επί το θυσιαστήριον κακεί μνησθής ότι ο αδελφός σου έχει τι κατά σου, άφες εκεί το δώρόν σου έμπροσθεν του θυσιαστηρίου, και ύπαγε πρώτον διαλ­λά­γη­θι τω αδελφώ σου, και τότε ελθών πρόσφερε το δώρόν σου. Ίσθι ευνοών τω αντι­δί­κω σου ταχύ έως ότου ει εν τη οδώ μετ’ αυτού, μήποτέ σε παραδώ ο αν­τί­δικος τω κριτή και ο κριτής σε παραδώ τω υπηρέτη, και εις φυλακήν βλη­θήση· αμήν λέγω σοι, ου μη εξέλθης εκείθεν έως ου αποδώς τον έσχατον κοδράν­την

18: 15-17, «Εάν δε αμαρτήση εις σε ο αδελφός σου, ύπαγε και έλεγξον αυτόν μεταξύ σου και αυτού μόνου· εάν σου ακούση, εκέρ­δη­σας τον αδελ­φόν σου· εάν δε μη ακούση, παράλαβε μετά σου έτι ένα ή δύο, ίνα επί στόματος δύο μαρτύρων ή τρι­ών σταθή παν ρήμα. εάν δε παρακούση αυτών, ειπέ τη εκκλησία· εάν δε και της εκ­κλησίας παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης.».].

Ο Παύλος διέταξε την εκκλησία της Κορίνθου «εξαρείτε τον πονηρόν εξ υμών αυτών». Η λέξη που χρησιμοποιείται είναι εξαρείτε «= απομακρύνατε, βγάλετε από τη μέση ή από ανάμεσα» από το ρήμα εξαιρώ· ή σύμφωνα με σωστότερο ανά­γ­νωσμα, αρείτε, από το ρήμα αίρω.

Τώρα ποία η σημασία του αίρω και του εξαιρώ;

Το ακόλουθο είναι ένας από τους ορισμούς που δίνονται από τους Liddell και Scott: «Να σηκώσεις και να απομακρύνεις, να απομακρύνεις, να θέσεις τέρμα στο: αργότερα, να φονεύσεις.».

Έτσι, ένας από τους ορισμούς του εξαιρέω, συνηρημένος τύπος του οποίου εί­ναι το εξαιρώ, είναι, «φονεύω, θανατώνω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση».

Εμείς αναγνωρίζομε ότι η φράση «εξαρείτε τον πονηρόν» χρησιμοποιείται με την έννοια «βγάλετε από τη μέση [δια θανατώσεως] τον πονηρόν = κακόν, άνομο, πα­λιάνθρωπο, διε­φθαρμένο»· όπως όταν λέμε σε έναν φίλο, «Αυτός έφυγε από τη μέ­ση.». Τω όντι, αυτή είναι η κοινή χρήση της φράσεως και των ισοδυνάμων της σε άλ­λες γλώσσες για περισ­σό­τε­ρα από δυο χιλιά­δες χρόνια.

Στην Καινή Διαθήκη υπάρχουν συχνά παραδείγματα της χρήσης του ρήματος αίρω κατ’ αυτήν την έννοια.
Παραδείγματος χάριν:
Ματθαίος 24: 39 «και ουκ έγνωσαν έως ήλθεν ο κατακλυσμός και ήρεν άπαν­τας, ούτως έσται και η παρουσία του υιού του ανθρώπου.».

Λουκάς 23: 18 «ανέκραξαν δε παμπληθεί λέγοντες· αίρε τούτον, απόλυσον δε ημίν Βαραββάν·». Βλέπε επίσης Ιωάννης 19: 15, και Πράξεις 21: 36.

Ιωάννης 17: 15 «ουκ ερωτώ ίνα άρης αυτούς εκ του κόσμου, αλλ’ ίνα τηρήσης αυτούς εκ του πονηρού».

Ιωάννης 15: 2 «παν κλήμα εν εμοί μη φέρον καρπόν, αίρει αυτό, και παν το καρπόν φέρον, καθαίρει αυτό, ίνα πλείονα καρπόν φέρη.».

Ιωάννης 11: 48-50 «εάν αφώμεν αυτόν ούτω, πάντες πιστεύσουσιν εις αυτόν, και ελεύσονται οι Ρωμαίοι και αρούσιν ημών και τον τόπον και το έθνος. εις δε τις εξ αυτών Καϊάφας, αρχιερεύς ων του ενιαυτού εκείνου, είπεν αυτοίς· υμείς ουκ οίδατε ουδέν, ουδέ διαλογίζεσθε ότι συμφέρει ημίν ίνα εις άνθρωπος αποθάνη υπέρ του λαού και μη όλον το έθνος απόληται.».

Πράξεις 8: 33 «εν τη ταπεινώσει αυτού η κρίσις αυτού ήρθη· την δε γενεάν αυτού τις διηγήσεται; ότι αίρεται από της γης η ζωή αυτού.».

Πράξεις 22: 22 «Ήκουον δε αυτού άχρι τούτου του λόγου, και επήραν την φωνήν αυτών λέγοντες· αίρε από της γης τον τοιούτον· ου γαρ καθήκεν αυτόν ζήν.».
Ούτως η φιλολογική ένδειξη είναι υπερβολική.
Αν όμως υπήρχε κάποια αμφιβολία διά την σημασία αυτού του κεφαλαίου, και για την πρόθεση του αποστόλου, θα πρέπει [η αμφιβολία αυτή] να εξαλειφθεί από την ανάγνωση της επομένης επιστολής προς την ιδίαν εκκλησία, εις την οποίαν ανα­φέρει την ίδια πρά­ξη. Στην επόμενη επιστολή λέγει:
«ου μόνον δε εν τη παρουσία αυτού, αλλά και εν τη παρακλήσει ή παρεκλήθη εφ’ υμίν, αναγγέλλων ημίν την υμών επιπόθησιν, τον υμών οδυρμόν, τον υμών ζήλον υπέρ εμού, ώστε με μάλλον χαρήναι,

ότι ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου μεταμέλομαι, ει και μετεμελό­μην· βλέ­πω γαρ ότι η επιστολή εκείνη, ει και προς ωραν, ελύπησεν υμάς.

νυν χαίρω, ουχ ότι ελυπήθητε, αλλ’ ότι ελυπήθητε εις μετάνοιαν· ελυπήθη­τε γαρ κατά Θεόν, ίνα εν μηδενί ζημιωθήτε εξ ημών.

η γαρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εις σωτηρίαν αμεταμέλητον κατεργάζεται· η δε του κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται.

ιδού γαρ αυτό τούτο, το κατά Θεόν λυπηθήναι υμάς, πόσην κατειργάσατο υμίν σπουδήν, αλλά απολογίαν, αλλά αγανάκτησιν, αλλά φόβον, αλλά επιπόθησιν, αλλά ζήλον, αλλά εκδίκησιν! εν παντί συνεστήσατε εαυτούς αγνούς είναι εν τω πράγματι.

άρα ει και έγραψα υμίν, ουχ είνεκεν του αδικήσαντος, ουδέ είνεκεν του αδι­κηθέντος, αλλ’ είνεκεν του φανερωθήναι την σπουδήν υμών την υπέρ ημών προς υμάς ενώπιον του Θεού.

Δια τούτο παρακεκλήμεθα. επί δε τη παρακλήσει υμών περισσοτέρως μάλλον εχάρημεν επί τη χαρά Τίτου, ότι αναπέπαυται το πνεύμα αυτού από πάντων υμών·» ―[Β΄ Πρός Κορινθίους 7: 7-13.].
Ο απόστολος δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την μεριά του κατηγορουμένου. Ούτε ενδιαφέρθηκε καθόλου για ‘κείνον που αδικήθηκε. Η μόνη φροντίδα ήταν αυτή για την εκκλησία. Και τώρα που η εκκλησία είχε εξεγερθεί, και μέσα στην αγανάκτη­ση και τον ζήλο της πήρε εκδίκηση από τον ανομούντα, αυτός, ο Παύλος, ικανο­ποιή­θη­κε.

[Δεν ξέρομε βεβαίως πόσον ο Εβραιόφρων Παύλος είχε κατά νουν: (1) την κατάρα του Ια­κώβ κατά του υιού του Ρουβήν επειδή ο Ρουβήν ανέβηκε εις την κλίνην του πατρός του και «έκανε κάτι» με μια από τις γυναίκες του πατρός του Γένεσις 49: 3-4, (2) τα παθήματα των δέκα γυναικών και παλλακίδων του προφητάνακτος Δαυίδ επει­δή τις τα­κτοποίησε όλες ο υιός Αβεσσαλώμ, Β΄ Σαμουήλ ή Βασιλειών 15: 16, 16: 15-23, 20: 3, (3) την διάταξη του Μωσαϊκού Νόμου, Λευιτικόν 20: 11 «και εάν τις κοιμηθή μετά γυναικός του πατρός αυτού, ασχημοσύνην του πα­τ­ρός αυτού απεκά­λυ­ψε, θανάτω θανατούσθωσαν, αμφότεροι ένοχοί εισι.». Όμως κατά καμίαν έννοιαν δεν δηλώνει ή υπονοεί κάτι τέτοιο στις επιστολές του, παρ’ όλο που η παυλική ομάδα της Κορίνθου αποτελείτο σχεδόν όλη από Ιουδαίους της διασποράς.

Τελικά ο Παύλος και Τίτος χάρηκαν με την έκβαση των πραγμάτων, και όπως διαβάζομε χάρηκαν πολύ. Απ’ ό,τι γράφεται στις δύο Πρός Κο­ρινθίους Επιστολές, πρέπει να ήταν ο Τίτος και η Χλόη (Α΄ Πρός Κο­ρινθίους 1: 11) αυτοί που ειδοποίη­σαν τον Παύλο περί των συμ­βάν­των. Επίσης στην Επιστολή Πρός Γαλάτας ο Παύλος έχει εξοργισθεί σε άκρατο βαθμό. Αναθεματίζει, μπλέκει τα λόγια του, υβ­ρί­ζει τους πάντες και τα πάντα ακόμα και τον Πέτρο (Πρός Γαλάτας 2: 11-21). Παρα­κάτω θα ασχοληθούμε εκτενώς και με τον στίχο Πρός Γαλάτας 5: 12. Από τις ανα­φο­ρές εκ των Επιστολών που έχομε ήδη γράψει εδώ και πολλές άλλες που δεν έχομε γράψει συμ­πε­ραίνομε ότι ο Παύλος πάντα είχε τους ανθρώπους του για να κατα­σ­κο­πεύουν άτομα και πράγματα. Η Ιερά Εξέτασις εφάρμοσε πολύ πιστά αυτή την τακ­τι­κή.]

Είχε [ο Παύλος] εκ προοιμίου καταδικάσει τον ανομούντα, και είχε εξαγγείλει καταδικαστική πρό­ταση, και το είχε κάνει αρκετά ξεκάθαρο ότι επιθυμούσε [απαι­τού­σε] η πρό­τα­ση [΄ του] να εκτελεστεί. Το ότι αυτό συνέβη, φαίνεται καθαρά από τη γλώσσα της δεύτερης επι­στολής.

[Εδώ πρέπει να προσθέσομε ότι: Ο Παύλος στην Β΄ Πρός Κορινθίους 2 : 1-11, συ­νι­στά αγάπη προς τον μετανοήσαντα. Αυτό οφείλομε να το αναφέρομε διότι πολλοί διε­στραμ­μένοι απολογη­τές της Εβραιογνωστικοχριστιανικής μάστιγας το χρησι­μο­ποι­ούν για να απαλ­λά­ξουν τον Παύλο από την κακία, τη δικτατορία και την αγριότητά που έχει επι­δείξει εν προκειμένω. Εδώ απλώς δίδει μια γε­νική και αφηρημένη εν­τολή αγάπης και μετανοίας, η οποία όμως λαμβάνει ισχύ όταν μόνο αυτός ο ίδιος κρίνει ότι η μετά­νοια τού αμαρτήσαντος έγινε εντός των πλαισίων που αυτός έθεσε. Ο Παύλος ως μέγας εγωιστής οικειοποιείται την ανώτατη αρχή μέσα στις ομάδες των πιστών του και μό­νον αυτός ως αυθεντία επικυρώνει ό,τι θέλει και όταν αυτός νο­μίζει ότι οι όροι του ικανοποιήθηκαν επαρκώς. Γι’ αυτό, π. χ., βλέπομε και το θράσος του στον στίχο 2: 9 όπου γράφει: «εις τούτο γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δο­κιμήν υμών, ει εις πάντα υπή­κο­οί εστε» κλπ. Ακόμα και σ’ αυτό το σημείο δοκιμάζει τα μέλη της ομάδας του και απαιτεί υπακοή «εις πάντα»! Πλήρης δικτατορία δηλαδή! Αν ψυχα­ναλύσομε την κα­τάσταση αυτών των μελών φτάνομε στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ήσαν σχιζοει­δή, πλήρως προ­βατοποιημένα και εντελώς εξαθλιω­μένα πνευματικώς! Διότι αντί να τον εξαπο­στείλουν από ‘κει που ήλθε αυτά υπομένουν τυφλά οτιδήποτε τους επιτάσ­σει! Ας μελετήσομε λοιπόν τα παράξενα και αλλοπρόσαλλα του εδαφίου Β΄ Πρός Κορινθίους 2: 1-11:

«Έκρινα δε εμαυτώ τούτο, το μη πάλιν εν λύπη ελθείν προς υμάς. ει γαρ εγώ λυπώ υμάς, και τις εστιν ο ευφραίνων με ει μη ο λυπούμενος εξ εμού; και έγ­ραψα υμίν τού­το αυτό, ίνα μη ελθών λύπην έχω αφ’ ων έδει με χαίρειν, πεποι­θώς επί πάντας υμάς ότι η εμή χαρά πάντων υμών εστιν. εκ γαρ πολλής θλί­ψεως και συνοχής καρδίας έγραψα υμίν διά πολλών δακρύων, ουχ ίνα λυπη­θήτε, αλλά την αγάπην ίνα γνώτε ην έχω περισσοτέρως εις υμάς. Ει δε τις λε­λύπηκεν, ουκ εμέ λελύπηκεν, αλλά, από μέρους ίνα μη επιβαρώ, πάντας υμάς. ικα­νόν τω τοιούτω η επιτιμία αύτη η υπό των πλειόνων· ώστε τουναν­τί­ον μάλλον υμάς χαρίσασθαι και παρακαλέσαι, μήπως τη πε­ρισσοτέρα λύπη κα­ταποθή ο τοιούτος. διό παρακαλώ υμάς κυρώσαι εις αυτόν αγά­πην. εις τού­το γαρ και έγραψα, ίνα γνώ την δοκιμήν υμών, ει εις πάντα υπήκοοί εστε. ω δε τι χαρίζεσθε, και εγώ· και γαρ εγώ ει τι κεχάρισμαι ω κεχάρισμαι, δι’ υμάς εν προσώπω Χριστού, ίνα μη πλεονεκτηθώμεν υπό του σατανά· ου γαρ αυτού τα νοή­ματα αγνοούμεν.»

Βλέπομε ότι, αν και συνδέει αυτά που γράφει εδώ με αυτά που έγραψε στην πρώτη επιστολή η σχέση τους με το επεισόδιο της Α΄ Πρός Κορινθίους 5, το οποίο εξετάζομε εδώ, είναι καθαρά στρεψόδικη. Ενώ, όπως έχομε καταστήσει σαφές ανω­τέ­­ρω, π. χ. με το «παραδούναι τον τοιούτον τω σατανά εις όλεθρον της σαρκός, ίνα το πνεύμα σωθή εν τη ημέρα του Κυρίου Ιησού.» και με τα τόσα άλλα, ο Παύ­λος εκ προ­οιμίου έχει καταδικάσει τον ανομούντα, εδώ τώρα γράφει: «ώστε τουναν­τίον μάλ­λον υμάς χαρίσασθαι και πα­ρα­καλέσαι, μήπως τη περισσοτέρα λύπη κατα­πο­θή ο τοι­ού­τος. διό παρακαλώ υμάς κυ­ρώσαι εις αυτόν αγά­πην», κλπ. Το «δι’ υμάς εν προ­σώ­πω Χριστού,» είναι για ένα αφη­ρη­μένο κόλπο ενώ ολόκληρο το εδάφιο είναι ένα προ­πα­ρασκευαστικό βήμα διά τους πα­ραλήπτες της επι­στο­λής, ούτως ώστε στο κεφάλαιο 7 να επέλθει σαν καταπέλτης. Διότι στο κεφάλαιο 7 βλέπομε καθαρά τη γλώσσα και το ύφος να αλλάζει ριζικά. Όχι μό­νον επανέρχεται σαφώς στο επεισόδιο, τη γλώσσα και το ύφος του κεφαλαίου 5 της Α΄ Πρός Κορινθίους, αλλά τώρα χρησιμοποιεί δια­φο­ρε­τικά κριτήρια, π. χ. της δικής του χαρά και του Τίτου με όλες τις συγκαλυμμένες κα­κοήθειές του κλπ., και δη­λώνει ευθέως: «ει και ελύπησα υμάς εν τη επιστολή, ου με­ταμέλομαι, ει και μετε­με­λό­μην…» κλπ., μαζί με όλες τις εξα­θλι­ω­τικές στρε­ψο­δι­κίες που μόλις ανωτέρω παρα­θέ­σαμε. Από τα ίδια τα γραπτά του, ευκολότατα απο­δει­κνύ­ε­ται ότι ο Παύλος είναι ένας δόλιος και πονηρός στρεψόδικος. Η σχέση των κεφα­λαί­ων Α΄ Πρός Κορινθίους 5, Β΄ Πρός Κορινθίους 2 και 7 αποτελεί ένα παράδειγμα μέσα στα τόσα άλλα. Μερικές φορές έχει το θράσος να το ομολογεί και ο ίδιος. Π. χ. Πράξεις 9: 22, Πρός Ρω­μαί­oυς 3: 7 «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμα­ρτω­λός;» (το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος!), Α΄ Πρός Κo­ρι­ν­θί­oυς 6: 12, 9: 19-23, 10: 23, Β΄ Πρός Κo­ριν­θί­oυς 5: 13, 12: 16, Πρός Φι­λιπ­­πη­σίους 1: 15-18, και πολλά άλλα. Έτσι λοιπόν φτάνομε αβιάστως στα παρακάτω συμπεράσματα των «αγίων και θεο­φό­ρων πατέρων», τα οποία ο Waite έκανε το κόπο να μας καταγράψει: ]

Το συμπέρασμα που βγήκε εξ αυτού του κεφαλαίου [Β΄ Πρός Κορινθίους 7] από τον Τερτυλλιανό [ήδη στο τέλος δευτέρου και αρχές τρίτου αιώνα], τον Αμβ­ρό­σιο [δεύτερον ήμισυ του τε­τάρτου αιώνα], και άλλους πατέρες της εκκλησίας, ήταν, «ότι το άτομο μπορεί να κατα­στραφεί για να σωθεί η εκκλησία.».

[Είναι πολύ γραφικές, εκφοβιστικές για τους αφελείς, και φαιδρές συνάμα οι περιγραφές του πυρός και των βασάνων στην αιώνια κόλαση στα γραπτά του Τερτυλ­λιανού! Φανερώνουν άτομο πάσχον τρο­μερά από πολύ άσχημες ψυχο-πνευματικές διαταρα­χές!]

Ούτε οι σύγχρονοι σχολιαστές μπορούν εύκολα να βγάλουν κάποιο άλλο συμ­πέρασμα.
Στο Comm. Phil., 1855, του Scott Henry, προτείνεται ότι ο Παύλος επρόκειτο να χτυπήσει τον ανομούντα με μια τρομακτική αρρώστια ενώ βρισκόταν ανάμεσα τους, κατά τον χρόνο που αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, έτσι ώστε θα ήταν υποχρεω­μέ­νοι λόγω της αρρώστιας να τον μεταφέρουν έξω από τον τόπο της συγκεντρώσεώς τους. ― [Σελίδα 272, αναφέροντας τον Bloomfield και τον Rosenmueller.].

O Olshausen παραδέχεται ότι η φράση «αιρείν εκ μέσω» πραγματικά σημαί­νει «να εξαλήψεις, δηλαδή, να θανατώσεις»· αλλά νομίζει ότι ο αποκλεισμός από την εκ­κλησία πρέπει να εννοηθεί ως πνευματικός θάνατος. ― [Comm. On 1st and 2nd Cor. in 20th vol. Clarke’s Theo. Lib. Ed. 1855, p. 88].

Ο Dean Stanley ειλικρινώς παραδέχεται ότι ο Παύλος πιθανότατα σκόπευε τον θάνατο του ανομούντος. ―[On the Epistles to the Corinthians, 5th edition, Lon­don, 1882, pp.77,78.].

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΘΕΜΕΛΙΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΕΞΕΤΑΣΕΩΣ

«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.» ―[Πρός Γαλάτας 5: 12].

Μας παρακαλούν ευγενικά επίσης να καταλάβομε αυτό το χωρίο απλώς σαν μια έκ­φραση της επιθυμίας του αποστόλου ότι ορισμένα πρόσωπα θα έπρεπε να απο­κλει­σθούν από την εκκλησία. Αλλά κατείχε και ασκούσε [ο ίδιος] το δικαίωμα να δι­ευθύ­νει τον αποκλεισμό μελών από την εκκλησία. Τέτοιες διαταγές είχαν δοθεί επαν­ει­λημ­μέ­νως. ―[Α΄ Πρός Τιμόθεον 6: 5, «παραδιατριβαί διεφθαρμένων ανθρώπων τον νουν και απεστερημένων της αληθείας, νομιζόντων πορισμόν είναι την ευσέβειαν. Αφί­στα­­σο από των τοιούτων.», Β΄ Πρός Τιμόθεον 3: 5, «έχοντες μόρφωσιν ευσεβεί­ας, την δε δύ­ναμιν αυτής ηρνημένοι. και τούτους αποτρέπου.», Β΄ Πρός Θεσσαλονι­κείς 3: 6, «Πα­ραγγέλλομεν δε υμίν, αδελφοί, εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, στέλλεσθαι υμάς από παντός αδελφού ατάκτως περιπατούντος και μη κα­τά την πα­ρά­δοσιν ην παρέλαβον παρ’ ημών.», και 14, «ει δε τις ουχ υπακούει τω λόγω ημών διά της επιστο­λής, τούτον σημειούσθε, και μη συναναμίγνυσθε αυτώ, ίνα εντρα­πή·».]
Σ’ αυτή την περίπτωση «όφελον και = θα ήθελα ακόμη και» είναι κάτι που μπορεί να γίνει αλλά για το οποίο δεν είχε την δύναμη απολύτως να το διατάξει.
Ξανά: «όφελον και αποκόψονται». Είναι ο αποκλεισμός από την εκκλησία τέ­τοια ακραία τιμωρία για να δικαιολογήσει τη χρήση της λέξεως «και»;
«όφελον και αποκόψονται οι αναστατούντες υμάς.».

Αποκόψονται από το ρήμα αποκόπτω. Ποία η σημασία αυτού του ρήματος;

Οι αρχικοί ορισμοί του ρήματος κόπτω, που δίδονται από τους Liddell και Scott, είναι οι εξής:

  1. Επιτίθεμαι, κτυπώ, κόβω.
  2. Κτυπώ κάτω, πίπτω, φονεύω.
  3. Αποκόπτω, τεμαχίζω, εκτέμνω.

Με την Ελληνική πρόθεση από, το ρήμα αποκόπτω ορίζεται από τις ίδιες αυ­θεντίες ως «κόπτω από, πελεκώ από, ρίπτω εκτός θέσεως, εκτέμνω».
Ας ρίξομε μια ματιά και σε άλλα μέρη της Καινής Διαθήκης όπου χρησιμο­ποιείται:

  1. Μάρκος 9: 43, «και εάν σκανδαλίζη σε η χείρ σου, απόκοψον αυτήν· κα­λόν σοί εστι κυλλόν εις την ζωήν εισελθείν, ή τας δύο χείρας έχοντα απελ­θείν εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  2. Μάρκος 9: 45, «και εάν ο πούς σου σκανδαλίζη σε, απόκοψον αυτόν· κα­λόν σοί εστιν εισελθείν εις την ζωήν χωλόν, ή τους δύο πόδας έχοντα βλη­θήναι εις την γέενναν, εις το πυρ το άσβεστον,»
  3. Ιωάννης 18: 10, «Σίμων ουν Πέτρος έχων μάχαιραν είλκυσεν αυτήν, και έπαισε τον του αρχιερέως δούλον και απέκοψεν αυτού το ωτίον το δεξιόν· ην δε όνομα τω δούλω Μάλχος.»
  4. Ιωάννης 18: 26, «ηρνήσατο ουν εκείνος και είπεν· ουκ ειμί. λέγει εις εκ των δούλων του αρχιερέως, συγγενής ων ου απέκοψε Πέτρος το ωτίον· ουκ εγώ σε είδον εν τω κήπω μετ’ αυτού;»
  5. Πράξεις 27: 32, «τότε οι στρατιώται απέκοψαν τα σχοινία της σκάφης και είασαν αυτήν εκπεσείν.»

Είναι δυνατόν να υπάρχει αμφιβολία για την σημασία αυτής της λέξης; Ο Παύλος εύχεται αυτές οι εκκλησίες να κάνουν ό,τι αυτός επιθυμούσε να κάνει και η εκκλησία στην Κόρινθο. Επιθυμούσε οι ανομούντες να «αποκοπούν» από προσώ­που γης.

Στα Commentaries (σχόλια) του Adam Clarke ευρίσκομε το ακόλουθο σχόλιο επ’ αυτού του χωρίου:
«Στην πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι απόστολοι προσευχόταν για την κατα­στρο­φή των ψευδοδιδασκάλων οι οποίοι είχαν διαστρέψει τις εκκλησίες της Γαλατίας.»
Ο πολυμαθής σχολιαστής δεν μας πληροφορεί πως μπορεί να απαλειφθεί η πρώτη εντύπωση που μας δημιουργεί η ανάγνωση αυτού του χωρίου.
Ο Olshausen λέγει: «Η κατάρα της τιμωρίας κατά των αντιπάλων.»

Το βιβλίο Pulpit Commentary των Spence και Extell υποστηρίζει τη θεωρία της αυτο-αποκοπής ―δηλαδή την ευχή οι ίδιοι να ακρωτηριάσουν τους εαυτούς των· και πο­λύ εκφραστικά αποκηρύττει την κατασκευασμένη υπόθεση η οποία θέλει τον απόστο­λο να αναφέρεται απλώς στην έξωση (αφορισμό) ―[Commentary on Gala­ti­ans, p. 248]
Η θεωρία του αυτο-ακρωτηριασμού είναι απλώς παράλογη. Κατ’ αυτήν την άποψη, ο Παύλος λέγει: «Θα ήθελα αυτούς που σας αναστατώνουν ει δυνατόν να αυ­το-ακρωτηριαζόταν.» Πώς όμως αυτό θα ανακούφιζε την εκκλησία;
Όχι· ο Παύλος ήθελε αυτούς τους αιρετικούς να θανατωθούν.
Τους είχε ήδη προφέρει καταραμένους (τους αναθεμάτισε):
«ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τινές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μετα­στρέψαι το ευαγγέλιον του Χριστού.
αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγ­γε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 7, 8.].
Και ξανά:
«ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευαγγελίζεται παρ’ ό παρε­λάβετε, ανάθεμα έστω.» ―[Πρός Γαλάτας 1: 9.].
Τώρα, ποία να είναι η σημασία της κατάρας του αναθεματισμού;
Στο βιβλίο Ιησούς του Ναυή 6: 17, 18, διαβάζομε το εξής:
«και έσται η πόλις ανάθεμα, αυτή και πάντα, όσα εστίν εν αυτη, Κυρίω Σα­βα­ώθ· πλήν Ραάβ την πόρνην περιποιήσασθε, αυτήν και πάντα όσα εστίν εν τω οίκω αυ­τής.
αλλά υμείς φυλάξεσθε σφόδρα από του αναθέματος, μήποτε ενθυμηθέντες υμείς αυτοί λάβητε από του αναθέματος και ποιήσητε την παρεμβολήν των υιών Ισ­ραήλ ανάθεμα και εκτρίψητε ημάς·»
Ξανά, στο κεφάλαιο 7, στίχος 12:
«και ου μη δύνωνται οι υιοί Ισραήλ υποστήναι κατά πρόσωπον των εχθρών αυτών· αυχένα επιστρέψουσιν έναντι των εχθρών αυτών, ότι εγενήθησαν ανάθεμα· ου προσθήσω έτι είναι μεθ’ υμών, εάν μη εξάρητε το ανάθεμα εξ υμών αυτών.»
Μεταξύ των Εβραίων, το να αναθεματιστείς ήταν ζήτημα προσήκουσας τιμω­ρίας.
«Εάν δε γένηται εν τινι αμαρτία κρίμα θανάτου και αποθάνη και κρεμάσητε αυτόν επί ξύλου,

ου κοιμηθήσεται το σώμα αυτού επί του ξύλου, αλλά ταφή θάψετε αυτό εν τη ημέρα εκείνη, ότι κεκατηραμένος υπό Θεού πας κρεμάμενος επί ξύλου· και ου μη μι­ανείτε την γην, ην Κύριος ο Θεός σου δίδωσί σοι εν κλήρω.» ―[Δευτερονόμιον 21: 22-23.].
Οποιοσδήποτε ήταν καταραμένος ή αναθεματισμένος θα μπορούσε νομίμως να θανα­τωθεί.
Ο Παύλος υπήρξε διώκτης πριν την μετατροπή του ―και ήταν ακόμα διώ­κτης. Το πνεύμα της δίωξης [αναθεματισμού] διαχέεται παντού μέσ’ τα γραπτά του.
«ει τις ου φιλεί τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, ήτω ανάθεμα. μαράν αθά.» ―[Α΄ Πρός Κορινθίους 16: 22].

[Στην Πρός Γαλάτας 1: 6-9, «Θαυμάζω ότι ούτω ταχέως μετατίθεσθε από του καλέσαντος υμάς εν χάριτι Χριστού εις έτερον ευαγγέλιον, ό ουκ έστιν άλλο, ει μη τι­νές εισιν οι ταράσσοντες υμάς και θέλοντες μεταστρέψαι το ευαγγέλιον του Χρι­στού. αλλά και εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζηται υμίν παρ’ ό ευηγγε­λι­σάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω. ως προειρήκαμεν, και άρτι πάλιν λέγω· ει τις υμάς ευ­αγγελίζεται παρ’ ό παρελάβετε, ανάθεμα έστω.» δηλώνει ότι ακόμα και αν άγγελος εξ ουρανού κηρύξει σ’ αυτούς άλλο ευαγγέλιο αυτοί οφείλουν να πιστεύουν το δικό του. Αλλιώς να πάνε στ’ ανάθεμα.]

Στην Β΄ Πρός Θεσσαλονικείς 1: 8[-9], «εν πυρί φλογός, διδόντος εκδίκησιν τοις μη ειδόσι Θεόν και τοις μη υπακούουσι τω ευαγγελίω του Κυρίου ημών Ιησού Χρι­στού, [οίτινες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον από προσώπου του Κυρίου και από της δόξης της ισχύος αυτού,]» ο Κύριος Ιησούς αναφέρεται [υπό του Παύλου] ότι «παίρνει εκδίκηση» πάνω [στους άθεους] και σε κείνους που δεν υπακούουν το Ευ­αγγέλιό του.

Στην Α΄ Πρός Τιμόθεον 1: 20, «ων εστιν Υμέναιος και Αλέξανδρος, ους παρέ­δωκα τω σατανά, ίνα παιδευθώσι μη βλασφημείν.». Παρέδωσε στον Σατανά τον Υμέναιο και τον Αλέξανδρο, οι οποίοι είχαν αποχωρήσει από την πίστη,.

Στην Β΄ Πρός Τιμόθεον 4: 14, «Αλέξανδρος ο χαλκεύς πολλά μοι κακά ενεδεί­ξατο· αποδώη αυτώ ο Κύριος κατά τα έργα αυτού·».

Στην Πρός Τίτον 1: 10-11, «Εισί γαρ πολλοί και ανυπότακτοι, ματαιολόγοι και φρεναπάται, μάλιστα οι εκ περιτομής, ους δεί επιστομίζειν, οίτινες όλους οίκους ανα­τρέπουσι διδάσκοντες α μη δεί αισχρού κέρδους χάριν.» αναφέρεται σε ‘κείνους εν­τός της εκκλησίας που ήταν ανάγωγοι και μάταιοι συζητητές και απατεώνες, και πα­ραγγέλλει [στον Τίτο] ότι πρέπει να τους κλείνει το στόμα.

Στις Πράξεις 13: 8-11, ο Παύλος αντιπρο­σω­πεύει τον τιμωρό του Ελύμα διά τυφλώσεως, αυτού του «υιού του δια­βό­λου», ο οποίος είχε αντιταχθεί στον Βαρ­νάβα και τον [απόστολο] Παύλο, με την προσπάθειά του να απο­τρέψει τον ανθύπατο [Ρω­μαίο Σέρ­γιο Παύλο] από την πί­στη.

ανθίστατο δε αυτοίς Ελύμας ο μάγος -ούτω γαρ με­θερμηνεύεται το όνομα αυ­τού- ζητών διαστρέψαι τον ανθύπατον από της πίστεως. Σαύλος δε, ο και Παύλος, πλη­σθείς Πνεύματος αγίου και ατενίσας προς αυτόν είπεν· ω πλήρης παντός δόλου και πά­σης ραδιουργίας, υιε διαβόλου, εχθρέ πάσης δικαιοσύ­νης, ου παύση δια­στρέ­φων τας οδούς Κυρίου τας ευθείας; και νυν ιδού χείρ Κυρίου επί σε, και έση τυφλός μη βλέπων τον ήλιον άχρι καιρού. παραχρήμα δε έπεσεν επ’ αυτόν αχλύς και σκότος, και περιάγων εζήτει χειραγωγούς.».]

Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Παύλος ισχυροποιούσε τα θεμέλια της Ιεράς Εξετάσεως. Αυτά τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί από τα ίδια τα δόγματά του και από τις διδασκαλίες και το παράδειγμα τού Πέτρου· και αυτοί οι απόστολοι πάλι ενθαρρύ­νονταν από τις καταγγελίες του ίδιου του Ιησού κατά των απίστων. Αυτοί που θεμε­λί­ωσαν την Ιεράν Εξέτασιν επίσης ενθαρρύνονταν από τις επικυρώσεις (του Ιησού) των τιμωριών διά βασανιστηρίων [και φωτιάς]. (Ματ­θαί­ος 3: 10, «ήδη δε και η αξίνη προς την ρί­ζαν των δένδρων κείται· παν ουν δένδρον μη ποιούν καρπόν καλόν εκ­κό­πτεται και εις πυρ βάλλεται.». 3: 12, «ου το πτύον εν τη χειρί αυτού και διακαθαριεί την άλωνα αυτού, και συνάξει τον σίτον αυτού εις την αποθήκην, το δε άχυρον κατα­καύ­σει πυ­ρί ασβέστω.». 13: 30, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερι­σμού, και εν καιρώ του θερισμού ερώ τοις θερισταίς· συλλέξατε πρώτον τα ζιζάνια και δή­σατε αυ­τά εις δέσμας προς το κατακαύσαι αυτά, τον δε σίτον συναγάγετε εις την αποθήκην μου.». 13: 40-42, «ώσπερ ουν συλλέγεται τα ζιζάνια και πυρί καίεται, ούτως έσται εν τη συντελεία του αιώνος τούτου. αποστελεί ο υιός του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν, και βαλούσιν αυτούς εις την κάμινον του πυρός· εκεί έσται ο κλαυθμός και ο βρυγμός των οδόντων.». 18: 34-35, «και οργισθείς ο κύριος αυ­τού παρέ­δωκεν αυτόν τοις βασανισταίς έως ου αποδω παν το οφειλόμενον αυτω. Ούτω και ο πατήρ μου ο επουράνιος ποιήσει υμίν, εάν μη αφήτε έκαστος τω αδελφω αυτού από των καρδιών υμών τα παραπτώματα αυτών.» κλπ. Μάρκος 16: 16, «ο πι­στεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεταιΛουκάς 12: 47, «εκεί­νος δε ο δούλος, ο γνούς το θέλημα του κυρίου εαυτού και μη ετοιμάσας μη­δέ ποιή­σας προς το θέλημα αυτού, δαρήσεται πολλάς·», 14: 23, «και είπεν ο κύριος προς τον δούλον· έξελθε εις τας οδούς και φραγμούς και ανάγκασον εισελθείν, ίνα γεμι­σθή ο οίκος μου.»19: 27, «πλήν τους εχθρούς μου εκείνους, τους μη θελήσαντάς με βασι­λεύ­σαι επ’ αυτούς, αγάγετε ώδε και κατασφάξατε αυτούς έμπροσθέν μου.». κλπ. Ιωάν­νης 15: 6, «εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα και εξηράνθη, και συνά­γου­σιν αυτά και εις το πυρ βάλλουσι, και καίεται.». Αυτό απετέλεσε την θε­ο­λογική δικαι­ο­λο­γία της χρήσεως της φωτιάς μαζί με τα χωρία του Ματθαίου που αναφέραμε, 21: 44, 22: 7, 25: 29-30, κλπ, και πολ­λά χω­ρία της Παλαιάς Διαθήκης, κλπ.).

Θα έχομε την ευκαιρία, στη συνέχεια, να παρατηρήσομε ότι με το πέρασμα του χρόνου αυτά τα θεμέλια στα­διακά ισχυροποιήθηκαν. Αλλά μια επί πλέον περί­στα­ση πρέπει να αναφερθεί εδώ. Υπήρχε ένα έγγραφο σε γενική κυκλοφορία από τα πρώιμα χρόνια της εκκλησίας, και τον καιρόν εκείνο εθεωρείτο ως έχον υψηλό κύρος. Είχε τίτλο, «Η Επιστολή του Κλήμεντος προς Ιάκωβον». Είναι μεταφρασμένο στον 17ο τόμο της συλλογής «Προ Νικαίας Χριστιανική Βιβλιοθήκη».

Σ’ αυτή την επιστολή, ο Κλήμης περιγράφει την χειροτονία του. Μας λέγει ότι όταν ο Πέτρος κόντευε να πεθάνει, αφού μαζεύτηκαν οι αδελφοί (στη Ρώ­μη), επέ­θε­σε (ο Πέτρος) τα χέρια του στον Κλήμεντα, ως ο επίσκοπος, και του μετέδωσε την εξου­σία του «δέειν και λύειν» (αμαρτίες), κλπ., και για ‘κείνον που θα είχε παράπονα και δια­φορές τον καθιστούσε Πρόεδρο της Αλήθειας, και αφού εδήλωσε ότι ένας τέτοιος αμαρ­τάνει κατά του Χριστού και προσβάλλει τον Πατέρα όλων, ο Πέτρος συνέχισε ως εξής:

«Από ‘δω και μπρος, αυτός δεν θα ζήσει· και γι’ αυτό αρμόζει σε όποιον προ­ε­δρεύει να κατέχει τη θέση ιατρού· και να μην περιθάλπει την οργή ενός παραλόγου κτήνους.».

[Σ’ αυτό το κεφάλαιο βλέπομε ότι ο σπουδαίος ερευνητής Charles B. Waite, διαφωνεί ρι­ζικώς με την καθιερωμένη ερμηνεία του χωρίου «όφελον και απο­κό­ψον­ται οι αναστατούντες υμάς.» (Πρός Γαλάτας 5: 12), όπως συνεχώς την απαν­τάμε σε όλες τις ερμηνευτικές εκδόσεις της Καινής Διαθήκης μετά το τέλος της συ­νό­δου του Τριδέντου το 1563. Γράφουν δηλαδή ότι ο Παύλος εκφράζει εδώ μια ειρωνι­κού τύ­που επιθυμία. Διότι ενώ δεν κηρύττει την περιτομή, πολλοί την επιζητούν και ανα­στα­τώνουν τους Γαλάτες. (Στην πραγματικότητα πρόκειται για χριστιανοΕβραίους που ζού­σαν στα μέρη της Γαλα­τί­ας της Μικράς Ασίας, Πρός Γαλάτας 2: 15, «Ημείς φύ­σει Ιουδαίοι και ουκ εξ εθνών αμαρτωλοί,», κ. α.). Συνεπώς, όπως ερμηνεύουν οι ορθό­δοξοι ερμηνευτές, με το γράψιμό του σ’ αυτό το σημείο, ο Παύλος εύχεται ειρω­νι­κά το εξής: «Αυτοί που επι­ζη­τούν την περι­το­μή και σας αναστατώνουν δεν πάνε κα­λύ­τε­ρα και να ευνουχισθούν τελεί­ως!». Δηλαδή με το «και αποκόψονται» εν­νοεί την ολο­σχερή αποκοπή γεννητικών οργάνων και όχι μόνο της ακροβυστίας. Ο Waite όμως προσπαθεί να αποδείξει ότι ο Παύλος δεν εννοεί κα­θόλου αυτό. Κυ­ριο­λε­κτικά επιθυ­μεί την πλήρη εξολόθρευση όλων αυτών των ατό­μων, μόνο που οι περιστάσεις σ’ αυ­τή την περίπτωση δεν του επι­τρέπουν να το επι­βάλ­λει όπως το έκανε πριν με την εκ­κλησία της Κορίνθου.

Όπως και να έχει το πράγμα από διάφορα χωρία των επιστολών του αποδεικ­νύεται ότι ο Παύλος πρέπει να είχε κάποιο σοβαρό σύμπλεγμα και σοβαρή εμμονή με τα γεννητικά όρ­γα­να, την πόσθη και τον ερωτισμό. Φαίνεται πως τον ενο­χλούσαν σφόδρα! Παντού διαχέεται ένας αντιερωτισμός. Κάθε τόσο το ίδιο βιολί με την ακρο­βυστία και την περιτομή…! Βαριέσαι και σιχαίνεσαι να το συναντάς συνέχεια. Πολ­λοί φτάνουν στο σημείο να ισχυρίζονται ότι ο ίδι­ος ο Παύλος πρέπει να ήταν ευ­νούχος! Όπως αναφέραμε στο πρώτο μέρος της εργασίας αυτής περί της ασθενείας του Παύ­λου, ο Γάλλος ερευ­νητής Robert Ambelain διαγιγνώσκει ότι υπέφερε από κληρονο­μι­κή ή ακριβέστερα συγγενή σύφιλη που ήταν ο σκόλοψ του, τον οποίον ύμνησε μέσα στις επιστολές του. Πρέπει να ομολογήσομε όμως ότι είναι πολύ δυσχερές το να απο­φανθούμε ποίος ήταν ο σκόλοψ του Παύλου, για τον οποίον γράφει διάφορες στρε­ψο­δικίες και ανοη­σίες στις επιστολές του: Α΄ Πρός Κoριν­θίoυς 2: 3, Β΄ Πρός Κoριν­θίoυς 10: 10, 11: 6, 30, 12: 5-10, Πρός Γα­λά­τας 4: 13-14, Πρός Φι­λιπ­πη­σίoυς 1: 24. Ακόμη δυσχερέστερο είναι το ερώτημα εάν υπήρχε η σύφιλη κατά την αρχαιότητα.]