«Ο ισχυρισμός, ότι ο εκάστοτε δικτάτορας επιβλήθηκε πάνω στην κοινωνία απ’ τα έξω και παρά τη θέλησή της, ήταν μια απ’ τις μεγαλύτερες πλάνες στην εκτίμηση της δικτατορίας. Στην πραγματικότητα ο κάθε δικτάτορας δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα ήδη υπαρχουσών ιδεών περί κράτους, που αρκούσε να τις υπερβάλλει για να κατακτήσει την εξουσία».
Στη Σοβιετική Ένωση, προ του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η λέξη «Φασισμός» δεν είναι υβριστική λέξη, όπως δεν είναι και η λέξη «καπιταλιστής». Αποτελεί μιαν έννοια που χαρακτηρίζει ένα εντελώς ορισμένο είδος διεύθυνσης και επηρεασμού των μαζών: Αυταρχικό, μονοκομματικό σύστημα, κατά συνέπεια ολοκληρωτικό, η εξουσία μπροστά απ’ τα αντικειμενικά συμφέροντα, πολιτική διαστρέβλωση γεγονότων κλπ. Σύμφωνα μ’ αυτά, υπάρχουν «φασίστες Εβραίοι» και «φασίστες δημοκράτες». Αν κανείς λοιπόν δημοσίευε τέτοιες διαπιστώσεις, η σοβιετική κυβέρνηση θα τους χρησιμοποιούσε σαν απόδειξη για την «αντεπαναστατική», «τροτσκιστική-φασιστική» φύση των διαπιστώσεων.
Η μάζα του σοβιετικού πληθυσμού εξακολουθούσε ν’ απολαμβάνει ακόμα, σε μεγάλο βαθμό, την ορμή της επανάστασης του 1917. Η κατανάλωση αύξανε, η ανεργία είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Ο πληθυσμός απολάμβανε τη θέσπιση νέων πραγμάτων όπως η καθολική άθληση, το θέατρο, η λογοτεχνία κ.λπ. Εκείνοι που είχαν ζήσει τη γερμανική καταστροφή, ήξεραν ότι αυτές οι λεγόμενες πολιτιστικές απολαύσεις ενός πληθυσμού, δεν αποτελούν απόφανση για τον χαρακτήρα και την εξέλιξη μιας κοινωνίας. Δεν αποφαίνονταν τίποτα ούτε για τη σοβιετική κοινωνία. Το να βλέπει κανείς κινηματογράφο, να πηγαίνει στο θέατρο, να διαβάζει βιβλία, να αθλείται, να πλένει τα δόντια του και να πηγαίνει σχολείο, είναι βέβαια πράγματα σημαντικά, δεν αποτελούν όμως τη διαφορά ανάμεσα σ’ ένα δικτατορικό κράτος και μια αληθινά δημοκρατική κοινωνία. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, «απολαμβάνεται η κουλτούρα». Υπήρξε μια απ’ τις τυπικές θεμελιώδεις πλάνες των σοσιαλιστών και των κομμουνιστών, το να χαρακτηρίζουν «σοσιαλιστικό» το χτίσιμο κατοικιών, το σχέδιο μιας αστικής συγκοινωνίας, ή την ανέγερση ενός σχολείου. Οι κατοικίες, οι αστικές συγκοινωνίες και τα σχολεία, είναι συνάρτηση της τεχνικής ανάπτυξης της κοινωνίας· δεν αποφαίνονται όμως τίποτα για το αν οι άνθρωποί της είναι υποτελείς ή ελεύθεροι εργαζόμενοι, αν είναι λογικοί ή παράλογοι … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ο Λενινισμός, δηλαδή το σύνολο των θεωριών και ιδεών που επεξεργάσθηκε ο Λένιν, είναι στην βαθύτερη ουσία του μία τακτική της επαναστάσεως, μία τεχνολογία για την κατάληψη, την διατήρηση και την συνεχή επέκταση της εξουσίας, εκ μέρους τοϋ κομμουνιστικού κόμματος.
Ο Λενινισμός αποτελείται από τέσσερα κύρια συστατικά στοιχεία: Πρόκειται για την θεωρία του Λένιν περί ιμπεριαλισμού, για τις θεωρίες του σχετικά με την επανάσταση, για την αντίληψή του περί του κόμματος ως οργάνου της επαναστάσεως και ασκήσεως της εξουσίας και τέλος περί της θεωρίας του για την δικτατορία του προλεταριάτου, ως μορφής της κομμουνιστικής εξουσίας. Πιο κάτω, εξετάζουμε τα τέσσερα αυτά κύρια τμήματα του Λενινισμού.
1. Η θεωρία περί ιμπεριαλισμού
Ο Λένιν ζούσε σε μία εποχή με κοινωνική και οικονομική κατάσταση, διαφορετική από εκείνη στην οποία έζησε ο Μαρξ. Έχοντας υπ’ όψιν του αυτή την νέα κατάσταση που ξέφυγε από τα κλασικά πλαίσια του Μαρξισμού, ο Λένιν διαπίστωσε την επιτακτική ανάγκη να συμπληρώσει τις μαρξιστικές θεωρίες και να τις συγχρονίσει, ώστε να «ερμηνεύουν» τα νέα κοινωνικά φαινόμενα των αρχών του 20ού αιώνος και να προσαρμόζονται προς τις νέες αντικειμενικές συνθήκες. Στην προσπάθειά του αυτήν, ο Λένιν διατύπωσε κατ’ ανάγκην ορισμένες νέες θεωρίες, σε αντίθεση όμως προς τον Μπερνστάιν και τους άλλους ρεβιζιονιστές, φρόντισε πάντοτε να διακηρύξει με φανατική επιμονή, ότι ολόκληρη η διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς εξακολουθεί να ισχύει. Ο Μαρξισμός, κατά τον Λένιν, δεν χρειάζεται καμμία απολύτως αναθεώρηση. Εκείνο που χρειάζεται, είναι απλώς μία προέκταση των αμετάβλητων και ορθών πάντοτε αρχών του, στις νέες κοινωνικές καταστάσεις, ούτως ώστε να συμπληρωθεί με την ερμηνεία και την ορθή εκτίμηση της νέας εποχής. Φρόντισε λοιπόν σε όλο του το έργο ο Λένιν, να δίνει την εντύπωση ότι δεν ξεφεύγει καθόλου από τα «αιώνια δόγματα» του Μαρξισμού, τον οποίο απλώς συμπληρώνει, διευρύνοντας την χρησιμοποίηση των αρχών του, στην ερμηνεία νέων κοινωνικών φαινομένων που δεν υπήρχαν στην εποχή που ο Μαρξ διατύπωνε τις γνωστές θεωρίες του. … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Ιστορική εισαγωγή
Ο Κομμουνισμός ήταν ένα όνειρο, που από τα πολύ παλαιά χρόνια γεννήθηκε στην φαντασία ορισμένων ανήσυχων ανθρωπιστών. Αυτοί σχεδίασαν μέσα στη σκέψη τους μια ιδεώδη ανθρώπινη κοινωνία, στην οποία τα μέλη της θα απολάμβαναν μια ολοκληρωμένη ελευθερία, τόσο απέναντι στις υλικές τους ανάγκες όσο και απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Ο Κομμουνισμός, με άλλα λόγια, ήταν μια ουτοπική κοινωνία τοποθετημένη στα βάθη του μέλλοντος, στην οποία δεν θα υπήρχε πια ούτε φτώχεια, ούτε εκμετάλλευση, ούτε οι κοινωνικές αδικίες, συγκρούσεις και πόλεμοι. Την ιδανική αυτή κοινωνία την φαντάστηκαν πρώτοι, διάφοροι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και αργότερα αρκετοί στοχαστές της Αναγεννήσεως και νεότεροι πολιτικοί και διανοούμενοι.
Το όνειρο αυτό προσέλκυε πάντα πολύ κόσμο, γιατί ήταν ένα καταφύγιο όχι μόνον των ανθρωπιστών αλλά και των κάθε λογής αδικημένων ή αποτυχημένων, των αδύνατων ή ανίκανων, των ουτοπιστών και των ιδεαλιστών και ενός πλήθους άλλων ανθρώπων που τους συναντούμε σε όλες τις ιστορικές εποχές και σε όλες τις κοινωνίες να αναζητούν το τέλειο ή την δικαιολόγηση των προσωπικών τους ατυχημάτων ή, τέλος, την διέξοδο από τις ποικίλες ατομικές ή μαζικές νευρώσεις τους. Το όνειρο της ιδεατής τέλειας κοινωνίας είχε πάντοτε και θα έχει, φυσικά, πλούσιο έδαφος για να αναπτυχθεί και θα βρίσκει πάντα μεγάλο αριθμό οπαδών ή θυμάτων για να προσελκύσει … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
«Με σφιγμένη την καρδιά, χρόνια ολόκληρα δεν δημοσίευα αυτό το έτοιμο βιβλίο: Το χρέος προς τους ζωντανούς βάραινε περισσότερο από το χρέος προς τους νεκρούς. Τώρα όμως που η Υπηρεσία Ασφαλείας το έχει πια στα χέρια της, δεν μου απομένει άλλη λύση παρά να το δημοσιεύσω αμέσως. Σ’ αυτό το βιβλίο δεν υπάρχουν ούτε φανταστικά πρόσωπα, ούτε φανταστικά γεγονότα. Άνθρωποι και τοποθεσίες αναφέρονται με τα πραγματικά τους ονόματα. Αν μερικοί αναφέρονται με τα αρχικά τους, αυτό γίνεται για προσωπικούς λόγους. Αν άλλοι είναι εντελώς ανώνυμοι, αυτό έγινε μόνο και μόνο επειδή η ανθρώπινη μνήμη δεν συγκράτησε τα ονόματα –αλλά όλα έγιναν ακριβώς όπως αναφέρονται». Αλεξάντερ Σολζενίτσιν (1973)
«Πως πηγαίνει κανείς σ’ αυτό το μυστηριώδες Αρχιπέλαγος; Κάθε ώρα πετούν για εκεί αεροπλάνα, φεύγουν πλοία, τραίνα ξεκινούνε ξεφυσώντας, αλλά δεν υπάρχει επάνω τους ούτε μια επιγραφή που να δείχνει τον προορισμό τους. Οι υπάλληλοι στις θυρίδες των εισιτηρίων και οι πράκτορες της Σοβτουρίστ (τουρισμός εσωτερικού) και της Ιντουρίστ (τουρισμός εξωτερικού) θα απορήσουν αν ζητήσετε κανένα εισιτήριο για εκεί. Δεν ξέρουν, δεν έχουν ακούσει τίποτα ούτε για το Αρχιπέλαγος γενικά, ούτε για κανένα από τα αμέτρητα νησάκια του. Αυτοί που πηγαίνουν να διοικήσουν το Αρχιπέλαγος, βγαίνουν από τις σχολές του Υπουργείου Εσωτερικών. Αυτοί που πηγαίνουν να φρουρήσουν το Αρχιπέλαγος, επιλέγονται μεταξύ των στρατιωτικών επιτρόπων. Και αυτοί που πηγαίνουν εκεί για να πεθάνουν, όπως εσείς κι εγώ, αναγνώστες μου, πρέπει να περάσουν οπωσδήποτε και αποκλειστικά από τη σύλληψη.
Η σύλληψη!
Χρειάζεται να πούμε πως είναι ανατροπή ολόκληρης της ζωής σας; Πως είναι αστροπελέκι που σας χτυπάει κατακέφαλα; Πως είναι μια αδιανόητη ψυχική αναστάτωση, που δεν μπορεί ο καθένας να τη συνηθίσει και γλιστράει συχνά στην παραφροσύνη; Ο κόσμος έχει τόσα κέντρα όσα και ζωντανά πλάσματα. Ο καθένας μας είναι κέντρο του κόσμου και ο κόσμος θρυμματίζεται, όταν κάποιος σας σφυρίξει: «Συλλαμβάνεστε! Συλλαμβάνεστε!».
Αφού συλλαμβάνεστε εσείς, τι άλλο μπορεί ν’ αντέξει σ’ αυτό τον σεισμό; Μη μπορώντας όμως με το θολωμένο μυαλό μας να συλλάβουμε αυτή την ανατροπή του κόσμου, τόσο οι πιο ικανοί όσο και οι πιο απλοϊκοί από μας δεν βρίσκουμε, αυτή τη στιγμή, να αντλήσουμε από όλη την εμπειρία της ζωής μας παρά μόνο την κραυγή: «Εγώ; Γιατί;».
Είναι μια ερώτηση που ειπώθηκε εκατομμύρια και εκατομμύρια φορές πριν από μας και δεν πήρε ποτέ καμιά απάντηση…
[…] Η παραδοσιακή σύλληψη είναι ακόμα, ύστερα, αφού πάρουν τον δύστυχο τον κρατούμενο, η πολύωρη έρευνα του διαμερίσματος από μια σκληρή, ξένη, καταθλιπτική δύναμη. Είναι η διάρρηξη και το άνοιγμα, το ρίξιμο καταγής και το ξερίζωμα από τους τοίχους, το πέταγμα των πραγμάτων που βρίσκονται στις ντουλάπες και στα τραπέζια, το τίναγμα, το σκόρπισμα, το σχίσιμο και το σώριασμα βουνών από σκουπίδια στο πάτωμα, και το τρίξιμο κάτω από τις μπότες. Και δεν υπάρχει τίποτα ιερό όσο διαρκεί η έρευνα! Όταν έπιασαν τον μηχανοδηγό των τραίνων, Ινόσιν, στο δωμάτιο βρισκόταν το φέρετρο με το παιδί του, που μόλις είχε πεθάνει. Οι εκπρόσωποι του νόμου πέταξαν το παιδί από το φέρετρο, και έψαξαν και εκεί! Σηκώνουν ακόμα και τους αρρώστους από τα κρεβάτια τους και λύνουν τους επιδέσμους. Τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί παράλογο στη διάρκεια της έρευνας!». (Αποσπάσματα από το βιβλίο)
Το «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», γράφτηκε κατά την δεκαετία 1958-1968 κι εκδόθηκε για πρώτη φορά, το 1973, από τον Ρώσο συγγραφέα, Αλεξάντερ Σολζενίτσιν, ο οποίος γνώρισε κι ίδιος τη φρίκη των γκούλαγκ. Ο Σολζενίτσιν συνελήφθη ενώ πολεμούσε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τον Κόκκινο Στρατό, επειδή σε αλληλογραφία του, τόλμησε να ειρωνευτεί τον Στάλιν. Ως «εχθρός του λαού» πλέον, πήρε τον δρόμο για τα περιώνυμα γκούλαγκ. Η λέξη «γκούλαγκ» αποτελεί αρκτικόλεξο των ρωσικών λέξεων «Γκλάβνογιε Ουπραβλένιγιε Λαγκερέι» (Γενική Διοίκηση Στρατοπέδων). Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύεται, τα γκούλαγκ ως στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών αντιφρονούντων («ζεκ»), δεν ξεκίνησαν να λειτουργούν ως τέτοια επί Στάλιν, αλλά επί Λένιν. Επί Στάλιν όμως γνώρισαν τρομερή «άνθιση», ενώ δεν σταμάτησαν να λειτουργούν και τυπικά, παρά μόνο το 1989, επί «περεστρόικα» του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Ως «Αρχιπέλαγος Γκούλαγκ», ο Σολζενίτσιν εννοεί την αχανή ρωσική ενδοχώρα, με τα διάσπαρτα «νησάκια» (δηλαδή τα γκούλαγκ). Σ’ αυτό το «αρχιπέλαγος» καταλήγουν οι «χείμαρροι» και τα «ποτάμια» που δημιουργούνται από τις χιλιάδες των καταδικασμένων που προορίζονται να «ζήσουν» εκεί. Ακόμη και σήμερα, δεν υπάρχει κάποιος επιβεβαιωμένος αριθμός όσων στάλθηκαν στα γκούλαγκ. Οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για δεκάδες εκατομμυρίων, για όσο διάστημα λειτούργησαν. Σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον οι μισοί εκτιμάται ότι άφησαν την τελευταία τους πνοή μέσα στα γκούλαγκ, ή καθ’ οδόν προς αυτά (πολλές φορές, η μεταφορά προς τα γκούλαγκ ήταν πιο μαρτυρική κι απάνθρωπη, ακόμη κι απ’ την ίδια τη διαβίωση σ’ αυτά).
Ο αναγνώστης, όσο υποψιασμένος και να είναι για το περιεχόμενο του βιβλίου, το βέβαιον είναι ότι θα φρίξει μ’ αυτά που θα διαβάσει. Θα μονολογήσει πως «δεν είναι δυνατόν να έχουν συμβεί αυτά». Κι όμως… Η ιστορία έχει αποδείξει πως η θηριωδία και η απανθρωπιά δεν έχουν όρια. Η αχαλίνωτη φαντασία του ανθρώπου, όταν πρόκειται να πράξει το κακό, δεν γνωρίζει τέτοια όρια … Ανάγνωση ολόκληρου του θέματος »
Η «τρόικα» είναι ρωσική λέξη και σημαίνει «τριπλός».
Αρχικά σήμαινε τις τριππήλατες άμαξες ή έλκηθρα. Αργότερα όμως έλαβε και πολιτική σημασία…
Στη Σοβιετική Ένωση, τρόικες ονομάζονταν τριμελείς ειδικές επιτροπές που δημιούργησαν οι μπολσεβίκοι, με εξουσίες που υπερέβαιναν τις δικαστικές. Ο αντικειμενικός σκοπός ήταν να μπορούν να διώκονται όσοι θεωρούνταν αντικαθεστωτικοί, ακόμη κι αν -σπανίως- αθωώνονταν από τη δικαστική εξουσία. Μια τρόικα είχε ισχυρή εξουσία και λογοδοτούσε μόνο στον υπουργό Εσωτερικών και τον ηγέτη της χώρας.